Οι House of Love στη Θεσσαλονίκη
Ή καλύτερα, ότι έχει απομείνει από τους House of Love. Μένουν ωστόσο τα τραγούδια και οι αναμνήσεις. Του Ηρακλή Κοκοζίδη
Η αρνητική στάση του στενού φιλικού μου κύκλου για την εμφάνιση των The House Of Love μου δημιούργησε το προαίσθημα ότι το κοινό της πόλης δε θ’ ανταποκρινόταν ανάλογα μ’ εκείνη των Inspiral Carpets στον ίδιο χώρο. Δε θα κάτσω ν’ αναλύσω τους λόγους, εξάλλου κάθε άνθρωπος κρίνει και πράττει με υποκειμενικά κριτήρια, οπότε πήρα από πολύ νωρίς την απόφαση να παραβρεθώ, έστω και μόνος μου, καθώς είναι ένα αγαπημένο συγκρότημα το οποίο δεν είδα ποτέ ζωντανά. Το μόνος είναι σχετικό, γιατί όποιος παρακολουθεί τα συναυλιακά δρώμενα για σχεδόν σαράντα χρόνια, θα συναντήσει πολύ εύκολα τους κατάλληλους ανθρώπους που θα τον κάνουν να νοιώσει όμορφα και άνετα.
Η αλήθεια είναι ότι είμαι δεμένος περισσότερο με οτιδήποτε κυκλοφόρησε μέσω της Creation Records, δηλαδή το ντεμπούτο άλμπουμ και τα τέσσερα πρώτα 12ιντσα, χωρίς ν’ απορρίπτω όμως τη μετέπειτα πορεία, η οποία αν και αξιόλογη, στερείται αυθορμητισμού και φαντασίας, λόγω της μεταγραφής σε μεγάλη πολυεθνική (βλέπε Fontana). Βασικός στόχος της εταιρείας ήταν η προσέλκυση ευρύτερου ακροατηρίου και η αύξηση των πωλήσεων κάτω από πιεστικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών και κατ’ επέκταση η δημιουργική ισορροπία. Ο ιθύνων νους Guy Chadwick, συνεχίζει το όνομα μέχρι και σήμερα, αν και είναι εμφανές ότι έχει χαθεί η αίγλη του παρελθόντος, αφού φαντάζει περισσότερο ως προσωπικό του σχήμα παρά μια συλλογική προσπάθεια.
Γύρω στις 21:45 ήμουν έξω από το WE κι ενώ ακουγόταν μουσική από το εσωτερικό, η κεντρική είσοδος είχε κατεβασμένα ρολά. Είπα στον εαυτό μου ότι δεν είναι δυνατόν να έμεινα απέξω και κατηφόρισα λίγο παρακάτω για να διαπιστώσω ευτυχώς ότι η πρόσβαση στο χώρο γινόταν μέσω της αυλής, η οποία εκείνη την ώρα ήταν γεμάτη από κόσμο. Αγνόησα την προπώληση με το δέλεαρ των μείον τεσσάρων ευρώ και αγόρασα εισιτήριο από το ταμείο για να το κρατήσω ως ενθύμιο και πραγματικά εξεπλάγην, καθώς έμοιαζε περισσότερο με ακτοπλοϊκό παρά με συναυλιακό. Δυστυχώς, δεν μπορώ να συμβιβαστώ ακόμα μ’ αυτή τη λογική και όποτε βρίσκω την κατάλληλη ευκαιρία θα το στηλιτεύω. Μπαίνοντας μέσα, ο κόσμος ήταν εμφανώς λιγότερος σε σχέση με έξω και στη σκηνή έπαιζαν οι The Love Underground.
