Primavera Sound Festival 2013
Σε αναγκάζει να ξεπεράσεις τα όριά σου, αλλά σε αποζημιώνει, υποστηρίζει ο Μάνος Μπούρας. Οι 170.000 φετινοί επισκέπτες του μεγαλύτερου φεστιβάλ της Μεσογείου, μάλλον συμφωνούν μαζί του
Μετά από αποχή δύο ετών από τη Βαρκελώνη λόγω οικονομικών και διαφόρων άλλων δυσκολιών, επιστρέφω στο Primavera Sound Festival για έκτη φορά με την ευγενική χορηγία του Άρη Καραμπεάζη που με αληθινό πόνο ψυχής μου μεταβίβασε το δικό του πάσο (και τον ευχαριστώ πολύ γι' αυτό). Η διοργάνωση έχει αλλάξει πολύ από την προηγούμενη φορά που βρέθηκα εδώ, προκειμένου να μπορέσει να φιλοξενήσει τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο θεατών που επισκέπτονται το φεστιβάλ: η έκταση έχει μεγαλώσει κάνοντας πιο κουραστική και περισσότερο χρονοβόρα τη μετάβαση από τη μία σκηνή στην άλλη, οι ουρές για τα ποτά και το φαγητό έχουν αυξηθεί σε μήκος, το ίδιο και οι ουρές για τα λεωφορεία και ταξί όταν θέλεις να φύγεις από το φεστιβάλ. Απ' την άλλη, το πρόγραμμα γίνεται ολοένα και καλύτερο από άποψη μετάκλησης καλλιτεχνών, ενώ και τα μαγαζιά απ' όπου μπορείς να ψωνίσεις διάφορα πράγματα πληθαίνουν.
Φέτος η βασική ατραξιόν ήταν τα περίπτερα των διαφόρων σχεδιαστών ροκ πόστερ για συναυλίες που γίνονται στην Αμερική κυρίως αλλά και στην Ευρώπη, αυτές οι καταπληκτικές αφίσες που βλέπουμε να πωλούνται στο Insound για παράδειγμα κι ονειρευόμαστε να μπορούσαν να κοσμήσουν τον τοίχο του σαλονιού (τώρα μπορούν!), ή που περιμένουμε να συλλεγούν σε κάποιο βιβλίο με ανάλογη τέχνη, γραφιστικής ή ροκ κουλτούρας. Άνετα περνούσες ώρες εκεί χαζεύοντας και μιλώντας με τους ίδιους τους καλλιτέχνες που τις φιλοτεχνούν, ήταν λάθος όμως να ξοδέψεις το χρόνο σου σε κάτι τέτοιο, όταν παραδίπλα διάφορα labels περίμεναν να σου δείξουν κι εκείνα τι καλούδια κυκλοφορούν ενώ η Rough Trade παραδίπλα είχε αναλάβει τον τομέα του merchandise, όπου δίπλα στα κλασικά t-shirts των συγκροτημάτων που εμφανίζονται μπορούσες φέτος για πρώτη φορά να βρεις και τα cds (και ολίγα βινύλια) όσων πρόκειται να παρακολουθήσεις σε εξαιρετικές τιμές.
Εκτός και πέρα από όλα αυτά υπάρχουν και τα συγκροτήματα που βρίσκονται εκεί για να τσεκάρεις, και πόσο εντυπωσιακό line up είχε φέτος το Primavera! Εξ ου και μεγάλο μέρος της εγχώριας (δικής μας εννοώ, όχι Ισπανικής) φιλομουσικής λέσχης βρέθηκε εκεί για να αναζητήσει το δικό του προσωπικό Idaho και να πει τι άξιζε πραγματικά και τι όχι. Κι εγώ μαζί τους, ακολουθούσα τα μονοπάτια που είχε ορίσει ο τσοπάνης κι είδα ορισμένα πολύ αξιόλογα πράγματα και κάποια όχι και τόσο. Με στρατιωτική πειθαρχία πάντα, παρακολούθησα όλα όσα ήθελα κι αγαπούσα να δω κι όχι όσα "έπρεπε", με τις απολογίες μου πάντα... Το προηγούμενο βράδυ της επίσημης έναρξης του φεστιβάλ έγιναν κάποιες δωρεάν συναυλίες, δεν πλησιάσαμε σε καμία όμως μιας και οι πληροφορίες μιλούσαν για ουρές εκατοντάδων μέτρων, ενώ μια μυστική συναυλία των Breeders απαιτούσε μια δήλωση συμμετοχής που σε κλάσματα δευτερολέπτου θα ' λεγες είχε κάνει φτερά από το site του φεστιβάλ.
Ξεκινήσαμε λοιπόν κανονικά την πρώτη ημέρα μ' ένα σχήμα φτιαγμένο ίσως για τέτοιου είδους περιστάσεις, τους Wild Nothing. Η κεντρική σκηνή στην οποία τους είχαν τοποθετήσει ήταν μάλλον πολύ μεγάλη για τα μέτρα τους, και δεν μπόρεσαν να τη γεμίζουν ούτε με την παρουσία τους ούτε με τη μουσική τους. Ανεξάρτητη κιθαριστική ποπ μουσική παίζουν, και συμπαθέστατοι μπορεί να ήταν, αλλά χρειάζεται κάτι παραπάνω από καλά τραγούδια ώστε να καθιερωθείς σαν ένα παραπάνω από τυπικά καλό σχήμα. Σ' εκείνη την κατηγορία έμειναν οι Wild Nothing, που όσο κι αν τα τραγούδια τους εμπεριέχουν γοητευτικά ψήγματα μελαγχολίας που μου έφεραν στο νου τη σχολή της Factory και ονόματα όπως οι Wake ή οι Names, νοιώθεις ότι το φυσικό τους περιβάλλον είναι το δωμάτιο ή τα ακουστικά σου κι όχι ένα εξωτερικό stage με τον ήλιο ακόμη ντάλα.
Οι Savages που ακολούθησαν είχαν πολλά και διάφορα να αποδείξουν. Είχαν να δικαιολογήσουν το hype που τους ακολουθεί, όπως και το κατά πόσο είναι άξιες να κρατήσουν όλο αυτό το hype στους ευάλωτους γυναικείους ώμους τους. Έδειξαν πρωτόγνωρο τσαμπουκά και πάθος με τη σκηνική τους παρουσία και δικαιολόγησαν τους λόγους που το ντεμπούτο τους άλμπουμ Save Yourself δημιουργεί όλες αυτές τις αναταράξεις που το φέρνουν να συζητείται τόσο. Όταν βγήκαν στη σκηνή, ντυμένες όλες πλην της ντράμερ στα μαύρα, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο ανατρίχιασα: ήταν σαν να έβλεπα τις Malaria! το 1981, με την αυστηρή κοψιά τους στο look και τον τραχύ κοφτερό μετά-punk ήχο τους. Η τραγουδίστρια Jehnny Beth μοιάζει με μετενσάρκωση του Ian Curtis, παρόμοιο κούρεμα και χαρακτηριστικά και πολύ ενεργητική στη σκηνή με το δικό της προσωπικό τρόπο. Η κιθάρα και το μπάσο ακολουθούν ένα δρόμο στρωμένο εδώ και δεκαετίες με στιβαρό ήχο και στυλ, τα κομμάτια τους είναι εξαιρετικά με μια όσο πρέπει ποπ ευαισθησία και πολύ προσεγμένη ατμόσφαιρα, που μεταφράζεται ότι σαν σύνολο έχουν τις καταλληλότερες προδιαγραφές για να κερδίσουν το κοινό που τους αξίζει. Η μοναδική μου ένσταση, που είναι εκείνη που αφαιρεί και πόντους από το άλμπουμ τους, είναι τα φωνητικά: πέρα από το ότι είναι μια περίπτωση "κλέβω τη Zola Jesus που κλέβει τη Siouxsie", από κάποια στιγμή και μετά καταντούν λίγο γραφικά με το πώς καταλήγουν κάθε πρόταση να τη διακοσμούν με κοκοράκια που δηλώνουν μια κάποια τραγικότητα στην ερμηνεία κι οπωσδήποτε κάποιους τους πείθει για τις προθέσεις της, κάποιους άλλους πάλι όχι και τόσο... Σίγουρα πάντως αποτελούν μία από τις καλύτερες μπάντες της πιάτσας, παρακολουθώντας τες μου έρχονταν εικόνες και γλυκές μνήμες από συγκροτήματα όπως οι Romeo Void και οι Au Pairs και οι X-Ray Spex και πάει λέγοντας, κι όσο αν ένα τεχνικό πρόβλημα με την κιθάρα έκοψε το σετ τους κατά ένα τραγούδι, και μόνο που ακούσαμε να παίζουν με τόση ορμή το Flying To Berlin ή το She Will άξιζε με το παραπάνω τον κόπο μας. Μάλλον θα μείνουν για κάμποσο στα πέριξ, οπότε και θα δούμε πόσα περισσότερα έχουν να μας δώσουν και να αποδείξουν πλήρως την όποια αξία τους.
