Πυρ λαγνεία και Rammstein
Ήρθαν, είδαν, έκαψαν... Ο Αντώνης Ξαγάς παρατηρητής έξω από την διακεκαυμένη ζώνη κατέγραψε και ανέλυσε
«Καλά τα είχα πει εγώ, Il faut mediterraniser la musique», πρέπει δηλαδή να ‘μεσογειοποιήσουμε’ την μουσική, τέτοια θα έλεγε κρυφογελώντας κάτω από το παχύ μουστάκι του ο Νίτσε αν μπορούσε να παρακολουθήσει λάιβ τους συμπατριώτες του, παραπάνω από έναν αιώνα μετά (αδύνατον! μα γελούσε ο Νίτσε;). Διαβόητο το απόφθεγμα του ‘καταραμένου φιλόσουφου’ από την εποχή που τα είχε σπάσει πια με τον άσπονδο φίλο τον Ριχάρδο τον Βάγκνερ. Δύο μορφές του 19ου αιώνα που χωρίς αυτές δύσκολα μπορούμε να έχουμε μια έστω και στοιχειώδη κατανόηση της μουσικής (και όχι μόνο!) ιστορίας του 20ου αλλά και του 21ου αιώνα. Και κάμποσα από τα ρεύματα που ξεπήδησαν από τις κατευθυντήριες γραμμές τους, κατέληξαν έστω και μέσα από τον νόμο των ακούσιων συνεπειών στη μουσική, ή καλύτερα, στην εν γένει παρουσία/ση των Rammsteim. Ήτοι από την μία η νιτσεϊκή μοναχική ‘υπεράνθρωπη’ μορφή του ροκ σταρ, από την άλλη η επιβολή, η λατρεία του μεγαλείου, η εποποιία σε larger than life διαστάσεις -όπως το είπαν οι άλλοι Σάξωνες. Και η ολοκληρωτική εμπειρία.
Τέτοια είναι και εξ ορισμού και η ίδια η συνθήκη ενός λάιβ, ‘ολοκληρωτική’, ο όρος χρησιμοποιείται εδώ με πάσα επίγνωση των αρνητικών συμπαραδηλώσεων του, με την τοποθέτηση του καλλιτέχνη σε ένα βάθρο (συμβολικό και πραγματικό, η σκηνή δηλαδή) απ’ όπου ζητά, απαιτεί το βλέμμα, την προσοχή, την λατρεία, την υποταγή. Κοιτάξτε με, ακούστε με, θαυμάστε με, αυτοί είναι οι όροι μιας σύγχρονης συναυλιακής εμπειρίας. Μια ολοκληρωτική διάσταση η οποία δεν υπήρχε την εποχή που η μουσική υπηρετούσε (προσοχή στο ρήμα) πρωταρχικά κοινωνικούς-κοινοτικούς ρόλους, όπου ο καλλιτέχνης ήταν «ένας από μας», κάπου είχε διαγνώσει αυτή την εξέλιξη ένα μέρος του πανκ κινήματος όταν πήγε κόντρα στον γιγαντισμό των συναυλιακών δεδομένων που διαμορφώνονταν στα 70s και θέλησαν να κατεβάσουν την σκηνή σε επίπεδο ισοτιμίας με το κοινό.
Από την αντίθετη, οι Rammsteim τραβάνε την σκηνική παρουσία, το σώου, το οπτικοακουστικό (υπερ)θέαμα μέχρι τα άκρα του, επιστρατεύοντας μεταξύ άλλων τεχνολογικών τερτιπιών, τα έντονα φώτα, τις γιγάντιες κατασκευές που κάνουν τον θεατή να νιώθει μυρμήγκι, και κυρίως την φωτιά, τις φλόγες, τα πυροτεχνουργήματα, στοχεύοντας στον αρχέγονο τρόμο του ανθρώπου απέναντι στην ανεξέλεγκτη αυτή αντίδραση με το οξυγόνο, που όσο κι αν την έχουμε ορθολογικοποιήσει και (προσπαθήσει να) ελέγξει, δεν παύει να ξυπνά αταβιστικούς φόβους κρυμμένους στο βαθύ κυτταρικό μνημονικό του γυμνού κι ανυπεράσπιστου homo sapiens. Για να στηθούν βέβαια όλα αυτά, 90 φορτηγά κουβάλησαν 1.350 τόνους υλικών, διαβάζουμε στα δελτία τύπου της διοργάνωσης… Η διαβόητη ηχοσκευή των κακόμοιρων των Emerson Lake & Palmer αμφιβάλλω αν έφτανε αυτά τα μεγέθη. Παίξτε πανκ ρε, θα έλεγε κάποιος…
Δεν νοούνται λοιπόν οι Rammstein άνευ σώου, δεν είναι ωστόσο μόνο αυτό (αν και κατανοώ ότι υπάρχει κόσμος που ευχαρίστως πηγαίνει σε συναυλίες τους, αλλά δεν ακούει την μουσική τους σε συνθήκες οικιακής ακρόασης, η αρένα, το στάδιο είναι γαρ ο φυσικός τους χώρος, ο ‘ολοκληρωτισμός’ δεν βιώνεται και δεν εκδηλώνεται κατά μόνας, αλλά στα μεγάλα πλήθη). Ωστόσο η αισθητική τους οντότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ‘απλό’ σόου, και πέρα από προσωπικά γούστα κι αποδοχές, ίσως η συναυλία αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να γράψουμε μερικά πράγματα που συνήθως δεν γράφονται (ειδικά κάτω από την πίεση γράψε ένα κείμενο για να πάρουμε την πρόσκληση).
