Evgeny Kissin
Στην αρχή εκτέθηκε παίζοντας σε.. θέση που δεν του ταίριαζε, όταν όμως γύρισε σε οικείους χώρους έδειξε ποιος είναι. Του Χάρη Συμβουλίδη
Έχει πιστούς φίλους στο ελληνικό κοινό ο Evgeny Kissin κι έτσι δεν δυσκολεύτηκε να μαζέψει κάμποσο κόσμο στο Μέγαρο Μουσικής, αν και η μεγάλη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» δεν βγήκε τελικά sold-out.
Πάλαι ποτέ παιδί-θαύμα της ρωσικής σχολής, ο Kissin φάνηκε για ένα διάστημα ότι είχε αγγίξει πια το αποκορύφωμά του· και ίσως αυτή η εντύπωση να τονώθηκε από την απόφασή του να εκδώσει μια αυτοβιογραφία. Αλλά το αποκλειστικό συμβόλαιο που του πρόσφερε η Deutsche Grammophon προειδοποιεί επαρκώς όσους ψάχνουν για απλοϊκά, γραμμικά σχήματα τακτοποίησης της 40ετούς του καριέρας.
Στην Αθήνα, ο Kissin ήρθε να παρουσιάσει ένα τριμερές πρόγραμμα με Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και (φυσικά) Φρεντερίκ Σοπέν. Σημειολογικά βλέποντάς το, λοιπόν, κατέφτασε μεν με την αίγλη του «μεγάλου πιανίστα» –έτσι λέγεται άλλωστε και η συναυλιακή σειρά του Μεγάρου που τον φιλοξένησε– αλλά και με την επιθυμία να δείξει ότι παραμένει ένας ενεργός, εν εξελίξει βιρτουόζος.
Tον πήχη αυτόν εν τέλει δεν τον άγγιξε, γιατί στο πρόγραμμα φανέρωσε τρία διαφορετικά μα όχι ισότιμα πιανιστικά πρόσωπα: στον Μπαχ υπήρξε κακός, στον Μπετόβεν αξιοπρεπής, στον Σοπέν φανταστικός. Με άλλα λόγια, στην προσπάθεια επέκτασης του ρεπερτορίου απέτυχε, στην εδώ και χρόνια απόπειρά σύγκλισής του με το μπετοβενικό πνεύμα έδειξε βήματα προόδου, στα δεδομένα του παραμένει ένας εκπληκτικός παίκτης. Δεν είναι όλοι για όλα· ούτε καν οι μεγάλοι πιανίστες.
Πιο αναλυτικά, η κοσμαγάπητη "Τοκάτα και Φούγκα σε ρε ελάσσονα" του Μπαχ (παιγμένη στη μεταγραφή του Karl Tausig) ακούστηκε ακαλαίσθητα εκκωφαντική αντί για μεγαλοπρεπής, απόκτησε κάτι τις το νευρικό, αδίκησε τελικά και τον ίδιο τον Kissin, παρουσιάζοντάς τον ως κομματάκι φιγουρατζή. Αντιθέτως, στη "Σονάτα για πιάνο αρ. 31 σε λα ύφεση μείζονα" –ένα έργο επιβλητικό, με ιδιοσυγκρασιακές δυναμικές– φάνηκε επιμελής και στοχαστικός, δείχνοντας ότι έχει τριφτεί επαρκώς με τη μπετοβενική «αρχιτεκτονική» ώστε να μπορεί να τη συνδυάζει με την εσωτερικότητα που αποτέλεσε σήμα κατατεθέν της δικής του καριέρας. Απέχει ακόμα από το να καταστεί εκτελεστής πρώτης γραμμής όσον αφορά τον συνθετικό αυτό κολοσσό, εντούτοις έχει εντοπίσει εκεί ένα πεδίο εξέλιξης (και πιθανών εκπλήξεων).
Είναι σταθερά στον Σοπέν όπου ο Kissin βρίσκεται σαν στο σπίτι του. Έτσι, παίζοντάς μας "7 Μαζούρκες", "Andante Spianato" και την απαιτητικότατη "Μεγάλη Πολωνέζα Μπριλάντε", πέτυχε τον καλύτερο φόρο τιμής στη μνήμη της δασκάλας του Anna Pavlovna Kantor (η οποία πέθανε το καλοκαίρι), επιδεικνύοντας τόσο τη φημισμένη του δύναμη πάνω στα πλήκτρα, όσο και τον λυρισμό που έχει κληρονομήσει από τη ρωσική σχολή, στέκοντας πλέον ως ιδανικός του πρέσβης. Τα δάχτυλά του έδωσαν στις συνθέσεις του Σοπέν χαρακτήρα λεπτοϋφασμένου κεντήματος, διατρέχοντας με διαύγεια όλη τη συναισθηματική παλέτα που τις διακρίνει.
Η κορύφωση της συναυλίας με τη "Μεγάλη Πολωνέζα" οδήγησε το κοινό σε ενθουσιώδες χειροκρότημα και ο Kissin φάνηκε να το απολαμβάνει δεόντως, επιστρέφοντας για τρία συνολικά encore, όπου δέσποσε και πάλι η βαθιά του σχέση με τον Σοπέν. Ολοκλήρωσε έτσι με τον καλύτερο τρόπο μια συναυλία που άρχισε με τους χειρότερους οιωνούς.