...Κάτι που έχουν κάνει ήδη οι Tame Impala, καταφέρνοντας όχι μόνο να κυκλοφορήσουν ένα εξίσου σπουδαίο με το παρθενικό τους δεύτερο άλμπουμ μα και δίνοντας μια κορυφαία συναυλία την ημέρα που τους είδαμε. Με ένα light show που σε έβαζε άμεσα στο τριπάκι που έχει να προτείνει το συγκρότημα (φαντασμαγορικό αν και κάποτε όχι σε απόλυτη σύμπνοια με τη μουσική της μπάντας. Τι έγινε με τα παλιά καλά ψυχεδελικά οπτικά κόλπα ρε παιδιά, με τα λάδια που ανεβοκατεβαίνουν μέσα σε lava lamps και τα χρώματα που διαλύονται μέσα σε υγρά στα οποία επιπλέουν λουλούδια κτλ κτλ;), το γκρουπ του Kevin Parker απέδειξε ότι είναι σε θέση να ενσαρκώσει live τις περίπλοκες ενορχηστρώσεις των κομματιών του και να τους δώσει όλους τους χρωματισμούς που απαιτούν για να απογειώσουν τα συναισθήματά τους. Ακούγοντάς τους, συνειδητοποιήσεις - σε περίπτωση που σου είχε διαφύγει στους δίσκους τους - πόσο καταπληκτικές συνθέσεις έχουν και πόσο ευφάνταστα τις ενορχηστρώνουν, έχοντας πάντα ως βάση την baroque pop των '60ς με όλες τις ψυχεδελικές της προεκτάσεις. Μπορείς κάλιστα να τους πεις αναβιωτές, μπορείς να το αποφύγεις επίσης και να τους πάρεις μονάχα γι' αυτό που είναι και που είναι πολύ καλό, αν θέλετε τη γνώμη μου. Στο μυαλό μου τριγύριζαν μόνιμα οι Jellyfish που τους έχω σαν σημείο αναφοράς όταν θέλω να περιγράψω όποιον αναζητάει εκεί στα λαχουρένια πουκάμισα και τα σακάκια με τις δαντέλες στα πέτα τις στυλιστικές και κατ' επέκταση τις μουσικές του επιρροές, και ξέρω ότι δεν βρισκόμουν πολύ μακριά από την αλήθεια. Αντίθετα μ' εκείνους πάντως, έπαιξαν αρκετά δυνατά και δεν έμειναν προσκολλημένοι στη φόρμα των τραγουδιών, μα έμπλεξαν συχνά σε οργανικές αναπτύξεις με λεπτομέρεια και αίσθηση περιπετειώδη που ενόχλησε κάποιους, επειδή μπήκε στα χωράφια του prog rock (κι αυτό κάποιοι το θεωρούν κακό. Τι να πεις...). Γεγονός που μεταφράζεται στο ότι οι Tame Impala δεν είναι το υλικό των ονείρων των απανταχού θιασωτών ενός ήχου νοσταλγικά ελκυστικού μα που όμως δεν έχουν ή δεν επιθυμούν να βουτήξουν λίγο τα δαχτυλάκια τους στα πιο "σκληρά" κι επιζητούν μονάχα ολίγη σαγηνευτική επιφάνεια. Αν είναι έτσι, ας μείνουν στους δίσκους της μπάντας. Όσοι πάντως κοπιάσουν και σε μία ζωντανή εμπειρία τους, θα αποζημιωθούν τα μάλα!
Η συνέχεια μας έφερε για μια εθιμοτυπική επίσκεψη μπροστά στη σκηνή των Dinosaur Jr. Μάλιστα με την άφιξή μου έπεσα επάνω στο αγαπημένο The Lung από τα παλιά, και το έπαιξαν το ίδιο ψυχωμένα και ορμητικά όπως τότε στα τέλη των '80ς. Παρά τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει έκτοτε, τίποτε δε φαίνεται να έχει αλλάξει στην ιστορική τριπλέτα που απαρτίζει το γκρουπ, μονάχα ίσως από το ότι τα μαλλιά του J Mascis ίσως είναι σήμερα όσο άσπρα μπορούν να γίνουν επάνω στο κεφάλι του και του Lou Barlow όσο πλούσια και μπουκλωτά μπορεί να έχει κανείς (μα πώς το κάνει;). Έπαιξαν εκρηκτικά χωρίς καμία αμφιβολία, το ρεπερτόριό τους περιέχει πολλά γνωστά κι αγαπημένα ώστε να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου τους αμείωτο ανάμεσα στο ούτως ή άλλως πολύ καλό νέο τους υλικό, οπότε θεώρησα καλό να κάνω κατά τη διάρκεια του σετ τους μια πρώτη βόλτα για φαγητό και κάποια λίγα πρώτα ψώνια έχοντας στ' αυτιά μου να έρχονται από μακριά οι ήχοι του I Feel The Pain ή του Start Choppin μεταξύ διαφόρων άλλων. Αργότερα ξεκίνησα την επίπονη πεζοπορία για το επόμενο live, έχασα επομένως τη διασκευή τους στο In Between Days των Cure, είδα όμως σε γιγαντοοθόνη ότι ανέβηκε μαζί τους στη σκηνή ο αγαθός γίγαντας Damian Abraham από τους Fucked Up για να τραγουδήσει στο τελευταίο κομμάτι που είπαν. Είδα μόνο, δεν άκουσα νότα από τη σύμπραξη αυτή.
Επόμενη στάση Postal Service. Την ίδια ακριβώς ώρα έπαιζαν οι Deerhunter σε κάποια άλλη σκηνή και το δίλλημα ήταν μεγάλο, σκέφτηκα όμως ότι δεν βλέπεις κάθε μέρα να παίζουν live οι πρώτοι (για την ακρίβεια δεν τους βλέπεις ποτέ να παίζουν live, αυτές ήταν οι πρώτες συναυλίες που έδωσαν ποτέ, με σκοπό να γιορτάσουν τη δεκαετή επέτειο από την κυκλοφορία του μοναδικού μέχρι στιγμής άλμπουμ τους Give Up), ενώ τους δεύτερους τους έχω ήδη δει μία φορά. Όταν τελείωσαν την εμφάνισή τους, δεν μετάνιωσα καθόλου για την επιλογή μου: ήταν εξαιρετικοί, και το ίδιο η ανταπόκριση του ακροατηρίου που δεν πίστευε στα μάτια του ότι έβλεπε κάτι που είχε πιστέψει βαθιά μέσα του ότι δεν πρόκειται να βιώσει σ' αυτή τη ζωή και την επόμενη. Το project που ξεκίνησε λίγο σαν πλάκα μέσω ταχυδρομείου ανάμεσα στον Jimmy Tamborello και τον Ben Gibbard απέκτησε ένα κάποιο cult status κι αγαπήθηκε από την indie κοινότητα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ένα μεγάλο μέρος του κοινού που τους παρακολούθησε εκείνο το βράδυ τραγουδούσε όλους τους στίχους λέξη προς λέξη. Υπήρχε ένα διάχυτο κλίμα ευφορίας όταν οι δύο βρέθηκαν στη σκηνή, πίσω από τα laptop του ο μεν, μπροστά από το μικρόφωνο με την ηλεκτρική του κιθάρα ή και πίσω από ντραμς σε κάποιες άλλες στιγμές ο δε. Παρέα τους είχαν δύο γυναίκες, η μία ήταν ασφαλώς η Jenny Lewis (που την ξέρουμε από τους Rilo Kiley αλλά και από τις σόλο δουλειές της) σε ρόλο πασπαρτού, φωνητικά, κιθάρα, πλήκτρα, γενικότερη όμορφη παρουσία στο πλάι τους - αν και όπως φαινόταν στο κοντινό στη γιγαντοοθόνη, έχει σπάσει αρκετά στο πρόσωπο... Τα ηλεκτρονικά beats έβγαιναν εξοντωτικά από τα ηχεία και έκαναν τα πόδια όλων να χορεύουν, ο Gibbard φρόντιζε να δίνει σάρκα και οστά στις μελωδίες κομματιών που κέρδισαν με το σπαθί τους μια θέση στην καρδιά όσων αγαπούν την καλή εναλλακτική ποπ, πολύ δε περισσότερο εκείνων που την ανακαλύπτουν διαμέσου επένδυσης σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες! Ακόμη κι έτσι, ήταν συγκινητικό να ακούς εκ του σύνεγγυς τραγούδια όπως το We Will Become Silhouettes ή το The District Sleeps Alone Tonight, εκεί όμως που έγινε πανζουρλισμός ήταν όπως αναμενόταν στο Such Great Heights που αποτελεί ένα από τα καλύτερα κομμάτια των '00s. Ο χώρος μπροστά στην κεντρική σκηνή πήγε και ήρθε κι έστειλε άπαντες στα ουράνια με τη μελωδία του. Ήταν ένα κρεσέντο σε μία γενικά πολύ καλή εμφάνιση, που ελπίζουμε να ανοίξει την όρεξη στους δύο του γκρουπ για ακόμη περισσότερα πράγματα, ένα δεύτερο άλμπουμ πιθανώς...
