Optimus Alive ΄12
Η Λισσαβώνα (ή Λισαβόνα, πάρ' το όπως θες), μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Νότιας Ευρώπης, σταυροδρόμι λαών, πολιτισμών και βασική πύλη της Ευρώπης για Αφρική, Νότια αλλά και Βόρεια Αμερική, είναι από αυτές τις πόλεις που τα τελευταία χρόνια χάνει σταδιακά ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της, στοιχείο που αν μη τι άλλο αποδεικνύει την δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, αδυνατώντας να καλύψει βασικές πλέον ανάγκες των κατοίκων της. Με τους Πορτογάλους να βιώνουνε μια οικονομική κρίση ανάλογη της δικής μας, ίσως σε πιο ήπια (ή ύπουλη) μορφή, με τη διαφορά ότι έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια, εξαφανίζοντας αργά και σταθερά τη λεγόμενη μεσαία τάξη, σε αντίθεση με τη δίνη και τους καλπάζοντες ρυθμούς της δικής μας περίπτωσης, που προκαλεί πλέον αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις. Με την φτώχεια, την ανεργία κι ό,τι αρνητικό επακόλουθο επέρχονται αυτών να φωλιάζει στις γειτονιές της Λισσαβώνας, χωρίς όμως τα ακραία στοιχεία που πολύ πιθανόν να συναντήσει κανείς σε αντίστοιχες των Αθηνών. Δε ξέρω αν οι Πορτογάλοι αντιμετωπίζουν καλύτερα ή πιο ώριμα τα καθέκαστα, ή απλά αποδέχονται πιο στωικά και μοιρολατρικά την τροπή που παίρνει η ζωή τους (άλλωστε κουβαλάνε και μια 50χρονη σχεδόν δικτατορία στις πλάτες τους), αλλά ούτε το μάτι τους νιώθω να γυρίζει, ούτε επιθετικοί και καταθλιπτικοί στέκουν απέναντί σου. Όσο για την ίδια την πόλη, παρά την εγκατάλειψη που είναι εμφανής σε αρκετά σημεία, αναδύεται μια γλυκιά μελαγχολία και μια απέριττη ομορφιά σε κάθε της στροφή, στενό ή κεντρική πλατεία, με τη φωνή της Amalia Rodrigues να χάνεται συχνά πυκνά σε κάποιο τουριστικό σοκάκι και τα fado να αποτελούν γνώριμο πολιτιστικό στοιχείο του παρελθόντος, το οποίο όμως ουδέποτε κατάφερε να περάσει επαρκώς σε νεότερες γενιές, αδυνατώντας - κι απ' τη φύση του ίσως - να εξελιχθεί ή ν' αναμιχθεί με νεότερες τάσεις της μουσικής (κάτι που κατάφερε μάλλον επιτυχημένα το αργεντίνικο ταγκό).
Παρόλα αυτά, η Λισσαβώνα καταφέρνει και φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια, ένα από τα σημαντικότερα μουσικά φεστιβάλ της Νότιας (κι όχι μόνο) Ευρώπης. Με το Optimus Alive να συμπληρώνει φέτος έξι χρόνια ζωής, έχοντας ένα από τα καλύτερα φετινά line up, συνδυάζοντας ισορροπημένα εμπορικότητα, ποιότητα και μουσική ανάμεσα σε live stage και clubbing γι' αμετανόητους dancers. Με το χώρο διεξαγωγής του φεστιβάλ να βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη, παραθαλάσσια, έχοντας πολύ εύκολη πρόσβαση μέσω τρένων, λεωφορείων ή ταξί (με οικονομικότατες ταρίφες) που χρονικά δε ξεπερνούσε τα 45-50 λεπτά από το κέντρο της Λισσαβώνας.
