Δεύτερη Ημέρα
Η μέρα των Radiohead, Avalanches, Shellac αλλά και της Selda. Του Άρη Καραμπεάζη
Οι Radiohead υπήρξαν οι βασικοί υπεύθυνοι για το ότι το φετινό PS ήταν πρακτικά sold out από τις αρχές του Μάρτη, ίσως και από νωρίτερα δεν θυμάμαι πλέον καλά. Και αυτό έμελλε να επιβεβαιωθεί αναντίρρητα κατά τη διάρκεια του δίωρου set τους και της γενικής ηρεμίας που επικρατούσε τόσο στους διαδρόμους, όσο και στις υπόλοιπες σκηνές του φεστιβάλ, που «τόλμησαν» να μείνουν ανοιχτές (και με συγκροτήματα επάνω, άκουσον άκουσον) την ώρα της Λειτουργίας.
Το να εκφράσεις άποψη για συναυλία που δεν έχεις δει (δίσκο που δεν έχεις ακούσει, φαγητό/ γκόμενα -ο που δεν έχεις φάει κ.λ.π.), είναι ασφαλώς κατάπτυστο. Έχει όμως θεωρώ μια κάποια σημασία το να δίνεις κλίμα εν σχέση με το live, από τις αντιδράσεις και την γενικότερη ενέργεια και αναστάτωση του κόσμου γύρω σου, αφότου τα πάντα έχουν τελειώσει (ΟΚ, δεν έχω φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι η ενέργεια εκλύεται γύρω μας και μας επηρεάζει, αλλά κοντά είμαι καθώς φαίνεται...).
Και η αλήθεια είναι ότι οι εκφράσεις που ακούγαμε εδώ κι εκεί, όσοι ούρλιαζαν, αλλά και όσοι ψέλλιζαν μην μπορώντας να πιστέψουν ότι προηγήθηκε ενώπιον τους, θα μπορούσαν να πείσουν και τον πλέον δύσπιστο (που δεν είναι και πολύ μακριά από αυτό το πληκτρολόγιο) ότι οι Radiohead στο σπουδαιότερο φεστιβάλ της Ευρώπης, για αυτό που λίγο-πολύ ακόμη αντιπροσωπεύουν ως συγκρότημα, τα πήγαν παραπάνω από (πολύ) καλά. Φέρεται κατά τις φήμες και τις γραφές να έδωσαν μία εμφάνιση που όχι απλώς ικανοποίησε τις προσδοκίες, αλλά – αν αντιλαμβάνομαι καλά το υπερβάλλον των αντιδράσεων- έχει ήδη δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερες, κυρίως για το συναυλιακό τους μέλλον (το δισκογραφικό, όπως και για όλους τους υπόλοιπους της κλάσης τους, θα κυλάει ως μία παρενθετική υπενθύμιση), το οποίο είναι σίγουρο ότι θα βρουν τον τρόπο για να το δέσουν ακόμη καλύτερα με τα τραγούδια που τους κατέστησαν σπουδαίους και αναγκαίους για μία τεράστια μερίδα ακροατών στο παρελθόν. Κάπως έτσι η εμμονή τους να εμφανίζονται σχεδόν αυθαίρετα ως χαρτογράφοι ενός μουσικού μέλλοντος, στο οποίο πάντως αδυνατούν να βάλουν έστω και μία πινελιά, εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια, θα λάβει κάποτε τέλος, και οι 100% νοστάλτζικ περιοδείες θα πάρουν και αυτές το δρόμο τους καταπάνω μας. Περισσότερες προφητείες σύντομα, ίσως δε και κανένα νουμεράκι του Λόττο.
Πολλά και διάφορα όμως συνέβησαν πριν και μετά την εμφάνιση των Radiohead, και το κυριότερο είναι ότι κάποια από αυτά τα είδαμε κι όλα, και δεν απλώς αφουγκραστήκαμε τις αντιδράσεις και τα vibes των υπόλοιπων 60 και κάτι χιλιάδων κόσμου, που μπήκαν στον ίδιο κόπο.
Υπάρχουν και αυτοί βέβαια που φτάνουν εξαιρετικά αργοπορημένοι σε ένα φεστιβάλ που τους προσφέρει πληθώρα επιλογών από τις 3 το μεσημέρι και μετά, και μάλιστα για να προλάβουν να δουν ονόματα που μέχρι τις 2 το μεσημέρι δεν είχαν πάρει καν πρέφα ότι εμφανίζονται. Καμία οργάνωση από τότε που χάσαμε το εξαιρετικά χρηστικό (όσο και θρυλικό) ‘εξ-ελ’ του Ηλία Πυκνάδα, και μείναμε να σκαλίζουμε το application του PS στο κινητό, λες και δεν έχουμε ζωή, φίλους και γοητεία να ζήσουμε και εμείς το φεστιβάλ σαν άνθρωποι και πρέπει σώνει και καλά να την βγάζουμε και εδώ με τα μηχανήματα του διαβόλου, και αυξάνοντας και τον κίνδυνο να μας τα αρπάξουν/ σπάσουν από πάνω και να μείνουμε μετά χωρίς ζωή για το υπόλοιπο τριήμερο.
Κάπως έτσι, με την χαρακτηριστική άνεση που με διακρίνει, βρέθηκα στο εθιστικό δεξί ηχείο της λατρεμένης μου Ray Ban γύρω στις 8 και κάτι, για να διαπιστώσω αν η σεβαστή κυρία Selda είναι τελικά η ‘Καίτη Γαρμπή της Τουρκίας’, όπως εντελώς άστοχα μου είχαν ‘υποσχεθεί’ στο facebook λίγες ώρες νωρίτερα ή αν θα επιβεβαιωθούν οι υποψίες μου για ένα από τα πιο συναρπαστικά live όχι του τριημέρου, αλλά τούτης της ζήσης εν γένει. Όπερ και εγένετο. Το πρώτο δεκάλεπτο το περάσαμε παρέα με τους μουσικούς της και μόνο, και σχετικά ήμασταν περιορισμένοι νοματαίοι από κάτω, για ένα φεστιβάλ που ήδη είχε μαζέψει 50-60 χιλιάδες κόσμου (από την μία άκρη των Radiohead έως την άλλη). Ούλτρα hip σχήμα, με γκοθού κορασίδα στα ρετροφουτουριστικά πλήκτρα, λεβέντη Τούρκο νεαρό κιθαρίστα να γκαραζάρει μέχρι εκεί ακριβώς που θέλαμε και ούτε βήμα παρακάτω και εν γένει Surfin’ Turkey καταστάσεις για όλη την οικογένεια των Βαλκανίων και μη.
Επάνω στην τρίτη αλλαγή της ρυθμολογίας, βγαίνει η Selda, παιανίζει όλο το πρώτο κουπλέ με μία ανάσα, και χωρίς να κουραστεί και πολύ εξ αυτού, και «εξαναγκάζει» μερικές εκατοντάδες κόσμου ακόμη να πλησιάσουν στη σκηνή. Από εκεί και πέρα το ό,τι έγινε ο καθένας μπορεί να το εκλάβει όπως θέλει, ποσώς με ενδιαφέρει είναι αλήθεια. Είτε ως το καρφί στο φέρετρο της hipster μουσικής παραφροσύνης, είτε ως την άλλη όψη της ρεμπετολογίας από το σινάφι του Jack White, είτε ως εξ αναντολού παράδοξο της δυτικής ροκ αδενοπάθειας, που εξανεμίζει το είδος μέρα με τη μέρα. Παρότι δηλώνω όψιμος σε αυτό το μετερίζι του τούρκικου ροκ (δεν είμαστε όλοι δα και Δημήτρηδες Κάζηδες), μπορώ με αντίστοιχη της Selda άνεση να καταγράψω 100 + 1 (και λίγους ακόμη) λόγους για τους οποίους ό,τι συνέβη και ό,τι συμβαίνει στην Τουρκία υπερβαίνει την εφήμερη ματιά, που πιθανόν να ρίξουμε οι περισσότεροι. Η Selda εμφανίστηκε για πάνω από μία ώρα, «εξαναγκάστηκε» και αυτή με τη σειρά της σε encore, ύψωσε ψηλά τη γροθιά της και αντάλλαξε πολιτική συνείδηση με τους συμπατριώτες της από κάτω, έφυγε χαμογελαστή και δυνατή και μας άφησε με το στόμα ανοιχτό.
Το timetable ξέφυγε κάπως και κάπως έτσι ούτε που το καταλάβαμε πως βρεθήκαμε λίγο μετά τις δέκα και πάλι στην ίδια σκηνή, αυτή τη φορά για τους Dinosaur Jr, που συγκέντρωσαν μάλλον περισσότερο κόσμο από όσο θα περίμεναν και οι ίδιοι, έτσι που τους τα έφερε η μοίρα να συμπέσουν και στην ώρα έναρξης ακόμη με τους τύπους από την Οξφόρδη. Λιγότερο εντυπωσιακή εμφάνιση από εκείνη την πρώτη προ εξαετίας, ίσως και λόγω της μειωμένης παρουσίας των Marshall ενισχυτών επί σκηνής. Παρά ταύτα ο J Mascis και οι άσπονδοι φίλοι του κανέναν δεν απογοήτευσαν και σε ορισμένες στιγμές αρκετούς μας ξεσήκωσαν. Δεν παρέλειψαν σχεδόν κανένα από τα τραγούδια για τα οποία τους αγαπήσαμε (δικά τους και μη), μας υπενθύμισαν την προσφορά τους στην αυξημένη πίστη μας στις κιθάρες, αλλά για να λέμε και την αλήθεια δεν κατάφεραν να διαψεύσουν και την ειδικότερη αίσθηση ότι η μουσική τους είναι πλέον ελαφρώς ξεθωριασμένη, σε σχέση με το βρώμικα απαστράπτον παρελθόν της.
