Live @ W Festival
Κι αν άργησε λιγάκι (ούτε καν ένα τρίμηνο), ο Άρης Καραμπεάζης μας προϊδεάζει για το τι θα δούμε από τους Bauhaus επί σκηνής στα μέρη μας (αφήνοντας μας με την ελπίδα ότι κάθε συναυλία είναι εντελώς διαφορετική)
Λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία για τις δύο επικείμενες εμφανίσεις του Peter Murphy σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ας θυμηθούμε να θυμηθούμε τι έγινε (και τι δεν έγινε) στην πρώτη ουσιαστικά από τις ημερομηνίες της εν λόγω περιοδείας, η οποία απαξιώθηκε μεν από την απώλεια της έννοιας unica data (δύο μέρες μετά έπαιξε στον θρυλικό Taranto της Κάτω Ιταλίας, άλλωστε), αλλά θεωρώ ότι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επιβεβαιώσουμε αυτό που σε ανύποπτο χρόνο ο ίδιος ο Murphy είχε πει. Ότι δηλαδή Αυτός είναι ο μεγαλύτερος οπαδός των Bauhaus.
Αν κάτι απουσίαζε τελικά από την δεκαπενταυγουστιάτικη εμφάνιση του Murphy στις παρυφές της βέλγικης επαρχίας, αυτό ήταν ο επιδιωκόμενος ηλεκτρισμός της αναμονής πριν από το live, αλλά και η ξαφνική απώλεια του κάπου στην διάρκεια αυτού, εκείνη η ψευδαίσθηση δηλαδή περί του ότι δήθεν τα πάντα συμβαίνουν εδώ. Εδώ αντίθετα τα πάντα έδειχναν –και ήταν– τόσο ήρεμα, όσο και ανέτοιμα σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε τελικά οι μόνοι τύποι που συναντήσαμε με πραγματική αγωνία στα πρόσωπα τους για το τι θα ακολουθήσει ήμασταν εμείς, μία ακόμη Ελληνίδα, και ένας ακόμη Έλληνας. Ίδιον της φυλής η αγωνία για τα goth δρώμενα, βλέπετε. Μέχρι και Ιταλοί μας φάνηκαν παραδόξως calmi.
Οι δύο και μόνες σκηνές του W Festival, σε θέαση από ικανή απόσταση παραπέμπουν σε ένα –όχι παράταιρο με το υπόλοιπο τοπίο πάντως– επαρχιακό τσίρκο, που πήγε και στήθηκε στα χωράφια, προκαλώντας κάθε αναμενόμενη αντιστοίχιση ανάμεσα σε κλόουν και άγρια θηρία με πεπτωκότες 80s ήρωες και γραμμωμένους γερμανούς ινταστριαλάδες, αντίστοιχα. Για όλα αυτά όμως θα έπρεπε να περιμένουμε το υπόλοιπο τετραήμερο. Απόψε και ενώ σε όλη τη διάρκεια της ημέρας διαπιστώσαμε ότι δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά και τα χωριά του Βελγίου, που αδειάζουν ολοκληρωτικά τον 15Αύγουστο, έπρεπε να αρκεστούμε σε μία και μόνη εμφάνιση, απλώς και μόνο έτυχε να είναι αυτή για την οποία επί της ουσίας μπήκαμε στον κόπο.
Χωρίς άγχος και αγωνία κατευθυνθήκαμε στην μόνη από τις δύο σκηνές που επρόκειτο να λειτουργήσει για αυτό το πρώτο βράδυ, χωρίς καμία δυσκολία σταθήκαμε κάπου ανάμεσα στο δεξί ηχείο και την πρώτη κολόνα πριν το κέντρο, και παρά την άχαρη προαναγγελία του διοργανωτή (ή και ίσως χάρη σε αυτήν), η είσοδος του Peter Murphy και των μουσικών του στη σκηνή κάθε άλλο παρά θριαμβευτική υπήρξε. Δηλαδή, ο Peter Murphy, παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες των περισσότερων δεν προσγειώθηκε, αλλά εισήλθε προσγειωμένος στη σκηνή του W Festival.
