Primavera Sound 2009 #3
3rd Festival Day: Είναι μικρό, είναι μικρό.... το γήπεδο!
Όταν το Primavera ξεκινούσε αθόρυβα στα στενά της Βαρκελώνης, φιλοξενώντας μπάντες όπως οι Go Betweens, βρέθηκε σε αυτό ομοίως αθόρυβα ο Θεοδόσης Μίχος, σπαταλώντας ακόμη τότε τα του πατρός λεφτά στο βωμό των φυσικών επιστημών. Αργότερα ήρθε στο μυαλό μας με όλη την παρέα του Sonik 2005tm και ξεκίνησε ο μαραθώνιος. Την πρώτη χρονιά ζητήσαμε και πήραμε press pass περί τα έξι-εφτά άτομα από το ίδιο περιοδικό. Την δεύτερη καμιά δεκαριά... Πλέον τουλάχιστον σαράντα άτομα από τον μουσικό και μη τύπο της Ελλάδας είναι διαπιστευμένα στο Primavera κάθε έτος. Και οι Ισπανοί ουδέποτε γκρίνιαξαν, παρά μόνο δείχνουν ευχαριστημένοι που τους κάνουμε τέτοιο "τζίρο". Φαντάζομαι το ίδιο θα συμβαίνει και με τις λοιπές φυλές. Κάπως έτσι θα έγιναν οι συνεργασίες με την ATP και το Pitchfork. Κάπως έτσι όλα τα μεγάλα μουσικά περιοδικά της Ισπανίας δεν συνεργάζονται απλά, αλλά συμμετέχουν ενεργά στα δρώμενα του φεστιβάλ. (Δηλαδή έχουμε περισσότερες πιθανότητες για Mic Stage στο Primavera, παρά σε κάποιο τοπικό - εκδ). Στα καθ' ημάς οι εταιρίες παραγωγής συναυλιών θεωρούν αγγαρεία τα "τζάμπα" που μοιράζουνε, μιας και ως τέτοια τα ονομάζουν. Μόνο το Synch φροντίζει να συγκεντρώνει κόσμο και ντουνιά από όλα τα μουσικά μέσα και κάπως έτσι με όλα του τα ρίσκα (που για εμάς είναι ευλογία) αυτό και είναι το μοναδικό πραγματικό φεστιβάλ του ελληνικού καλοκαιριού. Με όλα αυτά τα δεδομένα λοιπόν φτάσαμε στο βράδυ του Σαββάτου της 30ης Μαϊου, οπότε και οι υπεύθυνοι του Primavera Sound Festival είδαν πάνω από 30.000 κόσμο να δημιουργεί ένα άνευ προηγουμένου αδιαχώρητο σε κάθε σπιθαμή γης του Forum. Και όλα αυτά με αφορμή ένα όνομα που κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει το πνεύμα αυτού του φεστιβάλ. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Μια ζωή με παρανόμους και... ξενύχτες
Shearwater: Under A Bright, Sunny Sky, We Shall Arise!!!
Έχοντας κάνει την κίνηση ματ περί μη εγκατάλειψης του κρεβατιού πριν τις 5 το απόγευμα (τέρμα τα σουλάτσα στη Βαρκελώνη δηλαδή...), στις έξι και είκοσι ακριβώς καταφέρνω και βρίσκομαι στην -ευτυχώς- σκεπασμένη σκηνή του Pitchfork, για ένα από τα 5 πιο αναμενόμενα ονόματα του φετινού Πριμαβέρα (1. MBV, 2. Young, 3. Muses 4. POBPAH ....αν ενδιαφέρεστε). Το live των Shearwater είναι μεγαλύτερη αποκάλυψη και από το υπεράνω κριτικής ανώτατο πνεύμα των συνθέσεων του Jonathan Meiburg, ο οποίος μεγαλουργεί στο κλειστό του δωμάτιο, όσο λίγοι δημιουργοί πλέον. Στη σκηνή επάνω όμως είναι ο αρχηγός μιας μπάντας που μοιάζει να τον αγαπάει και να δίνει τα πάντα για αυτόν. Ένας παλαιοροκικής κοπής ντράμερ, που πιάνει και το κλαρίνο στο τσακίρ κέφι. Δύο κομψές εναλλακτικές παρουσίες (σοφά σε δίπολο άρεν/ θήλυ) που ξέρουν περισσότερο από μουσική παρά από πόζα. Όλοι μαζί έχουν το νεύρο των Gun Club, επενδυμένο με την ισορροπία των Felt και φέρνουν εις πέρας μία άνευ ετέρου σύζευξη της ευρωπαϊκής ευαισθησίας με την αμερικάνικη αλητεία. Ένα live που κράτησε περισσότερο από την πραγματική του διάρκεια και έδειξε με σθένος το δρόμο για μια απολύτως συναρπαστική μουσική μέρα, που έμελε να ακολουθήσει.
