Primavera Sound 2007 : Φεστιβάλ πολλών ταχυτήτων... (1)
Δεν υπάρχει χαμένος καιρός όταν πρέπει να γράψεις για το τι είδες, τι δεν είδες, τι δεν πρόλαβες και τι δεν θυμήθηκες να κάνεις..., όταν δηλαδή έχεις να γράψεις για το καλύτερο Primavera Sound της ιστορίας του. Ούτε χαμένος χρόνος για άχρηστους προλόγους υπάρχει. Και οι αναλύσεις του γιατί και πώς δεν θα έχουμε ποτέ στην Ελλάδα ένα φεστιβάλ με έξι διαφορετικές σκηνές, με πάνω από εκατό ονόματα που από τους Grizzly Bear φτάνουν μέχρι τον... DJ Hell, με οργάνωση περισσότερο από άψογη και χώρο δράσης πέραν του θεαματικού και άνετου..., ας πάψουν επιτέλους.
Το τέλος του Primavera 2007 μάς βρήκε όλους γεμάτους αγωνία για το ποια θα είναι η τυχερή (σ. όλων: Ευχαριστούμε Αγγελική!) που θα μας φιλοξενήσει για μια εβδομάδα στη Βαρκελώνη το Μάιο του 2008. Έχουν ήδη ξεκινήσει οι έρευνες! Ψαχτείτε!
Πρακτικά αδύνατο και ουσιαστικά άσκοπο να παρακολουθήσει κανείς τα πάντα σε ένα τέτοιο φεστιβάλ. Η δε μέθοδος του να τρέχεις από εδώ και από εκεί και να βλέπεις δέκα λεπτά από την κάθε μπάντα χρήζει παρακολούθησης περί του μεγέθους της ανοησίας όσων την εφαρμόζουν: στο τέλος δεν σου έχει μείνει απολύτως τίποτε και βάσει της νομοθεσίας του Μέρφι στο καλύτερο δεκάλεπτο δεν ήσουν ποτέ εκεί που έπρεπε.
Στο παρόν κείμενο, λοιπόν, εκτός από τη δική μου άποψη περισυλλέγονται σκόρπιες απόψεις, αναμνήσεις, ατάκες και ουρλιαχτά των συνήθων συνοδοιπόρων στο Primavera. Aka και αλφαβητικά: Φώτης Βαλλάτος (πρώην Sonik, πρώην manager επιτυχημένων σχημάτων, εν δυνάμει TV star, Nitro κ.λπ. - teddy boy), Θεοδόσης Μίχος (πρώην Mirrorball, πρώην Sonik, promoter σε απραξία, νυν Esquire: playboy), Γεράσιμος Παπαλάμπρου (Sonik, Avopolis, εμμένων indie DJ - lover boy), Κωνσταντίνος Τσάβαλος (Avopolis, Sonik, τα μισά έντυπα του Δ.Ο.Λ. - Game Boy). Η Έφη, η Νατάσσα, η άλλη Έφη... ο Μάνος ο Μπούρας σε ρόλο ισορροπιστή και όλοι οι υπόλοιποι μάς ανέχτηκαν επαρκώς!
FIRST DAY:
(Με τρίτη στην ευθεία, αλλά με ανεβασμένες πάντα στροφές)
Έχοντας φτάσει στα άκρα όρια αντοχής από τη συνήθεια του Βαλλάτου να μας οδηγεί μέσω ύποπτων οδηγών πόλης στο ίδιο σημείο που βρισκόμασταν προ μίας ώρας, μετά από άσκοπους κύκλους εξήντα λεπτών, ξεκινάμε για την πρώτη (σχεδόν χαλαρή) ημέρα του φεστιβάλ με τα δύο μεγαλύτερα ονόματα (Smashing Pumpkins και White Stripes) να έχουν μαζέψει λαό ικανό να προκαλέσει θριαμβευτική εκκίνηση.
Η δική μας εκκίνηση για το φετινό Primavera αποδεικνύεται ότι προέρχεται από έναν τρεντοχίπη με τον οποίο γελάγαμε προηγουμένως σε παρακείμενη ψησταριά, καθώς φόραγε κάτι πράσινα ριχτάρια και λοιπά χαϊμαλιά: Τρεις Καταλανοί με υποψία no wave θορύβου, με το χίπη να βαράει τα πνευστά και με ικανό fun club από κάτω να τους επικροτεί. Ο ήλιος ακόμη καίει (οπότε και οι χίπηδες είναι αναγκαίοι!) και ποτέ δεν έχω ακούσει περισσότερα από τρία τραγούδια της Lydia Lunch στο καπάκι, που κουράγιο για τους Za τώρα!
