«Πες μας λοιπόν Morrissey; Ποιος θα πεθάνει πρώτος; Το Primavera Sound, το indie ή μήπως εσύ;»
Κάτι παραπάνω από ένα ακόμη κείμενο "πως πέρασα στο Πριμαβέρα" και "θυμάσαι τότε που..." Του Άρη Καραμπεάζη
Υποχρεώνομαι λοιπόν να δανειστώ από τον Θεοδόση Μίχο (μεταξύ μιας ταξιδιωτικής τσάντας για δίσκους της Rough Trade που του έχω ‘δανειστεί’ εδώ και εφτά χρόνια και πιθανόν και άλλων πραγμάτων, που δεν θυμάμαι, αλλά για αυτό δεν είναι οι φίλοι άλλωστε;) τον έξυπνο αυτό τίτλο από την προ τριετίας συνέντευξη του με τον δικό μας Φοίβο Δεληβοριά, για να αποδώσω κάπως τις ακραιφνώς υποκειμενικές, όσο και αφόρητα συναισθηματικές, σκέψεις που μου άφησε το οτιδήποτε άκουσα και είδα, και κυρίως – αυτή τη φορά- το οτιδήποτε άκουσα και δεν είδα και στο φετινό Primavera Sound.
Η πρώτη φορά ήταν το όχι και τόσο μακρινό τελικά 2005, έκτοτε υπήρξαν 8 φορές με τη φετινή, το 2015 είχα κλείσει τα πάντα και ήμουν πανέτοιμος, αλλά προτίμησα να μη χά(λα)σω το γάμο του φίλου μου του Απόστολου ‘Πατριάρχη’ Βαρνά, το 2016 είχα επανέλθει με μια άλλη παρέα, αιωρούμενος ανάμεσα στη σκέψη περί του ότι δεν έχω φίλους ή έχω τους καλύτερους φίλους στον κόσμο.
Το Primavera Sound άλλωστε υπήρξε εξαρχής και για τους περισσότερους μια ιστορία φίλων, που μάλιστα όχι απλά δεν χάθηκαν, αλλά έγιναν περισσότεροι στην πορεία. Έστω και αν φέτος σχεδόν κανείς από αυτούς (παλιούς και νέους) δεν με ακολούθησε στη πάλαι ποτέ γη της indie επαγγελίας. Φίλοι που το 2007 ήταν ακόμη «νέοι και άγνωστοι μας» και τους αποφεύγαμε και που το 2016 θέλαμε να είναι δίπλα μας σε κάθε επόμενη ‘δύσκολη στιγμή΄. Κάθε χρονιά κάτι επιφυλάσσει ως γνωστόν, όπως μας διδάσκει και ο ιταλικός νεορεαλισμός του Amici Miei, απαραίτητη οδηγία σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις σύγχυσης και γέλιου.
Ξεφύγαμε ενώ ακόμη δεν αρχίσαμε καλά-καλά όμως, μήπως συνεπώς να μπούμε κάπως και στο θέμα μας; Που αυτή τη φορά, εκτός από το να περιγράψουμε για μία ακόμη φορά το πως περάσαμε στο τριήμερο του Primavera (θα γίνει και αυτό, ησυχάστε), το πόσο έχει γιγαντωθεί το φεστιβάλ, το πόσο επαγγελματικά οργανωμένο είναι και ποια είναι τα πέντε-δέκα πράγματα που θα κρατήσουμε (έχουμε και link να σας δώσουμε εδώ, αν θέλετε), θα επιμείνουμε κάπως περισσότερο στο πως φτάσαμε τελικά μέσα σε λίγα χρόνια, το φεστιβάλ που έδωσε το φιλί της ζωής στο συνήθως κρύο στόμα της αόριστης indie ανησυχίας να καταλήξει να επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο αυτό που όλοι υποψιαζόμασταν για πολλά χρόνια, και τα τελευταία δύο-τρία το λέμε κι όλα παρά έξω, δηλαδή τον οριστικό θάνατο της indie μουσικής. Τουλάχιστον εμείς το λέμε πάντως, εκείνοι οι παλιοί ροκάδες όλο ανησυχούσαν για τον θάνατο του ροκ, και ακόμη να τον παραδεχτούν.
Για να λέμε και την αλήθεια μας, καλός ο Aphex Twin και η Solange μάγκες, αλλά τα πάντα ξεκίνησαν -ή μήπως τελείωσαν;- το βράδυ που οι Pixies έδωσαν με αναπάντεχο τρόπο το καλύτερο live της δεύτερης -και ίσως και ολόκληρης- της ιστορίας τους. Συνεπώς, όταν αναφερόμαστε στο ανυπόληπτο πλέον μουσικό είδος που εύστοχα -παρά τους ισχυρισμούς για το αντίθετο- προσδιορίστηκε κάποτε ως indie, μιλάμε για τη μουσική εκείνη που μεταξύ άλλων υπήρξε η πραγματική αιτία και αφορμή για τη γέννηση, την ύπαρξη, τη γιγάντωση και τελικά την επικράτηση της όλης ιδέας που ως Primavera Sound έφτασε να σημαίνει πολλά περισσότερα πράγματα από ότι ένα μουσικό φεστιβάλ.
