Primavera Sound 10 : The indie paradox
(σε τρεις πράξεις και ένα δραματικό φινάλε)
Τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία του Is This It? των Strokes, το "παγκόσμιο του indie κύκλωμα" πανηγύριζε κάθε χρόνο και περισσότερο για τη ρήση Indie Is The New Mainstream. Λίγες μόνο ώρες μετά την τελετή λήξης και του φετινού Primavera Sound, του εμπορικά πιο επιτυχημένου της ιστορίας του με πάνω από 100.000 εισιτήρια συνολικά για όλο το τριήμερο, θέτουμε άπαντες ενώπιον των ευθυνών τους για μία μουσική που μαζεύει περισσότερο κόσμο από ότι τελικά της αξίζει, με την υποβοήθηση της ορμής από το παρελθόν.
Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, από το 2005 μέχρι σήμερα, ο Μπάμπης Αργυρίου αναμένει -μάλλον αγανακτισμένος- την ετήσια πολυσέλιδη ανταπόκριση από το Primavera Sound της Βαρκελώνης, γεμάτη άκρατο ενθουσιασμό, επιφωνήματα θριάμβου, ιστορίες για ουσίες, παρέες, ανούσιες εντάσεις, αγχωμένο πέρα δώθε σε σκηνές και περίεργα ωράρια. Του έτυχε μάλιστα μία-δύο φορές να παραλάβει όχι μία, αλλά δύο ανταποκρίσεις για το ίδιο φεστιβάλ (με τη συνδρομή του εξαφανισμένου φέτος Γιάννη Πολυζου) ... και μπορώ να φανταστώ τις αντιδράσεις του κάθε φορά που ανοίγε το mailbox του. Φέτος, το λοιπόν, είπα να διαφοροποιήσω τα καθιερωμένα και να το ρίξω στη γκρίνια, αναζητώντας τη χαμένη γοητεία της indie ανατροπής, η οποία δείχνει να ακολουθεί περισσότερο από ποτέ την πεπατημένη της ροκ σιγουράντζας, ακόμη και όταν κάθε άλλο παρά ροκ είναι οι αναφορές της...
ΗΜΕΡΑ 1η , Πέμπτη 27 Μαϊου 2010 : IN A STATE OF NO STATES
Το 2005 οι Arcade Fire είχαν εμφανιστεί στη δεύτερη τη τάξει σκηνή του φεστιβάλ, σε μία μάλλον μέτρια εμπορικά ώρα, την πρώτη -μη εμπορική- ημέρα και σε καμία περίπτωση δεν δημιούργησαν το αδιαχώρητο. Σήμερα, οι Arcade Fire είναι ένα σκαλί πριν τους U2 και άσχετα από αν το budget ενός indie at heart φεστιβάλ όπως το Primavera "αντέχει" τις απαιτήσεις τους ή όχι, είναι προφανές ότι μία εμφάνιση τους σε αυτό, έστω και ως το πρώτο όνομα, δεν έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω στο μύθο και το εισόδημα τους, καθώς μετατράπηκαν σχεδόν εύκολα από καναδέζικη ροκ κολλεκτίβα σε καλά στημένη offshore επιχείρηση.