Μετά από αρκετές δόσεις δροσερών κοκτέιλ στην έξοχα ζωντανή νυχτερινή ζωή της πόλης (με 25-30 ευρώ γινόσουνα κουδούνι, να τα βλέπουνε οι δικοί μας αυτά), αλλά και αρκετές πρέζες γλυκών ουσιών από τα ζαχαροπλαστεία της πόλης (βλέπε και Pastelaria), τα οποία, τα ρημάδια, ξεπετάγονταν σε κάθε σου βήμα αδυνατώντας ν' αρνηθείς 4-5 γλυκά (έτσι, για να 'χεις περιμένοντας τους Radiohead), φτάσαμε τελικά στην πρώτη μέρα του φεστιβάλ, με 2-3 κιλά παραπάνω και αμφίεση που θύμιζε καυλωμένο Έλληνα τουρίστα έτοιμο να απλωθεί στην ξαπλώστρα. Αντηλιακά, γυαλιά ηλίου, καπέλα, ανάλαφρο ντύσιμο, μόνο μαγιό που δε πήραμε για να βουτήξουμε στον Τάγο ποταμό. Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν όπως ακριβώς τα περιμέναμε, με τη θερμοκρασία να φτάνει μάξιμουμ στους 30 βαθμούς Κελσίου την ημέρα (την ώρα που στην Ελλάδα βαρούσαμε 40αρια), ενώ τη νύχτα έκανε βουτιά κάτω από τους 20 βαθμούς, αναζητώντας την επομένη το πλησιέστερο Zara ή H&M για καμιά ζακέτα της προκοπής, παρέα με δεκάδες αγγλιδούλες που στη κάθοδό τους στην Ιβηρική χερσόνησο μπερδέψανε τα κιλοτάκια τους με τα κοντά σορτσάκια. Τουτέστιν, το κλίμα άψογο, αρκεί να μην έφτανες στη Λισσαβώνα θεωρώντας ότι πας στην Αφρική.
Με το πρόγραμμα να ξεκινάει καθημερινά στις 17:00, είχες να διαλέξεις ανάμεσα στη σκηνή της Heineken που φιλοξενούσε τα - ας πούμε - μικρότερα ονόματα και αυτή του Clubbing, αμφότερες σκεπαστές, που σημαίνει ότι δεν είχες κανένα μα κανένα λόγο ν' αγχώνεσαι ανησυχώντας για εγκαύματα ηλίου, βροχοπτώσεις κι άλλα συναφή καιρικά φαινόμενα, καθότι το μεγαλύτερο μέρος του κοινού καλυπτόταν κάτω από τις τεράστιες τέντες, ενώ η μεγάλη κεντρική σκηνή του Optimus άνοιγε στις 18:30, ξεσκέπαστη, κι έτοιμη να φιλοξενήσει τα μεγάλα ονόματα, καθώς φυσικά και τους χιλιάδες των πιστών. Κατά την είσοδο τώρα, η οποία διεξαγόταν σχετικά γρήγορα δίχως αναίτια κωλύματα, μοναδική ίσως παραφωνία στάθηκε ο έλεγχος από... αληθινούς αστυνομικούς κι όχι ανθρώπους του φεστιβάλ, που αν μη τι άλλο σε αγρίευε λιγάκι κατιτίς, αλλά αυτές μπορεί να είναι και προσωπικές εκτιμήσεις. Πάραυτα, αν και ο έλεγχος εξονυχιστικός, ούτε σε ξεβράκωναν, ούτε υπήρξε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Από κει κι έπειτα, ανοιγόταν ο δρόμος για τον εσωτερικό χώρο, με μια τεράστια είσοδο, πάνω στην οποία φιλοξενούνταν - καλωσορίζοντάς το κοινό - νεανικές μπάντες και djs, ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο την αδρεναλίνη στα ύψη κατά την είσοδο.
Πρώτη στάση τώρα και ξεκίνημα του φεστιβάλ για το ελληνικό crowd team (η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει να υπήρξαν πολλοί νοματαίοι από την Ελλάδα, αν κρίνω από τις πτήσεις και τα ελληνικά που σπανίως άκουγα στο περίγυρό μου) γύρω στις 18:00, με το dj set των Aeroplane να κυλά έξοχα μουσικά, αψεγάδιαστα τεχνικά. Αισθαντικός, με το κοινό να ξεκινά από νωρίς να χορεύει, προσέφερε ένα όμορφο πακέτο αργόμπιτης electro house και nu disco, ζεσταίνοντας παρευρισκομένους, μέχρις ωσότου σταθούμε μπροστά από τις Dum Dum Girls, οι οποίες αν και διαθέτουν ουκ ολίγα συμπαθητικά τραγουδάκια, νιώθω ότι νιαουρίζουν δίχως ιδιαίτερο λόγο, παρουσιάζοντας ένα τόσο παρωχημένο πια ήχο και lifstyle, που ειλικρινά, αμφιβάλλω αν οι μισοί από εμάς εκεί μέσα καθόμασταν περισσότερο εάν δε βγάζανε λίγο παραπάνω μπούτι έξω. Ρηχό μεν, αλλά ειλικρινές. Αναχρονιστικός ήχος, γνώριμη garage pop, δε ξεσηκώσαν στιγμή το κοινό, οπότε τις λες και λίγο βαρετές. Σόρυ girls, αλλά βρισκόμαστε στο 2012, όχι στα 60s.
