Πρόλογος και Πρώτη Ημέρα
Η πρώτη δόση της ανταπόκρισης. Του Άρη Καραμπεάζη
Ήταν το πρώτο Primavera Sound στην ιστορία του Θεσμού (ε, αφού τέτοιος είναι, γιατί να το κρύβουμε;) στη διάρκεια του οποίου οι διοργανωτές του ήταν πλέον βέβαιοι ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να έχουν τον David Bowie σε κάποια από τις σκηνές του. Το προαιώνιο στοίχημα του αγαπημένου μας φεστιβάλ «χάθηκε» με τον πιο ανώδυνο, αλλά ίσως και με τον πιο δίκαιο τρόπο. Το ‘παραδοσιακό’ closing dj set του DJ Coco άνοιξε με το Space Oddity και έκλεισε (όπως πάντα αν θυμάμαι καλά) με το Heroes. Ευπρόβλεπτη συγκίνηση, αλλά πάντως καλοδεχούμενη.
Μετά δε και τον θάνατο του Prince (η περιχαρακωμένη πολυσυλλεκτικότητα του οποίου, ταιριάζει γάντι στην αντίστοιχη αισθητική επιλογή που επέλεξε το PS για να γιγαντώσει τη βιωσιμότητα του), δεν ξέρω ποιος τέλος πάντων είναι Εκείνος εκ των βετεράνων, που μπορεί να ‘απαιτήσει’ αυτό που είχε γίνει με τον Neil Young πριν από λίγα χρόνια, δηλαδή το να ‘σωπάσουν’ για δύο ώρες οι πάντες και τα πάντα, και κάπως έτσι να μάθουν όλες οι φυλές και οι σκηνές ποιος τελικά είναι ο Αρχηγός εδώ πέρα. Το να αντικατασταθεί βέβαια η λέξη αρχηγός με τη λέξη Αφεντικό, ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι θα είναι το οριστικό τέλος του Primavera Sound (τουλάχιστον όπως το θέλουμε να είναι).
Πριν περάσουμε στις συνήθεις σποραδικές λεπτομέρειες, που τόσο σας έλειψαν κατά την πενταετή απουσία του υπογράφοντος από τις σκηνές του Parc Del Forum, ας πούμε μια-δυο αλήθειες. Και πρώτα- πρώτα για την περιβόητη ‘γιγάντωση’ του φεστιβάλ, που έχει ως αποτέλεσμα χιλιόμετρα να κάνεις και πάλι για να πας από τη μία σκηνή στην άλλη. Όπως παραστατικά έχω εξηγήσει με τη βοήθεια των χεριών μου σε αρκετούς άτυχους τις τελευταίες ημέρες, το ‘συμμαζεμένο’ Primavera, που είχαμε αφήσει πίσω μας το 2009 και σχεδόν το 2010 (το 11, τα πράγματα ήταν ήδη σε επέκταση) κάπως παραδόξως σαν να επέστρεψε πλέον. Κι αυτό διότι κατ’ ουσίαν έχουμε να κάνουμε με όλο το παλιό φεστιβάλ, όπως το ξέραμε πάντοτε (με την προσθήκη βέβαια των παραθαλάσσιων σκηνών), στο οποίο ήρθε και κόλλησε ένα «δεύτερο φεστιβάλ», με δύο χαοτικά αχανείς αντικριστές σκηνές (Heineken & H&M, στα ηνία του ίντυκορπορατισμού), με τις οποίες εάν ασχοληθείς από ελάχιστα έως καθόλου τα πράγματα είναι μάλλον βατά ακόμη και για εμάς του μη έχοντες φυσική κατάσταση. Δύο σκηνές προβληματικές εκτός των άλλων στο ζήτημα του ήχου (τα λέμε και παρακάτω), αλλά και της πρόσβασης-αποχώρησης, που όταν μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες κόσμου ΔΕΝ είναι δυνατόν να γίνεται από ένα μόνο ουσιαστικά σημείο.