Plants & Animals: Canadians And Other People
Αρκετή ώρα πριν τον Neil Young, έκαναν την εμφάνιση τους και τα Νηλγιανκάκια. Ή ενίοτε τα Βεντεράκια... Ή όπως θες πες τους, αλλά μη μου πεις ότι η εμφάνιση των Plants & Animals δεν ήταν μια ολοκληρωμένη σπουδή στο εναλλακτικό ροκ, που ό,τι αναβίωσε αναβίωσε και ύστερα ένδοξα απεβίωσε τα τελευταία είκοσι χρόνια, γιατί θα είσαι μέγας ψεύτης. Αρχικά ενώπιον τριακοσίων νοματαίων, αλλά ώρα με την ώρα και κερδίζοντας το στοίχημα της sms to sms ανταπόκρισης (που είναι το μεγαλύτερο για τις "άσημες" μπάντες στα φεστιβάλ), οι συμπαθέστατοι κατά δήλωση τους Καναδοί συνέχιζαν να ροκάρουν για πολύ περισσότερη ώρα από όση αρχικά και οι ίδιοι υπολόγιζαν. Με την τιμιότητα δεν χτίζονται οι καριέρες βέβαια (ρωτήστε και τους Bats σχετικά), αλλά και με το αρπακόλα δουλειά δεν γίνεται. Για αυτό άλλωστε την ώρα που οι απεχθείς Jayhawks αποδείκνυαν στη μεγάλη σκηνή ότι είναι κάτι λιγότερο από ένα μάτσο τίποτε, κάθε λογής φυτό και ζώο του Primavera μαζεύτηκε στο υπόστεγο να δει τι είναι τελικά αυτοί οι τύποι που από λεπτό σε λεπτό "ακούγεται" ότι αφηνιάζουν ολοένα και περισσότερο. Μπράβο στα παιδιά το λοιπόν, δεν το περιμέναμε αλλά μας ήρθε!
Herman Dune: Can I Play With One Chord And With Less Wοnder?
Έχει μαζευτεί πραγματικά πάρα πολύς κόσμος στην Rockdelux, την πιο αγαπημένη μας από όλες τις αγαπημένες σκηνές του Primavera και μόλις τώρα συνειδητοποιώ (και αρκετοί άλλοι μαζί μου) τι πανικό έχει προκαλέσει η παρουσία του Μεγάλου Καναδού. Για την ώρα το πρόγραμμα έχει Herman Dune πάντως, ότι πρέπει δηλαδή για όσους απαιτούν εδώ και χρόνια την παρουσία του μεγάλου τροβαδούρου της αρπαχτής αγάπης Jonathan Richman στο Primavera. Σουηδοί, που μοιάζουν με Εβραίους, συμπεριφέρονται σαν Γερμανοί και συνθέτουν σαν Αμερικάνοι. Άβυσσος η παγκοσμιοποίηση της μουσικής, κύριε Λιακόπουλε μου. Και καθώς ο Andre ανεβαίνει μονάχος, άχαρος και έντρομος με μια κιθάρα στα χέρια, όλο και θα στοιχημάτιζα ότι δεν θα το γλυτώσει το ιπτάμενο αντικείμενο κατακούτελα, από ένα πολυάριθμο κοινό, που μάλλον θέλει να ροκάρει, παρά να μελαγχολήσει. Το θαύμα γίνεται όμως και πριν προλάβουν να πατήσουν οι υπόλοιποι Dune στη σκηνή, το κοινό του Primavera χαμογελάει ευχαριστημένο και ανακαλύπτει νέους ήρωες. Μέχρι να παίξουν το τραγούδι με το οποίο ο Απόστολος ξεγελάει αθώες γυναίκες (βοηθούσης της γοητείας του βεβαίως) μοιάζουμε όλοι μας απόλυτα ευτυχισμένοι, σε βαθμό που αρχίζω να πιστεύω ότι δεν το προκάλεσαν οι Herman Dune, αλλά κάτι που μας έριξαν στην ατμόσφαιρα... ή έστω στο ποτό μας!
