Η σκοτεινή πλευρά στο φως
"Ανίερο σκοτάδι", "ανόσια ατμόσφαιρα" σε μια εκκλησιά; Noise θα πέσει να μας ...κάψει. Της Ελένης Φουντή
Τον Dominick Fernow τον έχω στο μυαλό μου ως μουσικό που αντλεί έμπνευση από τις αντιφάσεις. Και ακόμα και για τα δεδομένα της σύγχρονης noise σκηνής, η οποία βρίθει weird all around δημιουργών, είναι ιδιάζουσα περίπτωση. Με μουσικές καταβολές που ανάγονται στους Deicide από τα χρόνια της εφηβείας, ο Fernow μεγαλώνοντας προτίμησε να εξερευνήσει τα όρια του θορύβου, ωθούμενος από την αίσθηση πως το death metal δεν έφτανε πια. Δεν ήταν τόσο ακραίο.
Κάπως έτσι, από τα τέλη των '90s άνοιξε noise, power electronics δρόμους ως Prurient, το πλέον αναγνωρίσιμο stage name που τηρεί και με το οποίο κλείνει φέτος 20 χρόνια δημιουργικού έργου. Στην πορεία πειραματίστηκε με την industrial techno σκηνή ως Vatican Shadow αλλά και με τον dark ambient-drone ήχο ως Rainforest Spiritual Enslavement. Κι αυτά δεν είναι τα μόνα projects που τρέχει, αλλά τα πιο σταθερά. Δισκογραφικά δηλαδή κατατάσσεται στον πειραματικό ηλεκτρονικό ήχο, όμως το υπόβαθρο είναι ξεκάθαρα μέταλ και αυτό ακούγεται (τα δε φωνητικά του δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια παρερμηνείας). Δύο διαφορετικές μουσικές αφετηρίες που θεωρητικά συγκρούονται, αλλά τελικά συρρέουν παρέα προς το έρεβος. Προς τη δημιουργία μια κατάμαυρης, ανόσιας ατμόσφαιρας.
Δεν θα μπορούσα λοιπόν να φανταστώ πιο ταιριαστό χώρο από την Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου για να αναδειχθεί το ανίερο σκοτάδι της μουσικής του και να τερματίσει η αντίθεση. Ακόμα καλύτερα, το Δελτίο Τύπου μιλούσε για μία εμφάνιση ως Prurient, που για μένα είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον, πολυσχιδές και απρόβλεπτο από τα projects που τηρεί.
Τα St Paul's Sessions βρίσκονται αισίως στον δεύτερο κύκλο τους και η Αγγλικανική Εκκλησία ήταν πλήρης εκείνο το Σάββατο, όπως πάντα. Μπροστά στον άμβωνα ένα τραπέζι με το λάπτοπ και τον εξοπλισμό του Fernow. Στο πίσω μέρος του ιερού, το παράθυρο με τα βιτρό από όπου διαθλάτο το (λιγοστό εκείνη την ώρα) φως. Ήδη είχε δημιουργηθεί συγκρουσιακή ατμόσφαιρα και το σκηνικό μου έφερε αμέσως στο μυαλό την Ομίχλη του Carpenter (ποιος μπορεί άλλωστε να ξεχάσει το μουντό φως πίσω από τα βιτρό εκείνης της εκκλησίας της ταινίας και την ομίχλη ante portas να γυαλίζει απειλητικά σε μία από τις πλέον μνημειώδεις σκηνές του horror είδους;)
Η πόρτα πίσω μας έκλεισε και ο Prurient εμφανίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Ίσα που τον διακρίναμε, αλλά δεν είχε σημασία. Τις ψυχές μας ήρθε να γδάρει, όχι να δείξει ή να αποδείξει κάτι. Άλλωστε, αν δεν αφεθείς στην ένταση του βόμβου με τα μάτια κλειστά σε ένα τέτοιο σετ, έστω και για λίγο, πότε θα το κάνεις;
Η μουσική κινήθηκε σε χαμηλές εντάσεις αρχικά. Ο Fernow άπλωσε στο χώρο ένα υπνωτικό στρώμα θορύβου που διαρκώς πύκνωνε και εμπλουτιζόταν με παραμόρφωση. Ο ήχος γινόταν όλο και πιο επιθετικός, απειλητικός θα έλεγα, σαν βόλτα σε κατεστραμμένη πόλη. Κάποιες στιγμές η υφή αραίωνε, σαν να ακτινοβολούσαν τα χαλάσματα θαμπό φως, όμως η μουσική χανόταν και πάλι στη δίνη του ζόφου. Λευκός θόρυβος κατέκλυσε τον χώρο, ο ήχος παραδόθηκε σε πολύ υψηλές συχνότητες, ακούγαμε πλέον ακραίο noise. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές, καθ' οδόν για ανάλογες συναυλίες. Τι γίνεται σε περίπτωση υπερβολικής έντασης; Μήπως δεν είναι κακή ιδέα να φέρνω μαζί κι ένα ζευγάρι ωτοασπίδες; Αυτές που έχω, που μου έχουν δοθεί σε παλιότερα λάιβ. Δεν μου χρειάστηκαν τότε, ούτε σε κάποιο άλλο σετ. Όμως εκείνο το βράδυ ο Prurient εξαπέλυε ριπές τυραννικού θορύβου και για πρώτη φορά ένιωσα τα αυτιά μου να κινδυνεύουν.