Γίνεται όμως να μην ασχοληθείς με σκηνές στις οποίες εμφανίζονται οι Radiohead, οι L.C.D. Soundsystem, οι Last Shadow Puppetsή η P.J. Harvey θα μου πεις; Όλα γίνονται και ο άνθρωπος είναι ικανός για τα πάντα, θα σου απαντήσουν 10 + 1 κυβερνητικές οργανώσεις, που προβάλλουν τη θέληση ως υποκατάστατο της πρόβλεψης, αλλά δεν ήθελα να πω ακριβώς αυτό. Τα εν λόγω 4,5,6 ίσως και κάτι παραπάνω φερόμενα ως ‘Μεγάλα Ονόματα’ της σταθερά παρακμάζουσας ροκ πραγματικότητας του σήμερα, θα τα συναντήσει κανείς (ίδια και απαράλλαχτα, ενίοτε και με την ίδια σειρά) στα περισσότερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, σε σχεδόν όλες τις μεγάλες και μικρότερες πρωτεύουσες, και σίγουρα δεν είναι αυτά που αποδίδουν το αληθές νόημα ενός φεστιβάλ που όταν το 2005 έφαγε την κατραπακιά των μετά βίας 6-7 χιλιάδων εισιτηρίων κατά τη μεγάλη ημέρα της εμφάνισης των New Order, δεν τα μάζεψε να πάει σπίτι του, αλλά προτίμησε να εξελιχθεί σε ένα από τα 4-5 σημαντικότερα μουσικά φεστιβάλ του κόσμου. Είναι ένας περίεργος αλγόριθμος όλο αυτό, τον οποίον εκτός του ότι δεν έχω και πολύ όρεξη να εξηγήσω, δεν τον έχω κατανοήσει κι όλα για να το κάνω.
Personal Taste is a matter of… Genre, θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας (και πάλι- οι επανεκδόσεις βλέπετε) έναν ακόμη μεγάλο απόντα από τις φύσει εσκεμμένες συναναστροφές των reunion, και καθότι το μουσικό εκείνο genre το οποίο καθοδηγεί πλέον την αισθητική του Primavera Sound δεν είναι τόσο πειστικά διακριτό, όσο δέκα χρόνια πριν, ο καθένας κάνει τις επιλογές του, επιλέγει τις σκηνές και τα χιλιόμετρα του και οι υπόλοιποι ας σωπάσουμε. Είναι άλλωστε σχεδόν διασκεδαστικό το ότι θεωρείται uncool και pretentious το να επιλέγεις να ΜΗΝ δεις τους Radiohead, όταν αυτοί εμφανίζονται γύρω στο 1 χλμ πίσω από το σημείο που βρίσκεσαι, έχοντας ήδη αποφασίσει οι ίδιοι ότι με 50.000 κόσμο από κάτω, αν τελικά δεν ξαποστάσουν στα δεκανίκια του Creep, οι περισσότεροι από αυτούς δεν θα καταλάβουν γιατί ακριβώς αισθάνονται κάπως μουδιασμένοι, αφού κατά τα λοιπά το γκρουπ με το τελευταίο του άλμπουμ έφτασε εκεί που κανένα ροκ συγκρότημα δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει, διδάσκοντας παράλληλα τα όρια της συναισθηματικής πρωτοπορίας, χωρίς να έχουν ανάγκη να εκβιάσουν συναισθηματικά το παρελθόν τους. Επαναλαμβάνω πάντως ότι είναι μέγα παράσημο των Radiohead το ότι καταφέρνουν ακόμη να μας βάζουν να ‘τσακωνόμαστε’ για ‘δίσκους και συγκροτήματα’, στο βαρετό εκείνο σημείο της ροκ ιστορίας, που όλοι ακούμε μονιασμένοι σχεδόν τα πάντα.
Το να ακούσεις στο Primavera Sound σχεδόν τα πάντα βέβαια είναι αδύνατον (εκτός αν είσαι ο Μάνος Μπούρας), οπότε ας αρκεστούμε σε όσα είδε ο καθένας, και ας μην γκρινιάζουμε για όσα δεν είδαν οι άλλοι.
ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ:
Την Τετάρτη το βράδυ, μία ημέρα δηλαδή πριν ξεκινήσει το επίσημο ‘πριμαβερικό τριήμερο’ οι πόρτες του Parc Del Forum ήταν ορθάνοιχτες και χωρίς βραχιολάκια, κάρτες και την ανάγκη εισιτηρίου εν γένει. Μπορούσε κανείς να ασχοληθεί με τα δύο free concerts της βραδιάς και να προετοιμαστεί για ό,τι θα επακολουθούσε. Κάτι τέτοιο αποφάσισα να κάνω, χωρίς πολύ άγχος, αλλά και χωρίς πολύ όρεξη ομολογώ, καθώς κάθε άλλο παρά σε φεστιβαλικό mood ήμουν με το καλημέρα στη Βαρκελώνη. Αυτό θα έρχονταν αρκετά αργότερα, ως συνήθως.
Καθώς η tribal ψυχή τους απομακρύνονταν στον αχανή αέρα μίας αόριστα μόνης σκηνής, και δεν χτυπούσε πάνω μας για να επιστρέψει πάνω τους, όπως είχε συμβεί πριν κάποιους μήνες στο Gagarin, οι Goat με εντυπωσίασαν ακόμη λιγότερο από εκείνη τη φορά. Μας έδωσαν όμως μια ισχυρή ένδειξη περί του ότι το πνεύμα του Coachella έχει εισχωρήσει για τα καλά και στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, και αυτό το απροσδιόριστο κύμα νεοχίππικης χιπστεροσύνης μας χτύπησε αρκετά έγκαιρα ώστε να το αποφεύγουμε επιμελώς τις επόμενες τρεις μέρες. Κανονικά θα έπρεπε να το ‘βαράμε-όπου-το-βρίσκουμε’ δηλαδή, αλλά είπαμε. Έχουμε μονιάσει και αγαπηθεί καθ’ όλα.
Αν κρίνω από τις θετικές αντιδράσεις των περισσότερων για την εμφάνιση των Suede μόλις τέσσερις ημέρες μετά στο Rockwave, ενισχύω την άποψη που θέλει την επίγευση κάθε συναυλίας να βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον τόπο διεξαγωγής της. Επί του βαρκελωνέζικου παρόντος, οι Suede παρουσιάστηκαν περισσότερο ως βετεράνοι κρεμάμενοι από τα ούτως ή άλλως εύθραυστα νήματα της νοσταλγίας, με την περίφημη σεξουαλικότητα να μοιάζει περισσότερο με γεροντοκαψούρα, και με την ποιητική μελαγχολία να δίνει τη θέση της σε μία παραλογοτεχνική θλίψη. Ο Brett Anderson ήθελε σώνει και καλά να τον δοξάσουν, να τον αγγίξουν, να τον υψώσουν εκεί που κάποτε ήτανε, και στη συνέχεια να τον προσγειώσουν και πάλι, θωπεύοντας τον με ευγνωμοσύνη για τελευταία φορά. Αναζητούσα τα νέα τραγούδια ως δήθεν όαση στο ξεθωριασμένο πάθος των παλιών, και το στοχευσμένο στυλιζάρισμα τύπου Filmstar, σχεδόν με ενόχλησε οδηγώντας με πρόωρα προς την έξοδο. Το φεστιβάλ θα ξεκινούσε την επόμενη ημέρα άλλωστε.
Να διευκρινιστεί ότι ‘προεόρτια’ υπήρξαν πολλά περισσότερα, και μάλλον πιο επιτυχημένα σε σχέση με τα παραπάνω. Ήδη από την Δευτέρα 30/5 είχαν εμφανιστεί οι Psychic TV(αυτοί τέλος πάντων που υπάρχουν σήμερα) στο Apollo Venue, εγγύτερα στο κέντρο της πόλης, ενώ την επόμενη ημέρα υπήρξε και μία παρολίγον secret gig εμφάνιση των L.C.D. Soundsystem, για την οποία ο φίλος μας ο Γεράσιμος, που είχε φτάσει στη Βαρκελώνη από τον Απρίλιο σχεδόν, ακόμη παραμιλάει. Ομοίως υπάρχουν ως είθισται και μεθεόρτια μετά το πέρας του επίσημου τριημέρου, τα οποία όμως είναι για αντέχοντες, τολμηρούς και εν γένει όσους δεν έχουν κάτι να τους τραβάει πίσω μέχρι το βράδυ της Κυριακής. Όπως και να έχει το Primavera Sound είναι υπόθεση μιας ‘γεμάτης βδομάδας’ από Δευτέρα μέχρι και Κυριακή, την οποία αν αποφασίσει να ζήσει κανείς στο φουλ, μπορεί και να τον αφήσει από ανόρεχτο έως ανήμπορο για live έως την επόμενη τελευταία βδομάδα του Μάη/ πρώτη του Ιούνη.
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ - ΠΕΜΠΤΗ 2/6/2016
Καθώς προσπαθώ να τον πείσω διαδικτυακώς ότι τα πέριξ του Parc Del Forum ξενοδοχεία μας ‘παίζουν’ και ότι τελικά πρέπει να τα κλείνουμε τελευταία στιγμή, παίρνω γραμμή από τον Χρήστο Δασκαλόπουλο να μη χάσω τους Αργεντίνους Mueras Hermanos, που εμφανίζονται λίγο πριν από τις 6 το απόγευμα στην Primavera Stage, την πάλαι πότε μεγαλύτερη και κεντρική σκηνή του φεστιβάλ (εκεί που μας είχαν βάλει το πιστόλι στον κρόταφο και μας είχαν πυροβολήσει κι όλα οι My Bloody Valentine το 2010 κλπ). Με έδρα το Βερολίνο και με στόχο να πιάσουν το πνεύμα των Cramps με τα ηχητικά οπλοστάσια των Throbbing Gristle, καταφέρνουν τελικά να ακούγονται ως ενδιαφέρον απολογισμός όλων των αναφορών τους, αλλά να διασώζονται κυρίως από την εμμονή τους σε μπάσο που επιδρά κύρια στο σώμα, παρά στο μυαλό των ακροατών τους. Ασφαλώς δεν τους βοήθησε και το φως της ημέρας παρότι η εν λόγω σκηνή είχε κόντρα στον ήλιο. Για πρώτη, αλλά όχι τελευταία φορά, ακούστηκε η φράση «ωραία θα ήταν να τους βλέπαμε σε ένα κλειστό club με 200 άτομα μέσα σε κατάσταση ημιμέθης». Όλο και θα την άκουσε/ εκστόμισε κάποιος που έχει σχέσεις με τη Death Disco, οπότε αναμένουμε τα αποτελέσματα.
Τον Cass Mc Combs, που εμφανίζονταν λίγο αργότερα στη Ray Ban (την σταθερά αγαπημένη σκηνή του PS, με το αμφιθέατρο της και την ικανότητα να σε εξυψώνει λίγο πάνω από τη σκηνή την ώρα που με άνεση βρίσκεσαι μπροστά για να δεις ακόμη και τους Portishead), δεν ξέρω αν θέλω να τον ξαναδώ με τις ίδιες, με διαφορετικές ή έστω και με τις ιδανικές για την περίπτωση του συνθήκες. Γενικά δεν ξέρω καν αν θέλω να τον ξανακούσω. Διότι ωραίος νέος και συμπαθής μεν, αλλά το αν τελικά προσθέτει έστω και κάτι ελάχιστο σε αυτές τις ατέλειωτες σελίδες του μεγάλου αμερικάνικου songbook έχει μάλλον απαντηθεί και η απάντηση τελικά δεν τον βολεύει. Όσο δε δεν ενισχύει την επί σκηνής παρουσία του με κάτι που θα μπορούσε να τον ξεχωρίσει έστω και με κριτήρια βραδυφλεγούς ενέργειας, το πρόβλημα περισσότερο τονίζεται, παρά κρύβεται πίσω από την στυλιστικά άβολη κουρτίνα της folk παρα-μελαγχολίας.
Τα ίδια και (πολύ) χειρότερα για τους Car Seat Headrest, το πιο ανούσιο και βαρετό πράγμα που είδα και άκουσα όλο το τριήμερο. Το να βλέπεις δε έστω και από απόσταση 20-30 μ. την αφόρητα βαρετή φάτσα του Will Toledo, καθιστά το όλο πράγμα σχεδόν ανυπόφορη εμπειρία. Επιβεβαίωσαν τον κάθε άλλο παρά θορυβώδη θάνατο της Matador και αν ήμουν ο Stephen Malkmus θα τους είχα πάρει ήδη στο κυνήγι, που προσβάλλουν με τέτοιο βάναυσο τρόπο τη μνήμη μου, χωρίς καν να έχω προλάβει να περάσω στην απέναντι πλευρά. Σημειώνεται πάντως ότι η Pitchfork Stage ήταν εξαρχής και μάλλον ως το τέλος (που ασφαλώς δεν έκατσα να το υπομείνω) ασφυκτικά γεμάτη για χάρη τους. Συνεπώς, μπορεί και να μου διαφεύγει κάτι, αλλά δεν έχω και μεγάλη διάθεση να το προλάβω. Ποιος είμαι εγώ να μιλήσω άλλωστε, που κάποτε είχα στο σοβαρά πιστέψει ότι συγκροτήματα όπως οι FUCK αποκαλύπτουν το μόνο αληθές νόημα του ροκ-εν-ρολ (και πολύ περισσότερο ότι υπάρχει κάτι τέτοιο).
Στις εφτά και μισή ο ήλιος είναι ακόμη στη θέση τους, αλλά η Primavera Stage ξέρει να τον κοντράρει ως προείπαμε, συνεπώς οι Beak, του Geoff Barrow βεβαίως- βεβαίως, δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στο να δώσουν το πρώτο σπουδαίο live του φετινού P.S. . Δεν ξέρω πόσοι επιμένουν ακόμη ότι πρόκειται για το ‘άλλο-γκρουπ-του-τύπου-από-τους-Portishead’, η αλήθεια είναι πάντως ότι μέσα σε αυτή την ανέμπνευστη λαίλαπα κραυτοψυχεδέλειας, που μας επιτίθεται από παντού τα τελευταία χρόνια, οι Beak είναι εκ των ελαχίστων που κάθονται να γράψουν και 2-3 στιβαρά τραγούδια, για να συνοδεύσουν αυτό το holy grail των μουσικών ιδιωμάτων, που αν το προσβάλλει κανείς, μπορεί και να δεχτεί απειλές για τη ζωή του. Επί του παρόντος οι Beak παραμένουν ‘απειλητικοί’ ακόμη και για όσους αυταπατώνται περί του δήθεν ανατρεπτικού των ακουσμάτων τους και περιδιαβαίνουν τα μουσικά όρια εμμένοντας ορθά στις εντάσεις και όχι στις αποστάσεις, που διατρέχει κανείς για να φτάσει από εδώ έως παραπέρα. Μέχρι και sing along πέτυχαν και κυρίως δεν μας επέτρεψαν να κουνηθούμε εκατοστό από την Primavera μέχρι να σιγουρευτούμε ότι το set τους είχε πράγματι τελειώσει.
Έχω πειστεί εδώ και πολλά χρόνια ότι δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα στο να περιμένω στη σειρά για το Auditori (τη μοναδική κλειστή και καθήμενων σκηνή του P.S.), παρότι μία από τις ελάχιστες φορές που το έκανα είδα ένα από τα λίγα live που το θυμάμαι ακόμη από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό (Young Marble Giants, ασφαλώς). Συνεπώς, ξεκινώντας από τις 9 το βράδυ της Πέμπτης, θα έχανα κατά σειρά τον Kamashi Washington, και όλες τις επόμενες ημέρες από τους Angel Witch (πετριά του David Tibet η παρουσία τους, η πραγματική metal εξαίρεση του φετινού P.S. ήταν άλλη), μέχρι τους Cabaret Voltaire και τον Robert Forster, δηλαδή πράγματα λίγο πιο σημαντικά από το τελευταίο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ το 1985. Ας είναι όμως, καθότι ως γνωστόν ΠΑΟΚτσήδες δεν μας έκαναν οι τίτλοι.
Αν υπάρχει κάποιος τον οποίο βαριέμαι σχεδόν αφόρητα στους δίσκους του, αλλά όποτε τον πετυχαίνω live αισθάνομαι εκ νέου την ανάγκη να τους ξανακούσω από την αρχή, αυτός είναι σίγουρα ο Dan Bejar. Αυτό συνέβη και κατά το παρελθόν με τους New Pornograhers, με τους οποίους σταθερά συνεργάζεται, αυτό ακριβώς έπαθα και στη μία ώρα και κάτι, που υπό το (προ-) σχήμα των Destroyer, τη βασική του δηλαδή προσφορά στη σκηνή ήδη από το 1996 έδωσε μία απρόσμενα ζωηρή αποτύπωση της κατά τα συνήθη θλιμμένης άποψης τους για τα πράγματα γύρω μας. Μας υπενθύμισε με εμφατική άνεση γιατί ενώ η Ευρώπη είναι αυτή που καθοδηγεί το μουσικό μας πάθος, η Αμερική είναι αυτή που μας δείχνει τον σωστό δρόμο (καμιά φορά και μέσω Καναδά). Ισόμετρα δραματικός και αυτοσαρκαστικός, με μουσικούς γύρω του που δίνουν την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να παίζουν για 9-10 ώρες χωρίς να κουράζονται και να κάνουν λάθη, αλλά παράλληλα δεν έχουν επ’ ουδενί πάνω τους την ενοχλητική μούχλα του υπέρ-επαγγελματία. Αν τελικά ο Bejar είναι η αρσενική Cat Power, τα πράγματα είναι σαφώς πολύ άβολα για τη θηλυκή πλέον.
Αν κάτι σκόπευα εξαρχής για τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν το να χάσω τους Air και να μη χάσω τους Suuns. Και επειδή ποτέ και κανείς δεν πέτυχε δύο ταυτόχρονους στόχους, γύρω στις εννιάμιση, και χωρίς να το έχω πολυσκεφτεί, είχα στηθεί στην ανεκτά απομακρυσμένη Adidas stage για να μη χάσω ούτε δευτερόλεπτο από τους A.R. Kane, που κάποτε εξέφρασαν με τον καλύτερα αμφίσημο τρόπο το πρόσκαιρο, αλλά και το ατόφια ανοιχτόμυαλο, του βρετανικού ήχου, που όταν οι Αμερικάνοι μασουλάνε τα ίδια και τα ίδια βελανίδια, που μαζεύει για λογαριασμό τους ο εκάστοτε Harry Smith, αυτοί τολμάνε να κοιτάξουν παραπέρα και από το μπροστά, και ας ξέρουν ότι στο τέλος θα μείνουν πίσω, και ίσως και θα ξεχαστούν, όπως εν πολλοίς συνέβη με τους A.R. Kane (tip: μην υπογράφεις ποτέ με άλλο όνομα τη μεγαλύτερη σου επιτυχία). Στο πρώτο μισάωρο μας κέρδισαν και μας χόρεψαν, στο δεύτερο μας θύμισαν ότι το γνήσια ονειρώδες shoegaze είναι περισσότερο εσωστρεφές από όσο διαδίδεται από τους αναβιωτές του και μέχρι το τέλος κανείς δεν μπορούσε να μη μιλάει για τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία του Ήχου. Τους είχαμε όλοι ξεγράψει νομίζω, αλλά η καρδιά μας βρέθηκε και πάλι μαζί τους (τι λέω Θεέ μου....).
Προσπερνάω σαν να μη συμβαίνει τίποτε τον John Carpenter (αν ήθελα να δω ταινία καθόμουν και σπίτι), τους Protomartyr (αν ήθελα φωτοτυπικό, καθόμουν και στο γραφείο) και τους Tame Impala (ούτε καν μια εξυπνάδα δεν μου έρχεται), και στήνομαι στην ουρά για να δω τους L.C.D. Soundsystem. Προσπερνάμε – όλοι παρέα πλέον- τις μεγαλεπήβολες δηλώσεις του Murphy κατά τον «αμετάκλητο αποχαιρετισμό» και επισημαίνουμε ότι είναι το πρώτο αξιομνημόνευτο reunion της γενιάς των zeros, με τον τυφώνα της εκβιασμένης νοσταλγίας να προσκρούει καταπάνω της με πιο βίαιο τρόπο από οποιαδήποτε άλλη προηγουμένως, καθώς μεταξύ άλλων καλούνται (οι πέριξ των 30 σήμερα) να αντιμετωπίσουν και όλα τα υπόλοιπα πισωγυρίσματα της μουσικής, των οποίων είναι το δεύτερο τη τάξει target group.
Ήταν το πρώτο και τελευταίο live του τριημέρου για το οποίο επέλεξα να βρεθώ στην εμπροσθοφυλακή αυτών των άχαρων και αχανών σκηνών, που λέγαμε και παραπάνω, και δεν το μετάνιωσα λεπτό. Τους είχα δει στις αρχές της δεκαετίας, στο Way Out West festival στη Σουηδία, σε συνθήκες που δεν σου επιτρέπονταν να πιεις την μπύρα σου «εκτός συνόρων» και με τον Murphy τότε να είναι εμφανώς βαριεστημένος από όσα περίμενε το κοινό του από αυτόν να είναι. Συνεπώς περίμενα κάτι περισσότερο από μία απλή επανόρθωση.