Neil Young: Crazy Horses Drive Us Longer...
Το Σάββατο της 30ης Μαϊου του 2009 λοιπόν και περί την ώρα ενάτη βραδινή, οι υπεύθυνοι του Primavera Sound οριστικά ήταν σίγουροι περί του ότι κάθε προηγούμενο ρεκόρ προσέλευσης ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Για να "γιορτάσουν" και να "τιμήσουν" το γεγονός έδωσαν εντολή να σταματήσει άμεσα κάθε είδους κίνηση, κινητικότητα και διακίνηση σε όλες τις σκηνές του φεστιβάλ. Σε Rockdelux, ATP, Pitchfork, Ray-Ban Vice και οπουδήποτε αλλού δεν υπήρχε τίποτε απολύτως να παρακολουθήσει κανείς, οι πάντες έπαυσαν πυρ και κάτι παραπάνω από 30.000 κόσμου "εξαναγκάστηκε" να περικυκλώσει την παραδοσιακά μεγαλύτερη σκηνή του χώρου για να παρακολουθήσει την άποψη του Neil Young επάνω στην εξέλιξη του ροκ, πέρα, πίσω και μακράν μπροστά από ό,τι είχε ειπωθεί για τρεις ημέρες από 100 διαφορετικά ονόματα (και ότι έμελε να ειπωθεί από πέντε- έξι ακόμη μέχρι το οριστικό τέλος).
Το ροκ του Neil Young για πάνω από δύο ώρες και τριάντα λεπτά καθήλωσε τον πιο πιστό οπαδό των My Bloody Valentine και "ανησύχησε" τον αμελή των The Pains Of Being Pure At Heart. Το ροκ του Neil Young στη live εκδοχή του περί τα μέσα του 2009 έχει τελεσίδικα σταματήσει στα τέλη της δεκαετίας του 70. Δεν κουβαλάει τίποτε επάνω του από τον λαμέ ηλεκτρισμό των 80s, αλλά -και αυτό να σημειωθεί- ούτε από το θορυβώδες αναβάπτισμα αυτού, που στις αρχές μέχρι τα μέσα των 90s έλαβε ως δήθεν φιλί ζωής από τα παιδιά του Seattle. Το εν λόγω ροκ είναι ξεκάθαρο πλέον ότι στέκεται -και στάθηκε μπροστά μας- ολότελα ατόφιο, σχεδόν αυτοφυές και απαλλαγμένο ακόμη και από αυτές τις ίδιες του τις ρίζες.
Ένας εβδομηντάρης ρόκερ, πραγματικά γερασμένος εμφανισιακά, χωρίς τα μπότοξ αφεντικών και αειθαλών, με στυλάτο όμως λευκό πουκάμισο και μετρημένα "παραδοσιακό" ανοιχτόχρωμο μπλου τζην, να αποστασιοποιείται ιδανικά κατ' αρχήν ως προς την εμφάνιση από την εικόνα του "ηρωικού" και "ανήσυχου" ρόκερ που εδώ και δύο δεκαετίες κρατάει με απολύτως τεχνητό τρόπο στην όποια ζωή το ροκ του Bruce Springsteen. O Neil Young μέσα στην καθολική αποδοχή, που πλέον γνωρίζει, και παρά την οριστική ήττα της ιστορίας στη μάχη με το έργο του, βρέθηκε με έναν παράδοξο τρόπο στην απολύτως "εναλλακτική" πλευρά, σχεδόν σε off mainstream παράταξη, της οποίας περισσότερο παρουσιάζεται ως πνευματικός ήρωας, παρά ως ηγέτης ή -ακόμη χειρότερα- καθοδηγητής αυτής. Απέχει από κάτι τέτοιο συνειδητά πλέον, καίτοι κάποτε πήγαν να τον ρίξουν σε αυτή την λούπα, που αν συνεχιζόταν, ασφαλώς και θα τον "τέλειωνε" πρόωρα.
