Pan Pan & Mazoha
Επί σκηνής: το νοσταλγικό 90s παρελθόν, το ζωντανό αλαλάζον παρόν και ένα μέλλον που προδιαγράφεται με ενδιαφέρον. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Είναι πολύ ενδιαφέρον όταν η προσδοκία ενός θεατή μίας συναυλίας μετατοπίζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από το ένα act σε ένα άλλο, το οποίο πριν από την έναρξη του κονσέρτου μάλλον ως αναγκαστική αβαρία το έβλεπε. Ομολογώ λοιπόν ότι το βράδυ της 22ης του Ιούνη πήγα στην Τεχνόπολη με σκοπό να δω τον Mazoha. Το ηλιοκεντρικό (στο επίπεδο του στησίματος αλλά όχι ηθικού καλλιτεχνικού βάρους) πρότζεκτ του κατά κόσμον Τζίμη Πολιούδη είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον μου εδώ και καιρό, ειδικότερα τολμώ να πω όταν είδα κάποια βίντεο με τον κόσμο κυριολεκτικά να χοροπηδάει κάτω από τη σκηνή σε διάφορα μέρη της Ελλάδας σε μια πρόσφατη μίνι τουρνέ του. Το τελευταίο επίσης video clip για το τραγούδι ‘Θάνατος’ έδειξε για άλλη μία φορά έναν άνθρωπο απλό και χωρίς ποζεριλίκι ο οποίος μίλαγε με έναν απόλυτα συμβατό με την εποχή μας ηδονιστικά μηδενιστικό τρόπο. Άρα περίπτωση για παρατήρηση εκ του σύνεγγυς και σε συνθήκες του επείγοντος που εκ της συμβάσεως ορίζει μία ζωντανή εμφάνιση. Η συναυλία του στην Τεχνόπολη με τον Pan Pan να ακολουθεί χρονικά στη σκηνή όπως φαινόταν διάτονα στις σχετικές αφισέτες, ήταν στόχος από τη στιγμή που ανακοινώθηκε και ας με ρωτούσαν μέχρι και την τελευταία στιγμή φίλοι και φίλες αν θα παραστώ στη συναυλία των Waterboys που επίσης της ίδια ημέρα θα λάμβανε χώρα στο Ηρώδειο, με το πρόσωπο τους να παίρνει έκφραση ολοφάνερης απορίας όταν τους ανακοίνωνα την επιλογή μου. Αυτό που τους διέφευγε -και έχω την εντύπωση ότι θα σταματήσει- είναι ότι στην Τεχνόπολη θα λάμβανε χώρα κάτι που έχει τρομακτικό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα της ελληνικής μουσικής σκηνής -και δεν θα θέσω το ‘underground’ ως πρόθεμα στο "ελληνικής μουσικής σκηνής", για λόγους όχι αποφυγής βερμπαλιστικού φλεξαρίσματος, αλλά επειδή η ροή της βραδιάς αποκάλυψε και σε μένα τον ίδιο το παραπάνω συμπέρασμα.
