Dansez-vous
Ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος... ακριβώς δύο χρόνια μετά.
Η πορεία προς τους Pink Martini ξεκίνησε κακόκεφα. Αν και ήταν η πρώτη μου καλοκαιρινή συναυλία για φέτος, θες λίγο η ταλαιπωρία με τα ακινητοποιημένα μέσα μεταφοράς, θες η κίνηση στο δρόμο ή το σκοτσέζικο ντους του καιρού, πάντως αγκομαχούσα πηγαίνοντας προς το θέατρο... και δεν έφταιγε η ανηφόρα.
Αφού προσπεράσαμε μπλουζάκια και λοιπά αξεσουάρ, μέσα από "βρώμικες" ευωδιές από τη διπλανή καντίνα, φτάσαμε αισίως στον προορισμό μας. Ομολογώ ότι πάει καιρός που έχω να δω το εν λόγω θέατρο τόσο ασφυκτικά γεμάτο, όσο για θέση στις κερκίδες δεν μπήκαμε καν στον κόπο να ψάξουμε. Πήραμε θέση λοιπόν ακριβώς κάτω από τη σκηνή και λίγα λεπτά πριν τις δέκα -μετά την κλασική πλέον ημίωρη καθυστέρηση- η δωδεκαμελής μπάντα γέμισε τη σκηνή.
Αν και πιο μπροστά δεν γινόταν να στεκόμαστε, ομολογώ ότι με σκούντησε η φίλη μου για να καταλάβω ότι το συγκρότημα ανέβηκε στη σκηνή: ούτε τυμπανοκρουσίες, ούτε ιδιαίτεροι φωτισμοί, ούτε χαμηλά φώτα. Το χειροκρότημα του κόσμου ήρθε με χρονοκαθυστέρηση. Δεν υπήρξε καμία θεαματική είσοδος: ανέβηκαν χαλαροί, άνετοι ένας ένας, μας χαιρέτησαν, πήρε ο καθένας τη θέση του, και μετά από έναν σύντομο χαιρετισμό στα ελληνικά από τον leader τους, Thomas Lauderdale, ξεκίνησαν δυναμικά με το αγαπημένο Donde Estas Yolanda?. Από ό,τι φάνηκε δεν θέλαμε κάτι άλλο. Το ζέσταμα ήταν περιττό. Το σώμα κουρδίστηκε αυτόματα, από τα χείλη έβγαιναν στίχοι ισπανικοί...Είχα την εντύπωση ότι μόνο σε συναυλίες ελλήνων καλλιτεχνών ή συγκροτημάτων θρύλων μπορούσε ένα ολόκληρο θέατρο να τραγουδά έτσι. Στις κερκίδες παλαμάκια και στην αρένα ασταμάτητος χορός. Ξεκινάμε!
Δεν νομίζω ότι πήρα τα μάτια μου από τη σκηνή και το πανηγύρι που γινόταν εκεί πάνω σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, παρά μόνο για να διαπιστώσω το πλατύ χαμόγελο στα χείλη της φίλης μου και να χαζέψω το άλλο πανηγύρι που είχε στηθεί κάτω στην αρένα. Δε σταματήσαμε να χορεύουμε με τα Hang on a Little Tomato, Let's Never Stop Falling in Love, Una Notte a Napoli, City of Night και πολλά άλλα που δεν άφησαν τα σώματά μας ήσυχα για δύο ολόκληρες ώρες (μαζί με το encore). Στο Sympathique έμεινα άφωνη όταν ολόκληρος ο Λυκαβηττός -θέατρο και βραχάκια- τραγουδούσε Je ne veux pas travailler, je ne veux pas dejeuner, je veux seulement oublier et puis je fume! Ενώ όταν μας τραγούδησαν τα Παιδιά του Πειραιά, ή Never on Sunday αγγλιστί, νομίζω ότι ανατριχιάσαμε αρκετοί.
Δεν είχα ξαναδεί τους Pink Martini ζωντανά, αν και είχα ακούσει τις φήμες για sold-out συναυλίες, χορό και πολύ κέφι. Και από ό,τι φαίνεται οι φήμες δεν έγιναν τυχαία... φήμες. Όταν κλείναμε τα εισιτήρια -πόνεσε το 40άρι- είχα τις αμφιβολίες μου για το αν ήταν σωστή κίνηση. Ομολογώ ότι οι Pink Martini είχαν αρχίσει λιγάκι να με κουράζουν, θες γιατί έχουν παραγίνει μόδα, γιατί πήρα υπερβολικές δόσεις τα τελευταία χρόνια ή γιατί ήθελα να ακούσω έναν πιο νέο ήχο. Η συναυλία ήταν όμως μια αποκάλυψη για μένα. Όχι για το σπουδαίο στήσιμο, το performance ή την πρωτοτυπία της. Όλα ήταν πολύ απλά, από το set list τους, την είσοδό τους στη σκηνή, το όλο concept. Ούτε κανένα ιδιαίτερο σόου στήθηκε, ούτε καμιά μη αναμενόμενη διασκευή ακούστηκε. Έπαιξαν τα πιο δημοφιλή τους κομμάτια, με κανένα δυο από τον καινούργιο δίσκο --προώθησης ένεκα-- ακριβώς όπως τα ξέρουμε από τα cd τους. Ταυτόχρονα όμως, το όλο σκηνικό έδινε μια αίσθηση οικειότητας που έχω την εντύπωση ότι την είχαμε ανάγκη. Μελωδίες γνωστές, αγαπημένες, ρυθμικές, άλλες ξεσηκωτικές, άλλες νοσταλγικές, εξαιρετικά εκτελεσμένες και μια μπάντα με εξαιρετική χημεία στο εσωτερικό της, και ακόμη περισσότερο με το κοινό της.