Στις πρώτες νότες και κυρίως στα πρώτα στιχάκια του My my, Hey hey, που ταυτίζονται με ευκολία με τη σκέψη και τα χείλη του πολυπληθούς ακροατηρίου, ο Neil Young έχει ήδη κερδίσει το παιχνίδι με ένα κοινό που στη συντριπτική του πλειοψηφία ΔΕΝ είναι το κοινό του. Και το παιχνίδι θα παιχτεί κερδισμένο ως το τέλος, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση. Είτε με τον ροκ μυστικισμό του Cortez The Killer, που έστειλε δάκρυα σε όλους, είτε ήξεραν, είτε όχι, είτε με την ύποπτη ευθύτητα του Rocking In The Free World. Με μία σειρά από ατέλειωτα "είτε... είτε", η εμφάνιση του Neil Young ήρθε αλάνθαστα και ηδονικά. Έληξε θριαμβευτικά με μία επαρχιώτική ανατύπωση του A Day In The Life των Beatles και κατόπιν τούτου δεν ήθελα να ακούσω τίποτε άλλο σχετικό.
Ο Neil Young ήρθε, έπαιξε, κέρδισε. Άνετα και απολύτως έντιμα. Χωρίς να αλλοιώσει την εικόνα και τον ήχο του. Χωρίς να χρειαστεί να "αναφερθεί" σε μετέπειτα σημεία αναφοράς του (όπως οι Sonic Youth, που θα ακολουθούσαν) για να χτυπήσει ευαίσθητες ηχητικές φλέβες του τώρα. Έπαιξε "βρώμικα", έπαιξε "λυρικά", δεν το έπαιξε -προς τιμή του- πατριωτικά. Γεγονός παραμένει ότι για κάθε επόμενο λεπτό της εμφάνισης του έπαιξε ολοένα και πιο καθηλωτικά. Στο τέλος μπορούσες να πεις ότι ο Neil Young ρόκαρε υπέροχα, χωρίς να ντρέπεσαι για αυτή σου τη σκέψη. Κάτι τέτοιο πιστεύω εννοούσε και ο Πολύζος όταν μου έστελνε με sms κάτι του στυλ "ναι.ρε τον πούστη. γαμάει περιέργως". Τέλος.
Sonic Youth: Eveybody's Talking Bout These Stormy Rockers
Προς απόλυτη τιμή τους και οι Sonic Υοuth δεν αναζήτησαν κανενός είδους σύνδεσμο με το πρωτόλειο ροκ του Neil Young είτε ηχητικά, είτε λεκτικά. Δεν το είχαν ανάγκη άλλωστε. Ως κουιντέτο και πάλι, που αυτή τη φορά "προωθεί" και δεν επιδιώκει να ανατρέψει την παραδοσιακή ταυτότητα του σχήματος, επιδόθηκαν σε μία από τις πιο συναρπαστικές από τις συναρπαστικές τους εμφανίσεις. Για Τρίτη φορά στη σκηνή του Primavera, δύο χρόνια μετά τον καθολικό θρίαμβο για την εικοσαετία ρήξης του Daydream Nation με την πανκ ροκ ορθοδοξία. Μία εμφάνιση τόσο μακριά από την καλύτερη τους, όσο και από την πιο αφόρητα τυπική τους, που αποτελεί συνήθη παγίδα για ένα σχήμα που πλέον παρακολουθούμε επί σκηνής ανά διετία τουλάχιστον.