Με μια θαυμαστή ακρίβεια ο Mazoha ανέβηκε στη σκηνή. Το ρολόι έδειχνε 9 και τρία πρώτα λεπτά της ώρας όταν με ένα σπινταριστό λογύδριο παρουσίασε τον εαυτό του και λέγοντας το αμίμητο "μη ζητάτε τραγούδια σήμερα, είναι συγκεκριμένη η ώρα που θα είμαι στη σκηνή" αποκάλυψε αμέσως δύο στοιχεία. Πρώτον ότι γνωρίζει και απολαμβάνει την αγκάλη ενός πιστού ακροατηρίου (το οποίο και είχε κάνει ένα μεγάλο ημισφαίριο μπροστά στη σκηνή) και δεύτερον ότι το γκελ του σε αυτό είναι τέτοιο ώστε να επιτρέπει ατάκες αμεσότητας από αμφότερες πλευρές. Το ηχητικό σύμπαν του Mazoha είναι πολυεπίπεδο. Χρωστάει στην ανερυθρίαστη pop (της όποιας έκφανσης) τόσα όσο και στις πολυκομπρεσσαρισμένες κιθάρες των 90s που σε όλο σχεδόν το σετ του χαρακτήριζαν βομβίζουσες την πολυσυλλεκτικότητα του χειριστή τους. Και ενώ η μουσική (ή μάλλον για να ακριβολογήσουμε, η ενορχήστρωση της μουσικής) -χωρίς καθόλου να είναι αυτό υποτιμητικό- φέρνει στο νου τους Carter the Unstoppable Sex Machine με το drum machine φρενήρες να ξεχύνεται παντού και κάτι ομορφοσαπισμένα σύνθια να πιέζουν να ακουστούν, εκεί όπου γίνεται το ωραίο μακελειό είναι στον χώρο των στίχων και της εκφοράς αυτών. Ο Mazoha ξέρει να φωνάζει τους στίχους του και όσο απλό και να φαίνεται αυτό, στην πραγματικότητα δεν είναι, διότι λίγο θα ήθελε κάποιος άλλος στη θέση του να ακούγεται ως βαρετός αγκιτάτορας. "Ας τους σκοτώσουμε όλους", "Όλοι ξαπόστασαν σε ξαπλώστρες φέρετρα", "Θέλω να σε φοράω σαν αποσμητικό", "Καρδούλα σαν τον Κουτσούμπα", "Είναι ωραία να πεθαίνουμε παρέα", "Τι πάει να πει η ζωή", "Καλύτερα αδελφή παρά να είσαι βουλευτής". Τα προηγούμενα είναι ανάκατα στίχοι, τίτλοι τραγουδιών, ατάκες στο μεσοδιάστημα τραγουδιών που όλα μαζί τα ξεστόμισε και αμόλησε προς βρώση στο κοινό ο Mazoha. Ο οποίος όμως αναγκαστικά χάνεται σε μία τόσο μεγάλη σκηνή μόνος του, γι’ αυτό και όταν η Nalyssa Green ανέβηκε ως καλεσμένη στη σκηνή για ένα τραγούδι ήταν μια λίαν ευπρόσδεκτη παρουσία, και όχι μόνο για την καλοφωνία της (και ας κινήθηκε περισσότερο με λαρυγγισμούς όπως το απαιτούσε κι ο ρόλος της), διότι το μεγάλο κουβούκλιο που αποτελεί τη σκηνή της Τεχνόπολης αποδείχθηκε τεράστιο για τον Mazoha, μάλλον σε μικρότερους χώρους πρέπει να αναζητήσει εκ νέου για να αναδείξει τον ευφυή και λουλουδάτο μηδενισμό του.
Είναι καλό σημείο αυτό στο κείμενο για να αναφερθεί η παραπάνω από σεβαστή προπώληση που είχε η συναυλία. Τα 2.400 εισιτήρια, με διάφορα άλλα events να τρέχουν χρονικά στο ίδιο 24ωρο στην Αθήνα, είναι ένα νούμερο όχι απλά άξιο θαυμασμού αλλά για αμέτρητα μπράβο. Νούμερο που με τις επιτόπιες πωλήσεις εισιτήριων της ίδιας ημέρας εκτινάχθηκε στο μνημειώδες 3.400+, το οποίο δεν γίνεται να μην εγείρει ερωτήματα. Τα ερωτήματα όμως, επειδή ζούμε σε αιτιοκρατικό κόσμο, έχουν πάντα απαντήσεις. Και η απάντηση δεν ήταν μόνο Pan Pan (χωρίς σε καμία περίπτωση να υποτιμάται ο φανερά “για σένα" χώρος του Mazoha σε επίπεδο λαοφιλίας εκείνη τη βραδιά) αλλά για τον κώδικα επικοινωνίας του Pan Pan, για τη σημειολογία αυτού που κάνει.