Το Primavera Sound αμέσως μετά το Sonar των 90s (και πάλι στη Βαρκελώνη, όλως μη παραδόξως) υπήρξε όντως το φεστιβάλ εκείνο που επεδίωξε και κατάφερε να συνδεθεί κύρια με ένα -καταρχάς, αλλά και καταρχήν- είδος μουσικής (εκεί ήταν η electronica) τόσο άρρηκτα, που έφτασε για μία στιγμή να καθοδηγεί ακόμη και τις αιτίες της ύπαρξης του. Το Primavera αναγέννησε το indie άραγε στα 00s ή η αναγέννηση του indie γέννησε το Primavera; Καλά με αυγά και κότες θα ασχολούμαστε τώρα;
Ήταν μόλις πριν από λίγα χρόνια, που σημαντικά indie συγκροτήματα της δεκαετίας του ’90 αποφάσιζαν να κάνουν το απονενοημένο βήμα προς το reunion, που μπορεί και να το αναθεμάτιζαν λίγους μήνες πριν ως τακτική ακριβώς για να ανέβουν σε κάποια από τις μεγάλες σκηνές του Primavera Sound, περίπου ως ένα ‘βραβείο’ που κάπως το χρωστούσαν στον εαυτό τους και στην ενίοτε αδικοχαμένη πρώτη ύπαρξη τους.
Η αλήθεια είναι ότι έχει ήδη εξαντληθεί ο κατάλογος των indie ονομάτων για τα οποία το σημαινόμενο της εμφάνισης τους στο Primavera θα ήταν μεγαλύτερο από το σημαίνον του φεστιβάλ. Νομίζω ότι οι Slowdive οριακά έπαιξαν με αυτό και έχασαν, οι Ride ίσως και να το κατάφεραν – βέβαια δεν είδα κανέναν από τους δύο και έχω και άποψη εδώ που τα λέμε, αλλά εντάξει υπάρχει ένα γενικό αισθητήριο. Κοινώς, όσους θέλαμε να (ξανά)δούμε, τους (ξανά)είδαμε, αρκετούς από αυτούς δύο και τρεις- φορές πλέον.
Τα δύο κατά σειρά μεγαλύτερα ονόματα που ξεπήδησαν από ό,τι τέλος πάντων είχα κάποτε ονομαστεί indie σκηνή στην από εδώ και την από εκεί (λάθος) πλευρά του Ατλαντικού, δηλαδή οι Radiohead και οι Arcade Fire, είναι πλέον σχεδόν αστείο να ισχυρίζεται κανείς ότι έχουν έστω και στο ελάχιστο να κάνουν κάτι με το είδος. Παρότι όμως για τους πρώτους είναι δηλωμένη η αντιπάθεια μου και για τους δεύτερους η αδιαφορία μου, οφείλω να παραδεχτώ ότι οι Radiohead υποχρεωτικά οδηγήθηκαν εκτός κάθε indie λογικής, ενώ οι Arcade Fire πούλησαν και την ψυχή τους στον (disco) διάβολο για να το καταφέρουν, με μεθόδους ευτελέστερες από αυτές στις οποίες κατέληξαν οι συνήθεις κατηγορούμενοι U2, στους οποίους πάντως αμφότεροι οι παραπάνω πρέπει να το ανάβουν ένα κερί κάθε τόσο (ή να το ξεπληρώνουν ένα γραμμάτιο) για τον δρόμο που τους άνοιξαν (και για τον οποίο μάλλον μόνο αυτοί τρώνε το κράξιμο μέχρι στιγμής, ενώ οι διάδοχοι διατηρούν ένα ιδιόμορφο credibility).
Οι Radiohead υπήρξαν το μεγάλο όνομα του Primavera Sound 2016. Όπως θα θυμάστε οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες, δεν είχα καν περάσει από τη σκηνή που εμφανίστηκαν τότε, παρότι βέβαια γνωρίζω πολύ καλά από την πρώτη στιγμή τι έγινε και τι δεν έγινε στη διάρκεια της εμφάνισης τους, και δεν έχω καμία αντίρρηση στο ότι παρέδωσαν στο φεστιβάλ μία από τις πιο εμβληματικές (για τον Ξαγά το κούμπωσα αυτό) στιγμές της ιστορίας του. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη όμως με την προ ετών εμφάνιση του Neil Young, κατά τη διάρκεια του δικού τους τεράστιου -ομολογουμένως- momentum εδώ πέρα, δεν επικράτησε άκρα του τάφου σιωπή στις υπόλοιπες σκηνές. Και δεν είχαν κλείσει με γενική εντολή και είχαν παραπάνω κόσμο από ότι θα περίμενε και ο πιο αισιόδοξος οπαδός του J Mascis (ρωτήστε και τον περιβόητο καμεράνθρωπο Δημήτρη Κουλελή, που ούτε ξέρει πως ακριβώς βρέθηκε 2-3 χλμ μακριά από την Heineken Stage, την ύστατη στιγμή του Creep).