Η σκηνή του A.T.P. φαινόταν και τελικά αποδείχτηκε η πιο ενδιαφέρουσα του φετινού Primavera με τους υπεύθυνους του γνωστού βρετανικού φεστιβάλ (που φτιάχτηκε για να πηγαίνει ετησίως η εταιρεία Ηλίας Πυκνάδας και Σία) να ξεκουνιούνται για πρώτη φορά στη ζωή τους και να διαλέγουν ονόματα για το line-up χωρίς να φορτώνουν τη δουλειά σε άλλους. Την πρωτογνωρίσαμε με την άκρατη εμμονή του Alexander Tucker (από τους Jackie O Motherfucker) να λουπάρει τους λαρυγγισμούς και τους κιθαρισμούς του και να αναπαράγονται αυτοί στο άπειρο σε ένα αποτέλεσμα που ενώ προϊδεάζει για βαρετό live-act, λειτούργησε άψογα και η μηχανή άρχισε να ξεκουνιέται από το ρελαντί ξεκίνημα. Ο Vini Reilly τριγύρναγε κάπου στο κοινό και μάλλον ήταν ικανοποιημένος που επιτέλους κάποιος υπακούει στις οδηγίες του...
Περνάω για δύο τραγούδια από τους Dirty Three και την Rockdeluxe (= ισπανικό μουσικό περιοδικό με πάνω από είκοσι χρόνια ιστορίας...) Stage και αναρωτιέμαι πώς μας είχαν ενθουσιάσει κάποτε τόσο πολύ. Το Ocean Songs, το οποίο ερμηνεύουν απόψε ολόκληρο, μου ακούγεται όχι και τόσο ιδανικά παρωχημένο. Ο κόσμος πάντως τους παρακολουθεί με ανεξήγητο ενθουσιασμό. Γενικά οι Αυστραλοί δεν μας τα είπαν καλά φέτος (βλ. και παρακάτω...).
Ο Φώτης προλαβαίνει και κάνει μια βόλτα από τις Parenthetical Girls προτού ξεκινήσει το σιρκουί της ημέρας και μας πληροφορεί ότι κάθε πιστός οπαδός των Chicks On Speed έπρεπε να είναι εκεί να τις δει να περφομάρουν ανάμεσα στο κοινό τους και να εφαρμόζουν γνήσιο pop riot-ισμό λίγο πριν νυχτώσει επιτέλους και φωτιστούν οι σκηνές όπως τους πρέπει.
Η βραδιά είχε μπόλικες Don't Look Back καταστάσεις (=μια μπάντα ερμηνεύει ολόκληρο ένα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θρυλικό άλμπουμ της) και όσο και να σου αρέσει το Blue Cathedral των Comets On Fire, είμαστε δέσμιοι των Slint και του Spiderland, που ως γνωστόν είναι το καλύτερο post rock άλμπουμ όλων των εποχών, ειδικά μάλιστα καθώς κυκλοφόρησε προτού ανακαλυφθεί ο όρος!
Το σχεδόν αλάνθαστο αριστούργημα απέδωσε τα μέγιστα και επί της σκηνής. Πιο νευρώδεις από ό,τι στο στούντιο, χωρίς να παρασύρονται σε άσκοπες αναζητήσεις ήχων και ατμόσφαιρας, οι Slint απέδειξαν ότι είναι μια ροκ μπάντα που απλά επιμένει να ψάχνεται λίγο παραπάνω, και όχι μια μπάντα που από έλλειψη έμπνευσης το έριξε στον πειραματισμό. Και αν ο Τσάβαλος... δεν κατάλαβε, είναι γιατί ποτέ δεν έχει κάτσει να ακούσει ολόκληρο το άλμπουμ, παρότι ντρέπεται να το ομολογήσει.
