Plissken Festival: Ηχητική Φρεσκάδα Στην Νιοστή
Λίγο πριν λάβετε την λεπτομερή καταγραφή των εντυπώσεων απ' το Plissken Festival, δια χειρός Αλίκης Γιαννάκη και εικονογράφησης Δάφνης Μπέη, σας παραθέτω μια πρώτη περιεκτική γεύση απ' την εν λόγω μαραθώνια συναυλιακή ημέρα στο Κτήριο 56 του Πολιτιστικού Κέντρου "Ελληνικός Κόσμος".
Πάντοτε, πέραν των εξωηχητικών παραγόντων, η εξασφάλιση και κατόπιν εκμετάλλευση του ηχητικού εξοπλισμού αποτελεί ζήτημα κομβικής σημασίας για την άρτια διεξαγωγή ζωντανών εμφανίσεων. Συνυπολογίζοντας τον χώρο που επιλέγεται ούτως ώστε να στεγαστεί η όλη μουσική εκδήλωση, καταλήγουμε σε κάποιους εκ των καταλυτικών ρυθμιστών ενός live. Όλοι αυτοί παραδίδονται ως εφόδια σε αυτή καθ' εαυτή την παράσταση των πρωταγωνιστών, που δεν είναι άλλοι απ' τους μουσικούς. Εκείνοι κινούν τα νήματα και το κοινό επιλέγει αν θα πορευτεί ψυχοσωματικά (ή ψυχικά ή σωματικά) μαζί τους είτε δίχως την παρουσία αυτών, έστω και σ' αυτά τα λεπτά της ζωντανής επαφής μεταξύ τους.
Στο Plissken, άπαντα τα παραπάνω συγκρότησαν ένα σώμα και προσέδωσαν στην συνολική φεστιβαλική του διάσταση ένα νόημα που ξέφευγε απ' την απλή διαδοχή επί σκηνής συγκροτημάτων και υφολογικών αξόνων. Με τις εκάστοτε εμφανίσεις να ακολουθούν (σχεδόν) πιστά το προκαθορισμένο timetable, η διοργάνωση στάθηκε αξιότερη των όποιων προσδοκιών υπήρχαν στον ορίζοντα. Ακόμα κι η αρχικά απογοητευτική σε αριθμό προσέλευση κόσμου, δεν παρουσίασε σημάδια χαλαρότητας σε διοργανωτές και μουσικούς.
Οι Longcut ξεπρόβαλλαν μπροστά σε 50 νοματαίους, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων του crew, αναμετρήθηκαν με τα περιστασιακά μπουκώματα λόγω κιθαριστικού θορύβου και εν τέλει παρέδωσαν με εύληπτα ζωηρό τρόπο το αλισβερίσι kraut-rock, post punk και shoegaze. Καθώς το ρολόι έδειχνε 2.15 μμ η εντυπωσιακή Rykarda Parasol φώναξε παρών και για τρία τέταρτα της ώρας άφησε τα blues της ερήμου να καθίσουν τριγύρω με σκοπό να γεμίσουν τα κενά. Η εμφωλευμένη ένταση στην φωνή και τις κινήσεις της έπαιρνε μορφή κάθαρσης, φέρνοντας στο προσκήνιο την σκονισμένη μουσική του San Fransisco κι όλης της americana. Αν ο Nick Cave αποφασίσει να επανασυνθέσει μπαλάντες δολοφονικά σπαραξικάρδιας επίδρασης, θα πρέπει να ξέρει πλέον που να απευθυνθεί αποσκοπώντας στην εύρεση του θηλυκού alter ego του.