Οι Radiohead κατέκτησαν το Primavera, αλλά σχεδόν μόνο για μια στιγμή. Σε καμία περίπτωση δεν το σάρωσαν. Δεν θα μπορούσαν να το σαρώσουν εκ των πραγμάτων, καθώς οι αληθινές τους στιγμές είναι ήδη πολύ πίσω τους και τώρα ήρθε απλά η ώρα να τις ανασύρουν και αυτοί με την σειρά τους, βρισκόμενοι στη δυσάρεστη θέση που ναι μεν δεν υποχρεώνονται να κάνουν κάποιο άβολο ριγιούνιον, αλλά πάντως να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους, με ακόμη πιο άβολους τρόπους.
Το Primavera υπήρξε για αυτούς μέρος μιας περιοδείας που με τον ίδιο σχεδόν τρόπο κατακτούσε σχεδόν κάθε μέρα και ένα άλλο μέρος του κόσμου. Η προβληματική αυτής της ούτως ή άλλως ανεπιβεβαίωτης θεωρίας αναπτύσσεται με υπερεπαρκή τρόπο σε άρθρα που ακόμη και μέσα από μη κατανοητούς αλγόριθμους επιχειρούν να αποδείξουν ότι τα line up όλων των μεγάλων φεστιβάλ αυτού του (επιβεβαιωμένα πλέον) μάταιου κόσμου συναντώνται σε μία ατελέσφορη προσπάθεια να προκληθεί συγκίνηση από τα έγκατα μίας μουσικής παραγωγής που πλέον δεν συγκινεί κανέναν εκτός αυτών των φεστιβάλ (με τα ίδια και τα ίδια φεστιβάλ σε ακόμη περισσότερες προβληματικές μεταξύ τους παραλλαγές).
Υπάρχει η στιγμή που όλοι αισθάνονται ότι ενώνονται, αλλά απουσιάζει η στιγμή της οριστικής ένωσης. Πράγμα μάλλον αναμενόμενο. Τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα φεστιβάλ το οποίο χαρίζει απλόχερα τις μεγάλες του σκηνές σε ονόματα από το παρελθόν και στις μικρομεσαίες δεινοπαθεί ένα παρόν που ποτέ δεν καταφέρνει να καταστεί βροντερό; Θυμάται κανείς τότε που ο Φώτης Βαλλάτος πέταγε τρέχοντα τεύχη του Sonik στο πόδια των Sons and Daughters με τις μούρες τους στο εξώφυλλο στις περιβόητες «σκεπαστές σκηνές» του Primavera; «Τι μου θύμισες τώρα...», που λέει και ο λαϊκός βάρδος. Εδώ δεν θυμόμαστε καν αν πρόκειται όντως για δαύτους ή για τους Dogs Die In Hot Cars (που με τέτοιο όνομα, έπαθαν ότι ακριβώς τους άξιζε). Τα indie παραπαίδια των Franz Ferdinand που μας υπο-απασχόλησαν κάπου προς τα late 00s ελάχιστα έως καθόλου βρήκαν το δρόμο προς τις μεγάλες σκηνές του φεστιβάλ.
Όχι όλοι βέβαια. Υπήρξαν ήδη από το 2005, πέρασαν και πάλι στην πορεία και όντας ήδη πιο μεγαλόσχημοι, και επέστρεψαν και φέτος στο Primavera, ως δικαιούχοι αν μη τι άλλο headliners, οι Arcade Fire. Πριν από δώδεκα χρόνια μας είχαν αφήσει κάτι περισσότερο από μαλάκες στην πιο αγαπημένη σκηνή αυτού του ίδιου του Φεστιβάλ (αφ’ ης στιγμής πέρασε από εκεί το συναισθηματικό τρένο των Portishead του Third, δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ αυτό). Αυτή τη φορά ένα ήταν το σίγουρο. Δεν επρόκειτο να περάσω ούτε καν απέξω από τη Mango στη διάρκεια του δίωρου και κάτι των Arcade Fire. Έλα ντε όμως που τελικά είμαι καλός άνθρωπος και που έχω και κάτι θεωρίες περί του θανάτου του indie να επιβεβαιώσω και τελικά κατέληξα/κατάντησα/ξέπεσα να τους βλέπω από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Τα παραπάνω ασφαλώς και φαίνονται άνευ λόγου και ουσίας, και ίσως και να είναι μέχρι ένα σημείο, στους περισσότερους. Θα καθόμαστε τώρα δηλαδή ξανά μανά και πάλι από την αρχή να κλαίμε για τον θάνατο του indie, την ίδια στιγμή που ένα φεστιβάλ μαζεύει με άνεση 80.000 κόσμο κάθε μέρα ανεξαρτήτως μουσικών ειδών, ονομάτων και λοιπών κολλημάτων του καθενός. Κόσμο που μάλιστα δεν έχει κανένα πρόβλημα στο να αποθεώσει ισόποσα τους Slayer και τις Heim, τους Swans και τον Sampha; Είναι πράγματα αυτά; Είναι δυνατόν να είμαστε (ακόμη) τόσο μίζεροι και να γκρινιάζουμε την ώρα που δίπλα μας περπατάνε, χορεύουνε, γελάνε, πίνουνε, παίρνουν τα ναρκωτικά τους, ίσως και να πηδιούνται κιόλας σε καμιά μυστική γωνιά ή σκηνή, χιλιάδες άνθρωποι, που μάλιστα τους ενώνει ένα ιδανικό κοινό σημείο, η αγάπη προς την καλή μουσική.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν πάσχει πλέον στο ζήτημα του indie, επειδή ακριβώς πάσχει από ανεπανόρθωτα έως να-ζήσουμε-να-το-θυμόμαστε το ίδιο το indie, το Primavera απαιτεί και σχεδόν καταφέρνει σε κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή του να υπάρχει ένα μίνιμουμ καλής μουσικής, αποκλείοντας την ευτελή εμπορικότητα, τα υποπροϊόντα της τηλε-ιντερνετικής πραγματικότητας και εν γένει τα απόβλητα του Pro Tools και τους Garage Band, που καθιστούν τα ακούσματα μας αφελώς κοινά είτε ακούμε grindcore είτε teen pop.