(Ανοίγοντας παρένθεση: διαφωνώ κάθετα με την λίαν διαδεδομένη άποψη ότι ένα συγκρότημα ή μια καλλιτέχνιδα κρίνεται από την επίδοση της στο λάιβ όπου φαίνονται όλα, στην πραγματικότητα επί σκηνής κρίνεται μεταξύ άλλων το υποκριτικό-θεατρικό ταλέντο ή η οικονομική άνεση, χωρίς να σταθμίζεται διόλου η οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα, από την… αγοραφοβία μέχρι ένα σωρό άλλους αστάθμητους παράγοντες).
Αν θελήσουμε να πιάσουμε το ενίοτε ‘παραμελημένο’ μουσικό κομμάτι, ας βγάλουμε φλας και ας προσπεράσουμε τα προφανή, την κατάταξη που τους τοποθετεί στο μέταλ, στην ποπ ίσως πλευρά του (ή στην χορευτική; μ’ αρέσει περισσότερο ο όρος Tanzmetall) μπολιασμένο με πολλά στοιχεία industrial, και τα ονόματα που πέφτουν να περιλαμβάνουν Ministry και Sepultura και Killing Joke και Kiss (Marilyn Manson επιτρέπετε να πούμε;) αλλά και πολλά άλλα ακόμη, αξίζει να εντοπίσουμε και μια (από τις κάμποσες) γερμανικές γραμμές που προεκτείνοντας την συναντάμε σχήματα όπως οι Die Krupps ή ακόμη και οι D.A.F. Πέρα από μουσικές συγγένειες που μπορούν να εντοπιστούν στην καταιγιστική ρυθμολογία (το «Mein Land» π.χ. δεν είναι D.A.F. μεταφερμένοι σε μέταλ πλαίσιο;), μπορούμε να βρούμε συνάφειες και στα παιχνίδια με τον άγριο αχαλίνωτο ερωτισμό (και στα δύο σχήματα οι λέξεις Liebe και Sex είναι ίσως οι πιο πολυχρησιμοποιημένες) σε συνδυασμό με μια (ψευδο)ομοφυλοφιλική εικονοποιία υπερβολικής στα όρια του γκροτέσκου και του κωμικού ‘αντρίλας’. Είναι μια ενδιαφέρουσα επίσης και προβοκατόρικη σκέψη ότι αμφότερα τα σχήματα με το όνομά τους ήδη αφήνουν πολιτικο-κοινωνικές αιχμές, από την μία οι Deutsch-Amerikanische Freundschaft, ήτοι Γερμανο-Αμερικάνικη Φιλία (ήδη ευθύ πολιτικό σχόλιο για την παλιά Ο.Δ.Γ. και την κατεστημένη λατρεία για τους φίλους μας από την απέναντι άκρη του Ατλαντικού), από την άλλη οι Rammstein με την υιοθέτηση του ονόματος (με έναν επιπλέον m, που μάλλον μπήκε κατά λάθος) της άσημης νωρίτερα πόλης του Ζάαρ όπου βρίσκεται η κύρια αεροπορική βάση των προστατών Αμερικανών (βάση του «θανάτου», κυριολεκτικά, για να θυμηθούμε και την… παπανδρεϊκή ορολογία, εκεί είχε συμβεί το 1988 ένα φρικτό δυστύχημα κατά τη διάρκεια αεροπορικής επίδειξης με δεκάδες θύματα). Κατά έναν τρόπο ήδη εξ ονόματος τίθεται το horror αιμολαγνικό στοιχείο των Rammstein, σε συνδυασμό με την προνομιακή διφορούμενη σχέση με την Αμερική (μ’ αρέσει να τοποθετώ την κριτική τους στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στο Amerika Amerika ist wunderbar, δίπλα στον… Κοινούση, Αμερική Αμερική... χώρα τραγική αλλά και μαγική).