Το 2010 στην κατά πλάσμα δικαίου θέση των Arcade Fire, βρίσκουμε τους XX. Με πολύ λιγότερο ποσοτικά και απείρως ευτελέστερο ποιοτικά υλικό από τους Καναδούς. Με βρετανική καταγωγή όμως που πολλαπλασιάζει το hype με γεωμετρική ικανότητα και παρά την κρίση της μουσικής βιομηχανίας έλκει τα πλήθη με μαγνητική ενέργεια, που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της. Γύρω στις εννιά και κάτι βρίσκομαι στην κορυφογραμμή της πάλαι ποτέ Rockdeluxe stage (νυν Ray Ban) και σχεδόν παθαίνω κρίση πανικού στην προσπάθεια να φτάσω στη συνήθη θέση κάτω από τη δεξιά οθόνη. Οι XX μαζεύουν περισσότερο κόσμο και από τους Portishead. Βγαίνουν στη σκηνή, αποθεώνονται, ξεκινάνε να παίζουν με μία στατική αμηχανία, που όποιος την παρομοιάσει με την συνειδητή στατικότητα του new wave, μάλλον προσπαθεί να ξεγελαστεί για το φιάσκο που βλέπει και (δεν) ακούει. Οι ΧΧ δεν ξεκίνησαν να παίζουν ποτέ, δεν τελείωσαν ποτέ, δεν έκαναν κοιλιά, δεν είχαν καμιά κορύφωση. Πέρασαν χωρίς καν να προσπαθήσουν να αγγίξουν. Ίσως αν μέχρι να φτάσουν εδώ είχαν δώσει καμιά 100αριά live μπροστά σε δέκα-είκοσι άτομα τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Ίσως και να τα έδωσαν και να είναι ανεπίδεκτοι τελικά. Ακόμη και οι μετέπειτα ανύπαρκτοι Maximo Park και Art Brut είχαν αποδειχτεί ικανότεροι στα πρώτα τους ραντεβού με την ιστορία.
Ουσιαστικά το festival είχε ξεκινήσει γύρω στις 18:00 το απόγευμα με τους Bis. Το γνωστό αρχέγονα ανύπαρκτο συγκρότημα του διαρκούς electro pop revival που συμβαίνει να το γνωρίζουμε, επειδή είμαστε λίγο μετά τα 30... και για κανέναν άλλο λόγο. Άντε και για ένα δύο χαρωπά singles, όχι σπουδαιότερα από αυτά που παίζουν αυτή τη στιγμή στη λίστα οποιουδήποτε indie friendly ραδιοφώνου. Για ποιο λόγο άραγε αυτή τη στιγμή επανασυνδέεται ένα συγκρότημα σαν τους Bis που στο peak του δεν κατάφερε να ηχογραφήσει μισό καλό δίσκο και παραπάνω από 1 ½ καλό single; Δεν πήρα καμιά απάντηση.
Μία ώρα αργότερα ο Mark E. Smith πατάει το πόδι στην San Miguel (που ως η επίσημη μπύρα του φεστιβάλ πλέον, πήρε τη θέση της Estrella Damn) και βλέπει μπροστά του τόσο κόσμο όσο δεν του έλαχε να δει σε άθροισμα στις εμφανίσεις της τελευταίας δεκαετίας (τουλάχιστον). Και ασφαλώς δεν είναι ούτε βλάκας, ούτε κορόϊδο για να αρχίσει να παίζει σφαλιάρες με τον drummer τους και να μοιράζει ροχάλες στους roadies, διώχνοντας το πλήθος σε μία από τις υπόλοιπες έξι-εφτά σκηνές. Επιμελώς θα πειράξει τους ενισχυτές, θα ξεστομίσει δυο-τρία προσεχτικά μπινελίκια και γενικά θα τηρήσει την "παράδοση" του αρχηγού των ατάκτων, φροντίζοντας να μην προκαλέσει ανεπανόρθωτα σε καμία περίπτωση το ανέλπιστα μεγάλο ακροατήριο. Στα τέσσερα τραγούδια αισθάνομαι ότι βλέπω έναν ροκ θίασο, από αυτούς που υποτίθεται ότι απεχθάνομαι και αποχωρώ πριν να είναι αργά για τη σχέση μου με τους Fall.
Στη δική του σκηνή το Pitchfork επιμένει ευτυχώς στα καινούργια κατά βάση ονόματα και οι ζωηρότατοι επί σκηνής Titus Andronicus υπερασπίζονται ευτυχώς με σθένος τον κιθαριστικό μύθο. Θα εκπλαγώ αν μια μέρα χαρακτηριστούν σπουδαίο συγκρότημα, επί του παρόντος όμως οι Σεξπηρικοί ήρωες του New Jersey συντονίζονται μια χαρά στη γραμμή της εποχής που θέλει την brit pop και την americana να απέχουν ένα τσιγάρο δρόμο και όχι έτη φωτός μακριά όπως νομίζαμε κάποτε. Το αν σου μένει κάτι φεύγοντας, είναι άλλη ιστορία.