To ζήτημα είναι όμως ότι κάποιος φώναξε τον Marc De Marco σε μία μεγάλη σκηνή και αυτός ήρθε με κάτι πρόχειρα εσώρουχα και αυτά δεν είναι πράγματα αν δεν είσαι ο Prince εδώ που τα λέμε. Και κάπου εκεί κατέρρευσε για ακόμη μια φορά η προαιώνια Πετριδική θεωρία περί του ότι εντάξει και καλά, που λέει και ο Πιλαλί, υπάρχει δήθεν μόνο καλή και μόνο κακή μουσική. Θεωρία που αντιμάχεται την φύση του rock ‘n’ roll, που -ας τα ξαναλέμε, δεν κάνει και τόσο κακό- έχει νόημα μόνο όταν ξεκινάει καλά διαχωρισμένο σε φυλές και ας στην πορεία γκρεμίσει και τα τείχη, δεν έχει σημασία, μια καλή αφετηρία χρειάζεται για να κερδίσεις τον αγώνα συνήθως.
Κοιτάζοντας πίσω λοιπόν, θυμάμαι εκείνο το κατά βάση indie πριμαβερικό κοινό των προηγούμενων ετών να έχει μία ουσιαστική συμμετοχή και πίστη στα επί της κάθε σκηνής δρώμενα, να «υπομένει» τα live στην ολότητα τους και να μη σουλατσάρει από σκηνή σε σκηνή, επιδεικνύοντας attitude Coachella, το οποίο σιγά σιγά κατακτά όχι μόνο τα ανά τον κόσμο φεστιβάλ, αλλά και τα μεμονωμένα live, ακόμη και αυτά σε κλειστούς χώρους. Κοιτάζοντας γύρω μου στο παρόν του Primavera Sound διακρίνω το ακριβώς αντίθετο και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι οι περισσότεροι από όσους στήνονται ακόμη με μανία -είναι αλήθεια- μπροστά στο κάγκελο τόσο των Gojira, όσο και των Pond (η κόλαση δεν είναι ούτε οι άλλοι, ούτε οι Γάλλοι, αλλά το Perth της Αυστραλίας ως γνωστόν. ΟΚ ας μην καεί ολόκληρη η πόλη, αλλά τουλάχιστον τα προβάδικα είναι μια καλή αρχή), ξέρουν ακριβώς τι τους γίνεται σε κάθε περίπτωση, και απασχολούνται με τη μουσική που ακούνε παραπάνω από όσο τους καθοδηγεί ο προσωπικός τους αλγόριθμος στο Spotify.
Και αφού αισίως πετύχαμε να ξοδέψουμε κοντά στις 2.000 λέξεις για να αποδείξουμε ότι μας πήραν τα χρόνια και μαζί με αυτά η συνήθης του ροκ γκρίνια και μίζερη αναπόληση, ήρθε επιτέλους η ώρα να ισχυριστούμε ότι βαστάμε ακόμη και άμα λάχει υπάρχουν ακόμη οι στιγμές που παρότι προς στιγμήν μετακινούμαστε από σκηνή σε σκηνή υποβασταζόμενοι, εν τούτοις συνεχίζουμε, καθότι με indie ή χωρίς αυτό, το Primavera Sound συνεχίζει και αυτό με τη σειρά του να είναι το φεστιβάλ εκείνο που δίνει την καλύτερη ζωντανή εικόνα για το που πηγαίνει και δεν πηγαίνει ο ευρύτερος pop/rock/electronica κ.λ.π. ήχος σήμερα. Και αν η εικόνα αυτή δεν είναι και η καλύτερη πλέον, don’t shoot the messenger. Shoot the pianist και όλα θα πάνε κάπως καλύτερα (μας πήξανε στο πιάνο φέτος επί σκηνής).
Συνεπώς αγαπητέ και λατρεμένε μας Morrissey, πες μας σε παρακαλούμε πολύ. Γιατί και πώς δεν έχεις εμφανιστεί μέχρι σήμερα στο Primavera και μόνο κάπου πήρε το μάτι μας τον Johnny Marr να διδάσκει επί σκηνής attitude στους κατά βάση παραπλήγες τους Modest Mouse;
Πώς είναι δυνατόν να (μην) έχει συμβεί αυτό; Μήπως τελικά αυτό θα συμβεί όταν συμβεί εκείνο το οποίο όλοι περιμένουμε για να τελειώνουμε μια και καλή και με αυτή την υπόθεση των reunion, ίσως δε και με οποιαδήποτε άλλη υπόθεση μας απασχολεί γενικώς; Όταν δηλαδή δεν θα μείνει τίποτε όρθιο και θα είμαστε αναγκασμένοι να μείνουμε καρφωμένοι στο πρώτο πρώτο κάγκελο της ίδιας σκηνής για όλο το τριήμερο, αν όχι και για τρεις ημέρες πριν; Για πες μας ρε Morrissey τι μας περιμένει επιτέλους; Ο θάνατος ή το reunion των Smiths; Μέσες λύσεις δεν υπάρχουν ως γνωστόν.
