Μύηση στο Αναπάντεχο
Ο Αντώνης Κλειδουχάκης (φυσικά) παρακολούθησε και το φετινό Plissken και έστειλε ανταπόκριση για όσα διαδραματίστηκαν επί των σκηνών του (αγαπημένου του) φεστιβάλ. Φωτογράφισε ο Γιώργος Χαριτίδης
Δύο ημέρες μετά το φετινό Plissken festival προσπαθώ να μαζέψω τις εικόνες μου, να τις τοποθετήσω στον καμβά και να ολοκληρώσω το κολάζ όλων αυτών που έζησα στους χώρους του φεστιβάλ. Δεν ξέρω αν έχει σημασία το από πού θα αρχίσω, από τα μικρά ή τα μεγάλα που έζησα εκεί, τα προσωπικά ή τα κοινά, τα ευχάριστα ή τα δυσάρεστα, καθώς στη μνήμη μου το κάθε λεπτό σε όποιο από τα stage και αν βρέθηκα και από όποιο καλλιτέχνη και να είδα, είχε λίγο πολύ τη δική του αξία.
Ενημερωτικά σημειώνω ότι τα live και τα dj set ήταν απλωμένα σε τέσσερεις χώρους, το Main stage όπου φέτος ήταν σε εξωτερικό χώρο στο βάθος με το που έμπαινες μέσα στο φεστιβάλ, το Republic μικρότερο εξωτερικό επίσης stage στην άλλη άκρη του φεστιβάλ, το Aquarium το μεγάλο εσωτερικό στέγαστρο όπου τα προηγούμενα χρόνια γίνονταν οι κύριες συναυλίες και το Tunnel όπου λειτούργησε σαν το μικρό stage του Aquarium λόγω του ότι και στα δύο υπήρχε προσανατολισμός στην ηλεκτρονική μουσική.
Με τη διοργάνωση λοιπόν μεγαλύτερη όσο ποτέ και τη πολυσυλλεκτική καλλιτεχνική διεύθυνση διευρυμένη, δεν ήταν έκπληξη η εμφανής αύξηση του κόσμου σε σχέση με προηγούμενες χρονιές και η τόσο μεγάλη διέλευση φεστιβαλιστών από όλη την Ελλάδα, την Κύπρο, το Βέλγιο, την Γαλλία, την Αγγλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφέροντας μόνο κάποιες χώρες που έτυχε να συναντήσω ανθρώπους οι οποίοι ταξίδεψαν από εκεί στην Αθήνα ειδικά για το φεστιβάλ. Δεν θέλω να πω μεγάλα λόγια αλλά είναι πλέον κοινή η πεποίθηση ότι αυτή η αυξητική ροή θα έχει συνέχεια με τα χρόνια, τόσο σε επίπεδο μουσικής αξίας όσο και στον κόσμο που θα έχει την τύχη να ...have been plisskened.
Όσο για τα group και τις εμφανίσεις...
Εν αρχή ην οι Shellac. Την Πέμπτη μια μέρα πριν το φεστιβάλ το ΑΝ club έζησε μερικές από τις πιο ένδοξες στιγμές του. 700 και πλέον άτομα πήραν την ευχή από τον πατριάρχη Steve Albini στο πιλοτήριο του αεροπλάνου, τον Bob Weston στο δημιουργικό μπάσο και τον Todd Trainer στα πιο μανιακά ντραμς που έχω δει στη ζωή μου. Οι Bokomolech μεστοί και στακάτοι κρατήθηκαν ζωντανοί στη μνήμη μας μετά το πέρασμα του τυφώνα των Shellac και άφησαν καλές εντυπώσεις. Ο διδάκτωρ Albini και η παρέα του έδιναν μαθήματα για το πώς φτιάχνεται μια μπάντα και ο ήχος της. Το ανέκδοτο ότι το φεστιβάλ αρχίζει και τελειώνει εδώ κράτησε ζωντανό για αρκετές ώρες. Μέσα στην υπερβολή του, θα έχει πάντα μέσα μας μια δόση αλήθειας.