Για την ανυπαρξία των XX τα είπα με τη μία διότι δεν άντεχα να περιμένω. Τα δύο επόμενα fuel hyped ονόματα είναι οι Big Pink και οι Wild Beasts, αντιμέτωποι και οι δύο με μία φήμη δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα ίχνη που έχουν αφήσει μέχρι στιγμής πίσω τους. Οι πρώτοι κυρίως στον τομέα του εμπορικού κυνηγητού εν μέσω κρίσης, οι δεύτεροι μάλλον χάρη στους παιάνες των μουσικοκριτικών. Ευτυχώς να λέμε, που οι μουσικοκριτικοί κέρδισαν τους λακέδες της κυρίως μουσικής βιομηχανίας. Οι Wild Beasts όπως ακριβώς στoυς δίσκους έτσι και στο live είναι μία μηχανή εναλλαγής συναισθημάτων μέσα από την ανακύκλωση μουσικών διαθέσεων και ηχητικών τεχνοτροπιών. Σε κερδίζει, σε κρατάει στα γρανάζια της και σε αφήνει στο τέλος μόνο να προσπαθείς και πάλι να συνθέσεις το κολάζ. Οι δεύτεροι για να πιάσουν live τον ήχο των δίσκων τους χρειάζεται να κοπιάσουν πολύ περισσότερο από ότι την Πέμπτη το βράδυ, οπότε και ακούστηκαν σαν μία συνοικιακή μπάντα με καλές επιρροές και ακόμη καλύτερες συστάσεις. Δεν έτυχε να παραγνωριστούμε όμως. Μακριά και αγαπημένοι.
Λίγο νωρίτερα, οι μάλλον ξεχασμένοι τα τελευταία χρόνια Ui αποδεικνύουν ότι είναι ένα αχτύπητο στουντιακά συγκρότημα, που δυστυχώς όταν ανεβαίνουν στη σκηνή περισσότερο αφαιρούν παρά προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στον όποιο μύθο τους. Παραμένουν το τεχνικά έγκριτο ανάλογο των Stereolab, με τη σύμπραξη των οποίων είχαν άλλωστε γίνει γνωστοί πριν πολλά χρόνια. Σε κάθε περίπτωση ένα από τα συγκροτήματα στα οποία φεστιβάλ όπως το Primavera δίνουν απλόχερα τη στέγη που τους αρνούνται όλοι οι υπόλοιποι. Και πολύ καλά κάνουν και τους ευχαριστούμε για αυτό. Παρότι οι Ui επιμένουν να μη μεταδίδουν κάποια ιδιαίτερη ένταση στο κοινό τους, που και πάλι είναι εντυπωσιακά πολυάριθμο. Τους Tortoise λίγο αργότερα τους παραλείπουμε, όχι τόσο γιατί αισθανόμαστε οικείοι με την πάρτη τους, αλλά περισσότερο γιατί η τελευταία τους ζωντανή εμφάνιση ήταν περισσότερο οικεία προς τους ανυποψίαστους από όσο υποσχέθηκαν στις χρυσές τους ημέρες.
Οι Broken Social Scene δεν μου είχαν κάνει καμία εντύπωση την πρώτη φορά που τους είχα δει πριν χρόνια και στο ενδιάμεσο κυκλοφόρησαν και μερικούς δίσκους αδιάφορης indie κοινοτυπίας. Οπότε τους προσπέρασα χωρίς πολλή σκέψη. Για κάποιους λόγους περιμέναμε κάποια έκπληξη από μειονότητες του τύπου Delorean και Chrome Hoof, οι πρώτοι όμως το παραγύρισαν στο eurobeat και οι δεύτεροι ήταν απλώς για γέλια και για τίποτε παραπάνω. Οι Crocodiles κλέβουν από παντού περισσότερο από όσο επιτρέπεται και κάτι τέτοιο δύσκολα συγχωρείται σε μια εποχή που όλοι κλέβουν από παντού. Μέχρι το Σάββατο το ξημέρωμα που τελειώνει το φεστιβάλ, θα περιμένω το "μικρό όνομα" που θα με ταράξει, σήμερα όμως είναι Δευτέρα βράδυ και ακόμη περιμένω.