Ημέρα 1η (Πέμπτη 1/6/2017): Aphex Of Puppets
Ποτέ δεν θυμάμαι να είχαμε αγχωθεί στο Primavera για να φτάσουμε νωρίς, να δούμε κάτι που βγαίνει στις 5 το απόγευμα ή και νωρίτερα (μόνο κάτι ΝεοΖηλανδοί μας είχαν χαλάσει τις συνήθειες κάποιες χρονιές) και τέλος πάντων να θυσιάζουμε τη βολή μας στον ψυχαναγκασμό μας.
Και καθότι οι παραδόσεις είναι για να επιτηρούνται κάθε τόσο, με την παέγια κρεατικών στο στόμα βρεθήκαμε κάτω από την «παραδοσιακή» Primavera Stage λίγο μετά τις 19:30, δηλαδή λίγο μετά αφότου είχαν ανέβει πάνω της οι (This Is Not) This Heat, που χωρίς την παραπάνω παρένθεση επαναφέρουν εδώ και ένα χρόνο περίπου στην επικαιρότητα ένα από τα σχήματα εκείνα που ομοίως παραδοσιακά κάνουν το punk να φαίνεται περισσότερο ανατρεπτικό από ότι πράγματι είναι.
Μια εμφάνιση υπό αυτές τις συνθήκες ποτέ δεν θα τη θυμάσαι για όλη σου τη ζωή, αλλά χωρίς δυσκολία για μία ώρα περίπου θυμηθήκαμε πράγματι ότι το kraut μας το θέλουμε βρετανικό και την μπύρα μας κρύα. Κάπου στη μέση το The Fall Of The Saigon και λίγο αργότερα το S.P.Q.R. διέψευσαν έντονα το ότι δήθεν οι This Heat το έριχναν στην τρέλα, επειδή τάχα μου τάχα τους δεν μπορούσαν να γράψουν τραγούδια. ΟΚ. Αν το Ροκ ήταν κάπως έτσι ίσως δεν θα είχαμε και πολλά να ψιθυρίζουμε, αλλά σίγουρα δεν θα το θάβαμε και κάθε τόσο.
Στην άλλη άκρη της πριμαβέρειας γης, ο ‘πολύς’ Miguel είχε μεταξύ των άλλων το δύσκολο ρόλο του να αντισταθμίσει στους οπαδούς του Frank Ocean, την last minute ακύρωση του τελευταίου (όντως πρέπει να έχει δίκιο ο Φώτης και να είναι η πρώτη φορά που τέτοιο πρώτο όνομα ακυρώνει στο Primavera, εξ ου ίσως και τα ουκ ολίγα μπλουζάκια Fuck Ocean που πήρε το μάτι μου).
Βρέθηκα λοιπόν κάθε άλλο παρά ασθμαίνοντας στην πρώτη μπάρα της Heineken Stage, για να διαπιστώσω ότι οι κιθάρες ακούγονται μεν αρκούντως βρώμικες, το crossover δίνει και παίρνει και η μπάντα του τύπου θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στο πλευρό του Prince, παραδόξως όμως εδώ κανείς δεν τραγουδά, κανένας δεν χορεύει, όπως θα συνέβαινε στο οποιοδήποτε μέτριο live του τελευταίου (φαντάζομαι). Είναι σαφές ότι ο Miguel αδικήθηκε από την ώρα εμφανίσεως, σε πλήρη αντίθεση με την Solange η οποία σκαρφάλωσε στην ακριβώς απέναντι Mango Stage μετά το τέλος της εμφάνισης του, αλλά δεν μου είπε και πολλά (βασικά τίποτε δεν μου είπε), καθότι αφενός αισθάνθηκα ότι το παράδοξο υπερτερεί του ουσιαστικού στην όλη περσόνα της, αφετέρου οι μουσικοί της ακούστηκαν περισσότερο μισθωμένοι από όσο μπορώ να αντέξω και η μουσική της μου ακούστηκε ακόμη περισσότερο νυσταγμένη από το βινύλιο, που ούτε καν θυμάμαι γιατί τελικά κατέληξε στα χέρια μου.
Και δεν πάω προς τους Gojira, που αν μη τι άλλο πλασάρουν ακόμη το παραμύθι των Band Of Brothers, όπως και οι περισσότεροι ομοϊδεάτες τους; Ε και δεν πάω. Πήγα. Και καθόλου δεν με χάλασε που αυτοί οι Γάλλοι thrashers, λίγες μόλις ώρες πριν τους Slayer που έπεσαν στην ακριβώς αντίθετη λούπα, έπαιξαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα το έκαναν σε κάποιο πιο «δικό τους» φεστιβάλ, σε κάποιο πιο πιστό τους κοινό. Εκεί προς το τέλος στάθηκαν τόσο άνετα και ηρωικά πάνω από τα καλύτερα τους ριφ, που ήταν σχεδόν σαν να παίζουν εντός έδρας. Ωραίοι, και όχι πρόχειροι.