Τρέξιμο για να μη χάσουμε δευτερόλεπτο από τους Grizzly Bear που ακολουθούσαν. Ήμουν πεπεισμένος ότι θα ξεκινούσαν με το Sleeping Ute όπως και στο πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, τελικά όμως το έπαιξαν δεύτερο βάζοντας γκολ (σχεδόν) από τα αποδυτήρια! Προσωπικά θα ήμουν ευχαριστημένος να μη δω λεπτό άλλο από τη συναυλία τους, τόσο πλήρης ένιωσα από αυτό το ανυπέρβλητο κομμάτι που μπροστά μου παίχτηκε μ' ένα πάθος και συναισθηματικό δόσιμο όμοιο μ' εκείνο που ακούω και στο δίσκο, αλλά άντε να ξεκολλήσεις μετά από μπροστά τους, εφόσον πρόκειται για μια τόσο φανταστική μπάντα στη σκηνή. Επαυξημένοι με έναν επιπλέον μουσικό, αναδιατυπώνουν τη μουσική τους με πιστότητα και βάζουν κυριολεκτικά την ψυχή τους σ' αυτό που κάνουν, κερδίζοντας με ευκολία το ακροατήριο που τους παρακολουθεί. Δεν θα μιλήσω για highlights της βραδιάς, ολόκληρο το σετ ήταν μια εντυπωσιακή βόλτα στο υλικό τους, με έμφαση στα δύο τελευταία τους άλμπουμ όπως είναι φυσικό. Yet Again, Two Weeks, While You Wait For The Others, Gun-Shy ήταν μερικά μόνο από τα κομμάτια που έπαιξαν ενόσω πίσω τους μια σειρά από φανάρια σε διάταξη ανεβοκατέβαιναν αλλάζοντας χρώματα και δημιουργώντας χωρίς περιττά φτιασίδια ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό μέσα στο οποίο λειτούργησε περίφημα η μουσική τους. Το γκρουπ έχει αποδείξει επανελλημένως ότι αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μπάντες που λειτουργούν αυτή τη στιγμή στο χώρο μιας ποπ εναλλακτικής και βαθιά ρομαντικής και τίποτα δεν κατάφερε να τους εμποδίσει να μας αποδείξουν έμπρακτα ότι έχουν κατακτήσει τη θέση τους αυτή με λόγο και αιτία.
Headliners της πρώτης ημέρας ήταν οι Γάλλοι Phoenix, μια θέση που κέρδισαν σε πολλά ακόμη άλλα φεστιβάλ, κι αυτό ίσως να κάνουν κάποιους να απορούν ενώ δεν θα 'πρεπε. Το προηγούμενό τους άλμπουμ Wolfgang Amadeus Phoenix τους ανέβασε θεαματικά σε εμπορικά επίπεδα και στάθηκε ο λόγος να τους γνωρίσουν πλήθος κόσμου - ο άλλος λόγος ήταν η συμμετοχή τους στα σάουντρακ των ταινιών της Sofia Coppola, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία κουτσομπολίστικου χαρακτήρα... Ήρθαν εδώ κραδαίνοντας το νέο τους άλμπουμ Bankrupt!, και με το Entertainment μέσα απ' αυτό σαν πρώτο κομμάτι ξεκίνησαν την εμφάνισή τους. Παρότι πρόκειται για μια αμιγώς ποπ μπάντα, έπαιξαν δυνατά κι έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα τύμπανα, που περιήλθαν σε κατάσταση ενός σχεδόν tribal αμόκ που λέει ο λόγος! Από εκεί και πέρα, το όλο πράγμα οδηγούσαν οι συνθέσεις τους, μικρές τέλειες ασκήσεις ποπ ύφους που χαρακτηρίζονται από μια έξυπνη αίσθηση του ευρωπαϊκού υφολογικού μέτρου. Έχουν γράψει πολλά τέτοια οι Phoenix, και ο κόσμος από κάτω το ήξερε και τα ήξερε. Ουκ ολίγες φορές το κοινό πήγε πάνω κάτω, σε παλιότερες στιγμές όπως τα Too Young και Long Distance Call, νεότερες σαν τα 1901, Lisztomania και Fences και παραδόξως σε αρκετές καινούργιες όπως το The Real Thing ή το Trying To Be Cool. Δεν άφησαν κανέναν παραπονεμένο από τους φαν τους, οι υπόλοιποι μάλλον δεν ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν...
Το τέλειο κλείσιμο της πρώτης ημέρας ήταν το σετ του Four Tet, που έγινε γύρω στις δυόμιση τα ξημερώματα (κι αν σας φαίνεται αργά, έπαιξε ένα ο John Talabot δύο ώρες αργότερα!). O Kieran Hebden είναι ο πρώτος μάστορας στη laptop electronica - σας τα έχει εξηγήσει ο Θάνος Σιόντορος παλιότερα και με περισσή λεπτομέρεια - κι εκείνο το βράδυ έκανε άπαντες μπροστά του να χορέψουν με το επιδέξιο σετ του, που περιέλαβε μέσα του ένα σωρό διαφορετικά στυλ της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής χωρίς να κολλάει κάπου ιδιαίτερα ή να περιορίζεται σε κάτι συγκεκριμένο. Οι ρυθμοί του ήταν πάντοτε εξοντωτικοί, οι ηλεκτρονικοί του χρωματισμοί υπέροχοι, κι αν δεν έκανε ένα διαβολεμένο κρύο εκείνη την ώρα (που έπιασε πολύ κόσμο απροετοίμαστο, ειδικά τους Έλληνες που έφυγαν από τη χώρα με 30 βαθμούς για να βρεθούν στους 10...) θα μιλούσαμε για ένα ακόμη μεγαλύτερο highlight απ' αυτό που ήδη ήταν. Τουλάχιστον ο χορός βοήθησε να ζεσταθούμε λίγο, πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής στο δωμάτιο. Είχαμε δύο ημέρες ακόμη, έπρεπε να κάνουμε σχετική οικονομία δυνάμεων.
Ημέρα 2η
Όπως και την πρώτη ημέρα, ξεκινήσαμε χαλαρά, αυτή τη φορά με τον Kurt Vile και τους Violators. Το πρόσφατό του άλμπουμ Wakin On A Pretty Daze μας προειδοποίησε ότι η ώρα του έφτασε, πολλά περιοδικά το βάφτισαν άλμπουμ του μήνα και ακούγοντας τα τραγούδια του καταλάβαμε το γιατί. Όμορφες ποπ μελωδίες που κυλούν ανέμελα και σε βοηθούν να ξεφύγει λίγο το μυαλό σου από τα καθημερινά, τέτοιες γράφει ο Vile κι εκείνο το απόγευμα τις έπαιξε με τον ήλιο αρκετά ψηλά και τη θάλασσα σε απόσταση αναπνοής από τη σκηνή, μέσα σ' ένα περιβάλλον δηλαδή που του ταίριαζε απόλυτα. Δεν πιστεύω ότι ξετρέλανε κανέναν, σίγουρα όμως χάρισε ευχάριστες σκέψεις και συναισθήματα σε όλους, όπως κι ένα ευχάριστο κλίμα για την κατανάλωση της πρώτης μπύρας σε μια σειρά από πολλές μπύρες που ήταν η συνηθισμένη διαδικασία (αν θα μας ζητούσε κάποιος να του απαριθμήσουμε τις χαρακτηριστικές μυρωδιές του φεστιβάλ, αυτές θα ήταν η μυρωδιά του μπάφου που ήταν μόνιμη και διαρκής, σε σημείο να αναρωτιέμαι αν καπνίζει κανείς κανονικά τσιγάρα εκεί μέσα, όπως και της μπύρας στην αναπνοή όλων δίπλα σου κι εμπρός σου και γύρω σου. Ένας μικρός εφιάλτης με άλλα λόγια, ας μου επιτραπεί να πω...).
Αναζητώντας εντονότερες συγκινήσεις, μεταβαίνουμε στη σκηνή όπου εμφανίζεται ο Nick Waterhouse. Αντικρίζεις περίπου αυτό που περιμένεις: σαν σκηνικό εποχής, όλοι ντυμένοι στην πένα κι έτοιμοι να γκρουβάρουν υπό τους ήχους μιας soul μπάντας που απαρτίζεται από λευκούς, κουβαλώντας παράλληλα τις επιρροές που έχουν από τα δικά τους ακούσματα. Ο Waterhouse θα μπορούσε να φοράει κουστούμι και γραβάτα, προτιμάει όμως ένα απλό λευκό πουκάμισο για να μην τσαλακώσει η ζώνη της κιθάρας του κάτι περισσότερο κλασσάτο απ' αυτό. Ακόμη κι έτσι είναι γοητευτικότατος, από τους άντρες που παίζοντας σε κάποιο κλαμπ θα μπορούσαν να πάρουν φεύγοντας όποια γυναίκα από το ακροατήριο επιθυμούσαν. Τον βοηθάει και η μουσική του, μια σπουδαία νοσταλγική και καλοπαιγμένη ματιά στο παρελθόν της μουσικής με έντονες αναφορές στη soul όπως προείπαμε μα και στη ροκ της δεκαετίας του '60 και πιο συγκεκριμένα στο γκαραζοποπ παρακλάδι της. Πολύ καλή δουλειά έκαναν επίσης οι δύο γυναίκες με τα φωνητικά τους που βρίσκονταν πίσω του, συμπληρώνοντας τόσο τον ήχο όσο και την εικόνα που είναι άκρως απαραίτητη για τη συμπλήρωση του αισθητικού συνόλου αυτού που έχει να προτείνει. Δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε τη σκέψη του πόσο καλύτερο θα ήταν όλο αυτό σ' ένα κλειστό χώρο, αλλά ακόμη κι έτσι, σε ανοιχτή σκηνή και με τον ήλιο κόντρα στα μάτια του, λειτούργησε μια χαρά, επιβεβαιώνοντας ότι ο Nick Waterhouse είναι αληθινά καλός και ταλαντούχος σ' αυτό που κάνει, σε περίπτωση που είχε κανείς αμφιβολίες επ' αυτού.
Συνέχεια στο κλειστό θέατρο Auditori και στην τεράστια ουρά για να μπεις στα έγκατά του, για να παρακολουθήσουμε μία από τις σπάνιες εμφανίσεις του Daniel Johnston. Για να τον δεις χρειαζόταν να πληρώσεις ένα έξτρα εισιτήριο των δύο Ευρώ, και σύντομα η αίθουσα έγινε sold out (3200 άτομα). Φαντάζομαι ότι πολλοί ήταν όσοι πήγαν να τον παρακολουθήσουν από περιέργεια και μόνο, και δεν θα κρύψω ότι κι εγώ σ' αυτή την κατηγορία ανήκα. Δεν είχα ποτέ ακολουθήσει την καριέρα του όταν ήταν ενεργός μουσικός και κυκλοφορούσε δίσκους, και μόλις πρόσφατα κατάφερα να δω την ταινία The Devil And Daniel Johnston που αναφέρεται στο ποιος είναι και τι (έχει) κάνει. Μικρή ιδιοφυία κατά μία έννοια μα και αυτοκαταστροφικός, που τελικά του σάλεψε με τη θρησκεία και αναγκάστηκαν οι δικοί του να τον κλείσουν σε ψυχιατρείο, ο Johnston είναι πια ένας μουσικός που μόλις έχει σταθεί στα πόδια του και καταφέρνει και γυρίζει και παίζει τη μουσική του με τη βοήθεια τριών ακόμη μουσικών. Μετά βίας κατορθώνει και τραγουδάει στους στακάτους ρυθμούς που του παρέχουν οι μουσικοί του, προσπαθεί να πει κάτι ανάμεσα στα κομμάτια μα δεν του βγαίνει πάντα, κι ενώ αναγγέλλει το επόμενο και περιμένουμε να ξεκινήσουν όλοι, δεν συμβαίνει τίποτα μέχρι να θυμηθεί ότι το εν λόγω κομμάτι είναι ακαπέλα, οπότε πρέπει να το πει μόνος του. Δεν μπορείς παρά να νοιώσεις συμπάθεια απέναντί του (ειδικά αν λάβεις υπόψη σου και την ειρωνεία του να φοράει μπλούζα με το λογότυπο του Superman, ή Υπερόμπρε στα Ισπανικά), έχει γράψει κάποια καλά κομμάτια και το τέλος είναι συγκινητικό με το True Love Will Find You In The End. Καταχειροκροτήθηκε ασφαλώς, το είδα λίγο σαν παρότρυνση από όλους ότι οφείλει να συνεχίσει να τραγουδάει επειδή αυτό ήταν που πάντοτε ήθελε, αλλά αν η κουβέντα πάει στο κατά πόσο η μουσική του έχει καλλιτεχνικό αντίκρισμα που τον τοποθετεί αυτόματα στο επίπεδο του θρύλου, μην απορήσετε αν έχω τις ενστάσεις μου...
Ο Matthew E. White έβγαλε για τη χρονιά που διανύουμε ένα εξαιρετικό άλμπουμ με τίτλο Big Inner, και το παρουσίασε μπροστά σε αρκετό κόσμο που είχε χρόνο για την ιδιότυπη ματιά του επάνω στη χιλιοειπωμένη φόρμα της americana. Παχουλός με μούσι και μακριά μαλλιά, η φιγούρα του απέπνεε μια καλοσύνη για κάποιο λόγο και το ίδιο κι η μουσική του. Έδειχνε να αγαπάει απίστευτα αυτό που κάνει, να γράφει τραγούδια και να τα ερμηνεύει μπροστά στον κόσμο, βασισμένος επάνω στα πρότυπα κάποιων σαν τους Band ή τους Creedence Clearwater Revival με πρόσθετα στοιχεία από τη soul, την ποπ, μέχρι και την gospel. Πολύ καλή και η μπάντα, υπηρετούσε τη μουσική με αφοσίωση και της έδινε μια feel good διάσταση, η οποία όπως έμαθα γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο όσο ο χρόνος περνούσε. Και το έμαθα επειδή, όσο πολύ κι αν μου άρεσε εκείνο που έβλεπα (και μου άρεσε πολύ), έπρεπε να τρέξω να προλάβω το τρένο της μεγάλης αρπαχτής...