Η επόμενη ώρα ήταν αφιερωμένη στη γνωριμία με το χώρο του φεστιβάλ και στις απαραίτητες αγορές, με τα t-shirt των Radiohead και των Mumford & Sons να ξεπουλάνε σα φρεσκοψημένα ψωμιά, ενώ μάλλον απογοήτευση προκάλεσε το γεγονός ότι δε συνάντησα κανένα περίπτερο με μουσική, δηλαδή cd, βινύλια και άλλα συναφή. Οπότε τα δεκάδες αντίστοιχα με γαστρονομικές λιχουδιές (για κάθε κουλό γούστο) έμελε να απαλύνουνε τον πόνο μας και να φιλοξενήσουν το πρώτο μας γεύμα, την ώρα που στο βάθος, στη κεντρική σκηνή, τα έσπαγαν οι Refused. Παραδίπλα, στο clubbing, τέσσερις πιτσιρικάδες πηγαινοερχόταν πάνω κάτω στη σκηνή, μπροστά από ουκ ολίγα μπιμπλίκια και μηχανήματα, με τους Club Cheval να παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον πακέτο κομματιών, αλλά όχι τόσο ώστε να σε κρατήσουν παραπάνω από 15 λεπτά στη σκηνή. Δυνατός χορευτικός ήχος, αλλά ok, ακόμη έξω δεν έχει νυχτώσει.
Το πρώτο μεγάλο όνομα της ημέρας έμελε να βγει στις 21:10 (τα ωράρια κυλήσανε άψογα καθ' όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ), με τους Snow Patrol να συγκεντρώνουν πάρα πολύ κόσμο στην κεντρική σκηνή, και παρόλο που τα τελευταία χρόνια δε τους παρακολουθώ ιδιαίτερα, καθότι δε παρουσιάσαν ποτέ καμία ιδιαίτερη εξέλιξη (δε ξέρω γιατί, αλλά ανέκαθεν θεωρούσα τους Snow Patrol ως τη δευτεράντζα των Coldplay), αποφάσισα να παρευρεθώ για μια ώρα (καλώς εχόντων των πραγμάτων) ώστε να αντιληφθώ ιδίοις όμμασι τι είναι αυτό που φέρνει τόσο υψηλά στις πωλήσεις τη σκοτσέζικη μπάντα. Με εφτά αν δεν απατώμαι άτομα επί σκηνής, στιβαρό ήχο και άψογα παικτικά, οι Snow Patrol παρουσίασαν ένα σετ κομματιών που απευθύνεται εύκολα στο συναίσθημα, αλλά πέραν τούτο δε μπορείς να κρατήσεις τίποτα περαιτέρω. Με τον ψηλόσωμο Gary Lightbody να στέκει καλά στο μικρόφωνο, έχοντας καλή επικοινωνία με το κοινό, αλλά αφήνοντας ανάμικτα συναισθήματα στο δέκτη. Δεν είναι κακοί, αλλά ακούγοντας τους ζωντανά, αντιλαμβάνεσαι γιατί θα μείνουν αιώνια στο πάνθεον της χρυσής μετριότητας.
Επόμενη στάση Clubbing, με το Γάλλο Gesaffelstein να παρουσιάζει live ένα σετ κομματιών που φέρνουν τη γαλλική dance στα καλύτερά της, με το γνώριμο σκοτεινό electro ήχο του να ενθουσιάζει αρχικά, μετέπειτα όμως να κουράζει με την επανάληψη και το πομπώδες στιγμές ύφος του. Κατά τ' άλλα το κοινό ακολουθεί, χορεύει σε σταθερό τέμπο. Περίμενα περισσότερα.