Με τους Superchunk τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα από ότι με τους ΧΧ. Τον καιρό που αλώνιζαν δισκογραφικά ελάχιστοι ασχολήθηκαν μαζί τους. Το On The Mouth δεν έγινε ποτέ το δισκογραφικό σύμβολο που του άξιζε να γίνει και κανείς μας ποτέ δεν τους θυμήθηκε σε καμία ανασκόπηση. Τυπική περίπτωση μεγάλης rock 'n' roll αδικίας. Οι υπεύθυνοι του Primavera Sound σήμερα -δύο χρόνια μετά την προηγούμενη εμφάνιση τους στο φεστιβάλ- είναι σαν να αναψηλαφούν τη δίκη ισοβιτών καταδικασμένων σε θάνατο, των οποίων η ποινή έχει ήδη εκτελεστεί. Οι Superchunk έχουν ένα τεράστιο ακροατήριο. Προς έκπληξη των περισσότερων, που με φανερό τρόπο δεν γνωρίζουν ποιοι καν είναι, αποδεικνύονται ικανότατοι στο να το ξεσηκώσουν έστω και χωρίς sing along, αναμονή για σουξέ και λοιπά τυπικά των μεγάλων σκηνών των φεστιβάλ. Το αιώνιο outsider των Superchunk "κλέβει" για περίπου μία ώρα μία οριστικά χαμένη παράσταση. Ο ήχος τους είναι ένα σπάνιο τοξικό indie κομψοτέχνημα, που όποτε συγκρούεσαι μαζί του απορείς γιατί δεν κατάφερε να επικρατήσει της κάθε ανοησίας που βρήκε μπροστά του εν είδη ανταγωνισμού.
Για ακόμη μία φορά θυσιάζω την εμφάνιση των Mission Of Burma. Ας τους φέρει κάποιος εδώ. Ηθικός αυτουργός αυτή τη φορά οι Pavement. To φετινό τους reunion κλείνει τον κύκλο της μεγάλης των 90s σχολής με οριστικό τρόπο. Όσοι τυχόν θεωρούν ως δήθεν σημαντικά τα reunion της αρπαχτής, του τύπου "έρχονται οι Pulp από ώρα σε ώρα" και "ξανάρχονται οι Suede που δεν έφυγαν", σε ένα χρόνο από τώρα θα θεωρούν ως επανασύνδεση τη νέα τουρνέ των Franz Ferdinand. Ο μύθος των Pavement σταμάτησε κάπου στα τέλη των 90s στις σελίδες των μουσικών περιοδικών και σε συναρπαστικά live που ποτέ δεν είχανε την ανάλογη δισκογραφική ανταπόκριση, πάντοτε εμπορικά, ενίοτε και ως προς το περιεχόμενο, που κακά τα ψέματα υπήρξε άνισο. Τους είχα δει σε μια στάση της τελευταίας τους περιοδείας το 1999 στη Modena της Ιταλίας. Ένα συγκρότημα που έκανε στη σκηνή απολύτως ό,τι ήθελε και όπως το ήθελε, χωρίς να χρειάζεται να υπακούει σε κανένα κανόνα. Ούτε καν στην ανατρεπτική προσταγή των Pixies για loud-quite-loud έκρηξεις, που όσοι την ακολούθησαν είδαν φως στο τούνελ, που στούκαραν οι ίδιοι οι Pixies.
Δέκα χρόνια μετά, οι Pavement παραμένουν ακριβώς εκεί. Δεν έχουν νέα τραγούδια, αυτό ήταν ήδη γνωστό. Δεν έχουν νέο ήχο. Ότι έκαναν μεμονωμένα στη διάρκεια της υπερδεκαετούς παύσης μένει -ευτυχώς- στην άκρη και προτείνεται και πάλι ο ίδιος θεμιτά ανοργάνωτος τρόπος σκηνικής παρουσίας, η ίδια ξεραϊλα, που άγνωστο πώς, αλλά τελικά τον βρίσκει τον δρόμο προς το παραδείσιο sing along μιας λαοθάλασσας, που επιτέλους αντιδρά απέναντι στους Pavement, όπως κάποτε αντιδρούσε σε ελλειπτικά αντίγραφα τους του τύπου Blur της τρίτης περιόδου και άλλα τέτοια γραφικά. Δεν ψάχνουν τον νέο θόρυβο. Επεξεργάζονται τα παλαιά ευρύματα, χωρίς να υστερούν σε ικανότητες όμως.
Το κοινό που συνωστίζεται μπροστά στην ανυπαρξία των XX είναι το ίδιο κοινό που εγκαθιστά τους Pavement με χρονοκαθυστέρηση ετών στο θρόνο που δεν είχαν ποτέ (και που δύσκολα θα έχουν και ποτέ στο μέλλον-δες και περίπτωση Pixies και πάλι). Αν η περιοδεία τους περάσει τελικά και από τα μέρη μας, φροντίστε να είστε εκεί. Να είστε στην πρώτη σειρά. Για να διαπιστώσετε πως άκούγεται και πως βιώνεται το πραγματικό indie hardcore, από μια μπάντα που λόγω του ότι η φήμη της διασώθηκε από τους μουσικοκριτικούς και μόνον, που πάντοτε φροντίζουν να τους αναφέρουν κάπου, υπήρχε εδώ και χρόνια η αίσθηση ότι είναι τίποτε ροκ εγκυκλοπαιδιστές. Κάθε άλλο παρά. Οι Pavement είναι οι γνήσιοι μεταφορείς της σκυτάλης του punk και δεν ευθύνονται για το αν την έδωσαν τελικά σε λάθος χέρια.
Μέχρι εδώ τα πράγματα είναι σε ανεκτό επίπεδο παρελθοντολογικής αναφοράς και συγκίνησης. Είδαμε αρκετά νέα γκρουπ και υπήρχαν τριγύρω ακόμη περισσότερα που παραλείψαμε λόγω έλλειψης χρόνου και αντοχών. Ανεχόμαστε το άκυρο των ΧΧ ως εξαίρεση, κρατάμε τους Pavement ως απόλυτα up to date reunion και κλείνουμε τη βραδιά λίγο μετά τις 4 το ξημέρωμα, με τους Fuck Buttons να αποδεικνύουν ότι τους πάει η μεγάλη η σκηνή. Στήνονται πάνω της παράδοξα και σχεδόν ντροπαλά, οι ήχοι όμως και η ρυθμική τόλμη, το θράσος του θορύβου και η απουσία των κλισέ φράσεων είναι που υποκαθιστούν την απουσία παραδοσιακής rock 'n' roll μέθεξης. Το ανθρώπινο στοιχείο στη σκηνική παρουσία των Battles έκανε το show τους πιο εντυπωσιακό, σε επίπεδο ηχητικής καινοτομίας όμως οι Fuck Button ουδόλως υστερούν. Δεν αντέχω να σταθώ όρθιος ενώπιον της σύμπραξης των Moderat, παρότι ακούω απροσδιόριστα τη φωνή του Πάνου Πανότα να προστάζει "κάτσε καλά και τράβα άκουσε τους".
(Στο προσεχές review της δεύτερης ημέρας: οι Pixies δεν ιδρώνουν ποτέ, οι Beach House μαζεύουν δέκα χιλιάδες κόσμο χωρίς να υπάρχει μουσική, όλοι θέλουν να δουν τον τύπο από τους Les Savy Fav, χωρίς κανείς να αγοράζει τους δίσκους τους. Μη χασμουριέσαι παίζουν οι Wilco και λοιπά ιχνοστοιχεία indie εμμηνόπαυσης πριν την τελική ρήξη. Ιστορικής αξίας ρήσεις του Δημήτρη Κάζη).
_____
Primavera Sound 10 : One fine day in my odd past... (2η μέρα)