Pitchfork Music Festival Paris 2011
Διήμερο φεστιβάλ με Bon Iver, Lykke Li, Wild Beasts, Aphex Twin, Pantha Du Prince, Cut Copy, Fucked Up, Jens Lekman, Real Estate κ.α. Του Άρη Μπούρα
Friday 28 October 2011
Το να φεύγεις από μια χώρα όπου η εθνική της εορτή πηγαίνει παραμάσχαλα με τη νεόκοπη εθνική της μιζέρια και παρατεταμένη θλίψη, το ν' αναχωρείς τις πρώτες πρωινές ώρες μιας εθνικής εορτής όπου εθιμοτυπικά παρελαύνει εδώ και δεκαετίες, φέρνοντας στη θύμησή μας ηρωικές στιγμές των προγόνων, τη στιγμή που το παρόν ζέχνει από σήψη, παρακμή και διαφθορά, το να εγκαταλείπεις - έστω και για μερικές ώρες - μια χώρα όπου κατρακυλά σταθερά προς το άγνωστο, μένοντας - τουλάχιστον για λίγο - αποστασιοποιημένος και αποκομμένος απ' την αβεβαιότητα του τόπου στον οποίο έτυχε να γεννηθείς, προφανώς αναζωογονητικό και καθαρτήριο, προφανώς ιδανικό και γόνιμο για καθαρή σκέψη και περισυλλογή, προφανώς ότι καλύτερο για ν' αφεθείς στη μαγευτική δίνη μιας πόλης, όπου ακόμη στέκει δημιουργικά και περήφανα, όπου ακόμη κινείται ολοζώντανα, προσπαθώντας να μη της στερήσουν τον αιώνιο τίτλο της πόλης του φωτός. Με τον κόσμο, εδώ, ακόμη να χαμογελάει, ακόμη να εργάζεται, να διασκεδάζει, να ερωτεύεται. Με τους άντρες να περπατάνε με μποέμικο αέρα, κοιτώντας μπροστά, και όχι χαμηλά, και τις γυναίκες να μαγνητίζουν το βλέμμα σου στο πέρασμά τους, με τη διακριτική τους τσαχπινιά και το προσεγμένο, κομψό και συνάμα λιτό παρουσιαστικό και ντύσιμό τους.
Το πρώτο λοιπόν μουσικό φεστιβάλ - επί ευρωπαϊκού εδάφους - του περίφημου Pitchfork, του μουσικού δηλαδή website όπου εδώ και δεκαπέντε χρόνια τρέχει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του διαδικτύου, έμελλε να πραγματοποιηθεί στην πόλη του Παρισίου, κι ως οφείλαμε, από τις πρώτες ώρες κυκλοφορίας των εισιτηρίων, βρεθήκαμε με το αντίστοιχο pass του διημέρου, με κόστος 79,90 ευρώ, θαρρώ προσιτό και ικανοποιητικό, αναλογιζόμενος το line up του φεστιβάλ, την πόλη, αλλά και τα εξωφρενικά ποσά που έχουμε δει κατά καιρούς στην Ελλάδα. Με παρουσία ήδη έντονη στα συναυλιακά δρώμενα, έχοντας το αντίστοιχο Pitchfork Festival να τρέχει στο Σικάγο από το 2006, αλλά και την πάντα ενδιαφέρουσα σκηνή στο περίφημο Primavera Festival της Βαρκελώνης, νομίζω υπήρχε ήδη αρκετή εμπειρία και τεχνογνωσία, ώστε το εγχείρημα να θεωρηθεί - εκ τον προτέρων - ικανό για ένα - στη χειρότερη - επαρκές τελικό αποτέλεσμα και μουσικό διήμερο.
Το φεστιβάλ πραγματοποιούνταν σ' ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Παρισίου, το Parc De La Villete, και αν και η επίσημη ώρα έναρξης του τοποθετούνταν στις 16:20, με τους Team Ghost (προσωπικό σχήμα του Nicolas Fromageau, πρώην μέλος των M83) να κάνουν ποδαρικό, η προσέλευση μας βρήκε την ώρα που το ρολόι ήτανε καρφωμένο στις 18:25. Η ακύρωση των εκρηκτικών πιτσιρικάδων Iceage, που φημίζονται για τα χαώδη τους live και το κοφτό επιθετικό τους πανκ, ομολογώ πως με πόνεσε λιγάκι, ενώ η εμφάνιση των Καναδών Fucked Up, μ' ένα αρκετά καλό -αλλά βαρύ, καινούριο άλμπουμ στις αποσκευές τους, προσωπικά δε με προσέλκυσε ιδιαίτερα, καθότι - σχετικά - πρόσφατα τους είχα συναντήσει ν' ανοίγουνε και τη συναυλία των Arcade Fire στο Μόναχο. Αντί αυτών λοιπόν, προτίμησα τις πάπιες και τα πάσης φύσεως πτηνά γύρω από το κανάλι του Ουρκ, που διασχίζει το επιβλητικό πάρκο. Εντυπωσιακές εγκαταστάσεις, θεματικοί κήποι, αρμονική συνύπαρξη φυσικού και αστικού τοπίου, πλήθος κόσμου να περιφέρεται χαμογελαστό, σε μέρη τόσο ξένα και μακρινά για τον Έλληνα πολίτη.
Η είσοδος στο κτίριο όπου θα διεξαγότανε το φεστιβάλ, με μια σκηνή κοινή για όλες τις μπάντες και τους μουσικούς, μας βρήκε με μπουκωμένα επιφωνήματα ενθουσιασμού και διάχυτες εκφράσεις απορίας, πασπαλισμένες με τα πρώτα χαμόγελα ικανοποίησης, μπροστά σ' έναν μοναδικό χώρο και μια αίθουσα, όπου το μέταλλο έκανε περίτεχνα παιχνίδι με το γυαλί, σ' ένα πανέμορφο ψηλοτάβανο κτίριο μοναδικής αρχιτεκτονικής αισθητικής. Η είσοδος στο La Grande Halle γίνεται γρήγορα, χωρίς περιττές καθυστερήσεις, γκαρνταρόμπα εξυπηρετική, πρώτα προωθητικά φυλλάδια, διακριτικός έλεγχος από τους άντρες της ασφάλειας. Με τη σκηνή να στέκει επιβλητικά σε μια μεριά και με τεράστιες κουρτίνες να κοσμούνε ολόγυρα το χώρο, το βλέμμα μου καρφώνεται ευθύς στις ανοιχτές πόρτες όπισθεν του χώρου, όπου οδηγούνε σ' ένα δεύτερο, μικρότερο περιβάλλοντα χώρο. Ναι, το είχα λησμονήσει, εντός του χώρου του φεστιβάλ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Αποτέλεσμα αυτού, μια πεντακάθαρη, δροσερή ατμόσφαιρα, γεγονός αν μη τι άλλο εντυπωσιακό και απόλυτα θεμιτό, για το γράφοντα που απέχει παρασάγγης από το επιμέρους άθλημα.
Οι πρώτες νότες που αρχίσανε να φτάνουν ευγενικά στα αυτιά μας εισήλθανε από το κουιντέτο των Real Estate. Η μπάντα από το New Jersey, με δυο όμορφα άλμπουμ στο ενεργητικό της, ξεκίνησε με μια μικρή καθυστέρηση είκοσι περίπου λεπτών, γεγονός μη επιλήψιμο, αναλογιζόμενοι το παρθενικό μπάσιμο του φεστιβάλ. Κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, ντραμς επί σκηνής, τυπικό μεν, αλλά οι Real Estate δεν έρχονται να επιδείξουν πρωτοπορία και ριζοσπαστικούς ήχους, αλλά απλές, στρωτές μελωδίες και ναζιάρικες συνθέσεις. Ηλιόλουστη ποπ, απαλά φωνητικά, κομμάτια μοιρασμένα κι απ' τα δυο τους lp. Δεν εξιτάρουν, δε προκαλούν κύματα ενθουσιασμού, αλλά κυλάνε γλυκά και νοσταλγικά, σ' ένα ευχάριστο πενηντάλεπτο.
Με το πέρας της εμφάνισης των Real Estate, υποπίπτει στην αντίληψή μας και το πρώτο, ολίγον τι αρνητικό στοιχείο. Το μπαρ, δεν έχει ποτά. "Δεν έχει ποτά; Τι εννοείς δεν έχει ποτά;!" Με πιάνει από τους ώμους, ταρακουνώντας με ένας εκ της ελληνικής αποστολής. Nαι, τα βαριά, αλκοολούχα ποτά απουσιάζουν. Στριφογυρνάω από 'δω, στριφογυρνάω από κει, σκύβω κάτω από τη μπάρα μπας και πετύχω κάνα μπουκάλι Stolichnaya, κάνα Johnnie, κάτι βρε αδερφέ. Τίποτα. Το κατάστημα προσφέρει μόνο κρασί, μπίρα και σαμπάνια (sic?). Στα συν, το γεγονός ότι πληρώνεις με πραγματικά λεφτά, ευρώ, κι όχι με κουπόνια, κάρτες κι άλλες παρεμφερείς, άσκοπες αηδίες.
Για τη συνέχεια μια ακόμη μπάντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ετοιμάζεται να πάρει σειρά, έτσι, γύρω στις οκτώ το βραδάκι το προσωπικό ουσιαστικά σχήμα του Ernest Greene ανεβαίνει στη σκηνή, με πλήρης μπάντα πέντε ατόμων, και με τα σύνθια-πλήκτρα να στέκουνε στην εμπροσθοφυλακή. Οι Washed Out, με αρκετά όμορφα τραγούδια στο ενεργητικό τους, στα σχετικά λίγα χρόνια παρουσίας τους στο μουσικό γίγνεσθαι, εστιάζουνε την προσοχή τους στο νέο τους άλμπουμ, το "Within And Without", ο ρομαντισμός πλημμυρίζει την αίθουσα, ο ήχος γεμάτος και περιεκτικός, σε ταξιδεύει γλυκά στο μουσικό σύμπαν ενός πιτσιρικά από την Georgia. Ικανοποιητικός, με πολλά όμως περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.
Οι Wild Beasts ήτανε από τις μπάντες που προσωπικά περίμενα εξαρχής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρότι τους είχα παρακολουθήσει προ διετίας και στο Primavera Festival. Μ' ένα προσφάτως αρκετά καλό καινούριο άλμπουμ και με μια πλειάδα εξαιρετικών κομματιών, το συγκρότημα από το Kendal της Αγγλίας ερχότανε ως ένα από τα μεγάλα ονόματα του φεστιβάλ και με την προοπτική να παρευρεθούμε στην πρώτη ουσιαστικά μεγάλη στιγμή της ημέρας, προωθηθήκαμε στο βάθος του χώρου, για μια καλύτερη και πιο κοντινή οπτική επαφή με τη σκηνή. Παρεμπιπτόντως, παρά το sold out του διημέρου, η μετακίνηση εντός της αίθουσας γίνεται εύκολα, άνετα, χωρίς να υπάρχει ίχνος πίεσης ή οιοδήποτε φόρτου. Ο κόσμος, αμφιβάλλω αν ξεπερνάει τις επτά χιλιάδες. Όπως και να 'χει, οι Wild Beasts ξεκινάνε με το "Smother" να έχει - προφανώς - τον πρώτο λόγο, ενώ οι σφήνες από το υπέροχο "Two dancers", ζωντανεύουνε γλυκιές αναμνήσεις από τη χρονιά του 2009. Κιθάρες σε συνεχή εναλλαγή με τα πλήκτρα, ντραμς ρυθμικά, μπάσο στιβαρό, καθαρός ήχος και κάπου εκεί, μπροστά μπροστά, το χαρισματικό φαλτσέτο του Hayden Thorpe, που ευτυχώς ούτε ξεχειλώνει, αλλά ούτε και κουράζει, αποφεύγοντας τα κλισέ και τις περισπούδαστες ασκήσεις εντυπωσιασμού. Ωστόσο, κάπου στο βάθος παραμένει ένα γαμώτο στα σώψυχα μου. Οι Wild Beasts δεν κάνουν την υπέρβαση, δε σε συνθλίβουνε, παρότι και τις μελωδίες διαθέτουνε, αλλά και τους βαθιά προσωπικούς και συναισθηματικούς στίχους. Ευτυχώς, κάπου εκεί στο τέλος, μια από τις πολύ μεγάλες συνθέσεις της χρονιάς που διανύουμε, έρχεται να απαλύνει κάπως το παράπονό μου, με το "End Come Too Soon" να κυλάει γαργαλιστικά στη σπονδυλική στήλη, μέχρις ωσότου να έρθει το τελικό ξέσπασμα.
Ομολογώ πως μέχρι πρόσφατα δεν είχα ιδέα ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω από το όνομα Mondkopf. Δεν έχει πολύ καιρό που ακροάστηκα το ντεμπούτο άλμπουμ του νεαρού Παριζιάνου, που έμελλε να πάρει σειρά μετά τους Wild Beasts και πριν από το μύθο που ακούει στ' όνομα Aphex Twin. Δύσκολη αποστολή, και με τον χώρο ήδη γεμάτο με πλήθος κόσμου. Με δυο macbook και υποθέτω αρκετά σύγχρονα γκατζετάκια μπρος του, σεμνά, αλλά επιθετικά ηχητικά, ξεκινάει ένα σετ, όπου η υποβλητική ατμόσφαιρα πηγαίνει συνοδεία απίστευτα ηχηρών beat. Φωτισμός κατάλληλος, σκοτεινή ατμόσφαιρα, το μαύρο να εναλλάσσεται με το μπλε, η βιαιότητα με την κατάθλιψη, οι νευρικές ταλαντώσεις με την παράνοια. Ήχος βαρύς, στοιχειωμένες μελωδίες, χορευτική διάθεση που όμως διαταράσσεται από το σπασμωδικό συναισθηματισμό. Ενδιαφέρον, με το πομπώδες όμως στιγμές ύφος να ενοχλεί λιγάκι, ενώ και η ώρα, ομολογώ πως μάλλον δε ταίριαζε ιδιαίτερα (λίγο μετά τις 22:00 αν δεν απατώμαι) στην εμφάνιση. Ίσως αργά τη νύχτα ή το ξημέρωμα, θα ήταν καλύτερα.
Όταν για πάνω από μιάμιση ώρα περνάει από μπροστά σου η ιστορία ολόκληρης της ηλεκτρονικής μουσικής, και μάλιστα με βασικό, μοναδικό εκπρόσωπο τη διαταραγμένη ευφυή μορφή του Aphex Twin, νομίζω πως τα λόγια στέκουνε μάλλον φτωχά, ορφανά, εκεί κάπου σε μια γωνιά. Acid, techno, hip hop, drum 'n' bass, ασταθή beat, πειραγμένοι ήχοι. Τα visuals είναι καταπληκτικά, τα φώτα βρίσκονται σε συνεχές παιχνίδι με το τίναγμα των ήχων, τεράστιες οθόνες προσδίδουν ακόμη περισσότερο στην χαοτική στιγμές ατμόσφαιρα. Δε θυμάμαι να σηκώνει - καθ' όλη τη διάρκεια του σετ - το κεφάλι του προς τον κόσμο. Με το βλέμμα κατεβασμένο και τ' ακουστικά να περιπλέκονται με το μακρύ μαλλί που επιμελώς κρύβει το πρόσωπό του, επιδίδεται σ' ένα μοναδικό αλισβερίσι ήχων. Τα εγκεφαλικά κύτταρα βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση, ηλεκτρικές ταλαντώσεις, εκκενώσεις, το τελευταίο μισάωρο με βρίσκει ν' αναρωτιέμαι αν θέλω να σταματήσει ο συνεχής βομβαρδισμός ή να συνεχίσει αέναα. Χρειάζομαι αέρα.
Νομίζω ότι δε θα υπήρχε ιδανικότερη μουσική από αυτή του Hendrick Webber (βλέπε και Pantha Du Prince) ώστε να επακολουθήσει τον Richard D. James. Η εγκεφαλική και συνάμα μελωδική του house, ήρθε να καταλαγιάσει ιδανικά την διατάραξη που επήλθε από το σετ του Aphex Twin, και για την επόμενη ώρα η σταθερότητα των beat και η κρυστάλλινη υφή της μουσικής του κύλησε άψογα επί της ψυχοσύνθεσης. Καθαρός ήχος, περισσότερο επιθετικός και χορευτικός για τις ανάγκες ίσως μιας ζωντανής εμφάνισης, όμορφα visuals και φωτισμός, προσδίνοντας ακόμη περισσότερο στη μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Δυο νεαρές Αγγλίδες κοιμούνται δίπλα μου γλυκά, η κούραση αρχίζει να δείχνει τα πρώτα της σημάδια.
Η ώρα έχει πάει 03:00 και οι Cut Copy από τη μακρινή Αυστραλία έχουνε ήδη καθυστερήσει κάνα μισάωρο. Η υπομονή αρχίζει να εξαντλείται, αλλά χάρη στους disc jockeys που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των sound check, η κατάσταση κάπως μετριάζεται. Οι Cut Copy είναι από αυτές τις μπάντες που ποτέ δεν πρόκειται να σ' ενθουσιάσουν εξολοκλήρου. Συνδυάζουνε αρμονικά την pop με τη house, τη rock με τη disco, έχουνε μερικά καλά τραγούδια, αλλά ok, ως εκεί. Πάραυτα, το live τους το περίμενα μ' ενδιαφέρον, ώστε να παρακολουθήσω ιδιοίς όμμασι πως μεταφέρουνε τα κομμάτια τους επί σκηνής. Με κανονική μπάντα έξι - αν ενθυμούμαι καλά - ατόμων, παντρεύουνε όμορφα το ρυθμό με τις μελωδίες, αλλά με το πέρας των πρώτων τριών κομματιών στέκω αναρωτώμενος για το τι μπορεί να φταίει και κάτι δε μου κάθεται καλά. Ετοιμάζομαι ν' αναχωρήσω, αρχίζει ένα ωραίο παιχνίδι με τις κιθάρες, κάθομαι, ξαναετοιμάζομαι να φύγω, ένας χορευτικός ρυθμός με ξαναβάζει στο χώρο, μέχρις ωσότου ν' αντιληφθώ ότι αυτό που μ' ενοχλεί είναι μάλλον ο τραγουδιστής της μπάντας. Έχει κάτι το εκνευριστικό όταν πιάνει το μικρόφωνο, η φωνή του, οι κινήσεις του, με ψυχραίνουν.
Έτσι, με τη σωματική κούραση να παίρνει κεφάλι, και αφήνοντας με παράπονο πίσω τα επερχόμενα dj set των Four Tet και Erol Alkan, παίρνω το δρόμο για το ξενοδοχείο. Το ξημέρωμα με βρίσκει χαμένο στους δρόμους του Παρισίου, αναζητώντας μέσο επιστροφής, μόνο που στη γωνιά δε με περιμένει ούτε ο Ernest Hemingway, ούτε ο Scott Fitzgerald με τη Zelda, αλλά μια οικονομική μετανάστρια, με αναμμένο το πράσινο φως του taxi.
Saturday 29 October 2011
Η ιστορία και τα κουτσομπολιά αναφέρουν ότι η Kelly Crisp και ο Ivan Howard, το ντουέτο δηλαδή που βρίσκεται πίσω από τους Rosebuds, αποτελούσε για χρόνια και ζεύγος εκτός της μουσικής τους συνύπαρξης. Ο πρόσφατος χωρισμός τους, ήρθε κι έδεσε, και κυκλοφορήσανε ένα υπέροχο πέμπτο άλμπουμ, το "Loud Plane Fly Low", που βρίθει δυνατών συναισθημάτων και ξεκινήσανε μια περιοδεία, παραμερίζοντας τα προσωπικά τους, που μόνο εύκολη δε μου ακούγεται. Η επομένη του φεστιβάλ είχε μια ιδιαιτερότητα που προσωπικά πρώτη φορά συναντούσα στη ζωή μου, καθότι ξεκινούσε στις δυο το μεσημέρι και τελείωνε στις δέκα το βράδυ. Οπότε, το πρωινό μας βρίσκει μ' ένα κρουασάν στο χέρι και το πρώτο τρένο για το La Grande Halle. Ότι καλύτερο δηλαδή. Την ώρα της άφιξης, ο κόσμος λίγος, αλλά οι Rosebuds ξεκινάνε στις 14:20 ακριβώς. Μια ακουστική κιθάρα, ένα βιολί και η Kelly Crisp στο κέντρο, φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα, καθισμένη μπροστά στο πιάνο. Πρωινή μελαγχολία, λογοτεχνική αύρα, όμορφα φωνητικά, εξαιρετική, λιτή απόδοση των κομματιών. Η χαρμολύπη σε κατακλύζει την ώρα που κλαψουρίζει παραπονιάρικα το βιολί, η κιθάρα σου γλυκαίνει απαλά την καρδιά. Από τις ευχάριστες εκπλήξεις του φεστιβάλ.