Μέρες πριν από το φεστιβάλ, στα μεγάλα διλήμματα που προκύπτουν όταν και συμπίπτουν χρονικά καλλιτέχνες σε διαφορετικές σκηνές, αναρωτιόμουν αν θα ήταν πιο συνετό να παρακολουθήσω το "απόλυτο" reunion της χρονιάς ή μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αυτή τη στιγμή νέες φωνές. Δε ξέρω αν μετά από 16-17 χρόνια απραξίας (ως συγκρότημα), οι Stone Roses θέλανε να πληρώσουνε τα καθυστερημένα νοίκια τους, τα δίδακτρα των παιδιών τους ή τα ναρκωτικά τους, ποσώς μ' απασχολεί, αλλά μετά από τόσα χρόνια απουσίας και με τον Ian Brown να είναι γνώριμος για τα μέτρια live του (τουλάχιστον φωνητικά), αποφάσισα ν' αφήσω το παρελθόν εκεί όπου ανήκει, επιλέγοντας το παρόν, και τη φέρελπι Santigold που έμελε όχι μόνο να μας ανταμείψει για την επιλογή μας, αλλά και να παρουσιάσει ένα από τα καλύτερα live show ολόκληρου του φεστιβάλ. Με καταπληκτική σκηνική παρουσία, ήχο απόλυτα up to date, αναμιγνύοντας εξαίρετα αφρικάνικους ρυθμούς, r'n'b, post punk και ηλεκτρονικούς ήχους, και με το κοινό να ακολουθεί σε απόλυτη έκσταση, χορεύοντας, επευφημώντας, χειροκροτώντας. Το highlight της εμφάνισης η άνοδος επί σκηνής (αλά Tricky) του κοινού στο stage επάνω, χορεύοντας πλάι στη μαύρη γαζέλα που χαμογελαστή και συνάμα δυναμική σάρωνε τα πάντα με τη φωνή της στο πέρασμα. Αναμφισβήτητα η πρώτη μεγάλη στιγμή του φεστιβάλ.
Το hype που κουβαλάνε οι live εμφανίσεις των Justice είναι γνωστό, ακόμη και ντοκιμαντέρ γυρίστηκε απ' τον Romain Gavras, ακολουθώντας το φαινόμενο των Γάλλων στην αμερικάνικη περιοδεία τους. Οπότε, την ώρα που εμφανιζότανε, η αλήθεια είναι ότι όλο και κάποιος θα την πλήρωνε, κι αυτή δεν ήταν άλλη από την Zola Jesus, που έπαιζε στο stage της Heineken την ίδια σχεδόν ώρα. Με τους Γάλλους να εμφανίζονται 1:30 τη νύχτα, μ' ένα τεράστιο πλήθος κόσμου να τους περιμένει και μια σκηνή όπου δέσποζε μια εξαιρετικών διαστάσεων παραγωγή από ηχεία, μηχανήματα, φώτα και άλλα συναφή. Από κει κι έπειτα τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Massive ήχος, εξαιρετικό light show, ήχος που φτάνει ως τα πέρατα του ατλαντικού, με το μπάσο να προσγειώνεται με φόρα κατά πάνω μας και τις πιασάρικες μελωδίες να εναλλάσσονται περίτεχνα με το θόρυβο. Κατά τ' άλλα ο κόσμος σε αλλόφρονα κατάσταση, με μπουκάλια, χέρια και άλλα συναφή στον αέρα. Μπορεί η διπλανή μου να μη πέταξε ποτέ τη μπλούζα της, κι ένας άλλος Γάλλος να κέρδισε τις εντυπώσεις την επομένη, ωστόσο οι Justice σταθήκανε εξαίσια, ως μια ιδιαίτερη συναυλιακή εμπειρία.
Μετά τους Justice και με την ώρα να αρχίζει να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια κούρασης, θαρρώ πως οι Death In Vegas δύσκολα θα μας κρατούσανε (καθότι προσφάτως και στη χώρα μας) στο χώρο του φεστιβάλ, ωστόσο μια τελευταία βόλτα προς το stage της Heineken ήτανε αρκετή για να μας κρατήσει ένα ακόμη μισάωρο, με τον Richard Fearless να επιλέγει ένα - αν δεν απατώμαι - πιο συμπυκνωμένο σετ γύρω από χιτ και με τον κόσμο να γεμίζει το stage παρά το προχωρημένο της ώρας. Τελευταία μπίρα, λίγο Brodinski στο Club Stage και ξενοδοχείο.