Τι έκαναν οι Slayer; Ας πάμε λίγο αντίθετα στο χρόνο για να βρούμε τους Slayer περισσότερο να εντυπωσιάζονται, παρά να εντυπωσιάζουν. Ο Tom ο Araya κάθε τόσο κοιτούσε πέρα, δώθε και κάτω από τη σκηνή και προφανώς κάθε φορά είχε την ίδια απορία για όσους και όσες έβλεπε. Συνεπώς, δεν σταμάτησε να μας υπενθυμίζει ότι αυτό που ακούμε και βλέπουμε ίσως και να μην έχει τόσο σχέση με τα γούστα, τις αντοχές και τα βίτσια μας, αλλά πάντως αυτοί κάνουν αυτό που κάνουν κάθε φορά και ότι ήρθαν εδώ να μας πάρουν τα μυαλά και άλλα τέτοια. Σε ένα set πάντως που τελειώνει με Dead Skin Masks, Raining Blood, South Of Heaven και Angel Of Death, δεν χωράνε πολλές αντιρρήσεις και αμφιβολίες, όσο και αν κάποιοι κάπου κάπως έτσι τα περιμέναμε τα πράγματα.
Λίγη ώρα αργότερα (από τους Gojira, όχι από τους Slayer) αρκετός κόσμος αποχωρούσε ενθουσιασμένος από το κλειστό του Auditori (που έχουμε να το επισκεφτούμε από τότε που η λέξη μνημόνιο δεν περιλαμβάνονταν στο λεξιλόγιο μας) και αυτό οφείλονταν στους Zombies, οι οποίοι κατά τα λεγόμενα (των άλλων) καμία σχέση δεν είχαν με το περσινό μαυσωλείο του Brian Wilson. Η βραδιά είναι αρκετά φορτωμένη και δεν υπάρχει καθόλου χρόνος έστω και για ένα πέρασμα από τον Bon Iver, ο οποίος για πότε έφτασε από το λιοπύρι το απογευματινό στη μεγαλύτερη σκηνή του φεστιβάλ και μάλιστα σε prime time, oύτε αυτός το κατάλαβε, αλλά ούτε και εμείς οι για μισό φεγγάρι και ενάμιση ελάφι φανατικοί του, καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος σε κάθε επόμενη της πρώτης κυκλοφορία του.
Δεν με είχαν απογοητεύσει, αλλά ούτε και είχαν εκτοξεύσει εαυτούς στην όποια jazz συνείδηση μου οι BADBADNOTGOOD στο Gazarte προ ολίγων ημερών, αλλά πάντως είχα υποσχεθεί να τους δώσω και μία ευκαιρία σε φεστιβαλικές συνθήκες. Φουλάρανε χωρίς πολλά πολλά την Pitchfork Stage, ήταν το ίδιο (ίσως και περισσότερο) κεφάτοι και καθόλου εκτός κλίματος με τις μεγάλες γύρω του εκτάσεις, από την άλλη όμως η δομή της μουσικής και της εμφάνισης τους φάνηκε να απαιτεί αν όχι κλειστές, τουλάχιστον περιφραγμένες διαστάσεις για να αναδειχτεί.
Ένα τσουπ είναι το να βρεθεί κανείς από εκεί στην περίφημη Ray Ban Stage και έστω και για τους Afghan Whigs της προβληματικής δεύτερης περιόδου τους, είπα να το κάνω, μιας και το να γκρινιάζεις συνέχεια για indie στέρηση και να μη δώσεις έστω και ένα ελαφρύ παρόν, δεν είναι δα και ό,τι πιο αξιόπιστο για τη συνείδηση σου. Ομολογώ ότι έμεινα μέχρι τέλους, ομολογώ ότι πέρασα μια χαρά και ότι κάπου βρήκα έναν τρόπο να σταματήσω να μιλάω συνέχεια για εκείνη τη συναυλία το 1998 στο Astoria κλπ κλπ. Ο Greg Dulli δείχνει πλέον να έχει βρει τον τρόπο να συνδυάσει τη στιγμή που θα ακουστεί το Gentlemen με κάποια αν όχι εξίσου ζόρικη, τότε τουλάχιστον ενδιαφέρουσα στιγμή του παρόντος του, οι υπόλοιποι πίσω του μοιάζει να ξέρουν σε ποιο γκρουπ παίζουν και γιατί, η απώλεια στις κιθάρες είναι ελαφρώς λιγότερο δυσβάσταχτη στις διαθέσεις ενός ανοιχτού φεστιβάλ και με αυτά και με εκείνα αυτό ήταν το πρώτο ψυχωμένο live του φετινού Primavera.