Σε όλη τη διάρκεια της, η εμφάνιση του Peter Murphy, με τον David J στο μπάσο, αλλά και με μουσικούς, που σχεδόν χωρίς δυσκολία κατάφεραν να μην κρυφτούν πίσω από τις απουσίες που κλήθηκαν να καλύψουν, έδωσε την εντύπωση ότι πρώτο μέλημα (και όχι στόχος) αυτής της νιοστής μεν, ελλιπούς συμμετοχικά δε, επιστροφής στα τραγούδια των Bauhaus, είναι το να απομυθοποιήσει ως ένα ορισμένο σημείο την γενική εντύπωση που επικρατεί σήμερα γύρω από το συγκρότημα, και η οποία, όπως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οφείλεται εν πολλοίς και στην απουσία του από τα κυρίως δρώμενα της μουσικής καθημερινότητας.
Ο Murphy φάνηκε και ήταν αποφασισμένος να μας παρουσιάσει επί σκηνής τα τραγούδια, αλλά όχι και τον μύθο των Bauhaus. Και κυρίως όχι την όποια παραλλαγή του μύθου, που ο καθένας από εμάς έχει στο μυαλό του. Αυτό το είχε κάνει στον υπερθετικό βαθμό κατά την εικοσαετή επέτειο της επιδεικτικά τιτλοφορημένης Gotham tour, και έχει σαφώς επίγνωση περί του ότι με λίγο κοιλίτσα και με λίγο περισσότερο αραίωση στο μαλλί αυτή τη φορά (αλλά πάντοτε γοητευτικός, κατά κοινή ομολογία και ανεξαρτήτως φύλου), τα πράγματα λίγο θα ήθελαν να διολισθήσουν προς τη μεριά του γελοίου. Και σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει αυτό στην παρούσα φάση και στην παρούσα περιοδεία.
Είσοδος χωρίς πολλά-πολλά το λοιπόν και έναρξη με το ‘King Volcano’, χωρίς προσπάθεια να ‘τσιμπήσει’ το κοινό από τα πρώτα λεπτά. Ο ίδιος ο Murphy σε όλη τη διάρκεια του τραγουδιού περισσότερο μας παρατηρεί, παρά τον παρατηρούμε, ενώ είναι σαφές ότι κάθε άλλο παρά παραληρούμε, όπως θα θέλαμε ίσως, όσοι τουλάχιστον βρισκόμαστε σε μία αναμονή τόσων χρόνων. Σαφώς όμως και απαιτείται λιγότερο φως και περισσότερη προσοχή, για ένα τραγούδι που ξεκινάει (και κατ’ ουσία εκεί ολοκληρώνεται) με τους στίχους «overshadowed by her sister/ pretty girl would scream», καθώς είναι υπό κάθε συνθήκες ικανό να άρει κάθε αμφιβολία περί του ποιοι είναι οι πραγματικοί (και για κάποιους οι μόνοι) Goth πατέρες, και μάλιστα χωρίς να ντρέπονται για αυτό.
Μετά από ελάχιστη ώρα η τριπλέτα ‘Double Dare’ - ‘In The Flat Field - A God In An Alcove’ είναι ξεκάθαρα αυτό για το οποίο ήρθαμε να δούμε και να ακούσουμε και που χωρίς πολλά-πολλά θα μας υποχρεώσει τον Δεκέμβρη να βρεθούμε back to back τόσο σε Αθήνα, όσο και Θεσσαλονίκη. Δεν παίζει κανείς με αυτά τα τραγούδια. Και πρώτος από όλους δεν «παίζει» ούτε με αυτά, ούτε με τον υποκειμενικό μύθο που για τον κάθε ένα ξεχωριστά από το κοινό του πρεσβεύουν, ο ίδιος ο Peter Murphy.
Ερμηνεύει τα τραγούδια του αν όχι με το σοκ, τότε με ισάξιο πάθος αυτού της πρώτης φοράς. Η κρισιμότητα της φωνής του είναι ατόφια εκεί και πανέτοιμη να επιτεθεί στον ακροατή του, κάθε φορά που το ίδιο το τραγούδι προστάζει να το κάνει. Ο συνδυασμός αυτών των τραγουδιών των Bauhaus με τον μόνο ικανό ερμηνευτή τους είναι –όπως αναμένεται– οριακός και πέρα κάθε λογικής και κριτικής ταυτόχρονα. Αυτοί δεν είναι οι Bauhaus, αλλά τίποτε δεν πάει λάθος. Αυτός είναι ο ήχος τους και αυτό είναι το μήνυμα τους. Το πως θα το εκλάβει ο καθένας είναι δική του υπόθεση.