Με αυτή την περίεργη όρεξη, που πάντοτε έχουν στις καλές του στιγμές. Σαν να αναζητούν τα όρια του ροκ για πρώτη και όχι σαν να τα προσπερνούν για νιοστή φορά. Πήρανε ότι απέμεινε από το κοινό του Neil Young, το επανέφεραν στο σήμερα (ή έστω στο δικό τους σήμερα) και το έκαναν δικό τους. Του έδωσαν πίσω ένα Bull In The Heather σχεδόν σαν δώρο για αυτούς που ξέρουν και ένα απελπισμένα "νέο" Hey Joni, σχεδόν σαν δώρο για αυτούς που αντέχουν. Πριν από αυτούς αιωνίως ελπιδοφόρα συγκροτήματα όπως οι Deerhunter εκμεταλλευόμενοι το ευτυχές rock zeitgeist της ημέρας, βρέθηκαν στην Rockdeluxe να εξαργυρώνουν τον περσινό mouth-to-mouth θρίαμβο μπροστά σε δεκαπέντε χιλιάδες κόσμο, που μάλλον σήμανε πρόωρα το ρεκόρ καριέρας για δαύτους. Ομολογώ ότι ελάχιστη σημασία έδωσα σε όλα αυτά και ότι για να μετατραπεί το αίσθημα κορεσμού/ κόπωσης ενός υπέργεμάτου συναυλιακού τριημέρου, στον προσδοκώμενο ενθουσιασμό του τέλους, χρειαζόταν κάτι ριζοσπαστικά διαφορετικό, ηχητικά και αισθητικά, από ότι δύναται να προσφέρει ακόμη και η ικανότερη εναλλακτική ροκ μπάντα του πλανήτη.
Simian Mobile Zombies: The End Is The Begining Is The End...
Οι Simian Mobile Disco εν είδη πανηγυρτζίδικου up-to-date ηχητικού παραναλώματος επρόκειτο να κλείσουν το περσινό Primavera Sound. Αντ' αυτού τους μαράθηκαν τα μηχανήματα, η "ζωντανή" (χα-χα!) εμφάνιση μετατράπηκε σε dj set (χε-χε!) και σαν να μην έφτανε αυτό μία σχεδόν ραδιενεργή βροχή στην πόλη, έστειλε τους αμελώς κουμπωμένους πρόωρα σε σπίτια και ξενοδοχεία.. και άφησε τους πιστότερους των Ινδιάνων να χορεύουν το χορό της και δε συμμαζεύεται.
Φέτος ο ουρανός υπήρξε ξάστερος, τα φωτορυθμικά καλά ρυθμισμένα και τα καλώδια πίσω από τις κονσόλες άπειρα και πρόθυμα για πείραγμα. Ένα χρόνο μετά όμως, ο ήχος και η αισθητική των Simian Mobile Disco εκφράζει μία εφημερία με παρατεταμένη ημερομηνία λήξης. Καίτοι δεν προσπεράστηκε πλήρως, έχοντας περάσει για τα καλά στην εμπροσθοφυλακή του εναλλακτικού - αν όχι στο πλατύσκαλο του mainstream- αποτελεί περισσότερο κοινό κτήμα, παρά κατάκτηση. Και αυτό φάνηκε σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης τους, που ακόμη και μέσα από τις πραγματικά σπουδαίες στιγμές τους (The Hustler) απέτυχε στο να γνωρίσει αποθεωτικό highlight. Βάλε και το ότι ως "ζωντανή εμφάνιση" ό,τι τέλος πάντων παρουσιάζουν πάσχει από παντού (και καλά κάνει...) , χωρίς να το βοηθάνε οι δήθεν αγωνιώδεις αλλαγές των καλωδιώσεων να αποκτήσει τη χαμένη πιστότητα. Βάλε κυρίως όμως και το ότι το show των SMD μακράν απέχει και από αυτό που θα ονομάζαμε τεχνικά άρτιο και αισθητικά μελετημένο DJ Set, όπως ασφαλώς όφειλαν να έχουν φροντίσει. Άπαντες χορέψαμε με αυτή τη χωρίς αύριο αίσθηση, που ούτως ή άλλως σου παρέχει το παρά πέντε ενός τέτοιου τριημέρου, έχω όμως την αίσθηση ότι κανένας δεν "ξέφυγε".
