Τρίτη Ημέρα
Η μέρα των Chills, Brian Wilson, Richard Hawley, Drive Like Jehu, Venom, Action Bronson, Julia Holter. Του Άρη Καραμπεάζη
Προαιώνιο απωθημένο όσων συχνάζουν στις μη πολυσύχναστες σκηνές του Primavera και ούτως ή άλλως απαραίτητο κλείσιμο της νεοζηλανδέζικης τριπλέτας, έστω και με καθυστέρηση. Οι Chills ανέβηκαν στη Ray Ban σκηνή 40 λεπτά μετά τις 6 και λίγα χρόνια μετά τους Bats και τους Clean. Δεν πέτυχαν, αλλά και δεν στόχευσαν, στο να ξεσηκώσουν τον κόσμο, σημαντικό τμήμα του οποίου τους παρακολουθούσε γνωρίζοντας εξ αρχής ότι πρόκειται για συγκρότημα που περισσότερο σου κάνει πιο όμορφη τη ζωή, παρά στην αλλάζει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με ένα θερινό απόγευμα στην τρίτη δύσκολη ημέρα ενός φεστιβάλ στην Ισπανία, με τον Martin Phillipps να εξισορροπεί το set ανάμεσα στα (ούτως ή άλλως) τουλάχιστον ικανοποιητικά τραγούδια του Silver Bullets LP, με αυτά της βιωμένης δισκογραφίας τους. Όταν έχεις στη διάθεση σου Pink Frost, I Love My Leather Jacket, Dole Drums, αλλά όλοι ξέρουν ότι υπάρχει ακόμη και εκείνο το τραγούδι, που σε κάθε ακρόαση στέκεται υπεράνω όλων, τι μπορεί να πάει λάθος, παρά τα χρόνια που παρά-περάσανε όπως διαπιστώσαμε; Ε τίποτε απολύτως, όπως και δεν πήγε. Μας χαμογέλασαν, τους χειροκροτήσαμε, νιώσαμε αμφότεροι οικεία μεταξύ μας. Τους αποχαιρετήσαμε. Δεν τους είδαμε στην Αθήνα τελικά μετά από λίγες ημέρες, όπως ακούστηκε προς στιγμήν.
Πολλά χαμόγελα, αλλά χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τουλάχιστον που να αφορά τα παρόντα τεκταινόμενα, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Brian Wilson στην αχανή Heineken Stage, με τον χειρότερο ήχο του τριημέρου, περίπου σαν τρανζίστορ v.s καραόκε έκδοση του άλμπουμ, που εθιμοτυπικά πλέον ανακηρύσσεται ως το σπουδαιότερο στην ιστορία της μουσικής (ποιας μουσικής ακριβώς από όλες; που θα ρώταγε δικαίως και ο Αντώνης Ξαγάς). Στις αρχές του μήνα κυκλοφόρησε μία ακόμη επετειακή έκδοση του Pet Sounds, στην οποία οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι ακούς τουλάχιστον 3,5 επιπλέον ήχους, που δεν είχες ακούσει ποτέ μέχρι τώρα εδώ και 50 χρόνια. Στην live έκδοση του ίδιου του Brian Wilson, επάνω στο αριστούργημα που του χάραξε τη ζωή, θα ξεχάσεις και αυτά που είχες ακούσει μέχρι σήμερα. Μασέλες ή στην καλύτερη πλαστικές θήκες δοντιών, περουκίνια που παρακαλάνε να μη φυσήξει αεράκι και γενικώς μία αίσθηση παρηκμασμένης casino band, που επειδή έτυχε να την καλέσουν σε ένα ψευτογκλάμορους ρετρό τηλεοπτικό σώου, είπε να βάλει τα καλά της, αλλά της κάθισαν κάπως στενάχωρα. Στο Λονδίνο τα εισιτήρια είχαν γύρω στις 150 λίρες και επάνω, και κάπως έτσι ο κόσμος αποφάσισε μετά από ένα μήνα και κάτι να οδηγηθεί προς το Brexit. Το να ακούς το Sloop John B από τα βάθη της σκηνής, από ένα τσούρμο παππούδες που βρίσκονται στο στάδιο επανάκτησης της όρασης τους, αφού πλέον τους έχει ξεπεράσει και η πρεσβυωπία, ήταν περισσότερο θλιβερό από όσο μπορούσε να ελπίζει κανείς.
Είχα την τύχη μαζί μου το λοιπόν, αποφασίζοντας να περάσω το υπόλοιπο της ημέρας, πριν πέσει το σκοτάδι, στην πιστοποιημένη πλέον Ray Ban, όπου ο Richard Hawley, μας έβαλε σε υποψίες περί του αν η επιλογή του κόσμου και κοσμάκη, εντός και εκτός Sheffield, να καταστήσει θρύλο τον Jarvis Cocker, και όχι τον ίδιο, ήταν τελικά σωστή ή όχι. Δισκογραφικά τον είχα αφήσει κάπου στην όμορφη περίοδο της Setanta Records, αγνοώντας τα όποια πρόσφατα κατορθώματα του στην Mute και την Parlophone, παρά την εμμονή για το αντίθετο του Θεοδόση Μίχου. Σημασία έχει ότι on stage ο Hawley έχει πολύ πιο φιλοσοφημένη (αν είναι δόκιμος ο όρος) μπάντα, από ότι οι εν δυνάμει ανταγωνιστές του, έχει τουλάχιστον 5-6 γερά τραγούδια, για να αντιμετωπίσει την προσδοκώμενη ‘κοιλιά’ σε οποιοδήποτε σετ ευαίσθητου τραγουδοποιού και στο τέλος μας υποχρεώνει χωρίς να αμφισβητήσουμε την ευαισθησία του, να παραδεχτούμε τη δυναμική του, στη γραμμή παραγωγής πρωτοπόρων και μη καλλιτεχνών του Sheffield.
Εκ διαμέτρου αντίθεση σε θέματα ευαισθησίας και συγχορδιών, αλλά όχι απαραίτητα και με έλλειψη μελαγχολίας, με το πρώτο σκοτάδι της ημέρας στην Primavera Stage, όπου οι Αμερικάνοι Drive Like Jehu επανεμφανίστηκαν ως τελικοί υπερασπιστές του απεριόριστου θορύβου στο εναλλακτικό ροκ (καθότι έμελλε τελικά να χάσω τους Unsane, που σίγουρα είχαν εξίσου αξιόμαχη άποψη πάνω στο θέμα). Διόλου άσχημη ιδέα, καθότι αποτελεί πρώτης τάξεως μέθοδο για να κρύψει κανείς την έλλειψη πραγματικής διάνοιας στις συνθέσεις. Από την άλλη αν κάποιος παρατάει τόνους ιδρώτα επάνω σε χορδές και δέρματα, χωρίς να παρασύρεται σε macho ανδραγαθήματα, και κρατώντας στην ορθή του θέση το post hardcore λάβαρο, εν σχέση με τις μεταλλικές του άκρες, σίγουρα είναι αυτοί εδώ οι τύποι. Από ένα σημείο και μετά τα πράγματα αγρίεψαν πραγματικά, ο ήχος ήταν δυνατότερος από όσο μπορούσαν να αντέξουν και οι πλέον αγριεμένοι, αλλά οπωσδήποτε αυτό ήταν το ζητούμενο μιας τέτοιας εμφάνισης. Σε μία απαγορευτικά πρόωρη ώρα της ημέρας, μπορούσε κανείς να συναντήσει τον Bob Mould, συνεπώς μετά τον καταιγισμό των DLJ, όποιος τυχόν το είχε κάνει δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται ότι, ναι, έχει έρθει τελικά η ώρα και για τους Husker Du.
Από τότε που έγιναν και τελείωσαν όλα αυτά μέχρι και σήμερα έχουν ανοίξει, έχουν κλείσει, και χωρίς ιδιαίτερο λόγο έχουν ξανανοίξει ολάκερες συζητήσεις γύρω τόσο από την P.J. Harvey, όσο και από τους Sigur Ros. Τους τελευταίους είχα αποφασίσει να μην τους δω στη Βαρκελώνη, ακριβώς επειδή θα τους έβλεπα στην Αθήνα, χωρίς να γνωρίζω ασφαλώς από πριν τα σχετικά με καταιγίδες, κεραυνούς και λοιπά στοιχεία της φύσης που κατά το σύνηθες καθιστούν το ροκ εμπειρία ζωής. Για την πρώτη ξεκίνησα είναι αλήθεια με βαριά καρδιά και βήματα, και ‘υποχρεώθηκα’ σε στροφή με το που άκουσα τα 2-3 εντελώς ακίνδυνα λεπτά, οπότε και πείστηκα ότι όπου δεν υπάρχει κίνδυνος, επί της ουσίας δεν υπάρχει και πόλεμος, παρά μόνον ψευδεπίγραφες ανταποκρίσεις αυτού, με το πρόσχημα της ιδιαίτερης ευαισθησίας του καλλιτέχνη ή της καλλιτέχνιδος. Καλό θα είναι άλλωστε ανά 20 χρόνια να αλλάζουμε είδωλα.
Συνεπώς, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στους Venom. Εντάξει όχι για όλους, ούτε καν για πολλούς, αλλά τελικά δεν ήμασταν και λίγοι. Δεν ξέρω αν είναι στα σχέδια των υπευθύνων του PS το να θεμελιωθεί κάποτε μια σκηνή, αφιερωμένη σε αμιγώς metal πράγματα, χωρίς την ανάγκη του post κάτι άλλοθι, έστω υπό την επίφαση της ακρότητας και του cult (βλέπε και Mayhem στο παρελθόν), αλλά το σίγουρο είναι πως ακόμη και υπό την hipster κυριαρχία του παρόντος στο κοινό, οι Venom έδωσαν μια εμφάνιση που δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τους ίδιους, ούτε από τους λιγοστούς από κάτω οπαδούς τους. Ήδη στο τέταρτο τραγούδι είχε δημιουργηθεί ένα αξιοπρόσεκτο moshpit για τα δεδομένα του χωροχρόνου, και από το πέμπτο και μετά κοιταζόμασταν για τα καλά μεταξύ μας για να ξέρουμε ποιοι ακριβώς είμαστε και να τα ξαναπούμε και του χρόνου (στους Emperor; στους Immortal;). Όλα αυτά κόντεψαν να μου κοστίσουν και ένα σπασμένο πόδι, αλλά τελικά έχω πιο γερή κράση από ότι πίστευα, συνεπώς αποχώρησα κουτσαίνοντας, αλλά όχι ασθμαίνοντας, οδεύοντας πίσω και πάλι στην Primavera Stage, όπου οι πληροφορίες έλεγαν ότι «ο Action Bronson είναι ο μπαμπάκας όλων μας».
Παρότι κατανοώ το αληθές νόημα πίσω από την παραπάνω φράση, αυτό που τουλάχιστον εγώ αποκόμισα από την καταιγιστική παρουσία του είναι ότι ο Action Bronson είναι αρκετά πράγματα παραπάνω από όσα σε πρώτο επίπεδο υπονοεί το γκροτέτσκο της εμφάνισης του, σε συνδυασμό με το συνειδητά χαώδες των μουσικών του υπο-βοηθημάτων. O αλβανο-εβραϊκής καταγωγής Αμερικάνος ράπερ, παρότι από καιρό έχει υπερβεί τα στενά όρια του underground (όπως και να το ορίσει κανείς), παραμένει από τις περιπτώσεις εκείνες που ενισχύουν εμφατικά την πίστη στο είδος, τόσο των πραγματικά πιστών, όσο και των περαστικών (απαραίτητοι πάντως και αυτοί στο να επιβιώσει το οποιοδήποτε μουσικό είδος). Ξέσκισε μπυροκούτια με τα δόντια του και τα άδειασε με τη μία, εκμεταλλεύτηκε τα ‘σωματικά του προσόντα’ για να τραβήξει την προσοχή μας επάνω του, αλλά στο τέλος της εμφάνισης όποιος παρακολουθούσε έστω και ελάχιστα τους στίχους, αλλά και τις αντιδράσεις του στην μουσική που εξαπολύονταν με σοφή οριοθέτηση από το background, αποχωρούσε έχοντας κατά νου ότι περιπτώσεις όπως αυτή του 33χρονου, Arian Aslani, επανατοποθετούν το hip hop στον χάρτη της μουσικής που έχει να πει κάτι στους ανθρώπους γύρω της για τη ζωή τους.
Και αν τέλος πάντων υπάρχει σύμφωνα και με τα παραπάνω σφοδρή πιθανότητα για αισθητικό χάσμα ανάμεσα σε δύο συνεχόμενα ονόματα που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς σε ένα φεστιβάλ, τότε αυτό ανάμεσα στον Action Bronson και τη Julia Holter, μάλλον δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί σε έστω και εκατοντάδες λέξεις. Βοήθησε αρκετά και η ίδια η Holter σε αυτό βέβαια, που ξεκίνησε κάνοντας πολλά και διάφορα ακατάληπτα με τα όσα φορούσε και δεν φορούσε, επιχειρώντας να στήσει ένα ακραία καλλιτεχνικό σκηνικό, για να εξαρθρώσει στη συνέχεια επάνω του τις ακροβατικές της απόψεις επάνω στο πως πρέπει να διαπλέκεται η ευαίσθητη τραγουδοποιία σήμερα με τις διαταραγμένες επιθυμίες των δημιουργών της. Και ενώ σε κάθε επόμενη φορά που έτυχε να συναντήσω επί σκηνής την Cat Power, την οποία σχεδόν πάντα εκτιμάω δισκογραφικά, αποχωρούσα μετά το πρώτο εικοσάλεπτο, η εμφάνιση της Julia Holter με κράτησε μέχρι και το τελευταίο τραγούδι, παρά την αναιμική μέχρι στιγμής σχέση μου με τους δίσκους της. Ελπίζω να έρθει προς τα μέρη μας σε πραγματικές συναυλιακές συνθήκες, και όχι με την πρόφαση κάποιας νεόπλουτης αρτίστικης πραγματικότητας με δερματόδετες πολυθρόνες και αριθμημένα σημεία βαρεμάρας.
Η αντιπαράθεση αισθητικής συνεχίζεται, και το καλό με τους Moderat και τα όσα πρεσβεύει η μουσική και η αισθητική τους, είναι ότι δεν χρειάζεται δα και να πλησιάσεις στο χείλος της σκηνής για να αισθανθείς μέρος της. Η ώρα ήταν πλέον ιδανικά περασμένη, όσοι συνέχιζαν και βαστούσαν καλά στα πόδια και το υπόλοιπο σώμα τους, ήταν απολύτως πιθανόν να μην μπορούν καν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, και του λόγου το αληθές προέκυψε αβίαστα έστω και στις παρυφές των 100μ πίσω από τη σκηνή, όπου ο κόσμος αντάλλασσε ποτά, φιλοφρονήσεις και ενίοτε άγριες ματιές, χωρίς κάτι από τα παραπάνω να διαφοροποιεί τις διαθέσεις του σε σχέση με τα on stage τεκταινόμενα. Το set των Moderat, ο σχεδόν ορθόδοξος τρόπος στησίματος τους στη σκηνή και η αδυναμία τους να επεκταθούν σε ρυθμούς που δεν ικανοποιούσαν τα ‘θέλω’ ενός παρ’ ελπίδα dance ακροατηρίου, τους έφερε δύο-τρία βήματα πίσω από τα πρόσφατα κατορθώματα των Kiasmos, αλλά σίγουρα αρκετά πιο κοντά στα stadium dance ανδραγαθήματα, που απαιτούσε η ώρα και η σκηνή, στην οποία στρατηγικά μεν, μάλλον βιαστικά όμως εκ του αποτελέσματος, τοποθετήθηκαν.
Τα ίδια ακριβώς ίσχυσαν, σε εμβληματικότερα χορευτικές διαστάσεις, και με το κοινό πλέον να ξέρει πολύ καλά για ποιον λόγο έχει παραμείνει και τι θέλει να γίνει και να μη γίνει, στη διάρκεια της εμφάνισης του Pantha Du Prince, που μέχρι τις 4 το ξημέρωμα δημιούργησε βέβαιη πεποίθηση για ακόμη ένα παραδοσιακά θριαμβικό τερματισμό του φεστιβάλ. Που ασφαλώς έλαβε εκ νέου χώρα με το ακόμη πιο παραδοσιακό set του DJ Coco (εξέχον μέλος και της διοργανωτικής αρχής, όπως ξέρουμε καλά πλέον), που δεν μπορούσε να μην ξεκινήσει με το Space Oddity και να μην τελειώσει με το Heroes, μέρες που είναι.
Όποιος στο ενδιάμεσο όλων αυτών είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τους Parquet Courts, τον Ty Segall και οτιδήποτε άλλο την τελευταία πενταετία ξεκινάει από το Primavera Sound της Βαρκελώνης (ας μη γελιόμαστε, αυτό της Πορτογαλίας αποτελεί ένα πρώτης τάξεως υποκατάστημα και τίποτε περισσότερο- παρότι του χρόνου είναι έντονη η σκέψη να βρεθούμε εκεί), έχει ασφαλώς να λέει ότι μετέλαβε την πραγματική ουσία του φεστιβάλ, η οποία πάντως έχει σαφώς ανάγκη μετάγγισης νέων και ικανότερης δυναμικής ονομάτων για να αποφύγει την μεγαλύτερη υποβοήθηση στο μέλλον στα ονόματα αναφορικής νοσταλγίας του παρελθόντος, και σε ημερομηνίες που θα οδηγούνται πλέον αρκετά πίσω από τα οριακά τέλη των 70s, που μας απασχολούν μέχρι στιγμής.