Το ότι ο τύπος από τους Melvins είναι άτομο τρισμέγιστο το γνωρίζαμε εδώ και χρόνια. Καιρός ήταν να γίνει και η αυτοψία. Μαύρες κελεμπίες, κουρέματα ανάμεσα στους Grateful Dead και τους Sigue Sigue Sputnik και ένας απόλυτος θόρυβος από το πουθενά να απομακρύνει τους άσχετους από τα πλησίον της σκηνής εδάφη. Δύο άτεχνοι ντράμερ με ικανότητες οικοδόμου στις αντοχές σφυροκοπήματος και ολάκερο το Houdini που αρχικά μας ενθουσιάζει και κατόπιν μας κουράζει. Οι Melvins ανέκαθεν ήταν εκτός εποχής, πόσο μάλλον σήμερα.
Μια βόλτα από Fennesz και Mike Patton έκανε μια από τις κοπέλες της παρέας (δε θυμάμαι πια, κατά τις εννιά ήμασταν ήδη "εκτός") και φρόντισε να μας ενημερώσει πως ό,τι άκουσε ούτε προς τον ελαχιστοποιημένο πειραματισμό των πρώτων έμοιαζε, ούτε τα ντάμπα-ντούμπα του Patton της θύμιζαν. Οπότε πού να τρέχεις τώρα στην A.T.P.
Κάτσε να δεις τους Smashing Pumpkins και να γελάσεις με την καρδιά σου. Αφού διαπίστωσε ότι το προσωπικό του άλμπουμ πούλησε λιγότερο από τα promo που μοιράστηκαν και καθόσον κανείς σώφρων άνθρωπος δεν θεωρεί το Zwan τυποποιημένο σαλάμι, αλλά ροκ συγκρότημα, ο Corgan έσπευσε για την αρπαχτή της χρονιάς. Έβαλε και την πιο πρόχειρη κατάλευκη ρόμπα που βρήκε μπροστά του για να βγει στη σκηνή. Δεν είχε χρόνο να το ψάξει περισσότερο καθόσον μετά από εξαντλητική οντισιόν 143 κορασίδων κατέληξε σε τούτη την απίστευτη γκόμενα που υποτίθεται ότι έπαιζε μπάσο. Τα νέα του τραγούδια είναι εκτρωματικού τύπου εναλλακτικό metal, το Zero το έπαιξαν σα να μάθαιναν επί σκηνής τις νότες και η rhythm section που έκανε ξεχωριστό το 1979 πήγαινε περίπατο την ώρα που η μπάντα εκτελούσε το τραγούδι και το πετύχαινε στα χίλια μέτρα. Δεν πολυασχοληθήκαμε περαιτέρω. Όπως σωστά επισήμανε ο Μίχος, οι Pumpkins για κάθε ένα καλό τραγούδι έχουν και δέκα άχρηστα και στα φεστιβάλ δεν υπάρχει ως γνωστό καιρός για χάσιμο. Επίσης..., άκουσα τα Today και Cherub Rock χωρίς να συγκινηθώ στο ελάχιστο. Μια χαρά τα πάω!
Η ολιγομελής επιθεώρηση των White Stripes για ακόμη μια φορά ενώπιον μας, στο γνωστό απεχθές ασπροκόκκινο φόντο. Έχοντας απομακρυνθεί πλέον για τα καλά από τα ηχητικά τεκταινόμενα του σήμερα, μας φόρτωσαν με σωρεία blues διασκευών, με τα καινούργια φουλαρισμένα στα ζεπελινικά σολαρίσματα αδιάφορα τραγούδια τους και με τον Jack White να μαζεύει ακόμη περισσότερα λεφτά αρνούμενος να προσλάβει κάποιον βοηθό μπας και επιτέλους στήσει ένα κανονικό live-act. Κατά τα άλλα, γνωρίζουν και οι ίδιοι ότι μόνο ένα encore με το Seven Nation Army μπορεί πλέον να ξεσηκώσει ακόμη και τους φανατικούς τους. Νταννννν-Ντα-ραν-Νταν-Νταααν-Νταααν... κ.λπ. γραφικά!