Την ίδια πάνω- κάτω ώρα, αλλά και σε κάποιες μικρότερες ώρες, παραδοσιακό punk σε όλες τις χωροχρονικές του διαστάσεις από τις ρίζες των Damned μέχρι την «ώρα μηδέν» των Converge, έδινε με τη σειρά του το παρόν στο παρασκήνιο των μεγάλων σκηνών. Ευπρόσδεκτα σίγουρα, ενίοτε συναρπαστικά, σε εξαιρέσεις, όπως πέρσι με τους Venom, τέτοιου είδους live δημιουργούν όντως ένα κατ’ εξαίρεση πάθος εν σχέση με το κυρίως ρεύμα των δρώμενων, το οποίο ειδικά πλέον απουσιάζει από τα τεράστια πλήθη του φεστιβάλ. Από την άλλη, ακόμη και σε διάσπαρτη παράταξη 2-3 ονομάτων την ίδια ημέρα, κανενός είδους punk (ή extreme metal κλπ πνεύμα) δεν διαπνέει το Parc Del Forum, έστω και ως υπόγεια αίσθηση, και κάπως έτσι η αίσθηση που δημιουργείται -τουλάχιστον σε εμένα- είναι ότι τελικά έχουμε να κάνουμε με live/οιονεί μουσειακά εκθέματα, από τα οποία περαστικοί και μόνο διέρχονται οι περισσότεροι για να πάρουν μια γεύση περί του τι και πως συνέβαινε εκεί και τότε. Και ίσως λίγο περισσότερο με το punk, όπως το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την εμφάνιση των Descedents την επόμενη ημέρα, έστω και σε μεγαλύτερη σκηνή. Εκεί που θα έβαζα εγώ τόσο τους Converge, όσο και τους Damned, δηλαδή αν τυχόν με ρωτούσε κανείς.
Τυχόν πρωτοποριακοί κακοπροαίρετοι θα ισχυριστούν ασφαλώς ότι το punk πνεύμα του σήμερα διαχέεται μέσα από τις βρώμικες ρίμες των Death Grips και όχι από τα κλισαρισμένα σκετσάκια του Captain Sensible. Δεν θα διαφωνήσω. Οι Death Grips ξέρουν πως να ξεσηκώσουν τον κόσμο τους, αλλά και τους τυχόν περαστικούς και από εδώ, χωρίς οι ίδιοι να θέσουν σε κίνδυνο, την θεμιτή εμπορικότητα τους. Το απέδειξαν και εδώ και φέτος, έστω και όντας απομακρυσμένοι από τις ουσιαστικά ατίθασες, μουσικά και στιχουργικά, πρώτες ημέρες τους.
Σημειώνω και πάλι ότι απομακρυνόμαστε διακριτικά πλέον από κάθε τι που συνδυάζει τις έννοιες αναβίωση- Αυστραλία- ψυχεδέλεια κλπ κλπ, συνεπώς μη με ρωτάτε καλύτερα τι ακριβώς κατάφεραν και τι όχι οι Κing Gizzard And The Lizzard Wizzard. Σίγουρα κάτι παραπάνω από το να επιβεβαιώσουν την έλλειψη έμπνευσης που τους διέκρινε κατά την επιλογή ονόματος φαντάζομαι.
Ας πάρουμε τα πράγματα κάπως ανάποδα και επί του παρόντος, καθώς λίγο πριν τελειώσει το set του ο Aphex Twin αποφασίζω ότι δεν τον «αντέχω» άλλο (με κάθε υπερβολικά κυριολεκτική σημασία που μπορεί να έχει η έννοια της αντοχής) και σχεδόν μηχανικά βρίσκομαι κάτω δεξιά από την κιθάρα του Christian Blend, με το set των Black Angels να δείχνει να βρίσκεται και αυτό με τη σειρά του σε ένα καλό στάδιο εσωτερικής εξέλιξης. Ασφαλώς καλύτεροι από την περσινή εμφάνιση τους στο Release φέστιβαλ, πριν από τους Sigur Ros, ελαφρώς απαλλαγμένοι από το άγχος του να βρεθούν στην εμπροσθοφυλακή της ατέρμονης δήθεν ψυχεδελικής αναβίωσης, που απασχολεί κοινό με αντισώματα στην απαιτητική μουσική, και μάλλον υποψιασμένοι περί του ότι ενδέχεται να παίζουν ακόμη και το τελευταίο τους χαρτί, τουλάχιστον σε όσους από εμάς πιστέψαμε κάποτε στην ψύχωση τους. Εν τούτοις κάτι στον ήχο των Black Angels απόψε μου ακούγεται από ανώδυνο έως και παιδικό, κάτι με εμποδίζει στο να τους αποδεχτώ με το απαιτούμενο rock ‘n’ roll σθένος, σε κάποιες φάσεις αισθανόμουν ότι άκουγα όμορφα και περίεργα τραγούδια από τα εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια αγαπημένα βινύλια με τραγούδια από τα Στρουμφάκια, που σκοπούν τη δισκοθήκη μου και που για ευνόητους λόγους έχουν επανέλθει στο πλατώ εσχάτως. Τι είχε συμβεί άραγε αμέσως πριν;
Δύο μέρες μετά στο Field Day στο Λονδίνο, η γνωστή σας εθισμένη στο shoegaze φίλη μου, η Μαρία η Φλέδου, είχε προειδοποιηθεί για το τι συνέπειες ήταν ενδεχόμενο να έχει το set του Αphex Twin στην ψυχοσύνθεση της. Και το αποδέχτηκε. Και προετοιμάστηκε κατάλληλα. Δεν ήξερε βέβαια τι είδους ειδήσεις την περίμεναν κατά την έξοδο για τα λοιπά τρομοκρατικά δρώμενα στην πόλη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Εμένα όμως, εμάς και τους υπόλοιπους χιλιάδες πιστούς και μη που είχαμε περικυκλώσει την Heineken Stage σε βαθμό ανησυχητικό για έναν μουσικό που θέλει να θεωρείται (ή θέλουμε να τον θεωρούμε, αν προτιμάτε) από ιδιαίτερος έως ακραίος, έμοιαζε κανείς να μην μας έχει προειδοποιήσει. Άλλοι είχαν συρρεύσει εκεί με την πεποίθηση ότι απλώς θα χορέψουν, άλλοι με την προσδοκία συμμετοχής στο αόριστο αύριο της μουσικής, άλλοι απλώς γιατί ο Aphex Twin ήταν τελικά ΤΟ μεγάλο όνομα της φετινής χρονιάς, όσο και αν οι οπαδοί των Arcade Fire θα γκρινιάξουν για το αντίθετο (που δεν τους κόβω δηλαδή).