Ήταν κι η διπλή παρουσία της rap συμμορίας των Lytics που δραστηριοποίησε με απόλυτα φυσικό τρόπο τους παρευρισκομένους. Πρώτα έριξαν "γεμάτα" σε ένα άδειο από κέφι κοινό και έπιασαν πιο "γεμάτα". Όταν δε, κλήθηκαν αργότερα να αντικαταστήσουν τους Cinematics, των οποίων η συμμετοχή ακυρώθηκε τελευταία στιγμή ελέω αεροπορικών κολλημάτων, ρίμαραν με απίστευτη διάθεση ξεσηκώνοντας και τους τελευταίους άπιστους. Στο ενδιάμεσο της κανονικής εμφάνισης αυτών και της ευφάνταστα παιχνιδιάρικης dance pop των Ισλανδων FM Belfast που σήμανε την προσωποποίηση της συνειδητά φευγάτης και ταυτόχρονα προσανατολισμένης ηχητικής υπόκρουσης των τρελαμάρων στις οποίες προέβησαν, παρεμβλήθηκε o άνευρος και παρωχημένα αξιοποιημένος 80s επαναπατρισμός, στα εδάφη των Depeche Mode και της disco απ' τους γηγενείς 23rd Underpass. Όσο για το γυναικείο σχήμα των Robots In Disguise, το οποίο παραμέρισε τις electro πινελιές του ήχου του και ήρθε κυρίως συνοδεία rock n' roll τραχύτητας, θα έλεγα ότι έδιναν την εντύπωση ενός επιτηδευμένα "χύμα" σχήματος. Αποπλήρωσαν με σκέρτσο το δάνειο του "Υou Really Got Me" (Kinks), ερμήνευσαν δυναμικά το garage hit τους "Turn It Up", αλλά εν συνεχεία επιδόθηκαν σε φθηνούς εντυπωσιασμούς με υποτιθέμενα punk attitude και ανέβασμα ατόμων εκ του κοινού στη σκηνή.
Οι Handsome Furs και Chew Lips επιβεβαίωσαν με ακρίβεια τις επιδιώξεις για εκτόνωση, χορευτική και μη. Απ' την μια, το ανδρόγυνο (και στη ζωή) των Καναδών Handsome Furs εμπλούτισε on stage με κοφτερά beats την κιθαριστική και φωνητική ιδιαιτερότητα του χαρισματικού Dan Boeckner. H Alexei Perry χτυπιόταν ρυθμικά έχοντας σε πρώτο πλάνο MIDI Controller και synth, ενώ ο Boeckner λυσσομανούσε πότε με την κιθάρα επ' ώμου και πότε καρφώνοντας τις πληκτροφόρες μελωδίες στο νου. Highlight το σαγηνευτικό "All We Want, Baby, Is Everything", με τα βλέμματα τους να διασταυρώνονται. Απ' την άλλη, οι Βρετανοί Chew Lips απέδειξαν ότι στην περίπτωση τους, ο καπνός όντως προέρχεται από φωτιά. Η synth driven pop τους έδεσε περίφημα με τους punk funk χρωματισμούς του μπάσου και η βοκαλίστρια Alicia Huertas παρέπεμψε σε μια αισθαντική ποπ εκδοχή της Karen O στο καταπληκτικά ερμηνευμένο "Gold Key".
These New Puritans μας έταξαν για τελευταίο live act της ημέρας. Θέλαμε να πιστεύουμε ότι αυτό που θα έπονταν θα ήταν αντάξιο της φήμης και της θεμιτής εγκεφαλικής δοκιμασίας, στην οποία μας υπέβαλε το δεύτερο full length άλμπουμ τους Hidden. Μπορεί τα taiko τύμπανα των ηχογραφήσεων να μην κατέλαβαν μέρος του πάλκου, το πιάνο με ουρά να μην ήχησε στο "Hologram", αλλά ο Jack Barnett κι οι μη Πουριτανοί του έσκασαν σαν κεραυνός εν αιθρία στον κτήριο του Ελληνικού Κόσμου. Το set τους εξωτερίκευε μια πρωτόγονη ενέργεια χάρη στα κρουστά που ακούγονταν "τερατώδη", τα βιομηχανικά beats και την ψυχωμένη ερμηνεία του Jack. Ένα ηχητικό οικοδόμημα που συνάρπασε και live, με τα κλαρινέτα να εκλύουν σκοτεινά λυρικές μελωδίες, τo δίδυμο synthesizer-laptop να σφυροκοπά αδυσώπητα και αδιάκοπα σε τρομακτικές industrial αναλογίες και τον τραγουδιστή να παραληρεί σαν άλλος Thom Yorke. Ναι, τούτη η αρμάδα υπόσχεται μουσική εξέλιξη ανάλογη με εκείνη των Radiohead. Άλλωστε, η μετάβαση απ' τις κιθαριστικές εμμονές του Beat Pyramid στην απόκοσμα μεσαιωνική ατμόσφαιρά του Hidden, καταδεικνύουν την σημασία μιας αλματώδους πορείας προς το άγνωστο. Θα το ανακαλύψουμε σύντομα αυτό, έννοια σας...
Φωτογραφίες - Δάφνη Μπέη