Τι να πρωτοθυμηθώ... την ψιλή κουβεντούλα που είχαν πιάσει οι τρεις των κρουστών στο πίσω μέρος τη σκηνής ανάμεσα στις μαράκες και τα ντραμς, τα πειράγματα της China Forbes στους μουσικούς της, τα κοκαλάκια που προσγειώθηκαν στη σκηνή όταν η Forbes έκανε ένα σχόλιο για το δυνατό νυχτερινό αεράκι, το ψιλοφλερτάκι του ενός περκασιονίστα με τις ενθουσιώδεις θαυμάστριες κάτω από τη σκηνή ή τις παραγγελιές στο encore; Διέκρινα, και από τις δυο πλευρές, μια θέρμη και μια άνεση ανθρώπων που γνωρίζονται καιρό. Μπορεί να ακουστεί μεγαλοστομία, όμως ένιωσα ότι υπήρχε μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κοινό και καλλιτέχνες, μια σχέση που δε συναντά κανείς συχνά σε αυτό το χώρο. Ήταν σαν να εμπιστευτήκαμε στους Pink Martini να μας χορέψουν, να μας ξεσηκώσουν, να μας ταξιδέψουν. Και από την άλλη, και οι ίδιοι οι Pink Martini μας εμπιστεύτηκαν κάτι παραπάνω από τα τραγούδια τους ή το βιρτουόζικο παίξιμό τους. Δεν θα ξεχάσω το χαμόγελο στα χείλη και των δώδεκα μουσικών και τον τρόπο που κοιτάζονταν μεταξύ τους όταν το θέατρο παλλόταν με τα Παιδιά του Πειραιά, το Amado Mio, το Lilly, το Sympathique.
Τους αγαπάμε τους Pink Martini, αλλά και αυτοί μας αγαπούν, και όχι μόνο επειδή κάναμε τους δίσκους τους χρυσούς. Από τη πλευρά μας αυτό φάνηκε, πέρα από το πλήθος, και από την ποικιλία του κόσμου που ήταν απίστευτη, και δεν εννοώ μόνο ηλικιακά. Είδαμε από φοιτητές με παντελόνες και piercing, μέχρι κουστουμαρισμένους κύριους και κυρίες με μαλλί κομμωτηρίου. Φαίνεται ότι το multi-culti συγκρότημα από το Όρεγκον των Η.Π.Α. έχει τον τρόπο του να γεφυρώνει χάσματα.
Τελικά, δεν ξέρω πώς ένιωσε ο καθένας που ήταν παρών εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πάντως πιστεύω ότι αν μη τι άλλο ήταν μια βραδιά καθόλα ρομαντική, μια βραδιά με ρομαντισμό αυθεντικό, παλαιάς κοπής. Και το σίγουρο είναι ότι θέλω να τους ξαναδώ, ακόμη κι αν δεν αλλάξουν τίποτα και ξαναδώ πάλι το ίδιο. Ήμουν πολύ κακοδιάθετη, και μίζερη την Πέμπτη, κι έφυγα πλήρης και χαμογελαστή, και αυτό τους το χρεώνω. Και από ό,τι παρατήρησα και από τις ορδές που αποχωρούσαν στριμωγμένες, μάλλον δεν ήμουν η μόνη.
"Κάποτε η μουσική ήταν κάτι στο οποίο όλοι έπαιρναν μέρος. Όλοι έπαιζαν κάποιο όργανο ή τραγουδούσαν... όλοι ήξεραν τα τραγούδια, τους στίχους και μπορούσαν να συμμετέχουν. Μετά ήρθε το ραδιόφωνο, αργότερα η τηλεόραση... και σύντομα όλα αυτά τελείωσαν. Για μένα οι Pink Martini, είναι εν μέρει ένα εγχείρημα να χτίσουμε μια κουλτούρα που τραγουδά και χορεύει ξανά". Thomas Lauderdale (ιδρυτής και leader των Pink Martini).