Μετά το τέλος της συναυλίας σκέφτομαι μήπως ήταν λάθος το ότι «ξοδέψαμε» το μεγαλύτερο μέρος της κάπου δίπλα στο δεξί ηχείο, συνήθεια που έχει ξεμείνει από φεστιβάλ με μεγαλύτερη δυσκολία προσβασιμότητας στη σκηνή. Ακούγοντας το encore στο κέντρο και κατά μέτωπο, αλλά κυρίως βλέποντας ίσια στα μάτια τον Peter Murphy την ώρα που για νιοστή φορά εδώ και σαράντα χρόνια διασκευάζει διαδοχικά τους δύο μεγάλους του ήρωες, Bowie και Bolan, αλλά και βλέποντας –εμείς όχι αυτός– για πρώτη φορά μέσα στη βραδιά, και το ίδιο το κοινό του ευθεία, και όχι εκ πλαγίων, στα μάτια, καταλάβαμε ότι αυτό που βεβαιωμένα απουσιάζει και μας έλειψε απόψε είναι η ελπίδα για κάτι, έστω και τεχνητά, ακραίο. Ομοίως θα ήταν μάλλον γραφικό να γίνεται λόγος για κάτι αρρωστημένο. Τα τραγούδια των Bauhaus εν έτει 2018 έρχονται αντιμέτωπα με την φθαρτή τους διάσταση, εύλογα τα περισσότερα από αυτά την υπερβαίνουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διατηρούν ατόφιο το δόγμα του σοκ, που συνοδεύει την αιώνια φήμη τους.
Τοποθετημένο κάπου στην μέση του set, το ‘Bela Lugosi’s Dead’ ακούγεται σαν τον μετρονόμο των ικανοτήτων μιας συνοδευτικής μπάντας που είναι άξια, αλλά ασφαλώς όχι έτοιμη, να σηκώσει το βάρος του. Στο ‘Passion Of Lovers’ τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα και οι κιθάρες σχεδόν ξεγελάνε σχετικά με το ποιος τις χειρίζεται. Στο ‘Stigmata Martyr’ αμέσως μετά είναι η κιθάρα του ίδιου του Murphy που ξεγελιέται, αρνείται να ακουστεί σωστά και έτσι χαρίζει στο τραγούδι περίσσια, αλλά όχι περισσή, διάρκεια. O πρώτος αποχαιρετισμός με το ‘Dark Entries’ σηματοδοτεί μια κορύφωση που παρότι δεν γεννά ερωτηματικά, εν τούτοις δεν δίνει αποστομωτικές απαντήσεις. Κοιτάζω γύρω μου και διαισθάνομαι ότι ο καθένας ξεχωριστά πήρε αυτό που ήθελε από τη συναυλία, αλλά δεν πήρε το κάτι παραπάνω, το οποίο όταν σου έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις, είναι το απόλυτο ζητούμενο κάθε συναυλίας. Και τι μπορεί να περιμένεις όμως από ένα ημιτελές reunion, μία επέτειο σαράντα ετών και μια σειρά τραγούδια που υπάρχουν μέσα σου, ορισμένες φορές περισσότερο και από όσο θα έπρεπε;
Έχω σχεδόν την βεβαιότητα ότι στα μέσα του Δεκέμβρη τόσο σε Αθήνα, όσο και Θεσσαλονίκη, τόσο ο Peter Murphy και ο David J, όσο και το κοινό τους, θα βρίσκονται σε καλύτερη φόρμα και ότι η ματαιωθείσα ηλεκτρική εκκένωση, που στο παρά κάτι δεν επιτεύχθηκε στα βελγικά χωράφια, θα καταφέρει να μας ενώσει στο επιδιωκόμενο τέτοιων συνευρέσεων, που –κατά την άποψη μου και σε αναίρεση των αμέσως προηγουμένων– δεν πρέπει να είναι το να βρούμε, αλλά το να αφήσουμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας.