Psychic TV + The Ex Live
This is not a love song, this is not a live review. Ο Άρης Καραμπεάζης κάπου μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, Psychic TV και The Ex, ιστορίας και παρόντος.
Πόσο υπέρ-τριαντακονταετές punk, post punk και τα συνοδευτικά αυτού να αντέξει κανείς σε τρεις μέρες μέσα, χωρίς να αρχίσει τις άστοχες (όπως και άσκοπες) ερωτήσεις του στυλ ‘μα επιτρέπεται να παίζεις μετά από τριάντα χρόνια μια μουσική η οποία στις πραγματικές της χωροχρονικές συνθήκες (υποτίθεται ότι) «απαγορεύονταν» ακόμη και να την ακούς αν τυχόν ήσουν πάνω από τριάντα χρονών ;’. Όπως έχουμε ξαναπεί, είχε και το rock ανέκαθεν τις ανησυχίες του περί του θανάτου του (του, του), αλλά τι να πει και το punk που έμαθε να ζει με αυτές σχεδόν άμα τη γενέσει του, όταν και καθώς ανακηρύχθηκε πρόωρα ‘μη νεκρό’ έθεσε μια για πάντα τις βάσεις για τουλάχιστον μια κηδεία και μια νεκρανάσταση το χρόνο για τα επόμενα σαράντα χρόνια (και συνεχίζουμε).
Οι Ολλανδοί πάνκηδες, που τρώνε τους συνονόματους τους Αμερικάνους ομοϊδεάτες για ένα γράμμα και για μια πλούσια φαντασία σε συμπράξεις, συνδέονται με προαιώνια σχέση πίστης και πάθους με το ελληνικό κοινό, που πλέον περισσότερο αναπολεί με περηφάνια στα social media τις φορές που έχει αναμετρηθεί μαζί τους, παρά πηγαίνει να τους δει για μία ακόμη φορά (συνεπώς, δεν ασχολήθηκε κάποιος με το να τους φέρει και στην Αθήνα, λίγα μόλις χρόνια από τις τελευταίες και μάλλον απαρατήρητες εμφανίσεις τους). Περισσότερο από αυτό, που λέει και ο Bryan Ferry, συνιστούν το ιδανικό πρότυπο της punk rock μπάντας που ενώ μένει προσηλωμένη στα βασικά ιδεώδη, εν τούτοις εξελίσσεται μουσικά με τρόπο που υπογραμμίζει ουσιαστικά τον πρωτογονισμό του είδους, και δεν πιθηκίζει τις βολικές ανοησίες περί δύο-τριών ακόρντων.
Παρά ταύτα, αν συγκρίνει κανείς τις όποιες μετεξελίξεις τους, με τις αντίστοιχες των Βρετανών Psychic TV, ίσως και να καταλήξουν να φαίνονται μονολιθικοί. Καθότι στην περίπτωση του Genesis P. Orridge, όπως και να ιδωθεί η άποψη που τον θέλει (μεταξύ άλλων) να έχει αλλάξει τουλάχιστον 2-3 φορές την μουσική που ακούμε (ξέρουμε εμείς ποιοι είμαστε), η έννοια της μετεξέλιξης υποχωρεί μπροστά σε αυτήν της μεταμόρφωσης, και η τελευταία καταλήγει να παραλλάσσεται σε κάτι που αποστρέφει ακόμη και τους δυνητικά πιστότερους των οπαδών. Αντέχουμε να δούμε στα δύο μέτρα τον/την Genesis, παίζοντας στο μυαλό και τις κουβέντες μας με τις παραλλαγές του άρθρου σε διαρκή απορία περί της γενικής του θηλυκού και τις δυνατότητες της να ξεπεράσει την αιτιατική του αρσενικού, που έντονα έχουμε στο μυαλό μας από τις πρώτες άγριες ημέρες του γκρουπ;
Γράψε ένα-δυο πράγματα για τα live, να παίρνουμε μπρος στο site σε αυτή την διαρκή έναρξη σεζόν, μου είπε ο Αντώνης Ξαγάς. Περίμενε κανένα δεκαήμερο να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, του απάντησα σιωπηλά από μέσα μου, εννοώντας να σκεφτώ κάτι έξυπνο να πω, καθότι από χρόνια έχουμε προ-αποφασίσει ότι τα live review είναι κάτι ελάχιστα πιο χρήσιμο από τις διάφανες κουρτίνες.
Δευτέρα βράδυ, πίσω από το υπόγειο πάρκινγκ του ξενοδοχείου Stanley, στην κάθε άλλο παρά ηρωική πλατεία Καραϊσκάκη και πρακτικά στο ίδιο κτίριο με το θέατρο Περοκέ. Φτάνοντας στο Modu είχα βάλει να ακούσω στο αυτοκίνητο για πρώτη (και μάλλον για τελευταία) φορά το Alienist, που ξεκινάει με κάτι που θυμίζει τους Black Angels κλεισμένους σε ένα δωμάτιο 3Χ3 να διασκευάζουν το Jump Into The Fire του Harry Nilsson με ένα πιστόλι στον κρόταφο του καθενός. Δεν θα έμπαινα στο club, αν δεν είχα αγοράσει ήδη το εισιτήριο μου, αυτό όμως δεν θα το έπαιρνε και κανείς χαμπάρι καθώς ούτως ή άλλως ο χώρος ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτος, έστω και στο περιορισμένο πλαίσιο χωρητικότητας του και μάλιστα με κοινό που θα παρέμενε ως το τέλος αφοσιωμένο, χωρίς να συμμερίζεται τις σκέψεις περί του αν η τελική αυτή μεταμόρφωση τόσο του Genesis, όσο και των Psychic TV σηματοδοτεί την οριστική υποταγή τους στον ροκ φορμαλισμό, που κάποτε επιχείρησε να κατατροπώσει. Το ‘επιχειρείν’ πάντως αξίζει ακόμη και για το όποιο ταξίδι ως γνωστόν, μέχρι να έρθει κάποτε αναπόφευκτα η πτώχευση (αξιών τε και ιδεών).
Από εκεί και πέρα λειτούργησε υπέρ μου και εναντίον μου ταυτόχρονα η επί σκηνής ροκ σύμβαση, με τρόπο αντίστοιχο της θεατρικής στο κοινό του Περοκέ, καθώς σαν σε στιγμιαίο υπνωτισμό το υποχρεώνει να αντιμετωπίζει ευκαιριακές επιθεωρήσεις ως δήθεν αριστοφανικά δρώμενα. Ο Genesis με κέρδισε και δεν με έχασε σε καμία από τις υπόλοιπες στιγμές του live, σε όλη τη διάρκεια του οποίου είχα την ψευδαίσθηση ότι παρακολουθώ κάτι ενδιαφέρον, ενώ σαφώς και διέκρινα σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο ότι σε καμία περίπτωση δεν συνέβαινε πραγματικά αυτό. Την επόμενη ημέρα κατέληγα να περιγράφω τους Psychic TV του 2016 ως μία τίμια ροκ μπάντα, και το ανόητο της επισήμανσης μου επισημάνθηκε ευτυχώς στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, ώστε να μην μπω καν στον κόπο να την δικαιολογήσω.
Λιγότερο freak από όσο θα περίμενε κανείς, σαν να μην έχουν περάσει από πάνω του οι εγχειρήσεις της για τις οποίες τα τελευταία χρόνια γίνεται περισσότερος ντόρος από ότι για τη μουσική του (δικαιολογημένα μάλλον), ο Genesis παρότι ισορροπημένα στεντόρειος και σκοτεινός στις αποδόσεις αποσπασμάτων από περιορισμένα αποσπάσματα του έργου της ζωής του, εν τούτοις έδειχνε και ήταν καταβεβλημένος. Περισσότερο ηθοποιός και performer, παρά μουσικός. Συνάντησα το βλέμμα του, χωρίς να συμβεί το αντίστροφο, και το βρήκα απειλητικά κουρασμένο, σχεδόν σαν να ήθελε να γλυτώσει από εκεί μέσα και από όλους εμάς, έστω και αν τα βλέμματα μας δεν κατάφερναν να συναντηθούν. Εκείνος άλλωστε ύψωνε συχνά πυκνά το βλέμμα του στο περιορισμένο άπειρο του ταβανιού, για να αντιμετωπίσει την επόμενη δική του σύμβαση που πλησίαζε απειλητικά.
Όπως για παράδειγμα το συμβιβασμένα αντισυμβατικό 1ο encore που γίνεται χωρίς απομάκρυνση από τη σκηνή, το 2o αναπάντεχο encore, που τελικά είναι σαν να μην το ήθελε πραγματικά κανείς κ.λ.π. Και στο ενδιάμεσο κάτι σκόρπιες στάχτες από τις ημέρες που το house γέμιζε με acid και όχι με αντρίκια κιθαριστικά solo. Τέλος πάντων, πανταχού παρούσα από την αρχή μέχρι το τέλος αυτή η απροσδιόριστη σύγχυση, που πάντοτε θα συνοδεύει την άποψη του καθενός γύρω από τους Psychic TV. Η σύγχυση που όσο δικαιολογημένα οδήγησε αρκετούς από τους μύστες της πραγματικής προσφοράς του ονόματος στη μουσική να μην πάνε να παρακολουθήσουν ένα συνειδητά ξεπεσμένο παρά-ροκενρόλ τσίρκο, άλλο τόσο δικαιολογημένα ενθουσίασε –σε διαβαθμίσεις- όσους πιστεύουμε ακόμη ότι το τσίρκο ως αυθύπαρκτη κατάσταση έχει αρκετές φορές μεγαλύτερη αξία από όσους θεωρητικολογούν ακατάπαυστα γύρω από το αχρείαστο των επαναλαμβανόμενων εθισμών του.