Ο τεράστιος σταυρός των Justice είχε στηθεί στην CD Drome (= ηδονικό δισκοπωλείο της Βαρκελώνης, που τιμήθηκε δεόντως) Stage και τρέξαμε να σωθούμε από τη ροκ κακομοιριά των δύο προαναφερθέντων. Και έτσι έμελε να γίνει. Μαζί και δεκάδες Μάρσαλ να στήνουν το ιδανικό σκηνικό για να μείνει ο κόσμος στο χώρο και να... φύγει το μυαλό του έκτος και επί αυτού. Ως γνωστόν, αποτελούν την επιτομή των ονειρώξεων του indie επάνω στην electronica και δεν κουράστηκαν να το αποδείξουν. Κλείσιμο με Never Be Alone (που αργότερα μεθυσμένοι Άγγλοι θα το τραγουδάν σε ένα φισκαρισμένο μετρό, εκνευρίζοντάς με απίστευτα) και ακολουθεί ο Girl Talk, ο οποίος κάθε 45 δευτερόλεπτα μας πηγαίνει από κομμάτι σε κομμάτι, αλλά θα μπορούσε να ήταν και πιο γρήγορος, ασφαλώς.
Μέχρι και έναν ανυπόληπτο Ισπανό ονόματι DJ De Mierda ανεχτήκαμε να παίζει το Guns Of Brixton καθώς είχαμε βάλει ήδη τρίτη ταχύτητα και δε χαλαρώναμε με τίποτε.
Όποιος μπόρεσε να κοιμηθεί ήταν τυχερός και ξεκούραστος καθώς η επόμενη ημέρα αναμενόταν μεγαλειώδης!
SECOND DAY:
(Τέταρτη στην ανηφόρα και Πέμπτη στα κόκκινα-oil change)
To line-up σήμερα είναι εξοντωτικά ονειρικό και απαιτεί καλή οργάνωση, κατανομή χρόνου, αντοχές και ασφαλώς όχι καθαρό μυαλό. Master στη διοίκηση επιχειρήσεων θα συνεκτιμηθεί.
Ασφαλώς και φτάνουμε αργοπορημένοι και οι Portastatic που δεν είχαν την ευγένεια να μας περιμένουν θέλουν ακόμη δύο τραγούδια για να ολοκληρώσουν το set τους. Όχι ότι χάνουμε και κάτι το συναρπαστικό, αλλά μερικές ευχαριστίες στον Mac McCaughan τόσο για το ένδοξο παρελθόν των Superchunk, όσο και για τα κατορθώματα της Merge Records τις οφείλουμε.
Τις δίνουμε και τρέχουμε στη Vice (=το γνωστό πολυεθνικό περιοδικό με τα πιο cool και cool-ά θέματα και το άπειρο κράξιμο στους πάντες, που μόλις απέκτησε και ισπανική version) Stage για να δούμε το συμπατριώτη Ευριπίδη με τις Τραγωδίες του. Στο μεσοδιάστημα είχαμε προλάβει να διαβάσουμε τον ισπανικό Τύπο να τον ανακηρύσσει στον Έλληνα Sufjan Stevens (και αυτό δε μου άρεσε καθόλου).
Με καθυστέρηση λόγω προβλημάτων στον ήχο και εν τέλει με αμφότερους τους καρπούς να υποφέρουν σε κάθε επαφή με τα πλήκτρα του πιάνου, ο Ευριπίδης άπλωσε την ενίοτε νοσταλγική, ενίοτε πομπώδη, ενίοτε χαριτωμένη και πάντοτε φορτωμένη με μπόλικα πίσω φωνητικά και βαριές ενορχηστρώσεις άποψή του για την pop και τη διαχρονικότητα αυτής και αν μη τι άλλο απέδειξε ότι δεν έχει κερδίσει άδικα κοινό και φήμη εκεί στα ξένα που κατοικοεδρεύει. Εγώ βέβαια θα τον προτιμούσα ασφαλώς πιο λιτό και ουσιαστικό...
Απλά έπρεπε να κατευθυνθούμε προς την κεντρική σκηνή όπου το Ferdinand-ικό ροκ των Rakes είχε ήδη ξεσηκώσει τον κόσμο για τα καλά. Αξιοπρεπείς, αλλά "λίγοι", νευρικοί, αλλά όχι τσαμπουκαλεμένοι... με τα μισά τραγούδια να τείνουν προς το αδιάφορο. Μπροστά στην αμερικάνικη επέλαση που θα ακολουθούσε αργότερα οι Rakes δεν είχαν πολλά περιθώρια για κάτι περισσότερο από τη συμπάθεια και την κατανόησή μας.