Αφού πιάσαμε όμως την ιστορία από την αρχή, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι Rammstein αν δεν ληφθεί υπόψη η καταγωγή τους από την πάλαι ποτέ Λαϊκή Δημοκρατίας της Γερμανίας, από το Ανατολικό Βερολίνο συγκεκριμένα, η περίπτωσή τους είναι άλλωστε ένα από τα πιο προβεβλημένα σαξές στόρι των Ossies, (ίσως μαζί με την Αγκέλα Μέρκελ ή τον …Τόνι Κρόος) όπως αποκαλούνται υποτιμητικά από τους δυτικούς συμπατριώτες τους οι πρώην (έστω και στον νου ακόμη) Ανατολικοί. Η DDR δεν υπάρχει μόνο στον ιδρυτικό τους μύθο αλλά και στον πυρήνα τους, είναι ίσως η πραγματική «Mein Land» τους, ως στοιχείο περηφάνιας και ταυτότητας και πιστής Kameradschaft (να σημειωθεί ότι είναι σπάνια για τον μουσικό χώρο η σταθερότητα στην σύνθεσή τους όλα αυτά τα χρόνια). Κι ας έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε που μια παρέα από νεαρούς που ακόμη ψάχνονταν για το μέλλον τους (ο Til Lindemann π.χ. είχε φτάσει αρκετά ψηλά στην ντοπαρισμένη ιεραρχία των κολυμβητών, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς) με βασικό κίνητρο την αγάπη για τα δυτικότροπα ροκ ‘παρακμιακά’ ακούσματα, από εκείνα που άκουγαν κρυφά στα ραδιοκύματα που αφηφούσαν τείχη και ζώνες θανάτου (καταστάσεις που περιγράφουν οι ίδιοι στο πολύ μεταγενέστερο κομμάτι τους «Radio») αλλά και την αντιπαράθεση με το ασφυκτικά «σοσιαλιστικό» (με πολλά εισαγωγικά) περιβάλλον, στην καταθλιπτική του μονοτονία, μονοχρωμία και μονοκρατορία, στην γκρίζα ανία του, στην επιβεβλημένη εργατική αισιοδοξία του και στην καταστολή του, όσο κι αν στα 80s πλέον το σύστημα είχε παρουσιάσει πολλές ρωγμές και ήταν σαφώς πιο ανεκτικό –ή αδιάφορο (εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο για περαιτέρω διάβασμα στο θέμα πανκ στο ανατολικό μπλοκ γενικότερα, είναι το «Warschauer Punk Pakt» του Alexander Pehlemann).