Η Kathleen Edwards, με τον αέρα της συνεργασίας της με τον Justin Vernon στο νέο της 7", ξεκινά στις 15:30 ακριβώς (το πρόγραμμα αυτή τη φορά κυλά ρολόι). Φιλική, πρόσχαρη και αρκετά ομιλητική (εξασκώντας κατά κύριο λόγω τα γαλλικά της) παρουσιάζει με τη συνοδεία δυο μουσικών ένα βραχύ σετ τραγουδιών, με την americana και την αργόσυρτη folk να έχουν την τιμητική τους. Φωνή άψογη, αλάνθαστη, κινούμενη όμως σ' ένα είδος και ύφος που δύσκολα μπορεί να σε παρασύρει. Ένα συμπαθές σαραντάλεπτο, αρκετό για να συνοδέψει τη μεσημεριανή νηνεμία και την πρώτη μπίρα της ημέρας, αλλά ως εκεί. Η συνέχεια, έχει merchandise και εξόρμηση για τις αναγκαίες αγορές. Λαχταριστά βινύλια των συγκροτημάτων, t-shirt, καταπληκτικά cd του γαλλικού μουσικού περιοδικού TSUGi.
Το "Beachcomber's Windowsill" είναι ένα από τα λίγα κιθαριστικά ποπ άλμπουμ που άκουσα πολύ τελευταία και συμπάθησα ιδιαιτέρως, με την ευθυμία να μπολιάζεται όμορφα στις τσαχπίνικες συνθέσεις του συγκροτήματος από τη Μεγάλη Βρετανία. Με την απλότητα και τη φυσικότητα να διαφαίνεται και ζωντανά στη σκηνή, οι Stornoway χαρίζουν ένα συμπαθητικό σετ τραγουδιών από το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τις κιθάρες να έχουνε τον κυρίαρχο ρόλο και τα φωνητικά να στέκουν ικανοποιητικά, αλλά παραπέρα δεν υπάρχει νομίζω κάτι ουσιαστικότερο να επιδείξουνε, οπότε περνάμε στην αναμονή για την πρώτη εκ Σουηδίας άφιξη.
Ο Jens Lekman είναι από αυτές τις ιδιάζουσες περιπτώσεις καλλιτεχνών, που είτε θα τον ερωτευτείς κεραυνοβόλα είτε θα περάσει δια παντός στο πάνθεων των αδιάφορων ή και εκνευριστικών τραγουδοποιών σου. Με ιδιαίτερο χιούμορ και ακριβοδίκαιο αυτοσαρκασμό, χτίζει εδώ και μια δεκαετία το δικό του καραμελωμένο πύργο, επάνω στον οποίο αστράφτει με την ποπ αφέλεια του και τις πιασάρικες, αλλά σε καμιά περίπτωση γλυκερές μελωδίες του. Η εμφάνιση του τον βρίσκει με κύματα ενθουσιασμού από τους Γάλλους, που διαφαίνεται εξαρχής να τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια προς το πρόσωπό του και τις περίτεχνες και συνάμα απλές συνθέσεις του. Με μια κιθάρα στα χέρια κι έναν εύσωμο συνοδοιπόρο στα ντραμς, δημιουργεί όμορφη ατμόσφαιρα, συνομιλεί με το κοινό, εκτοξεύει πλήθος χρωμάτων με τα σκανδαλιάρικα τραγούδια του και την μοναδική του φωνή. Προς το φινάλε, πετάει και τα προηχογραφημένα (που ποσώς μ' απασχολεί), ανεβάζοντας τη διάθεση στην κορυφή της ποπ μαεστρίας. Εύγε Jens.
Όταν σκέφτομαι τη Lykke Li, δε ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά το μυαλό μου στρέφεται εναλλάξ, μια στους Mazzy Star και μια στην Kylie Minogue. Προφανώς βέβαια κινείται κάπου στο ενδιάμεσο, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία, αλλά ας πάρουμε τα - του live - πράγματα απ' την αρχή. Ο χώρος πλέον είναι ασφυκτικά γεμάτος, ενδεικτικό του γεγονότος ότι οι περισσότεροι ήρθανε για τη νεαρά από τη Σουηδία, αλλά και τον Bon Iver που ακολουθούσε. Με σκοτεινό ντεκόρ επί σκηνής και με τους μουσικούς ντυμένους όλους στα μαύρα, εμφανίζεται και η ίδια η Lykke Li μαυροντυμένη και αλλοπαρμένη, ξεκινώντας την εμφάνισή της γύρω στις 19:00. Κι ενώ περιμένεις ν' αρχίσουν να σκάνε τα χιτάκια της και τον κόσμο να επακολουθεί - ας πούμε - εκστασιασμένος, καταφέρνει ακόμη και συνθέσεις της όπως το "I Follow Rivers", να τις κάνει ν' ακούγονται απογοητευτικά άνευρες, χλιαρές. Τάχαμ δήθεν μελοδραματική, υποτίθεται μοιραία, με συναισθηματισμό ανέραστης έφηβης και τη φωνή της ν' ακούγεται, μπροστά στη Florence, σα γατάκι που μυξοκλαίει. Εάν δεν αφεθεί ουσιαστικά στην ποπ αφέλεια της, θα πάνε άπατες και ορισμένες καλές στιγμές που διαθέτει, κι είναι κρίμα. Ειδάλλως, δε πας να ψήσεις καμιά πέστροφα κυρά μου, να κάνεις και κάτι χρήσιμο σ' αυτή τη ριμάδα κοινωνία.
Ξεκινώντας για το Παρίσι είχα μια μικρή επιφύλαξη και φοβία για το κατά πόσο οι αργόσυρτες και υποτονικές συνθέσεις του Bon Iver θα μεταφερότανε επαρκώς ζωντανά, δίχως να χάσουνε μέρος από το βαθύ συναισθηματισμό που τις διακατέχει. Στεκούμενοι μπροστά στη σκηνή, με μια μπάντα εννέα παρακαλώ ατόμων, οι ενδοιασμοί γρήγορα αρχίζουνε να εξανεμίζονται, και κάπου εκεί, γύρω στις 20:30, o Justin Vernon και η πολυπληθής παρέα του ξεκινάνε την κατάδυση στο θελκτικό, μελαγχολικό κόσμο του Bon Iver. Διπλά ντραμς, κιθάρες, πλήκτρα, πνευστά πάσης φύσης, βιολιά, μπάσο, μια άριστα κουρδισμένη μπάντα, ο επαγγελματισμός παρών, στην υγιή του πάντα προέκταση. Ο Justin Vernon πατάει καλά, γεμάτος αυτοπεποίθηση, εμφανώς επικοινωνιακός και γνώστης της show business, χωρίς όμως αυτό να στερεί διόλου κάτι από το φιλικό και προσιτό του προφίλ. Κινούμενος εναλλάξ σε συνθέσεις των δυο του lp, στιγμές εκπλήσσει με τις εντάσεις που αγγίζει, ενώ από πίσω, η συνεχής εναλλαγή μουσικών οργάνων προσδίδει ακόμη περισσότερο στον ηχητικό πλούτο που κατακλύζει το εμφανώς ικανοποιημένο κοινό. Και κάπου εκεί, έρχεται και το "Skinny Love", σε μια εκπληκτική, λιτή εκτέλεση, με τη μπάντα ολόκληρη σε πλήρη φωνητική στοίχιση, πίσω από την χαρακτηριστική φωνή του Justin Vernon. Τα πρώτα, βαθιά καταχωνιασμένα συναισθήματα αρχίζουνε να βγαίνουν προς την επιφάνεια, ένα γαργαλητό πηγαινοέρχεται στο εσωτερικό της ρινικής κοιλότητας. Φορτισμένη ατμόσφαιρα, δυο ανκόρ, οι πρώτες μελωδίες του "For Emma" εισέρχονται, ο Κυριάκος Γιαλένιος δίπλα μου κατεβάζει το ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μετά το άλλο, βαριανασαίνοντας. Η έξοδος, μας βρίσκει μ' ένα γλυκόπικρο χαμόγελο κι ένα καθαρτήριο ψιλόβροχο. Oh Paris..