Τα 'φερε έτσι λοιπόν η κακιά η ώρα και το Last Splash των Breeders γιορτάζει φέτος τα είκοσι χρόνια από την ημερομηνία κυκλοφορίας του. Σκέφτηκε η εταιρία τους να το ξαναβγάλει σε επετειακή έκδοση επαυξημένη όπως συνηθίζεται, με μια νέα εκδοχή του εξωφύλλου από τον Vaughan Oliver και τα πάντα όλα. Έλα όμως που έπρεπε να βγει και η μπάντα ξανά στο δρόμο να το προωθήσει! Ξανάσμιξαν λοιπόν οι τέσσερις της σύνθεσης εκείνου του δίσκου (συν την Carrie Bradley, συνεργάτιδα από εκείνες τις ημέρες επίσης) και να 'τοι εδώ, να μας το παίξουν ολόκληρο με τη σειρά των κομματιών του δίσκου συν κάτι παραπάνω αν είμαστε τυχεροί. Όταν φτάνω κοντά στη σκηνή που έπαιζαν, με προϋπάντησε το ριφ στο μπάσο του Cannonball και περιμένω το σχετικό χαμό. Ο οποίος έρχεται μεν, κάτι όμως δε μου αρέσει απ' την αρχή. Το επιβεβαιώνω με το Invisible Man που ακολουθεί και πέρασε και δεν άγγιξε: πιο αδιάφορη εκτέλεση στο αγαπημένο μου κομμάτι από το άλμπουμ δεν θα μπορούσα ίσως να έχω ακούσει. Γρήγορα φάνηκε ότι έκαναν αγγαρεία κι ότι δεν ήταν και η καλύτερή τους να βρίσκονται εκεί να παίζουν τραγούδια που έγραψαν δύο δεκαετίες πριν κι έχουν παίξει κάμποσες φορές στο παρελθόν. Ευτυχώς τα πράγματα έφτιαξαν λίγο στη συνέχεια και οι (σπασμένες επίσης στο πρόσωπό, σαν ΚΑΠΗ reunion έμοιαζε τελικά το φεστιβάλ) αδελφές Deal έδωσαν κάτι παραπάνω στο λαό τους. Εκτός από το άλμπουμ ολόκληρο έπαιξαν σαν ανκόρ τέσσερα κομμάτια, ανάμεσά τους το Safari και η διασκευή τους στο Happiness Is A Warm Gun των Beatles που είχαμε πρωτακούσει στο ντεμπούτο τους Pod. Καλές αλλά δεν έδωσαν σε καμία περίπτωση το κάτι παραπάνω.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τους The Jesus And Mary Chain που ανέβηκαν στην κεντρική σκηνή. Ήταν ίσως οι μοναδικοί που δεν βρίσκονταν εδώ για να προμοτάρουν κάτι, οπότε το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παίξουν ένα μέρος από το άλμπουμ τους 21 Singles και να διασκεδάσουν τον κόσμο που ήθελε να θυμηθεί λίγο από τα νιάτα του. Ξεκινάμε με το δεδομένο ότι όσες φορές τους έχω δει στο παρελθόν ήταν μέτριοι, κι αυτό πίσω στις ημέρες που ήταν πολύ νεαρότεροι και είχαν τη δύναμη και τη θέληση να είναι εκρηκτικότεροι και πιο δραστήριοι στο σανίδι. Σήμερα τα πράγματα είναι σαφώς χειρότερα που έχουν μεγαλώσει κι έχουν βαρύνει, αν πούμε δε για τον William Reed είναι θαύμα που μπορεί και στέκεται εκεί πάνω χωρίς να ζητήσει μια καρέκλα να κάτσει για να ξεκουράσει τη μεσόκοπη, οριακά υπέρβαρη φιγούρα του. Δεν κοιτάζει ποτέ ψηλότερα από τα πετάλια του, και σε παρόμοια επικοινωνιακά επίπεδα κινούνται και οι υπόλοιποι της μπάντας (η οποία ας μην ξεχνάμε ότι περιλαμβάνει στο μπάσο τον γνωστό μας από τους Felt και Lush Philip King). Μακάρι όμως να ήταν αυτό το μοναδικό πρόβλημα της μπάντας: το κυριότερο είναι ότι οι εκτελέσεις των κομματιών τους είναι τόσο καθαρές, χωρίς το παραμικρό ίχνος βρωμιάς από feedback κι αλητείας στην εκτέλεση και την ερμηνεία, που αναρωτιέσαι αν η ηλικία τους εμποδίζει να θυμηθούν κάποια χρονολογία τόσο παλιά όσο το 1985, τότε που είχαν βγάλει το υπέροχα άρρωστο Psychocandy. Τίποτα όμως δεν μπαίνει στο δρόμο μιας στρωτής εκτέλεσης του Reverence, του Blues From A Gun, του Head On. Πολύ σύντομα έχασα το ενδιαφέρον μου να δω το σετ τους, δεν πλησίαζαν ούτε κατά διάνοια εκείνες τις στιγμές που μου ανατίναζαν το κεφάλι με τα πρώτα τους κομμάτια, κι όταν έπαιξαν μια νερουλή βερσιόν του Never Understand - τόσο μακρινή από την αυθεντική με την κιθάρα να απειλεί να πάρει κεφάλια όπως στο Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι - εγώ τους άκουγα από μακριά κατευθυνόμενος προς στο επόμενο λάιβ...
...το οποίο προερχόταν από τους Josef Van Wissem & Jim Jarmusch X Squrl. Θα είμαι ειλικρινής και θα πω ότι το άλμπουμ που είχαν βγάλει πέρυσι δεν το είχα ακούσει (παρότι είχε βγει από την αγαπημένη Sacred Bones), οπότε είχα προσέλθει προετοιμασμένος ν' ακούσω τα πάντα. Τι ήταν εκείνο που έπαιζε σήμερα ο διάσημος σκηνοθέτης με τον άλλο, ποιος είναι αυτός; Όταν στάθηκα μπροστά τους, είδα τρία άτομα επί σκηνής, έναν ντράμερ κι έναν κιθαρίστα να έχουν στρώσει ένα ρυθμικό χαλί κι επάνω του ο Jarmusch να ψιθυρίζει κάτι στίχους εκτός χρόνου, λες και ήταν σε δική του χωροχρονική διάσταση, ενώ οι άλλοι δύο φουκαράδες προσπαθούσαν να τον ακολουθήσουν ώστε να τηρούνται κάποιοι στοιχειώδεις κανόνες φόρμας που προφανώς ο τελευταίος έδειχνε να μη σέβεται αν κρίνουμε κι από τα τυχαία αρπίσματα στην κιθάρα του. Το κοινό παρακολουθούσε μουδιασμένο κι ολίγο σαστισμένο, και δεν άλλαξε στάση όταν το επόμενο κομμάτι τους (που έμελλε να είναι και το τελευταίο, είχαν αρχίσει κάμποση ώρα πριν και έχασα το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής τους) αποδείχθηκε ένα μεγάλο οργανικό τζαμάρισμα, όπου ο Jarmusch προσπάθησε όσο μπορούσε να πλησιάσει το μεγάλο του ίνδαλμα, τον Neil Young, χωρίς μεγάλη επιτυχία όπως είναι μάλλον περιττό να προσθέσουμε. Στο παρόν project δεν το έχει πολύ, παλιότερα είχε τους εξαιρετικούς Del-Byzanteens, μα σήμερα τον απασχολεί περισσότερο τι θα καταγράψει με την κάμερα παρά πώς θα εκφραστεί μέσω της μουσικής. Ας μείνει σ' αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα κι εμείς θα εξακολουθήσουμε να τον αγαπάμε, όπως και για την αιώνια λευκή του κόμμωση με τις πεταχτές τούφες στα πλάγια - classic!
Παραμένω στην ίδια σκηνή μόνο και μόνο για να πάρω μια γεύση από Neurosis, επειδή ξέρω ότι αν εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο φεστιβάλ ο Άρης εκεί θα έμενε κι εκείνος καρφωμένος. Δεν είναι του γούστου μου αυτού του είδους τα συγκροτήματα αλλά θα πρέπει να παραδεχτώ ότι όταν έχεις να κάνεις με μια από τις μακροβιότερες και περισσότερο καινοτόμες μπάντες στο χώρο του μέταλ, τότε τα πράγματα δεν θα μπορούσαν παρά να μυρίζουν μπαρούτι. Πραγματικά επάνω στη σκηνή είναι επικίνδυνοι, τόσο δεμένοι και τόσο έτοιμοι να ξεχυθούν μουσικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Αν είσαι φίλος του σκληρού ήχου - και δεν εννοούμε μονάχα του μέταλ - σε κερδίζουν εύκολα, οι πανκ καταβολές τους τούς φέρνουν επίσης πολύ κοντά σ' όσους επιθυμούν άλλου τύπου ριφ κι ασφαλώς η ενεργητικότητά τους στη σκηνή σε απογειώνει και σου ξυπνάει ένστικτα και συναισθήματα που από καιρό σε καιρό χρειάζεται να βγάζεις απ' το κλουβί τους και να αφήνεις να δημιουργούν εξεγέρσεις στο μυαλό. Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι έγινα οπαδός τους κι ότι θα αναζητήσω τη δισκογραφία τους, αλλά για εκείνη την ώρα κι εκείνη την κατάσταση σώματος και πνεύματος ήταν ότι χρειαζόμουν, μια μικρή ώθηση να ξεπεράσω την κούραση που είχε αρχίσει να πέφτει βαριά επάνω στα πόδια και τα μάτια μου.
Περνάω ξανά στην κεντρική σκηνή για να πλασαριστώ κατάλληλα για τους headliners της δεύτερης ημέρας. Βρίσκω όντως μια συμπαθητική θέση και περιμένω να έρθει η ώρα της Αποκάλυψης. Κάποια στιγμή ακούω από τα ηχεία το Kennedy των Wedding Present, και στη γιγαντοοθόνη τους βλέπω να το παίζουν ζωντανά. Γυρίζω προς τα δεξιά το κεφάλι μου και να' τοι πράγματι, να βρίσκονται εκεί σε μια μικρή ταράτσα να παίζουν ζωντανά για όσους έβρισκαν πληκτικό να στρίβουν τον επόμενο μπάφο απουσία μουσικής. Ο David Gedge μας πληροφόρησε ότι είναι τιμή τους που βρίσκονται εκεί, ακόμη κι εκτός προγράμματος, και προχώρησε με την υπόλοιπη μπάντα σε δύο ακόμη κομμάτια, τα Everyone Thinks He Looks Daft και My Favourite Dress. Αειθαλής ο μπαγάσας, σαν να μην έχει περάσει ο χρόνος από πάνω του, ο Gedge εξακολουθεί ίσως να διαθέτει ακόμη το γρηγορότερο δεξί χέρι στην πιάτσα και το εξάσκησε ακόμη μια φορά μπροστά μας, ειδικά στο τελευταίο κομμάτι (κι εγώ κάπου εκεί θυμήθηκα πόσες φορές έχω ακούσει σαν έφηβος τα τριάντα τελευταία δευτερόλεπτα του My Favourite Dress με τα ακουστικά του γουόκμαν στ' αυτιά και με την ένταση στη διαπασών. Αχ, αυτές ήταν ωραίες ημέρες...).
Οι Blur δεν μας έστησαν δευτερόλεπτο. Αντίθετα με τον Gedge, τα δικά τους πρόσωπα έδειχναν με τρομακτική λεπτομέρεια την ηλικία τους, έτσι όπως τα βλέπαμε μεγεθυμένα στις οθόνες εκατέρωθεν της σκηνής. Αυτό βέβαια μεταφράζεται στο ότι υπήρχε εμπειρία του πώς κάνεις ένα κοινό να βρίσκεται διαρκώς στον αέρα, και δεν τους έλειπε φυσικά το αντίστοιχο υλικό για να το καταφέρουν χωρίς να φανεί σταγόνα ιδρώτα στο μέτωπό τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν την ίδρωσαν τη φανέλα, κάθε άλλο! Από το πρώτο κομμάτι (Girls & Boys) μέχρι το τελευταίο (Song 2) δεν σταμάτησαν να δίνουν διαφορετικές διαστάσεις στον όρο "παίζω live" και να τιμούν τον κόσμο που ήρθε να τους δει δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους (και κάπου εκεί είναι που κάνεις τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τους JAMC και το πώς ανέβηκαν, είπαν τα τραγούδια χωρίς να κουνήσουν τα πόδια τους από εκεί που στάθηκαν στο ξεκίνημα και περιμένουν να χαρακτηριστούν καλή live μπάντα...). Στο ύστατο κομμάτι μάλιστα, θα ορκιζόμουν ότι η περιοχή της Βαρκελώνης έγειρε ελαφρώς προς τη μεριά της θάλασσας και το Forum, έτσι όπως όλος ο κόσμος χοροπήδησε με μανία από τον ενθουσιασμό του όταν οι Blur έπαιξαν το πιο γνωστό τους κομμάτι. Δεν έμειναν όμως σ' αυτά: για κάθε Parklife και End Of The Century και The Universal που είπαν, κόλλησαν πλάι τους κι αουτσάιντερ όπως τα Caramel και Trimm Trabb από το 13 ή το Out Of Time από το κύκνειο μέχρι στιγμής άσμα τους στα άλμπουμ Think Tank. Ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από τις παλιές κι εξίσου καλές ημέρες τους, έδειχναν σαν να συνεχίζουν χωρίς να έχει συμβεί τίποτα κι επιπρόσθετα έδειξαν να γίνονται ολοένα και καλύτεροι μουσικοί - το παίξιμο του μπάσου στο This Is A Low από τον Alex James έδωσε άλλη διάσταση στον όρο busy! Υπέροχοι, φρέσκοι ακόμη και σήμερα και με το αβαντάζ της νοσταλγίας στις αποσκευές τους, κέρδισαν τις εντυπώσεις και ανανέωσαν το ενδιαφέρον για τις όποιες προσεχείς κινήσεις τους που ελπίζουμε να υπάρξουν.
Τη βραδιά είχαμε κρατήσει να μας την κλείσουν οι The Knife. Οι πληροφορίες μιλούσαν για ένα απίστευτο live που δεν πρέπει να χάσουμε, κάποιοι είχαν έρθει σχεδόν αποκλειστικά για χάρη τους κτλ. Είναι γνωστό ότι οι παραστάσεις τους εμπεριέχουν πολλά θεατρικά στοιχεία, η μουσική τους προσφέρεται για μια πιο περιπετειώδη οπτικοποίηση, χώρια που σέρνουν πίσω τους τη φήμη ενός γκρουπ με εξαιρετικά άλμπουμ, το πιο πρόσφατό τους Shaking The Habitual ένα ακόμη απ' αυτά. Αυτό που είδα εγώ θα το περιέγραφα το λιγότερο σαν φάρσα, σαν μια πλάκα που κάνει κάποιος και κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα να δει αν θα τη γλυτώσει. Η μουσική ήταν όλη προηχογραφημένη, τα φωνητικά αν θέλουμε το πιστεύουμε ότι ερμηνεύονταν ζωντανά (έβλεπα αρχικά μια τραγουδίστρια, τη Fever Ray θέλω να πιστεύω, στη συνέχεια του show την έχασα κι αυτή, αν και κάποιοι που έβλεπαν καλύτερα τη σκηνή μου είπαν ότι όντως ήταν κάπου εκεί πάνω, απλά κάπου περισσότερο στο βάθος), κι εκεί που στην αρχή υπήρχαν κάποιοι που έδειχναν να παίζουν ορισμένα περίεργα στην κατασκευή τους κι ιδιότυπα μουσικά όργανα, αργότερα χάθηκαν κι αυτοί και μείναμε να βλέπουμε κάτι κοπέλες που χόρευαν κάτω από τους ήχους του γκρουπ σε μια ημίφωτη σκηνή με έναν τρόπο που ταιριάζει στο Δελφινάριο, σε χορογραφία του Φώτη Μεταξόπουλου. Αν δηλαδή εγώ πήγα μέχρι εκεί να δω κονσέρβα ήχο και θέαμα, κάποιος έκανε λάθος στη σούμα. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να χάνω το χρόνο και τον ύπνο μου βλέποντας αυτό το φιάσκο, οπότε αποχώρησα επειδή υπήρχε κι άλλη μέρα και οι δυνάμεις είναι πολύτιμες για να σπαταλούνται έτσι άσκοπα...
Ημέρα 3η
Τελικά έφτασα στο συμπέρασμα ότι 6 το απόγευμα είναι η καλύτερη ώρα προσέλευσης, ούτως ώστε να μπορείς να μείνεις σχετικά άνετα μέχρι το τέλος των εργασιών του φεστιβάλ (ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι χάνεις κάποια πολύ ενδιαφέροντα ονόματα όπως ο Pantha Du Prince με τους Bell Laboratory ή ο Nils Frahm που εμφανίστηκαν νωρίς). Πρώτο όνομα της ημέρας ο Adam Green, τον οποίο παρακολουθώ μεν χρόνια, όχι όμως και ιδιαίτερα στενά. Μάλλον επειδή οι δίσκοι του είναι μεν καλοί και κρατούν πάντοτε ένα επίπεδο, από την άλλη δεν έχουν το κάτι παραπάνω που θα τους κάνουν να ξεχωρίσουν με κάποιο τρόπο. Μαζί του είχε την Binki Shapiro που δεν γνώριζα, αλλά συμπάθησα μια χαρά για τη φωνή και την ομορφιά και την τσαχπινιά της. Ο Green έχει αφήσει μούσι, φορούσε ένα ψαθωτό καπέλο και φαινόταν να του ταιριάζει το απογευματινό της ώρας και το χαλαρό της διάθεσης. Δεν τον έχω ικανό για πολλά περισσότερα, αυτό μου έδειξε η εμφάνισή του όπως μου είχαν δείξει μέχρι σήμερα και οι δίσκοι του.
H πρώτη συγκίνηση της ημέρας ήρθε με τους The Sea And Cake, που γιατί να το κρύψω, ήταν κι ένας από τους λόγους που επισκέφθηκα το φεστιβάλ. Είχα να τους δω από το 2001, κι έκτοτε διαπίστωσα ότι δίσκο με το δίσκο, τους αγαπώ όλο και περισσότερο. Δεν πέφτουν ποτέ κάτω από το εξαιρετικό σε ό,τι κι αν κάνουν, και το περυσινό Runner δεν αποτελεί εξαίρεση. Κομμάτια μέσα από αυτό έπαιξαν κατά κύριο λόγο και ήταν καταπληκτικοί, ακόμη κι αν δεν άκουσε ο καθένας από εμάς το δικό του παλιό κι αγαπημένο. Στη θέση του μπασίστα απουσίαζε ο Eric Claridge, τη θέση του αναπλήρωσε επάξια όμως ο Doug McCombs που γνωρίζουμε από τους Tortoise, κάνοντας ξανά ένα υποδειγματικό ντουέτο με τον John McEntire που κατέχει το πόστο του ντράμερ στη μπάντα από πάντα και για πάντα. Οι Sam Prekop και Archer Prewitt συμπληρώνουν το κουαρτέτο με την επικίνδυνα υψηλή μελωδικότητα, τις jazz καταβολές και την ποπ ευαισθησία. Ζωντανά είναι απολαυστικοί όσο και στους δίσκους, με ακρίβεια στο παίξιμο και έντονες δυναμικές να ισοσταθμίσουν τη γλυκύτητα της μουσικής τους. Θα μπορούσα να τους βλέπω να παίζουν ώρες, τίποτε δεν στεκόταν εμπόδιο στη φυσική ροή ενός ήχου λεπτομερούς και πολυσχιδούς, τελείωσαν όμως σαν όλα τα ωραία πράγματα σ' αυτή τη ζωή αφήνοντάς μου πάντως μια αίσθηση πληρότητας από κάτι μάλιστα τόσο λιτό κι απέριττο.
Η συνέχεια επιφύλασσε κάτι ακόμη παλιότερο χρονολογικά κι εξίσου εντυπωσιακό σαν συναυλιακή πρόταση. Η επιστροφή των Dexys στη δισκογραφία είχε χαιρετιστεί σαν ένα εξέχον γεγονός για τη χρονιά που μας πέρασε, το ίδιο και οι συναυλίες που έδωσαν για την παρουσίασή του. Εκείνο το βράδυ καταλάβαμε το γιατί: δεν επρόκειτο για μια απλή συναυλία όπου το γκρουπ ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει τα κομμάτια του, ο Kevin Rowland έχει στήσει ολόκληρη παράσταση στην οποία ακούς τη μουσική τους παρακολουθώντας παράλληλα μια ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα κλίμα εποχής, έτσι όπως αυτό υπαγορεύεται από τα κουστούμια που φορούν όλοι όσοι βρίσκονται επί σκηνής. Ο ίδιος έσκασε με κουστούμι (εννοείται) εποχής ποταπαγόρευσης, με baggy παντελόνι, δίχρωμα δερμάτινα παπούτσια, μπερέ και μουστακάκι, και κάπως ανάλογα ακολουθούσαν όλοι. Τα γυναικεία φωνητικά τον σιγοντάριζαν τέλεια, όσο τέλειο ήταν και το φόρεμα που φορούσε η Madeleine Hyland την καρδιά της οποίας απαρνήθηκε ο λίγο-αλήτης-λίγο-λαμόγιο Rowland. Έπαιξαν σχεδόν ολόκληρο το One Day I'm Going To Soar όπως είναι φυσικό, ενώ για το encore είπαν ανάμεσα σε άλλα το Don't Stand Me Down και το Geno σε μία σχεδόν λάτιν εκτέλεση! Ήταν πολύ καλύτεροι απ' όσο μπορεί να βάλει κανείς με το νου του κι αποχώρησαν εν μέσω standing ovation ως απόλυτοι θριαμβευτές!
Πέρασα λίγο από την κατάμεστη σκηνή στην οποία εμφανίζονταν οι Wu-Tang Clan, πιο πολύ από περιέργεια να δω πόσοι απ' όλους του γκρουπ έχουν κάνει τον κόπο να έρθουν. Από μακριά άκουγα να ραπάρουν επάνω από το Peter Piper των Run DMC, κι όταν έφτασα στο πλάι είδα στη γιγαντοοθόνη τον dj τους να κάνει επίδειξη των ικανοτήτων του - λογικό. Δεν μπορούσα από τον κόσμο να πλησιάσω για να δω καλύτερα τι συνέβαινε επάνω στη σκηνή, έμεινα λοιπόν να ακούω έναν απ' όλους τους να λέει το πώς δύο από τα αδέρφια τους έχασαν την πτήση τους (ναι, καλά...) και πώς ένα άλλο από τα αδέρφια τους δεν θα μπορούσε να είναι εκεί γιατί τον έχουμε χάσει, κι ας ακούσουμε αυτό στη μνήμη του Ol' Dirty Bastard κτλ κτλ. Business as usual σκέφτηκα, αν είναι η φάση σου όλα αυτά φαίνονται μια χαρά και όλα επιτρέπονται στους μύθους. Απ' τη μεριά μου σκέφτηκα ότι ήταν η κατάλληλη ώρα για ένα διάλειμμα φαγητού για να τραβήξουμε ξανά προς τη δόξα.
Δεν θα μπορούσα να μην πάω να δω τον Nick Cave και τους Bad Seeds - θα είχα και πρόβλημα στο σπίτι αλλά αυτό δεν σας αφορά. Ήμουν περίεργος να δω πώς θα δεχόταν το ακροατήριό του τα κομμάτια από το πρόσφατο και μέτριο κατά τη γνώμη μου άλμπουμ του. Ξεκίνησε με το We No Who U R και είναι δεδομένο ότι δεν θα μπορούσε να εισπράξει ιδιαίτερο ενθουσιασμό με ένα περίπου μπαλαντοειδές κομμάτι, το έκανε όμως με το επόμενο που ήταν η καλύτερη στιγμή του Push The Sky Away, το Jubilee Street. Και το δικαιούτο έτσι όπως κλιμακώθηκε προς το τέλος του σε ένα οργασμικό οργανικό κρεσέντο, απ' αυτά που έχουν χτίσει το όνομα και τη φήμη του. Κατόπιν άρχισαν οι επισκέψεις στο ένδοξο παρελθόν. From Her To Eternity, The Weeping Song και Red Right Hand, μέχρι εκεί άντεξα επειδή τα έχω ακούσει τόσες πολλές φορές, και σε μπαρ και στο ραδιόφωνο ή ακόμη και live, που νομίζω ότι θα προτιμούσα να μην τα ακούσω για κάμποσο καιρό ξανά. Ο Cave πάλι τα ερμήνευσε με περίσσιο πάθος, κανένα πρόβλημα εκεί, εκτελώντας μια χορογραφία σχεδόν και μη χάνοντας ούτε βήμα από τη ρουτίνα του. Στη μπάντα του είχε τον παλιόφιλo Barry Adamson, o Warren Ellis σταθερή αξία δίπλα του, όλα στη θέση τους απλά και τακτοποιημένα. Δεν αμφιβάλλω ότι όποιος τον έβλεπε πρώτη φορά θα πάθαινε την πλάκα του, εμένα με έφαγε το deja vu και το σκουλίκι να πάω να δω εκεί δίπλα κάτι επίσης ιστορικό που δεν είχα δει ξανά.
Περί Meat Puppets ο λόγος. Κάποτε μου άρεσαν πολύ, αλλά αυτό ήταν κάπου στη δεκαετία του '80, ίσως και λίγο αργότερα. Σήμερα κι έτσι όπως τους είδα είναι μια παρέα από μεσήλικες που παίζουν με ικανότητα κομμάτια που δεν ήξερα κανένα τους και δεν μου έκαναν καμία αίσθηση. Ακούω κάποιους να διαμαρτύρονται ότι "τι περίμενες να δεις δηλαδή;", και η μοναδική απάντηση που έχω να δώσω είναι ίσως "κάτι να με κερδίσει, να με ταρακουνήσει, αν μου δείξει ότι πρόκειται για τη μπάντα που έπαιζε κάποτε punk, και ήταν τόσο σπουδαία ώστε κάποια στιγμή στην καριέρα τους, τους έκανε πλάτες ο Cobain να ανελιχθούν έστω και για λίγο στο mainstream". Να κάνουν μια συναυλία στην τελική που να μαγνητίσει την προσοχή σου, είτε γνωρίζεις το παρελθόν τους είτε όχι.