Οι Tortoise είναι ένα συγκρότημα που ποτέ δεν πόθησα και δεν επεδίωξα να δω live και όποτε συνέβη αυτό δεν κατάφεραν να αλλάξουν αυτή μου την προδιάθεση. Στα λίγα πεντάλεπτα που τους συνάντησα στην Primavera Stage επανασυστηθήκαμε στην ίδια βάση, συνεπώς προτίμησα άμεσα να τηρήσω την παράδοση που προστάζει τυφλή υπακοή στην αδιάλειπτη παρουσία του Steve Albini και των Shellac σε αυτό εδώ το φεστιβάλ. Εξόριστοι στην Adidas Stage, και ως είθισται μακριά από τις κεντρικές λεωφόρους του Parc Del Forum, ουδόλως πτοήθηκαν και ουδόλως άλλαξαν τις συνήθειες τους. Με τα ξυσίματα τους, τα αεροπλανικά τους, την ποίηση, τη γκρίνια και αυτή την εξοργισμένη κατάθλιψη για την οποία τους έχουμε αγαπήσει αιώνια. Παρά την ηχηρή απουσία του Παναγιώτη Μένεγου και αυτή η εμφάνιση των Shellac στο PS στέφθηκε με την προσδοκώμενα ανεπαίσθητη επιτυχία. Και του χρόνου, όλοι μαζί, άλλωστε ήδη ένας από την παρέα φέτος προσηλυτίστηκε εκ του πονηρού στις βρώμικες/ ξυστές κιθάρες.
Τα πράγματα στην εν λόγω ημέρα ήταν επαρκώς στοχευμένα και ούτε καν έκλινα το κεφάλι μου προς τα αριστερά για να δω τι ακριβώς γίνεται με τους Animal Collective και πως επιβιώνουν τέλος πάντων συναυλιακά, τώρα που και δισκογραφικά έχουν βουλιάξει μάλλον ανεπανόρθωτα. Κάτι πήρε το αυτί μου για λίγα λεπτά και ήταν αρκετό για να κατανοήσω ότι έχουμε και πάλι μία από τα ίδια. Πολυάριθμες οι συναντήσεις μας κατά το παρελθόν και πάντοτε ανταλλάσσαμε τις συνήθεις βαρετές κουβέντες μεταξύ συγγενών, που κατά βάση δε γνωρίζονται μεταξύ τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη μουσική των AC δηλαδή, που οι πάντες την έχουμε ακούσει, αλλά σημαντικά λιγότεροι έχουμε μπει στον κόπο να την καταστήσουμε οικεία μας. Που και αυτό ελέγχεται αν είναι κάτι το εφικτό.
Εκεί λίγο πριν τις δύο το ξημέρωμα, είναι μιας πρώτης τάξεως φεστιβαλική ώρα ως γνωστόν, και όσοι τυχόν έχουν κρατήσει δυνάμεις και πυρομαχικά είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περάσουν καλά. Ανεξαρτήτως αν θεωρούν τους Kiasmos καμάρι ή μισή ντροπή της Erased Tapes και γενικά της νέας ηλεκτρονικής σκηνής, που πλέον έχει ταυτίσει απόλυτα τα θέλω και τα μη της με τα ροκ ακροατήρια και τις παραξενιές τους. Τα πράγματα έχουν κάνει χιλιόμετρα μπροστά, από τότε που αντίστοιχο ρόλο έπαιζαν σε κάποια άλλη σκηνή οι Simian Mobile Disco. Η μουσική των Kiasmos εμπεριέχει όλα τα κατορθώματα του ένδοξου «παρελθόντος της», μπόλικα κρεσέντα και ακόμη περισσότερα come- down για να τη βγάλει κανείς καθαρή ως το τέλος, είναι φωτισμένη με τον κατάλληλα εκτυφλωτικό τρόπο και στο τέλος σου αφήνει την αίσθηση ότι αδικείται τοποθετημένη σε ένα περιορισμένο συναυλιακό περιβάλλον, και όχι στο πρότυπο Factory Club της νέα τάξης πραγμάτων, που όλο το βράδυ περιμένουμε να χτιστεί και ολημερίς γκρεμίζεται, διότι οι πάντες πλέον θέλουν να αισθάνονται περισσότερο καλλιτέχνες, από ότι διασκεδαστές. Όπως και να έχει επειδή θα έρθουν και προς τα εδώ οι Kiasmos, φροντίστε να είστε εκεί και δεν θα χάσετε. Το πολύ-πολύ να χαθείτε μεταξύ σας.