Όπερ και εγένετο. Για δύο ώρες ο James Murphy υπήρξε αντάξιος του ειδικού βάρους που κουβαλάει το επίθετο του στη σκοτεινή και μη μουσική μας κουλτούρα και μας έπεισε ότι έστω και σε συνθήκες αναδιατύπωσης, δικαίως μπορεί να ισχυρίζεται ότι ‘στιγμάτισε’ και αυτός με τον τρόπο του μια γενιά (ηλεκτρο)ροκ ακροατών. Τα τραγούδια ήταν όλα εκεί, τα μηχανήματα ήταν εκεί και με το παραπάνω, το attitude έχει επανέλθει στα ύψη που του πρέπει και μπροστά στο προσωπικό anthem της κάθε παρέας φίλων, δεν χωράνε μικροπολιτικές και ατέρμονες διαδικασίες ενδοστρεφών μουσικολογικών αναλύσεων.
Οι L.C.D. Soundsystem του 2016 έχουν σαφή επίγνωση της αδυναμίας την οποία καλούνται να τρέψουν σε δυναμική, το καταφέρνουν και αποχωρούν θριαμβευτές. Το αν χρειάζεται κάτι περισσότερο από αυτό ή όχι, ας το κρίνει ο καθένας για την πάρτη του. Μετά από όλα αυτά κάποιοι άντεξαν να τραβηχτούν μέχρι την Primavera Stageγια να διαπιστώσουν αν οι Battles είναι ακόμη εκείνο το ταραχοποιό σχήμα, που τόσο μας είχε συνταράξει στον ίδιο χώρο πριν από κάτι αιώνες (απάντηση: κατά βάση είναι) και ακόμη περισσότεροι δικαίως θεωρήσαμε ότι θα είναι άδικο να κοιμηθούμε μην έχοντας μεταλάβει πριν στο προβλεπόμενο, αλλά απολύτως κατάλληλο για την ώρα, οργανωμένο ηλεκτροχορευτικό χάος των Optimo, που διέσυραν τους πολέμιους του φεστιβαλικού clubbing με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για τα δεδομένα της ώρας και των αντοχών.
Αν απουσιάζει κάτι από όλα τα παραπάνω, είναι ασφαλώς η οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα του / των Floating Points. Θεωρώ μικροπρεπές το να τους εντάξουμε στο ψυχαναγκαστικό timeline της φεστιβαλικής ιεραρχίας, και να μη διακρίνουμε την υπεροχή τους σε σχέση με ό,τι είδαμε και ακούσαμε τόσο το τριήμερο, όσο και κατά τους (όσο πάνε και περισσότεροι) τελευταίους μουσικούς μας μήνες εν γένει.
Μία επιστημονική προσέγγιση μιας μουσικής, που δεν αφήνει περιθώρια στο να παραδεχτεί κανείς ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι το μέλλον, αν θα μας επιτραπεί τελικά να έχουμε κάποιο μουσικό μέλλον, και να μην τσαλαβουτάμε συνέχεια στα παρελθόντα. Η αποστομωτική απάντηση των nerds και των ‘περίεργων’ σε όσους περιφέρουν με χαϊμαλιά και σαγιονάρες ένα από τα πολλά νεκρά σαρκία του ροκ-εν-ρολ. Αυτά όλα όμως τα ξέραμε ήδη; Το αν υπάρχει λόγος να αποδίδονται και ‘ζωντανά’ ήταν που έμενε να διαπιστώσουμε.
Όλα τα παραπάνω-και μερικά άλλα- τελικά ούτε on stage δεν αφέθηκαν στην τύχη τους, ούτε τυχόν έμειναν στο επίπεδο του ακαδημαϊκού, αλλά με την στήριξη και την ορμή μίας αλλοπρόσαλλης κολεκτίβας μουσικών, υπό τις οδηγίες του Επιστήμονα, προώθησαν και κατ’ αυτό τον τρόπο την απόλυτα ορθή άποψη για το ροκ-εν-ρολ του παρά- μεθαύριο, πέρα από τις τεχνικές του marketing, τους εκβιαστές της μεγαλοσύνης και όσους τυφλώνονται από ό,τι βρίσκεται στο δρόμο τους, και όχι από ότι πραγματικά φωτίζει τους δρόμους προς το αύριο, έστω και αν τελικά δεν τους περπατήσει κανείς.
Όπως λέει μια παλιά σαλονικιώτικη παροιμία, η καλύτερη ημέρα ενός τριήμερου φεστιβάλ είναι η δεύτερη, καθώς κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν θα αντέξει και αν θα είναι όρθιος και κατά τη διάρκεια της τρίτης. Συνεπώς επανερχόμαστε πάραυτα. Υπάρχουν ημέρες μπροστά μας, ας μην είμαστε βιαστικοί.