Όχι ακριβώς για δύο ώρες, αλλά είχαμε την αίσθηση του ατελείωτου σε κάποια φάση, σαν κάποιο βασανιστήριο που απολαμβάνεις, θα μπορούσαμε να πούμε βλακωδώς, μιας και δύσκολα συμβαίνει κάτι τέτοιο φαντάζομαι. Όχι ακριβώς το live που απαιτεί το αιώνιο μαθημένο σε δρώμενα από πραγματικούς ανθρώπους επί σκηνής, ροκ κοινό. Και σίγουρα όχι ακριβώς μια ρετροσπεκτίβα ή πολύ περισσότερο μια θύμηση των όποιων επιτυχιών του Aphex, του ανθρώπου δηλαδή που ακόμη και όταν «προσπαθεί» να διώξει το κοινό του, καταλήγει τελικά απλώς να δημιουργεί μερικούς φανατικούς ακόμη.
Μικρή σημασία έχει το τι ξεχώρισε ο καθένας από όσα άκουσε και το τι διάβασε την επόμενη (ή και την προηγούμενη) ημέρα στο setlist.fm. Η γενική αίσθηση από κάτω άφηνε να φανεί πως ό,τι συνέβαινε επάνω στη σκηνή διέλυσε έστω και ένα μικρό κομμάτι από την ψυχή του καθενός που βρέθηκε εκεί πέρα. Η ειδική (μου) αίσθηση διέκρινε μία περίεργη κινητικότητα στο χώρο γύρω μας ειδικά από την πρώτη ώρα και μετά. Οι απέξω ήθελαν να πλησιάσουν ακούγοντας και βλέποντας από μακριά το τι συμβαίνει (μη αμελητέο και το light κλπ σώου στην όλη ιστορία). Αρκετοί από τους από μέσα ήθελαν (θέλαμε) να βρεθούν λίγο παραέξω, μπας και γλιτώσουν και την ψυχή και το μυαλό τους κλπ τέτοια παρανοϊκά. Ο Aphex Twin ήταν σαφές ότι ανέβηκε όχι απλά μελετημένος φέτος στις μεγάλες σκηνές των περισσότερων φεστιβάλ του πλανήτη, αλλά και πανέτοιμος να διαχειριστεί τα καλύτερα και τα χειρότερα των συναισθημάτων όσων βρεθούν μπροστά του. Και το πέτυχε χωρίς πολλά- πολλά. Το έκανε να φαίνεται σχεδόν αναμενόμενο.
Μας πήρε, μας διέλυσε, μας έδιωξε. Μας «έπαιξε» σαν μαριονέτες του και μας ξέβρασε κάπου εκεί κοντά, σχεδόν σαν να μην καταλαβαίνουμε τι έχει ακριβώς συμβεί. Αν δείτε ότι δεν τον φέρνει κάποιος μέχρι τα τέλη της χρονιάς κατά δω, κάντε ένα κακό στον εαυτό σας και εσείς και φροντίστε να τον πετύχετε κάπου. Οι αντοχές καλό είναι να τεστάρονται που και που.
Αποτέλεσμα όλων αυτών να χάσουμε τη γη και τα λοιπά στοιχεία του χωροχρόνου κάτω από τα πόδια μας και να βρεθούμε και πάλι σε κατάσταση επικοινωνίας λίγο πριν τελειώσουν την εμφάνιση τους οι Skinny Puppy στην άλλη άκρη του κόσμου, που ειδικά για αυτό το βράδυ είχε πάρει την μορφή της Adidas Originals stage. Κάποιοι μου λένε ότι έδωσαν ένα από τα καλύτερα live που δόθηκαν ποτέ στο Primavera, κάποιοι άλλοι μου τους παρουσίασαν ως καρικατούρες του καλού τους εαυτού. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η πρώτη ημέρα είχε τελειώσει για εμένα με ένα παράπονο που ακόμη και σήμερα μου μοιάζει αιώνιο. «Θέλω να πάω να δω τους Skinny Puppy».