Όχι τόσο κατά τη διάρκεια της εμφάνισης τους, αλλά τις επόμενες ημέρες μετά το τέλος του φεστιβάλ, διαπίστωσα ότι υπήρχε κόσμος και κοσμάκης, που είχε μεγάλες προσδοκίες από τους Avalanches, κάτι που ομολογώ δεν το περίμενα. Ο Αργύρης Ζήλος είχε γράψει κάποτε ότι το δικαίωμα στο ροκ μοιάζει με το δικαίωμα ψήφου, και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται το τελευταίο στις περισσότερες γνωστές χώρες του κόσμου, είναι μία καλή ένδειξη για το που θα καταλήξει το ροκ κάποια μέρα. Ιδού που κατάντησε, να έχουμε προσδοκίες από τους Avalanches, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους έστω και μισή προσδοκία, και για αυτό αποφάσισαν να σπάσουν το ρεκόρ των samples/ δευτερόλεπτο, και να μείνουν στην ιστορία για τέτοιου είδους ανδραγαθήματα, που καθιστούν την πρέφα το ν.1 υποψήφιο επόμενο Ολυμπιακό Άθλημα.
Λίγο η Ray Ban και η γνωστή πλέον σχέση εθισμού που έχουμε αναπτύξει μεταξύ μας (και με το δεξί ηχείο), λίγο που τα έβλεπα όλα κάπως θολά, πλησίασα τη σκηνή χωρίς καμία προσδοκία, έμεινα εκεί ως το τέλος, και φεύγοντας έκλεισα νοητά το μάτι στους Avalanches, καθότι ως γνήσια μελετημένοι απατεώνες με έψησαν να περάσω ωραία για μία ώρα και κάτι, χωρίς να ψάχνω απεγνωσμένα για το χαμένο νόημα και τα χαμένη μέλη της κάποτε κομπακτ κολεκτίβας. Λίγο το έχεις κάτι τέτοιο; Και αν τέλος πάντων θα είναι αυτοί οι καρναβαλιστές του αύριο, θα έρθει μια Καθαρά Δευτέρα, που θα βγούμε και εμείς στους δρόμους ευτυχισμένοι, και ας μην υπάρχει κανείς εκεί γύρω για να μας προσέξει.
Κάπως έτσι χωρίς να το καταλάβω, πέρασα ακόμη ένα δίωρο, σχεδόν μόνος, στη σκιά ενός ισόποσα παρωχημένου και αισιόδοξα εφήμερου house από τα χέρια του MaceoPlex, και με το κοινό από κάτω να μοιάζει πλέον σαν να έχει έρθει από κάποιο άλλο φεστιβάλ, στο οποίο δεν εμφανίστηκαν ποτέ οι Savages, οι Last Shadow Puppets, οι Beirut, οι Beach House (που έτσι και αλλιώς ακόμη και την ώρα που παίζουν, η σκηνή είναι εντελώς άδεια και το κοινό τους έρχεται αντιμέτωπο με ένα τίποτε) και άλλα τέτοια εξίσου μελαγχολικά απομεινάρια μίας μουσικής βιομηχανίας που καταναλώνει σχεδόν μόνη της περισσότερους σταρ από όσους μπορεί να αντικαταστήσει. Περιέργως όμως, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι ίδιοι οι Radiohead θα αισθάνονταν όμορφα αν μπορούσαν με κάποιο τρόπο να γίνουν μέρος του κοινού του MaceoPlex χωρίς κανείς από κάτω να απασχολείται με αυτό. Όπως ακριβώς εκείνο το ζευγάρι των Ισπανών στα 40 plus, που για κάποιον αξιοθαύμαστο λόγο αποφάσισαν να περάσουν το almost tech house ξημέρωμα τους, γνωρίζοντας με αμοιβαία ενθάρρυνση νέους ανθρώπους του αντίθετου φύλλου, και φεύγοντας στο τέλος με φανερά περισσότερο πάθος μεταξύ τους (ο άντρας είχε καλύτερο σκορ, η γυναίκα απλώς γελούσε με την πάρτη τους). Την επόμενη ημέρα θα τους συναντούσα και πάλι χωρίς αυτό το αυθαίρετο περιτύλιγμα και μου φάνηκαν κάπως λιγότερο όμορφοι. Δίκαιο.
Μία παλιά σαλονικιώτικη συνήθεια υπαγορεύει να περνάει κανείς τη δεύτερη ημέρα του σε ένα τριήμερο φεστιβάλ παρακολουθώντας όσο λιγότερα ονόματα γίνεται, διότι εδώ που φτάσαμε πλέον πρέπει να σταθούμε όρθιοι και στη διάρκεια της τρίτης. Λίγη υπομονή ακόμη.