Ο πρώτος γνωστός που συνάντησα ήταν ο συνοδοιπόρος στο mic.gr Τάσος Βαφειάδης, τον οποίο όμως γνωρίζω από τα σχολικά χρόνια και μαζί με τον ευγενικότατο φίλο του Γιώργο ήμασταν παρέα καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Πρόλαβα τα τρία τελευταία τραγούδια των The Love Underground, οι οποίοι αποχώρησαν γύρω στις 22:00, με τον τραγουδιστή να προαναγγέλλει την εμφάνιση των The House Of Love. Στο ενδιάμεσο άρχισαν να εισέρχονται οι εξωτερικοί θαμώνες και ο χώρος μπροστά από τη σκηνή γέμισε γρήγορα. Η χαλαρότητα και η ζεστασιά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, εξαιτίας της μέτριας προσέλευσης, με ώθησαν να σταθώ μόλις στα τρία μέτρα από τη σκηνή και να παρακολουθώ την παραμικρή λεπτομέρεια στις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τόσο των μουσικών όσο και του κοινού, ενώ το μοναδικό μπαρ ήταν στα δύο βήματα και η τροφοδοσία καυσίμων συνεχής (με μέτρο πάντα, λόγω οδήγησης).
Λίγο μετά τις 22:15 οι μουσικοί κατέλαβαν τις θέσεις τους πάνω στη σκηνή με τον Chadwick ν’ απευθύνει τον πρώτο χαιρετισμό κι εμείς από κάτω ν’ ανταποδίδουμε με ιδιαίτερη θέρμη και χαρά. Το εναρκτήριο «Cruel» από το τρίτο άλμπουμ «Babe Rainbow» του 1992 με τον ελαφρώς ανατολίτικο και χαλαρωτικό ρυθμό μας έβαλε καλά στο κλίμα που θα ακολουθούσε. Τη σκυτάλη πήρε το πιο ανεβαστικό «Road» από το ντεμπούτο με το κοινό λικνίζεται δειλά δειλά. Το «Marble» θεωρώ ότι ήταν μεγάλη έκπληξη, διότι βρίσκεται κρυμμένο σε μια από τις πολλές εκδόσεις του «Beatles And The Stones» single του 1990 με την magenta απόχρωση στο εξώφυλλο, αλλά ο ξεσηκωτικός του ρυθμός και οι στίχοι «Let's drive to the hole in the sky, Let's drink to the spirit of Rome» μας ανέβασαν κυριολεκτικά σε άλλο επίπεδο. Στη συνέχεια αποδόθηκε φόρος τιμής στο τελευταίο άλμπουμ «A State Of Crace» του 2022 στην Cherry Red με δύο αναφορές. Η πρώτη ήταν η ομώνυμη σύνθεση, η οποία προλογίστηκε μάλλον ειρωνικά από τον Chadwick, πιθανόν αναφερόμενος στα ιστορικά και ταυτόχρονα τραγελαφικά γεγονότα που ζει ολόκληρος ο πλανήτης τα τελευταία χρόνια με τις διάφορες εστίες πολέμου και την αναρρίχηση στην εξουσία αδίστακτων και εγωμανών «ανθρώπων» που έχουν σκοπό να διαλύσουν τα πάντα για να ικανοποιήσουν τα παρανοϊκά τους σχέδια. Ο νεαρός μπασίστας με το σχεδόν skinhead μαλλί έδωσε πραγματικό σόου και με τις μπασογραμμές του μας παρέσυρε κυριολεκτικά. Το «Sweet Loser» που ακολούθησε το θεωρώ αδιάφορο και οι ήπιοι τόνοι του μας έριξαν αρκετά, ενώ θα μπορούσαν να επιλέξουν το «Dice Are Rolling» από τον ίδιο δίσκο που ακούστηκε πολύ από τα ραδιόφωνα της πόλης (sic) πριν μερικά χρόνια.
