Pukkelpop '09 - day 3
Τρίτη Ημέρα: Επίλογος στο festival και την υπομονή μας
Οι Edward Sharpe & The Magnetic Zeros (2/10) ανέλαβαν να ξεκινήσουν την ημέρα στην Club, πολυπληθής και πολύχρωμη κολλεκτίβα χίππιδων που έμειναν όμως μόνο σ' αυτά καθώς το μόνο που μας άφησε το χαρούμενο folk-rock τους ήταν το τελευταίο συστατικό της ονομασίας τους. Από τους Rifles (6/10) που είχαν σειρά περιμέναμε κάτι περισσότερο απ' την υπόλοιπη στρατιά περισπούδαστων συμπατριωτών τους που αποφύγαμε επιμελώς όλο το τριήμερο (Placebo, Snow Patrol, Maximo Park, Klaxons, Razorlight κλπ). Ίσως βέβαια έφταιγε η πρωινή ώρα γι' αυτούς κι ο δυνατός ήλιος στην Main Stage για εμάς, η χλιαρή τους εμφάνιση όμως κατάφερε μόνο να μας γυρίσει πίσω στους Jam.
Δεν είμαστε σίγουροι τι ακριβώς έπαιξαν λίγο αργότερα οι Micachu And The Shapes (7/10) στην Club, καθώς ανακάτεψαν με συνειρμικό σχεδόν τρόπο ο,τιδήποτε από την ανέμελη pop, τον ηλεκτρονικό θόρυβο και τα beats μέχρι τα riffάκια της Mica Levi στην αυτοσχέδια παιδική -όπως σχεδόν κι η ίδια- κιθαρίτσα της. Παιδιάστικη avant-guarde ίσως που θάπρεπε να είναι χαοτική, ήταν όμως διασκεδαστική καθώς τελικά λειτουργούσε και έφερε τα πρώτα χαμόγελα της ημέρας.
Οι Deerhunter (8/10) στην Marquee έδειξαν ότι μάλλον είχαν ξεχάσει πίσω στην Atlanta τις πειραγμένες ατμόσφαιρες των δίσκων τους φέρνοντας μόνο την ορμή και τον κιθαριστικό θόρυβο, μαζί βέβαια με την ψυχεδέλεια κι έτσι, με πιο straight ήχο κοντύτερα στις πρόσφατες ηχογραφήσεις τους, μπόρεσαν να αναδείξουν την pop υποδομή των τραγουδιών τους και, με την αφύσικη φιγούρα του Bradford Cox στο επίκεντρο, να μας αιχμαλωτίσουν. Ήταν οπωσδήποτε η καλύτερη εμφάνιση της τρίτης και πιο φτωχής ημέρας του festival.
Βετεράνοι punks οι Anti-Flag (6/10), ξεσήκωσαν αμέσως τα circle pits στην Main Stage (και πάλι το security έλαμψε με την απουσία του), όσο όμως κι αν εκσυγχρόνισαν την πολιτική συνθηματολογία τους, ακολούθησαν την πεπατημένη των Green Day περνώντας ένα προς ένα όλα τα φθαρμένα κλισέ του ιδιώματος (μαζί και την υποχρεωτική μάλλον διασκευή Clash) ώστε, παρά την γνήσια ορμή του Justin Sane, η εμφάνισή τους να καταλήξει γραφική. Παραμείναμε στην κεντρική σκηνή για τους Dinosaur Jr. (6/10), ατυχώς όμως τους βρήκαμε σε κακή μάλλον ημέρα, καθώς η ξεψυχισμένη φωνή του Mascis που την περισσότερη ώρα κρυβόταν μέσα στην ψαρή πλέον χαίτη του κι η διεκπεραιωτική κιθάρα του ισοπέδωσαν παλαιότερα και πιο πρόσφατα τραγούδια σ' ένα ομοιόμορφο αμάλγαμα μετριότητας που μόνο ο Lou Barlow προσπάθησε να ζωντανέψει. Όπως βέβαια οι δυό τους τοποθετήθηκαν σε αντιδιαμετρικά σημεία της σκηνής χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μία ματιά, θυμηθήκαμε και τις θρυλικές διενέξεις τους που νομίζαμε ότι ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.
Ελπίζαμε ότι η Florence And The Machine (3/10) θα βοηθούσε την διάθεσή μας, παρά την εμφάνισή της όμως και τις φιλότιμες προσπάθειες (που περιελάμβαναν τον στολισμό της Club με άφθονα λουλούδια για να επαληθεύσει μάλλον το όνομά της), η νεαρή βρετανοπούλα επέλεξε την mainstream προσέγγιση που έκανε την pop της απολύτως γλυκανάλατη. Η πλήξη που μας είχε πλέον καταλάβει δεν βοηθήθηκε καθόλου εκείνο το τελευταίο απόγευμα από την διαρκώς υποβαθμιζόμενη κατάσταση της συνολικής διοργάνωσης που από την προηγούμενη ημέρα είχε αφεθεί στην τύχη της, καθώς τα σκουπίδια είχαν δημιουργήσει μόνιμο στρώμα επάνω στο γρασίδι δυσκολεύοντας την μετακίνηση, πυκνά σύννεφα σκόνης αιωρούνταν παντού, ενώ τα μέλη του security είχαν αποφασίσει μάλλον να κάνουν διακοπές κάνοντας επισφαλή την πρόσβαση στα πιο "σκληρά" live όπως διαπιστώσαμε με οδυνηρό τρόπο.
Αποφασίσαμε λοιπόν να τερματίσουμε την παραμονή μας εκεί το συντομώτερο, πρώτα όμως σταθήκαμε στην Shelter για τους Life Of Agony (8/10). Εκεί, ο Keith Caputo κι η παρέα του αντάμειψαν την γενναιότητά μας απέναντι στο άγριο mosh pit που δημιουργήθηκε ακαριαία με ωμό και επιθετικό hardcore-metal, άλλες φορές σκοτεινό κι άλλες πιο μελωδικό πάντα όμως βαρύ και βρώμικο σαν να ερχόταν απ' τα έγκατα της ΝΥ. Οι LOA είχαν οπωσδήποτε πολλά να διδάξουν στους διάφορους νεόκοπους στο ιδίωμα βρετανούς που βρέθηκαν στον δρόμο μας εκείνες τις ημέρες (Blackout, Ghost Of A Thousand, κλπ). Ανανεωμένοι, διασχίσαμε για τελευταία φορά τον απαράδεκτο χώρο του festival μέχρι την Club για τον επίλογο με τους Tortoise (7/10), τους οποίους βρήκαμε στάσιμους εκεί που τους είχαμε αφήσει πριν μερικά χρόνια, με τα δύο drum kit στο προσκήνιο να κυριαρχούν στην σκηνή δίνοντας πιο ζωντανή και ενδιαφέρουσα όψη στον ήχο τους και τον John McEntire να κυριαρχεί βέβαια όταν καθόταν στα drums που είναι κι η φυσική του θέση, συνολικά όμως, ήταν η εικόνα ενός group που λιμνάζει.
Το μικρό festival που θέλει να μεγαλώσει
Όπως φαίνεται, pukkel στα ολλανδικά είναι η εφηβική ακμή, κάτι που εξηγεί μάλλον τον πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας που παρατηρήσαμε γύρω μας, αλλά και την κυκλοθυμική απειρία της διοργάνωσης, κι είναι γεγονός ότι ένα festival που αριθμεί μόλις εννέα χρόνια με την τωρινή μορφή του (παρότι χρονολογείται απ' το '85 αλλά με πολύ μικρότερο μέγεθος) είναι οπωσδήποτε νεαρό.
Θα θέλαμε λοιπόν να δώσουμε τα ελαφρυντικά της ηλικίας, η αδιαφορία όμως για την ασφάλεια του κοινού είναι ασυγχώρητη σε σύγχρονη διοργάνωση τέτοιου μεγέθους. Πολλά τα περιστατικά, από τα συχνά mosh pits που περιγράψαμε παραπάνω μέχρι τον τεράστιο και απάνθρωπα ασφυκτικό συνωστισμό που δημιουργήθηκε στο check-in την παραμονή του festival, με πολλές λιποθυμίες και τα ασθενοφόρα να κάνουν υπερωρίες. Συνθήκες που έχουν κάνει άλλα festival να θρηνήσουν αρκετούς νεκρούς και που δεν καλύπτονται από τις αφελείς επιχειρηματολογίες (που εισπράξαμε από υπευθύνους) περί αυθορμητισμού κλπ.
Σ' αυτά προστέθηκαν η έλλειψη νερού κι η υπέρογκη τιμή του όπως προαναφέραμε, η πρωτοφανής απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης για τον καθαρισμό του χώρου που απ' το απόγευμα της δεύτερης ημέρας θύμιζε όλο και περισσότερο σκουπιδότοπο, κι ακόμη η γενικότερη γύμνια και το στριμωγμένο μέγεθος του χώρου του festival. Μπορεί το μουσικό μέρος να ήταν εξαιρετικό όπως περιγράψαμε παραπάνω, χρειάζονται όμως περισσότερα για να είναι επιτυχημένο ένα festival, γι' αυτό και δυσκολευόμαστε να το συστήσουμε σαν προορισμό.
Το επιστέγασμα ήταν φυσικά η άρνηση της διοργάνωσης να μιλήσει οποιαδήποτε γλώσσα εκτός απ' τα τοπικά φλαμανδικά - ολλανδικά, παρότι υπερηφανευόταν για την ύπαρξη 60 διαφορετικών εθνικοτήτων ανάμεσα στους επισκέπτες. Έτσι κάπως το πρόγραμμα του festival με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες εκδόθηκε μόνο στο τοπικό ιδίωμα, οδηγώντας εμάς σε δύο πιθανές εξηγήσεις: είτε τα ολλανδικά είχαν γίνει μέσα σε μια νύχτα παγκόσμια γλώσσα χωρίς να το αντιληφθούμε, είτε τελικά τα περίφημα ανέκδοτα που λέγονται για το Βέλγιο αληθεύουν. Στο τελευταίο συνηγόρησε κι η απάντηση που πήραμε όταν ζητήσαμε τον λόγο για την επιμονή αυτή: "This is Belgium!".
Φωτογραφίες - Μιχάλης Τέζιας
_____