Day 1, outside
Πρώτη άφιξη την Παρασκευή από το Brooklyn και το meta-folk, lo-fi noise ντουέτο των Buke And Gase (republic). Χρησιμοποίησαν δύο custom made κιθάρες και ένα αυτοσχέδιο κρουστό πέταλο δεμένο στο παπούτσι, μας ευχαρίστησαν που στεκόμασταν στον ήλιο για χάρη τους και συμμετείχαν μέσα σε ένα σουρεαλιστικό κάδρο καθώς έπαιζαν νωρίς το απόγευμα με φόντο πίσω από τον ακριανό τοίχο του χώρου τα τελευταία φορτηγά από τις μεταφορικές εταιρείες που εδρεύουν στην περιοχή του Ταύρου, στα στενά της Πειραιώς. Ακολούθησαν οι εγχώριοι Affromance και αύξησαν τις υποψίες μoυ ότι τα παιδιά της διοργάνωσης αγαπάνε το post-rock, ενώ εν' τω μεταξύ είχε κάνει ήδη την εμφάνιση του στο main ο rocker τραγουδοποιός Timothy Showalter με τους Strand of Oaks και τότε άρχιζα να συνειδητοποιώ πραγματικά τα μεγάλα ονόματα που θα είχαμε να δούμε. Είδα τον Γιώργη Ξυλούρη να ξεφυσάει πριν την αρχή του live του με τον Jim White και κάποιους μαυροντυμένους με μούσια μπροστά στο κοινό με μαύρο βραχιολάκι και σκέφτηκα ότι είχαν έρθει ειδικά για την συναυλία των Xylouris White. Μια στιγμή όμως βάσταξε το ξεφύσημα, αναπόλησα στους πάτριους ήχους και θαύμασα το πώς μπορούν να ταξιδέψουν σε άλλα μονοπάτια.
Όταν πήγα προς τη μικρή σκηνή να δω τις punk γατούλες Coathungers γεμάτος έκπληξη αναγνώρισα στα ντραμς μια κοπελίτσα που είχε ξεσαλώσει στο AΝ με του Shellac και που είχα προλάβει να πάρω αντί για αυτήν την σπασμένη, πεταμένη μπαγκέτα του Todd. Ωραία εικόνα τα κορίτσια που εκτός των άλλων έβγαλαν το Sex Beat όχι με βρυχηθμούς βέβαια αλλά με νιαουρίσματα και σκέφτηκα ότι και το γραντζούνισμα της γάτας δεν είναι λίγο και ότι μπορεί να πονέσει.
Στη μεγάλη ακολούθησαν οι post-grunge Metz, τρίο που βάρεσε όγκους μεταλλικού ήχου με τους Mudhoney στην άκρη του stage να παρακολουθούν το live τους και ο Tony Allen, μια μεγάλη φίρμα τελικά με πολυμελή μπάντα, λίκνισε το φεστιβάλ σε μοντερνοποιημένους αφρικανικούς ρυθμούς χωρίς να υπάρχουν εξάρσεις και υπερβολές. Ο δε one man show Beardyman μας έδειξε το ταλέντο του που είναι να σαμπλάρει συνεχώς φράσεις και να τις ενσωματώνει στo φρενήρες beatbox σετ του. Α ναι, και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον comedy show.
Κάποια στιγμή ήρθε και η ώρα των Mudhoney που δεν λένε ούτε θέλουν να το βάλουν κάτω, για να θυμηθούν όσοι το έζησαν και να πάρουν μια μυρωδιά οι νεότεροι τον ήχο που είχε κατακλίσει τον πλανήτη και να φαντάζει στιγμές ότι δεν πέρασαν δα και τόσα χρόνια και ως μη γενόμενο ότι το metal καταβρόχθισε κάποια στιγμή το grunge. Ήταν η σειρά των Metz να παρακολουθούν από την άκρη της σκηνής και στα αξιοσημείωτα το μπλουζάκι των Crass που φορούσε ο Steve Turner. Οι δε Horrors νομίζω ότι αδίκησαν και γενικά αδικούν οι ίδιοι τον εαυτό τους, δίνοντας ίσως μεγαλύτερη σημασία σε λεπτομέρειες που χάνουν την ουσία; Δεν ξέρω ακριβώς και δεν κατάλαβα πως δεν κατάφερναν να ακουστούν με συνοχή ωραίοι ήχοι και ενδιαφέρουσες ιδέες που προφανώς έχουν.
Zoom Out από το main και fast backward, νωρίτερα στο republic εμφανίστηκαν οι Twilight Sad προσφέροντας μας την σκωτζέζικη γλυκύτητα τους, σε εικόνες που δημιουργούσαν κοντράστ με τον ηλιόλουστο ουρανό αλλά σε συνάρτηση με τα απλωμένα σύννεφα απομεινάρια της μεσημεριανής μπόρας. Οι Δανοί Iceage για ακόμη μια φορά δημιούργησαν μια ψύχρα στην ατμόσφαιρα και ένα πέπλο απώθησης προς το κοινό. Περίμενα να τους ξαναδώ για να διαπιστώσω αν αυτό το επιδιώκουν ή δεν τους βγαίνει κάποιο συγκεκριμένο live και τείνω προς την πρώτη άποψη τελικά. Όλη αυτή η αρνητική ενέργεια έκανε τον κόσμο να φτάνει μόνο μέχρι μια διαπίστωση του στυλ, ότι ο τραγουδιστής μιμείται τον Nick Cave, αλλά εγώ νομίζω ότι εν' τέλει αρχίζω και παγιδεύομαι στους Iceage live όπως κάνω στιγμές και στους δίσκους τους.
Οι δε Καναδοί Austra είχαν μια όμορφη παρουσία στη σκηνή αλλά φάνταζαν κάπως λίγοι σε σχέση με το τι θα μπορούσε να περιμένει κάποιος που γοητεύεται από τα τραγούδια τους και μάλλον θέλουν τα φώτα τους και τον κλειστό τους χώρο. Οι Ratking από το Manhattan που ακολούθησαν παίζουν μάλλον το hip hop που ενδιαφέρει εύκολα ανθρώπους σαν και μένα που δεν ακούνε πολύ hip hop, δύο ήρεμοι, με καλή αύρα Mcs και ένας στους ήχους, δεν μπόρεσα να απολαύσω κάτι περισσότερο γιατί πλησίαζε 11 η ώρα και στη μεγάλη σκηνή θα γινόταν το μεγάλο live της βραδιάς. Κλείνοντας για το republic της πρώτης ημέρας, να αναφέρω ότι τον Gonjasufi τον έχασα γιατί συνέπεσε τελικά με το μεγάλο live της βραδιάς (δεν θα περίμενα ποτέ λίγες μέρες πριν ότι θα έκανα κάτι τέτοιο) και πήρα από πολύ μακριά απλώς κάποια στίγματα από το μεγαλείο των ...Trail Of Dead που επάξια συνεχίζουν στα σανίδια, γιατί δεν είχα τη δύναμη να κινηθώ ανάμεσα στο πολύ μεγάλο πλήθος που συσσωρεύτηκε εκεί και να φτάσω κοντά, αποκαμωμένος από το μεγάλο live της βραδιάς.
Είχα ένα άγχος πριν την εμφάνιση των Savages για το αν θα βγουν καλά στο live. Η αγωνία μου δεν ήταν τόσο για την ευχαρίστηση μου αλλά γιατί νοιώθω ότι αγαπάω αυτή τη μπάντα, χωρίς να την έχω δει ποτέ από κοντά και δεν θα ήθελα να γκρεμιστούν μπροστά στα μάτια μου. Βγήκαν ωραίες μαυροντυμένες με πουκάμισα και παντελόνια και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν καχύποπτα καλά. Υπήρχε ένας εκνευρισμός όμως, κάτι μας είπε για ένα κακό live την προηγούμενη Κυριακή και όταν έπαιξαν ένα καινούργιο, αργό κομμάτι τους υπήρξε μια παγωμάρα στο κοινό. Βρήκε και την ευκαιρία (?) ένας συμπατριώτης της να τις λούσει δυνατά από κάτω με βρωμόλογα για cunts και τέτοια, για αρκετή ώρα, ενώ η Jenny Beth προσπαθούσε να ανοίξει κουβέντα με το κοινό. Κάπως έτσι άρχισε η έκρηξη. Η αεικίνητη frondwoman τραγουδίστρια πήρε την απόφαση να καθαρίσει τη φάση, να κάνει stage diving και να τραγουδήσει για ώρα πάνω στην διαχωριστική μπάρα και εμείς από κάτω να την κρατάμε. Πολλοί από το κοινό δεν είχαν δει ξανά κάτι τέτοιο και οι post-punk ήχοι της κιθάρας, της δεκαετίας του 80 μπήκαν για τα καλά μέσα τους. Απέδειξαν ότι δεν είναι τυχαίες και ότι μερικές φορές το hype εκεί ψηλά στα μεγάλα περιοδικά και την upper μουσική αγορά, κρύβει εκπλήξεις. Στο τέλος αρκέστηκα να είμαι αυτός που πήρα την μπαγκέτα που πέταξε η ντράμερ τους στο κοινό και να κινηθώ προς τα πίσω, μόνος και πλήρης. Την επόμενη φορά θα συμβεί κάπως αλλιώς, το ξέρω.
Το μεγάλο live της βραδιάς θα μπορούσε να είναι το κλείσιμο στο main του Squarepusher αν δεν είχε υπάρξει η εμφάνιση των Savages. Είχα καιρό να τον ακούσω, είχα ξεχάσει τον ήχο του και ουσιαστικά νοιώθω ότι είμαι πιο ώριμος για να αρχίζω να τον προσέχω ξανά. Μετά από αυτό το live θα ανατρέξω στη δισκογραφία του και θα αναζητήσω τάχιστα τη νέα κυκλοφορία του. Ο Thomas Jenkinson είναι μέσα στις 5 ή αν θες 10 μορφές της νεότερης ηλεκτρονικής μουσικής μετά το ξέσπασμα της στις αρχές της δεκαετίας του 90 και στα live πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε πειραματικούς ήχους, σε ακατονόμαστη πλέον ρυθμολογία μετά το drum & bass και πίσω από τη μάσκα του ήταν ο άρχοντας της βραδιάς. Στο τελευταίο μισάωρο έβγαλε τη μάσκα, έπιασε το εξάχορδο και μάγεψε τον Αττικό ουρανό με τη Jazz Fusion ηλεκτρονική μουσική του. Η εικόνα του να φεύγει μόνος του και να μας αφήνει πίσω του καταχειροκροτούμενος μου φάνταζε σαν να έβλεπα έναν Jean Michel Jarre της εποχής μας.
Tunnel charts
Πολλές φορές τα act στο οικείο μας room από τα προηγούμενα χρόνια αδικήθηκαν, γιατί η κύρια μάζα του κόσμου είχε μαζευτεί σε κάποιον από τους άλλους χώρους. Προσωπικά πιστεύω ότι ήταν καλή η ιδέα με τα live στο μικρό αυτό μέρος και πιστεύω είναι καλή ιδέα επίσης να διευρυνθούν την επόμενη χρονιά και με άλλα ηλεκτρονικά αλλά και με πιο πειραματικά σχήματα. Ξεχώρισα από εκεί και τις δύο ημέρες τους έλληνες Gioumourtzina που έπαιξαν ένα σκοτεινό electro pop και τους σημειώνω για περεταίρω ακρόαση, τους Σκωτσέζους Dalhouse που στο υπέροχο ambient ηλεκτρονικό σετ τους εναλλασσόταν το σκοτάδι με το φως και δημιουργούσαν αφηρημένες αισθήσεις ήχων και την Ελβετίδα Verveine που τραγουδούσε και έπαιζε ένα όμορφο ambient art-pop. Τέλος από τα dj set μπορώ να εκφέρω γνώμη και καλή εντύπωση για το σετ του Larry Tee, αυτό των Αθηναίων Gus & Bonso αργά το πρωί της Παρασκευής και στο κλείσιμο του φεστιβάλ την εμφάνιση των επίσης δικών μας Amateurboyz που κατάφεραν με το underground disco που έπαιζαν να έχουν τις τελευταίες ώρες πριν το τέλος περισσότερο κόσμο (στοιβαγμένο) από ότι το Aquarium.
Gimme shelter
Στο υπόστεγο λοιπόν έγιναν πράματα και θάματα, ο κόσμος διασκέδασε και χόρεψε μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος και τις δύο ημέρες και προσωπικά ξεχώρισα τα dj set του Brodinski και του Oxia και τα δύο την πρώτη ημέρα και οι δύο Γάλλοι. Ο πρώτος με εντυπωσίασε με τις εναλλαγές στους ήχους του και ο τελευταίος για τη γλυκύτητα του tech-house που έπαιζε, επάξια έλαβε ένα θερμό χειροκρότημα στο τέλος ενώ είχε ξημερώσει. Ωραία σκηνή ήταν όταν το φεστιβάλ είχε πάρει το δρόμο του προς την έξοδο, το team που εργάστηκε για να γίνουν όλα αυτά μπορούσε πλέον να αφεθεί στο χορό πριν την τελική ξεκούραση. Όσον αφορά τώρα τα δύο live που έγιναν εδώ, ο Andy Stott έδωσε μια μικρή διάλεξη σε ένα κατάμεστο χώρο από πιστούς αλλά και από περίεργους να δουν τι συμβαίνει εκεί μέσα και η Pharmakon μας αφιέρωσε μια μυσταγωγική industrial λιτανεία, επιζητώντας το ξεπέρασμα των ορίων μας, σε μια από τις πιο ιδιαίτερες εμφανίσεις σε όλο το φεστιβάλ. Από τις καλύτερες στιγμές του φεστιβάλ και οι δύο.
Day 2, outside
Η παραζάλη από τις πρώτες εντυπώσεις την δεύτερη ημέρα ήταν τόσο μεγάλη που ξέχασα να κοιτάξω το ρολόι και μόλις είδα το ποστάρισμα στο fb με εικόνα της Waxahatchee (ένας το έκανε και ξέρει ποιος είναι) συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα προσέξει ότι τη δεύτερη μέρα όλα αρχίζουν, ακόμα πιο νωρίς. Μπουφάν, τσάντα, μοτοσυκλέτα και βρέθηκα στο χώρο ξανά και φυσικά ο φωτογράφος του MiC αργοπορημένος (ουφ, επίσης για όποιον τον ξέρει). Ο ρομαντικός, εσωστρεφής τραγουδιστής και τραγουδοποιός Perfume Genius ήταν ήδη στη σκηνή, το ίδιο και οι ψυχεδελικοί lo-fi indie Warm Graves όπου ο αθεόφοβος κιθαρίστας είχε βγει με το μάλλινο ριχτάρι παλτό του, που συνηθίζει να φοράει. Τους ακολούθησαν οι Pow! και τα χαμόγελα περίσσεψαν για αυτούς και κυρίως για τον frontman που βγήκε σαν ένας τέλειος psychedelic, punk, freak clown.
Τα πράγματα μπήκαν σε μια σειρά με την εμφάνιση του Steve Gunn ο οποίος με τη δεξιοτεχνία του και τις προσεγμένες κινήσεις του, εκπροσώπησε επάξια την αμερικάνικη μουσική παράδοση, με ακουστική ή ηλεκτρική κιθάρα, συνοδευόμενος λιτά από μπάσο, ντραμς. Μας παρουσίασε ένα οριοθετημένο folk rock σετ, όχι τόσο old-time, αλλά προσανατολισμένο στα 60s, τα χρόνια που γεννιόταν το rock και πίσω από τα μαύρα γυαλιά του συνέβαλε στην πολυποικιλότητα των ήχων που ακούστηκαν όλες τις ημέρες. Κατά μία έννοια, άχαστος και ίσως και ότι καλύτερο μπορούσε να σου συμβεί για να γειωθείς μετά τον όγκο ήχου που είχαμε λάβει στο main stage από τους Liturgy.
Η συναυλία των Liturgy πριν γίνει, ήταν ένα ερωτηματικό για μένα. Πως θα έβγαζαν τον ήχο του άλμπουμ, ποια διαδραστική σχέση θα είχαν με το κοινό, μπορώ τελικά να έχω κάποια σχέση με το είδος; Όλα λύθηκαν όταν οι αμίλητοι και αγέλαστοι άγγελοι άρχισαν να δονούν τον αέρα με τον καθηλωτικό, μαύρο ήχο τους και αρκούσε να σκύψεις το κεφάλι, να ακούσεις ακίνητος και να προσευχηθείς για τη λύτρωση. Μας αξίζει η τιμωρία για τις αμαρτίες που έχουμε κάνει, αλλά ο Hunter Hunt-Hendrix ήταν εκεί για να μας δώσει την ευλογία του. Αυτά, χωρίς να ξέρω από τα metal σας (απευθύνομαι στους φίλους, οπαδούς) και χωρίς να κατανοώ πολλά τεχνικά (αυτό για την τελειομανία σας με τα της τεχνολογίας του ήχου). Μηνύματα για τέτοια live είναι πλέον ευπρόσδεκτα, μιας και ο χρόνος να παρακολουθώ αυτό και παρόμοια μουσικά είδη, δεν υπάρχει. Η ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι μια καλή φίλη, εικαστικός performer στη Νέα Υόρκη, η Georgia Sagri, με γνώρισε με τον Hunter ο οποίος είχε πρόσφατα συμμετάσχει μουσικά σε κάποιο performance της και έδωσε στο MiC το mail του, για να απαντηθούν οι ερωτήσεις που φύγανε από εμάς πριν το φεστιβάλ και δεν έφτασαν τελικά ποτέ σε αυτόν. Ok.
Για τον Pharoahe Monch επαναλαμβάνω την σχετική άγνοια μου για το μουσικό είδος. Μου φάνηκε μάλλον μια καλή επιλογή για τους οπαδούς του hip-hop που εκτός του συγκεκριμένου act είχαν την ευκαιρία να δουν την ίδια μέρα στο tunnel, Negro tou Moria και Dels. Οπότε ας μαζευτούμε πάλι λίγο στο republic. Όντας λάτρης της ψυχεδελικής μουσικής οι Morgan Delt μου άρεσαν αλλά καταλάβαινα ότι δεν βγαίνουν όπως θα έπρεπε και δεν με ικανοποίησαν τελικά. Ξέρετε ότι ο ήχος σε ένα live μπορεί και να μην βγει τελικά. Το απίστευτο είναι ότι πραγματικά δεν το είχαν καταλάβει και συνέχιζαν ακάθεκτοι. Σχεδόν αμούστακα παιδιά, αναβιωτές της κλασσικής ψυχεδέλειας της Δυτικής Ακτής έβγαζαν μια underground αίσθηση. Αίσθηση που συνέχισε ο Φιλανδός Jaakko Eino Kalevi με το synthpop του, μόνος με έναν ντράμερ ζούσε το 80s όνειρο του να φτιάχνει όμορφα, χορευτικά τραγούδια για το No 1 των charts. Ποιο No 1 θα μου πείτε και εδώ έγκειται το σουρεαλιστικό της υπόθεσης με το λίγο κοινό του να χορεύει στις "επιτυχίες" και να του χαρίζει ζεστά χειροκροτήματα.
Όσον αφορά τα τέσσερα τελευταία ονόματα της μικρής σκηνής η ευχαρίστηση ήταν εγγυημένη και για τους τέσσερεις, αλλά λιγότερο για μένα και το συνεχιζόμενο πέρα δώθε στα stages. "Γεια σας, είμαστε οι Acid Baby Jesus και είμαστε από εδώ" μας είπαν και παρουσίασαν ένα στρωτό και ζυγισμένο live, δεμένη μπάντα που έχασα μάλλον τις πιο ψυχεδελικές στιγμές της εμφάνισης τους μιας και τους πέτυχα λίγο στην αρχή. Οι Cult of Youth ήταν μια ήρεμη δύναμη και άξιοι συνεχιστές της Αγγλοσαξονικής dark folk, post-punk παράδοσης. Τα τραγούδια τους είχαν κίνηση ανάμεσα στη σιωπή και το θόρυβο, την ακινησία και τη κίνηση, το σκοτάδι και το πιο βαθύ σκοτάδι, πάντα όμως με καλοσύνη. Ωραίες μορφές, είναι από τις μπάντες που είμαι σίγουρος ότι θα δω ξανά στη ζωή μου. Οι Sleaford Mods είναι μια αντικομφορμιστική, αντισυμβατική ροχάλα (sorry για τη λέξη) στην ευπρέπεια και τον καθωσπρεπισμό όλων των σαλονιών της μουσικής. Είναι ντυμένοι σαν μεθυσμένοι οπαδοί της Nottingham Forest και πιο πολύ σου φαίνονται σαν τελειωμένοι τύποι που θα μπλέξουν σε καυγά παρά για live. Ο τραγουδιστής Jason Williamson είναι πραγματικός, ακούραστος performer, φτύνει ακατάπαυστα και με βαριά προφορά τη μια λέξη μετά την άλλη και σκεφτόμουν ότι αυτός ο punk spoken word τρόπος του θα έπρεπε κανονικά να λέγεται original UK hip-hop. Ο δε Andrew Fearn δεν ακούμπησε στη κυριολεξία το μικρό laptop που είχε μπροστά του, αλλά λικνιζόταν ασταμάτητα στο beat και όταν πλέον είχε τελειώσει το live και άρχιζε να μαζεύει ένα δυο καλώδια, το κοινό τον χειροκροτούσε σαν να έπαιζε ακόμα. Τέλος, ο Mikal Cronin μας παρουσίασε μια αγέραστη, μοντέρνα power pop, με κομμάτια που σου μένουν αλλά η κούραση μου είχε φτάσει σε επικίνδυνα στάδια, κυρίως στα πόδια και δεν μπορούσα να σταθώ πια στιγμή. Στα προσεχώς και αυτός.
Fast Backward πάλι και πάμε πίσω στο main stage όπου ουσιαστικά το ταρακούνησαν πρώτοι οι Thee Oh Sees. Η μπάντα φάνηκε ότι καθοδηγείτε από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή John Dwyer, μια γεννήτρια παραγωγής δυνατού ήχου και στα απίστευτα που μπορείς να πεις για αυτούς είναι το στήσιμο των δύο drum set μπροστά και τους δύο ντράμερ να παίζουν συγχρονισμένοι ακριβώς τα ίδια. Συνειδητοποίησα ότι η μπάντα αυτή έχει πάρει όλο το δυναμισμό, το lifestyle και το attitude του 80s American punk και το έχει φορέσει στις 60s garage συνθέσεις του. Διόλου παράξενο ότι δημιουργήθηκε ο μεγαλύτερος κύκλος για pogo dancing από όλες τις ημέρες.
Οι Electric Wizard ικανοποίησαν μέχρι όσο δεν πήγαινε άλλο το κοινό τους και δημιούργησαν μια μαύρη τρύπα, δίνη χρόνου που μπορούσε να σε ρουφήξει και να βρεθείς μια και καλή βαθιά χωμένος στη δεκαετία του 70, να συμμετάσχεις στη σκοτεινή, παγανιστική γιορτή της γέννησης του μικρού μωρού τότε, που το ονόμασαν αργότερα metal. Ωραία εικόνα, εγώ ήμουν παραδίπλα γιατί είχα και άλλες δουλειές και δεν με έπαιρνε να χαθώ.
Όσον αφορά τώρα τον πολύ αναμενόμενο Ariel Pink είχαμε το μεγαλύτερο ερωτηματικό του φεστιβάλ και αυτό από μόνο του κάτι λέει. Δεν κατάλαβε κανείς αν μας δουλεύει, αν μας απεχθανόταν σαν κοινό επειδή δεν ουρλιάζαμε, αλλά πώς να ουρλιάξουμε αφού από την τσατίλα του που δεν ουρλιάζαμε σχεδόν σταμάταγε να τραγουδάει. Μεγάλη λούπα και δεν κατάλαβα τελικά αν έτσι τέλος πάντων είναι όλα του τα live ή αν όντως για κάποιους λόγους δεν υπήρχε ήχος ή τουλάχιστον ο ήχος που θα ήθελε. Είδαμε ένα βαθύ θεατρικό rock, με εμφανή glam στοιχεία που πατάει στο στήσιμο των Mothers of Invasion και ακούσαμε μια ιδιαίτερη μουσική για το σήμερα, όσο μας άφηνε να ακούσουμε ο μπάσταρδος. "It didn't happened to Rome, It will happen to Athens", ότι και καλά θα το πετάξουν στην αρένα της Αθήνας, στο κοινό που θα τον κατασπαράξει, όπως έκαναν τα λιοντάρια στη Ρώμη και να μην σταματάει να το λέει αυτό, όση ώρα βέβαια ήμουν εκεί αφού όπως είπαμε έτρεχα από 'δω και από 'κει. Σημειώνω επίσης τα γουρλωμένα μάτια και το τελικό σοκ όλων αυτών που πριν καν αρχίσει φώναζαν και ήταν σε ευφορία με τα καλτσόν, τα ψιλοτάκουνα και τα κραγιόν της μπάντας.
Τώρα για τους Mogwai αν και μου δίνεται η ευκαιρία να πω δυο λόγια για το post-rock δεν θα το κάνω θέμα, απλά να υπενθυμίσω ότι το είδος είναι και πολλά άλλα πράγματα και όχι μόνο κάτι ανάμεσα από τον ήχο των Mogwai και τον ήχο των Godspeed. Με λυπούσε πάντα ιδιαίτερα, ότι σχεδόν δεν γνωρίζει ο κόσμος που ακούει post-rock ότι τα πρώτα χνάρια βρίσκονται σε μπάντες όπως οι Talk Talk και πχ οι Bark Psychosis και ότι το πρώτο κύμα της μουσικής αυτής λίγα είχε να κάνει με τον ήχο των Mogwai. Το χειρότερο είναι όλοι αυτοί οι κλώνοι των Mogwai και των Godspeed που δύσκολα ξεφεύγουν από τη μανιέρα που έχει δημιουργηθεί και τέλος πάντων τι φταίνε οι Mogwai για αυτό να μου πείτε. Σταματάω και ας πω απλώς ότι ο κόσμος έμεινε ευχαριστημένος, ενθουσιασμένος και ενίοτε μαγεμένος σε αυτό που έχει μάθει να ακούει. Εγώ προσωπικά, ξεκουραζόμουν και τους έβλεπα από μακριά και δεν μπορώ να πω ψέματα ότι ήταν στιγμές που όντως ζωγράφιζαν στον νυχτερινό ουρανό.
Δεν κατάφερα να συνεχίσω στους Whomadewho ούτε από περιέργεια, δεν νομίζω να με χάλαγαν ιδιαίτερα και δεν θέλω να πω κάτι πέρα από το ότι έπαιζαν ένα μοντέρνο (καλό αυτό) ευρωπαϊκό synthpop.
Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό τώρα για το τέλος, είναι να γυρίσω πίσω στη φιλόξενη αγκαλιά των Savages και να βγάλω κάποιες σκέψεις μου. Οι άνθρωποι που έχουν δει πράγματα και θάματα στη ζωή τους από πολλές δεκαετίες και ιδιαίτερα αυτοί που έζησαν τα τέλη της δεκαετίας του 70 και όλο το 80, θα σου πουν ότι εδώ έχουμε 80s κιθάρες και ότι η τραγουδίστρια θυμίζει τη Siouxsie και εντάξει τώρα, δεν έχουμε κάτι το καινούργιο, πράγμα που πάει τη σκέψη σχεδόν αυτόματα ότι δεν είναι και κάτι σπουδαίο οι Savages. Από τα έμπειρα αυτιά και μάτια ενός μουσικοκριτικού ίσως να είναι και έτσι αλλά μην ξεχνάμε το αναπάντεχο. Αν οι Savages δεν καταφέρνουν να βγάζουν καλά και καλύτερα τραγούδια και αρχίσουν να επαναλαμβάνονται στο τέλος, σκηνικά και συνθετικά, θα ξεχαστούν. Αλλά ακόμα και έτσι να γίνει, αυτή η νύχτα στην Αθήνα, στο Plissken, θα μείνει για πάντα στις καρδιές. Ήταν η νύχτα που μυηθήκαμε στο αναπάντεχο.
Φωτογραφίες: Γιώργος Χαριτίδης