Δυο μέρες μετά, αρκετά αργά στο βράδυ της Τετάρτης, στο 8ball της Θεσσαλονίκης, το σκηνικό είχε στηθεί με αρκούντως πιο απλοϊκό, και εύλογα πιο πειστικό τρόπο. Στο Βορρά λοιπόν η συναυλία, το κοινό της και η όλη ανταλλαγή απόψεων με τις τέσσερις συνολικά μπάντες που πέρασαν από τη σκηνή, βασίστηκε στην ιδέα ότι καλό είναι σε ένα πανκ ροκ live να μην είναι ο μικρότερος των θαμώνων λίγο μετά τα 35 και ο μεγαλύτερος να συλλέγει εξώφυλλα του Έθνους με όλα τα μυστικά για σύνταξη πριν τα 58. Κάπως έτσι, και με την πολύτιμη αρωγή των Chinese Basement και των Bazooka, που προηγήθηκαν στη σκηνή των Ολλανδών βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε, στο διάβα για την πρώτη σειρά, όχι μόνο υπερβολικά νεαρές κοπέλες, αλλά και μιας άλλης περιοχής από αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει η εκάστοτε ροκ στόχευση της πόλης.
Τι έκαναν αυτή τη φορά οι Ex το λοιπόν, σε σχέση με τις προηγούμενες εμφανίσεις τους και ανανέωσαν την πίστη μας σε αυτούς (η οποία ουδόλως είχε ασθενήσει εδώ που τα λέμε). Κάτι τόσο απλό, που καταλήγει ιδιοφυές. Έκαναν (σχεδόν) στην άκρη την ιστορία τους, σε επίπεδο set list τουλάχιστον, και πρόταξαν την αγωνία τους να ακουστούν από εμάς έναντι της δικής μας αγωνίας να ακούσουμε κάτι οικείο και αγαπημένο από αυτούς. Σε όλη τη διάρκεια σχεδόν κανείς δεν φώναξε ‘State Of Shock’ και αυτό είναι επίτευγμα. Η έννοια της αγωνίας στη μουσική των Ex είναι κάτι το βαθιά βιωμένο και στη συνείδηση των οπαδών τους θα παύσει να υπάρχει όταν παύσει να υπάρχει και το ίδιο το γκρουπ (μάλλον ποτέ δηλαδή). Μεταθέτει τη μουσική τους στο επίπεδο εκείνο που οι αντιδράσεις του σώματος εξοβελίζουν ακόμη και τα πιο πρωτόγονα συναισθήματα, και τους καθιστά μοναχικούς πρωτοπόρους ενός tribal punk αυταρχισμού, που παρότι τίποτε δεν επιβάλλει επί της ουσίας, εν τούτοις και κανέναν δεν αφήνει ήσυχο και χωρίς να του επιβληθεί.
Όλα αυτά μας έπιασαν ως πολύ αργά και φεύγοντας γύρω στις 3 και κάτι το πρωί από το 8ball σκεφτόμουν ότι ακόμη και η αχρείαστη τελικά αγωνία που είχα, όταν ξεκινούσα γύρω στις 6 το απόγευμα από την Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη οδικώς, για το αν θα προλάβω έστω και ένα μισάωρο από τους Ολλανδούς, ήταν και αυτή ουσιαστικό μέρος μιας κάποιας ιεροτελεστίας. Ιεροτελεστίας τόσο πρόχειρης δηλαδή, που τέλος πάντων ακόμη και όταν δεν υπάρχει πρέπει να την εφευρίσκουμε έστω και πρόχειρα, καθώς συναντιόμαστε κάθε τόσο με τους ίδιους και τους ίδιους ήρωες, ακριβώς για να καταφέρουμε να παραμείνουν ήρωες και μάλιστα με αρβύλες, όπως στερεοτυπικά ταιριάζει ακόμη και στον πιο γερασμένο πάνκη, και όχι τυχόν με παντόφλες.
Φωτογραφίες The Ex - Άκης Καλλόπουλος