Ένιωσα και να ζαλίζομαι επίσης. Πίσω από τον Fernow δυο στήλες πάλλευκου φωτός τεμνόμενες χιαστί ως την οροφή, λευκός καπνός πάνω από τον ίδιο, λευκός θόρυβος παντού κι ο Prurient ντυμένος στα μαύρα, σκυμμένος στο τραπέζι, έμοιαζε με ιερέα που έβαζε κάτω τον δαίμονα να τον ξορκίσει. Ήταν έτσι όμως; Ή ήταν δαίμονας ο ίδιος; Έκλεισα λίγο τα μάτια (καιρός ήταν) να συγκεντρωθώ στην απαγγελία. Στις εικόνες που μου δημιουργούσε η φωνή του δηλαδή. Δεν έβγαινε άκρη με τις λέξεις, τα τσατισμένα ακατάληπτα death metal φωνητικά. Η θεματολογία βέβαια είναι λίγο πολύ γνωστή από τη δισκογραφία του. Ματαιότητα, θρησκευτικότητα, βία, άρνηση, σεξουαλικότητα... ξαφνικά δεν έβλεπα τίποτα πια. Η πάλη του καλού με το κακό έδωσε τη θέση της στην απέραντη βλασφημία. Το κακό είχε κυριαρχήσει και ναι, ήταν σίγουρα δαίμονας και ο ίδιος.
Πνιχτά, από το πηγάδι (τουλάχιστον) synths, στο darkwave ύφος του Bermuda Drain, εμβόλιζαν τα στρώματα θορύβου δημιουργώντας μια εντελώς υποβλητική ατμόσφαιρα ερεβώδους ήχου, που αρχικά μοιάζει αδιάβατος, αδύνατον να προσεγγιστεί. Μέχρι να καταβυθιστείς στη μαύρη τρύπα του harsh noise και να αρχίσεις να βλέπεις φωτεινούς σπινθήρες. Οκ, ίσως όχι και τόσο φωτεινούς, μωβ, μπλε και γκρι είναι, αλλά αυτό είναι το σύμπαν του Prurient. Μια αδιάλειπτα επώδυνη εξερεύνηση στα σκούρα χρώματα του συναισθήματος. Μια μουσική διαδρομή που νομίζω ότι έφτασε στο απόγειο της έμπνευσης με το Frozen Niagara Falls, δίσκο του 2015, στο κλίμα του οποίου κινήθηκε και το μεγαλύτερο μέρος του λάιβ.
Μετά από μία ώρα ανελέητων ηχητικών επιθέσεων (με τη ζοφερή κινηματογραφική αισθητική του Carpenter να μη λέει να φύγει με τίποτα από μέσα μου), ο Fernow έφυγε σιωπηλός και ανέκφραστος, όπως ακριβώς ήρθε. Τερμάτισαν οι αντιθέσεις; Εντελώς. Έφτασε αυτό; Χμμμ, δεν ήμουν σίγουρη. Αρχικά σκέφτηκα πως ωραίο λάιβ ήταν, αλλά μάλλον δεν θα το μνημονεύω μέχρι τα βαθιά μου γεράματα (αν υπάρξουν). Κι όμως, περνούσαν οι μέρες και εξακολουθούσα να αναρωτιέμαι. Γεγονός από μόνο του ενδεικτικό για τη δυναμική της μουσικής εκείνο το βράδυ, των συναισθημάτων και σκέψεων που υποχθόνια μου προκάλεσε.
Πέρασαν αρκετές μέρες πλέον και δεν το σκέφτομαι απλώς. Βλέπω πάνω στο τραπέζι με το λάπτοπ, κάτω από το θαμπό βιτρό και το πάλλευκο φως τα σπλάχνα του Fernow. Αυτό δεν φτάνει μόνο. Περισσεύει.