Ευτυχώς, η συνέχεια ήταν σαφώς καλύτερη με τα «Beatles And The Stones» και «I Don't Know Why I Love You» από το δεύτερο άλμπουμ του 1990, γνωστό στους οπαδούς ως «The Butterfly Album», καθώς η Fontana είχε τη φαεινή και ανέμπνευστη ιδέα να το τιτλοφορήσει με το όνομα του συγκροτήματος, ενώ είχε χρησιμοποιηθεί στο ντεμπούτο μόλις πριν από δύο χρόνια. Η παρουσίαση μιας καινούριας σύνθεσης με τίτλο «The Sound Of My Heart» δε μ’ ενθουσίασε ιδιαίτερα και μάλλον βρίσκεται ακόμα σε προκαταρκτικό στάδιο, ενώ την ξεχάσαμε πολύ γρήγορα καθώς τη διαδέχτηκε το εμβληματικό και μαγευτικό «Hope» από το ντεμπούτο και στο άκουσμα των στίχων «Hope is the word, that you say anyday, It's a dream and it's screams in your head» αναθάρρησα κάπως, ελπίζοντας για ένα καλύτερο μέλλον για όλο τον κόσμο.
Τα νέα και άγνωστα «Smile» και «Mine» δε μου προκάλεσαν ενθουσιασμό και φανερώνουν έλλειψη έμπνευσης, ενώ κακώς παίρνουν τη θέση πιο σημαντικών και διαχρονικών συνθέσεων, π.χ. ενός «Crush Me» ή ενός «Feel». Ανταμειφθήκαμε όμως με το «The Girl With The Loniest Eyes» από το «Babe Rainbow», όπου η συγκίνηση ήταν διάχυτη σε όλα τα βλέμματα κι εγώ προσωπικά γύρισα νοερά πίσω στο 1992-1993, μια αξέχαστη εποχή που έζησα πολύ έντονα τη νύκτα της πόλης και μου τη στέρησε απότομα η στρατιωτική θητεία.
Αρνητική εντύπωση μου προκάλεσε επίσης η παράλειψη του μακροσκελούς «Into The Tunnel» από το «Audience With The Mind» του 1993, το οποίο μου περιέγραψε γλαφυρότατα με τον ποιητικό του λόγο ο κολλητός Στέλιος Χατζηγιαννάκος νωρίτερα και γνώριζα ότι συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα, ενώ το ίδιο άλμπουμ περιέχει δύο επιπλέον φοβερές συνθέσεις, το «Erosion» και το «Hollow».
Αντιθέτως, έμεινα άναυδος από την εκτέλεση του «Burn Down The World», στο οποίο δημιουργήθηκε μια άκρως επιβλητική ατμόσφαιρα που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο άψογο και εκρηκτικό παίξιμο του ντράμερ. Για μένα ήταν η κορυφή της βραδιάς και θα προτιμούσα ν’ αποτελούσε και το κλείσιμό της. Το αινιγματικό λόγω στίχων «Set Dest» από την «Πεταλούδα» μας παρέσυρε σε rhythm & blues μονοπάτια και προσέδωσε μια διαφορετική νότα στο γενικό κλίμα, ενώ με τη λήξη του ο Chadwick έσπασε τον πάγο και είπε ότι είμαστε φανταστικοί. Τώρα αν το εννοούσε πραγματικά ή μας ειρωνευόταν, ας το κρίνει η ιστορία. Ίσως το έκανε για να προλογίσει τον κορυφαίο ύμνο «Shine On», ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ακουγόταν σε οποιοδήποτε μαγαζί κι αν πήγαινες, εξαιτίας της συχνής προβολής του από το MTV. Το ευτύχημα ήταν ότι ελάχιστα κινητά τηλέφωνα υψώθηκαν στον αέρα για να φωτογραφήσουν ή να βιντεοσκοπήσουν, όπως συμβαίνει με ανάλογες στιγμές στις περισσότερες συναυλίες, καθώς η νεολαία ήταν εμφανώς απούσα και οι παλαίμαχοι προτιμήσαμε να χοροπηδάμε ενθυμούμενοι τα νιάτα μας.