Η τελική έξοδος λοιπόν μοιραία- και σοφά- αναζητήθηκε στους Γάλλους outsiders Zombie Zombie. Σε εκείνο το στενό της Rayban Vice τα πάντα ήταν ανέλπιστα γεμάτα- και τα μπαρ απελπιστικά άδεια- λίγο πριν το τέλος της εμφάνισης των Black Lips. Τούτες οι ψευδογκαραζιέρικες καρικατούρες οιπόν θέλουν περισσότερες από αρκετές μπάτσες για να μάθουν επιτέλους ότι μία ροκ μπάντα, οφείλει πρώτα από όλα να "παίζει μουσική" επάνω στη σκηνή και έπειτα να ασχολείται με χίλιες- δυο σαχλαμάρες, που υποτίθεται χτίζουν θρύλο.
Με αυτές τις σαχλαμάρες τους το λοιπόν η εμφάνιση των Zombie Zombie επαλήθευσε το διττό της έμφασης, καθότι ούτε λίγο ούτε πολύ, οι δύο μποέμ νέρντ Γάλλοι ανέβηκαν στη σκηνή λίγο προτού ο Ισπανός κόκκορας λαλήσει τέσσερις. Διαφορετικά vocoder, ικανώς ρετρό πληκτροσειρές και μία παράτυπη ντραμς υπέδειξαν τον δρόμο των Zombie Zombie προς την σύζευξη της kraut διδασκαλίας με την rave 'n' loud απαλλαγή διδαχής και κάπως έτσι τα πάντα κύλισαν συναρπαστικά.
"Οι Zombie Zombie εντάσσονται απριορικά στις φετινές εκπλήξεις. Ο δίσκος τους είναι σπουδαίος, και μ' αυτόν παραμάσχαλα δε θα δυσκολευτεί ο οποιοσδήποτε ατζέντης μετρίου ονόματος να τους κλείσει το ένα νεκροζώντανο κονσέρτο μετά το άλλο, που δε θα συγκρίνονται με κύκλους ρουτίνας", είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Πάνος "Στεφανόπουλος" Πανότας και έπεσε τόσο διάνα, που είναι σαν να ήταν μαζί μας το ξημέρωμα του Σαββάτου προς Κυριακή.
Σε ένα οριακό τέλος, αντάξιο της προ διετίας αναλόγου ιδεολογίας εμφάνισης των Battles. Με τον Απόστολο Βαρνά να παραδίδει τα τελευταία μαθήματα παραδοσιακών φεστιβαλικών χορών, τον Άστεγο να wears his sunglasses at night, κινούμενος κάπου ανάμεσα στο electro και το παραδοσιακό ελληνιgo ξενύχτι, και γενικά -σχεδόν - σύσσωμο το ελληνικό team να αποδίδει τιμές σε διοργανωτές, εκτελεστές και εαυτούς τους ίδιους καθότι ήρθε σε εξαίσιο πέρας ένα ακόμη φεστιβάλ, για ανθρώπους που καταναλώνουν με μανία, τη μουσική που αρνούνται να καταναλώσουν όλοι οι υπόλοιποι.
Στην έξοδο μας περίμενε η στιγμή της παραδοσιακής τελικής φωτογραφίας και στο μυαλό μου ήδη τριγυρνούσε η σκέψη ότι το 2010 θα καταλύσω στο απολύτως παρακείμενο του Parc Del Forum ξενοδοχείο, όπου τα πάντα θα είναι κοντά και απολύτως μη κοπιαστικά στον μοναδικό πλέον λόγο για τον οποίο θα βρεθώ και του χρόνου τέτοιες μέρες στη Βαρκελώνη. Τέρμα τα ανήλιαγα στενά δηλαδή...
Φωτογραφίες και από τους: Έφη, Έρη, Θεοδόση, Απόστολο
_____