Στις 10+ ο Pan Pan ξεκίνησε με έναν άκρως εντυπωσιακό και φανερά δουλεμένο τρόπο τη συναυλία. Έπιασε τους πάντες από τα μούτρα βάζοντας τους να μάθουν την αλφαβήτα του ήχου. Βάζοντας στο παιχνίδι τους ίδιους τους μουσικούς του επί σκηνής, ανέλυσε το χτίσιμο των συνθέσεων του λέγοντας φράσεις του στυλ "και τώρα χρειαζόμαστε μία κιθάρα" ή "τώρα πρέπει να βάλουμε ένα επίμονο beat", ώστε να φτάσει τελικά στην έκρηξη του πρώτου τραγουδιού όπου ήταν φανερό πια ότι η βραδιά του ανήκε. Η αλαλάζουσα αλληλεπίδραση καλλιτέχνη-κοινού που βρισκόταν στο προαναφερθέν (μεγάλο και συμπαγές) ημικύκλιο μπροστά στη σκηνή την ώρα του Mazoha, επεκτάθηκε στο σύνολο της μπροστινής αυλής της Τεχνόπολης και κανένα χέρι δεν κατέβηκε ξανά κάτω παρά μόνο για να αγκαλιάσει τους ανθρώπους δίπλα του. Δεν έχω λόγια για να σας περιγράψω τι έγινε στο τραγούδι ‘Φωτιά στις Κεραίες’, ο κόσμος ήξερε τον κάθε στίχο από αυτό το νοσταλγικό όσο και βασικό ανθολόγιο φράσεων που, περίτεχνα τοποθετημένες, φτιάχνουν πάνω σε αυτό το βαλεριακό υπόστρωμα από Στέρεο Νόβα, Blancmange και Depeche Mode μία χωρίς επιστροφή εκτονωτική όσο και λυτρωτική βιόσφαιρα, αντικειμενικά καλή για συναυλιακά δεδομένα (το διευκρινίζω διότι εξακολουθώ να μην είμαι θιασώτης των στουντιακών πονημάτων του Pan Pan). Η αποδοχή του κοινού είναι το κριτήριο; Όχι, η αποδοχή του κοινού σε ένα άκρως επαγγελματικό σώου είναι όμως. Ο ίδιος ο Pan Pan με την ανομολόγητης αισθητικής κοντοβράκικη σαλοπέτα του δίνει το αεικίνητο παράδειγμα για party time, ενώ την ίδια στιγμή έχει τον απόλυτο έλεγχο των δρώμενων, όχι μόνο αναφορικά με την performance του αλλά και με την πενταμελή (και με πολλές καλεσμένες, ανάμεσα τους η Μελεντίνη όπως και πάλι η Nalyssa Green) μπάντα του. Μπορεί κάποιος να κλωτσήσει από αυτήν την περίεργη ανάμειξη ‘90s Οινόφυτα’ και έντεχνου της Αλεξίου την εποχή που ξεκίνησε να τραγουδάει τα "Δι’ ευχών", με Πόπη Αστεριάδη στις φωνητικές αρμονίες, τη σχεδόν επίπεδων (μη)χρωματισμών φωνή του ίδιου του Pan Pan και τους βομβίζοντες συνθετητές από πίσω. Αυτό στο οποίο δεν θα μπορέσει να αποστρέψει το βλέμμα του είναι σε αυτό που συνέβη το βράδυ της Πέμπτης. Τα κάθε δυνατού συνδυασμού ζευγάρια, οι ηλικίες που κυμαίνονταν μεταξύ 18-35 (με έμφαση στο μεσοδιάστημα αλλά και με αρκετές ποσοστιαία παρουσίες άνω των 40) θα έχουν να λένε ότι ήταν εκεί. Και το υπογραμμίζω αυτό το "ήταν εκεί" διότι φρονώ ότι η συγκεκριμένη συναυλία θα αποτελέσει σκαλί εξελίξεων για τον Pan Pan.
(Φωτογραφίες: Χριστίνα Θάλεια Παππά)