Μια συναυλία σαν εκείνη των Phosphorescent στην τελική θα μου αρκούσε. Γιατί μπορεί ο Matthew Houck να μην παίζει την πιο πρωτότυπη μουσική του κόσμου, έχει όμως τον τρόπο να την κάνει να αποκτά ένα εσωτερικό πάθος και μια εκφραστικότητα που δεν σε αφήνει αδιάφορο. Γιατί στην τελική μιλάμε για μια τυπική americana, σίγουρα καλοπαιγμένη όμως, περίτεχνα δομημένη στα υλικά της και αυστηρή στις προδιαγραφές της. Το πρόσφατο τραγούδι τους Song For Zula γύρισε πολλά κεφάλια προς το μέρος τους, και πιθανώς να έφερε πολύ κόσμο μπροστά στα πόδια τους χωρίς πιστεύω να απογοητεύσει έστω κι έναν απ' αυτούς. Μια μπάντα που έκανε καλά τη δουλειά της ήταν όλα όσα χρειάζονταν τα τραγούδια τους για να λάμψουν, και στα σαράντα λεπτά που αν δεν κάνω λάθος διήρκησε η εμφάνισή τους απέδειξαν όλα όσα ξέραμε εδώ και καιρό από τους δίσκους τους. Δεν μπορείς να πεις πολλά για το live αυτό καθ' αυτό, παρά μόνο ότι μέσα απ' τις πτυχές του σου μένει μια πρώτη γεύση μιας σχέσης που, γιατί όχι, μέλλει να σε συντροφεύσει για καιρό.
Πώς να με αφήσει αδιάφορο μια από τις σπάνιες εμφανίσεις των Nurse With Wound; Τι ακριβώς είχε σκοπό να παρουσιάσει αυτή τη φορά ο Steven Stapleton (μια απορία που αποκτά άλλη διάσταση όταν έχεις κάμποσα χρόνια να ακούσεις τις δισκογραφικές του δουλειές που δεν έχουν σταματήσει καθόλου να βλέπουν το φως της ημέρας); Κατ' αρχήν δεν ήταν μόνος, είχε παρέα τρεις ακόμη μουσικούς που στάθηκαν σχεδόν σε παράταξη πίσω από ένα μακρύ τραπέζι πνιγμένο στα μηχανήματα και τα καλώδια. Δύο έπαιζαν ηλεκτρική κιθάρα (ο ένας μάλιστα έβγαζε τους πιο απόκοσμους ήχους που έχω ακούσει από μία απ' αυτές), ένας ακόμη ηλεκτρονικά και ο Stapleton έκανε διάφορα, κυρίως έσερνε ένα παράδοξο δοξάρι επάνω στο τραπέζι, ή σε κάτι που είχε επάνω το τραπέζι, δεν μπορούσα να δω καλά. Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα ήταν ένα μωσαϊκό ήχων αλλόκοτων, που τιμούσαν την παράδοση της avant garde καθώς και τη δική τους παράδοση, και που σαφώς ήταν δύσκολο να παρακολουθήσεις. Σε άλλη περίπτωση ίσως και να το έκανα με μεγαλύτερη χαρά, επειδή όμως η ώρα ήταν προχωρημένη, είχα αρκετό κάψιμο συσσωρευμένο στο κρανίο μου και μια ακόμη μπάντα που ήθελα να δω είχε ήδη αρχίσει στην κεντρική σκηνή, αποφάσισα να αποχωρήσω από την ιεροτελεστία τους.
Τους My Bloody Valentine είχα δει ξανά σε παλιότερο Primavera κι είχα φύγει τρέχοντας στη μέση περίπου, μην αντέχοντας την τρομακτική ένταση του ήχου που ξεχυνόταν από τα ηχεία τους και μου προκαλούσε άβολες σωματικές συνέπειες. Ετούτη τη φορά δύο στοιχεία συνέτειναν στην απόλαυση της εμφάνισής τους. Το ένα ήταν ότι η ένταση ήταν σε λογικά πλαίσια - τηρουμένων των αναλογιών πάντα, να πω όμως ότι έβγαλα τις ωτασπίδες μου όταν είδα ότι έχω ανάγκη να απορροφήσω περισσότερο όγκο από τις κιθάρες τους χωρίς να υποστώ καμία συνέπεια από μεριάς τους. Το άλλο είναι ασφαλώς το νέο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν προ μηνών και που ήταν ό,τι λίγο ή πολύ περιμέναμε απ' αυτούς: μια απ' τα ίδια μα ωραία ίδια... Αν εξαιρέσουμε ότι τα φωνητικά των Kevin Shields και Bilinda Butcher δεν ακούγονταν σχεδόν καθόλου, δεν μπορώ να φανταστώ άλλο default που είχε η συναυλία τους. Τα κομμάτια τους με τις ευρηματικές αλλαγές στα ακόρντα σε μετέφεραν σε ονειρικές καταστάσεις (χωρίς να θέλουμε εδώ να υποτιμήσουμε τη μόνιμη παρουσία ναρκωτικού νέφους στον αέρα του φεστιβάλ βεβαίως βεβαίως) και σε έστελναν πίσω σε εποχές εύφορες με το δικό τους τρόπο, όταν το shoegaze ήταν η ηχητική επιταγή της εποχής. Σήμερα η μόδα αυτή επανέρχεται - αν υποθέσουμε ότι έφυγε ποτέ εντελώς από κοντά μας - και οι hipsters (από τους οποίους ήταν γεμάτο το φεστιβάλ, περιττό να τονίσουμε εδώ) είναι κάτι παραπάνω από ευχαριστημένοι να χώνουν τα δαχτυλάκια τους και σε αυτό το βάζο με το ηχητικό μέλι. Τα παλιότερα κομμάτια τους έκαναν ταιριαστό παρεάκι με τα καινούργια, και γεφύρωναν ένα ανύπαρκτο χάσμα ανάμεσα στο Soon με το New You ή το You Made Me Realise με το Only Tomorrow (τα παραδείγματα είναι τυχαία). Κλείνοντας να προσθέσουμε ότι οι MBV ήταν εξαιρετικοί και σαν παίκτες, ειδικά ο ντράμερ ήταν μηχανή, ενώ πίσω τους είχαν κι ένα ενδιαφέρον light show που προσέθετε στην όλη εμπειρία.
Παίρνοντας το δρόμο προς την έξοδο, κάναμε μία τελευταία στάση μπροστά στους Hot Chip. Μάλιστα έφτασα την ώρα που έπαιζαν το αγαπημένο μου κομμάτι τους Boy From School και συνέχισαν με το άλλο αγαπημένο One Life Stand, κι ήταν σαν να με καλούσαν να μείνω εκεί να χορέψουμε μέχρι να ξημερώσει. Έφευγα από την πόλη σε ελάχιστες ώρες όμως και μια ανάσα ύπνου ήταν πιο συνετή επιλογή. Έπαιζαν θαυμάσια, και με πιο πολλά όργανα να έχουν αντικαταστήσει τον ψυχρό ηλεκτρονικό ήχο που όμως ποτέ δεν δυνάστευσε τον ήχο και την αισθητική της μουσικής τους. Τα ζωντανά ντραμς έδιναν μια μεγάλη ώθηση στον ήχο τους, κι αυτό μεταφραζόταν σε τρελό ενθουσιασμό στο ακροατήριο που τους παρακολουθούσε εκείνη την ώρα και που χόρευε σαν να μην υπάρχει αύριο ή τέλος σ' αυτή την ετήσια γιορτή. Μακάρι να ήταν έτσι όμως τα πράγματα...
Σε κάθε περίπτωση, είχαμε περάσει για μια ακόμη φορά εξαιρετικά σε ένα άψογα διοργανωμένο φεστιβάλ που φέτος δέχτηκε απ' ότι μάθαμε εκατόν εβδομήντα χιλιάδες κόσμου. Δεν θα αρχίσουμε τώρα κουβέντα γιατί δεν μπορούμε να στήσουμε κι εδώ στη χώρα μας μια ανάλογη διοργάνωση (ας δεχθούμε πώς απλά δεν μπορούμε!), θα μείνουμε μόνο στο πώς θα οργανωθούμε για την επόμενη χρονιά. Ήδη οι διοργανωτές ανακοίνωσαν το πρώτο όνομα για το 2014, κι αυτό είναι οι Neutral Milk Hotel. Σκεφτείτε το και κάντε τα κουμάντα σας, έχετε εξάλλου 51 εβδομάδες για να πάρετε τις αποφάσεις σας!