Μετά από μία ώρα πάνω στη σκηνή, το συγκρότημα μας αποχαιρέτησε προς στιγμήν κάτω από συνεχόμενα χειροκροτήματα και επευφημίες. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά επανήλθαν για να συνεχιστεί το πάρτι για λίγο ακόμα. Στο άκουσμα του «Christine» ο ξέφρενος χορός συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση, λες και δεν υπήρξε η ολιγόλεπτη διακοπή, ενώ εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι οι γυναίκες χόρευαν πιο παθιασμένα από τους άντρες. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε και με το «Destroy The Heart», χωρίς την παραμικρή ανάσα ή παύση, είτε από μέρους των μουσικών είτε του κοινού. Η επιλογή του «Love In A Car» για αποχαιρετισμό είναι αλήθεια ότι με παραξένεψε, αλλά οι μουσικοί το περιποιήθηκαν καταλλήλως, καθώς προς το τέλος επιδόθηκαν σε τέτοια επίπεδα εναρμονισμού και έντασης, αποδίδοντας μια εκρηκτική εκτέλεση αυτού του τόσο ήπιου και χαμηλότονου τραγουδιού. Με την ολοκλήρωσή του μας αποχαιρέτησαν οριστικά λίγο πριν τα μεσάνυκτα κι εμείς μείναμε αποσβολωμένοι γι’ αυτό που ζήσαμε εκείνο το βράδυ.
Σε γενικές γραμμές η απόδοση του συγκροτήματος ήταν σχεδόν άψογη και ο ήχος αρκετά καλός. Τα αρνητικά τα ανέφερα παραπάνω, σχετικά με τη λίστα των τραγουδιών και να προσθέσω ότι παραξενεύτηκα που ο αρχηγός δεν παρουσίασε τα υπόλοιπα μέλη, λες και βγήκε και έπαιξε μόνος του, ενώ ήταν ελάχιστα επικοινωνιακός με το κοινό. Για την ιστορία ν’ αναφέρω ότι στις κιθάρες ήταν ο βετεράνος Keith Michael Osborne, στο μπάσο ο νεαρός Harry Osborne, πιθανόν γιος του πρώτου και στα τύμπανα ο αγέρωχος Hugo Degenhardt. Για τους δύο τελευταίους δεν είμαι 100% σίγουρος, απλά συμβουλεύτηκα το Discogs και οι φωτογραφίες δεν ήταν πειστικές.
Όσο για το κοινό, τί να πω; Σχεδόν όλοι και όλες γνωριζόμαστε μεταξύ μας τόσα χρόνια, οι περισσότεροι καλά διαβασμένοι και ενημερωμένοι, ενώ ήταν αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι αντιδράσεις στο άκουσμα κάθε τραγουδιού ήταν σχεδόν όμοιες και εκδηλώνονταν ταυτόχρονα, σαν να ήμασταν συνδεδεμένοι με κοινό καλώδιο. Με στενοχώρησε ότι έλειπαν οι καλύτεροι μου φίλοι και φίλες, αλλά το συγκεκριμένο βράδυ ένοιωσα να είμαι μέλος μιας μεγάλης παρέας. Πριν από λίγες μέρες ενημερώθηκα από τη γυναίκα μου ότι στις 20 του Σεπτέμβρη θα μας επισκεφθούν οι Puressence, οπότε η βρετανική εισβολή θα συνεχιστεί στη φτωχή μας συναυλιακά πόλη. Εγώ με τη σειρά μου να ευχηθώ ότι περιμένουμε με ανοικτές αγκάλες τους Ride και τους Slowdive με support τους Sugar For The Pill και τους Messier 13 για να ζήσουμε ανάλογες μεγάλες στιγμές. Όνειρο θερινής νυκτός ακούω κάποιες φωνές να μου φωνάζουν από το βάθος, αλλά όσο ζω θα ελπίζω.
(Οι φωτογραφίες είναι της Αναστασίας Ζησοπούλου)