Και τότε συμβαίνει ξάφνου το αδιανόητο, κάτι που καμιά δεν είχε προβλέψει: Το Τείχος πέφτει. «Die Mauer ist weg» (οι όποιες διαπιστώσεις για ρωγμές και οι εξ αυτών εκπορευόμενες νομοτελειακές προφητείες ήταν όλες εκ των υστέρων, ως γνωστόν άλλωστε οι ιατροδικαστές είναι οι γιατροί με τις πλέον σίγουρες διαγνώσεις). Η απώλεια του αντιπάλου αφήνει μια αμηχανία, ένα ξάφνιασμα, ένα αίσθημα μετέωρου (ο ετεροπροσδιορισμός αποτελεί γαρ συστατικό στοιχείο κάθε αντι-δραστικής κίνησης). Ειδικά όταν μαζί χάνεται όχι μόνο ένα Σύστημα αλλά και μια ολάκερη χώρα, η οποία εντάσσεται/υποτάσσεται ηττημένη, σχεδόν αποικιοκρατικά, στην νέα συναίνεση μιας νέας ενωμένης «Mein Land» και στην παντοκρατορία του θριαμβευτή καπιταλισμού. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου οι ταυτότητες και οι πατρίδες (ένας πληθυντικός στον οποίο δεν υπάρχει η παλαιογερμανική λέξη Heimat!) τέθηκαν υπό αίρεση, η δημιουργική αντιμετώπιση του βιωμένου σοκ από την παρέα των Rammstein ήταν μια δική τους θεραπεία του σοκ μέσα από μια αμφισβήτηση της νέας-παλιάς γερμανικότητας, ένα παιχνίδι με τα ταμπού (σε μια χώρα που κουβαλάει άλλωστε μπόλικα), και μια εν γένει προκλητική ενίοτε και αποκρουστική για τον μέσο αστό στάση (αλλά κι εμφάνιση, σαν μια ιδιότυπη boy-band όπου τα νέα μυώδη παιδιά στο μπλοκ παίζουνε μέταλ). Υλικό υπήρχε άλλωστε άφθονο, αφού εξατμίστηκε η ευφορία του Τέλους της Ιστορίας πολλά θηρία και τέρατα βγήκαν από τα χρονοντούλαπα σε νέες μορφές, ο φιλελευθερισμός σχηματοποιήθηκε σε έναν καταναλωτικό ολοκληρωτισμό και ένα νέο μίσος εκδηλώθηκε, πύρινη κόλαση θα κατακάψει σπίτια μεταναστών όχι μόνο στην κακή πρώην Ανατολική Γερμανία, στο Rostock-Lichtenhagen, αλλά και στο δυτικό Solingen. Ένα από τα πρώτα τους και πιο ‘εμβληματικά κομμάτια παίζει με το μίσος, du ha(s)st, ένα «εσύ με μισείς» αιωρείται νοηματικά, μέχρι που το ρήμα «έχω» πάρει τον βοηθητικό του ρόλο για να στηρίξει το ρήμα «ρώτησα» και να λυθούν οι λογοπαιγνιακές παρεξηγήσεις και το τραγούδι να πάρει άλλο δρόμο (κατ’ ουσίαν ένας ύμνος στην…απιστία).
Γενικά δεν είναι νοητό να εξηγήσεις ή να παρ-εξηγήσεις τους Rammstein αν προσπεράσεις τους στίχους (μαζί φυσικά με την εκφορά τους με το ρολαριστό ρρρ, και τις παραπομπές του, ξέρετε που…). Πολλές το κάνουν, δύσκολα και βαριά λένε τα γερμανικά, ωστόσο τούτο δεν εμπόδισε (μάλλον προήγαγε) την παγκόσμια απήχησή τους (ακόμη και στις δύσκολες για τις ευρωπαϊκές εισαγωγές ΗΠΑ), δείχνοντας έτσι κι έναν δρόμο επιτυχίας στις ανά τον κόσμο αγγλόπληκτες. Κατά βάση βέβαια η στιχουργική τους δεν είναι διόλου πολύπλοκη, ενίοτε είναι σχεδόν απλοϊκή και συνθηματική, κατανοητή κι από ένα επιπέδου Α2 μαθητάκι, μια φίλη την ώρα της συγγραφής του άρθρου με ενημερώνει ότι κάποτέ είχε πράγματι χρησιμοποιήσει σε φροντιστήριο τραγούδι των Rammstein, το «Bück dich», «Σκύψε» (όχι ευλογημένη), τολμηρή επιλογή ομολογουμένως. Χρησιμοποιούν όμως πολλές ‘βαριές’ λέξεις, λέξεις που κουβαλάνε πολυτισμικό φορτίο και μνήμες και χρήσεις -ως γνωστόν μια λέξη δεν είναι ποτέ απλά μια λέξη, όπως θα επιβεβαίωνε και κάθε καλή μεταφράστρια. Μαζί αξιοποιούν διάφορες λογοτεχνικές τεχνικές (να σημειώσουμε εδώ ότι ο Lindemann κουβαλάει γενικά τέτοια σκευή και παιδεία, έχει εκδώσει μάλιστα και κάμποσες ποιητικές συλλογές, μεταξύ μας πάντως τίποτε σπουδαίο): από την ειρωνία, την υπερβολή, την παρωδία, το υπονοοούμενο και πολύ το οξύμωρο (ας μην μιλήσουμε για την πολυχρησιμοποιημένη αποδόμηση, αυτή πλέον από Ντεριντά έχει φτάσει –φευ- στους μουσακάδες) και μέσα από αυτές κεφαλαιοποιούν και παίζουν με τα κάθε λογής στερεότυπα, και κυρίως τα πιο διαδεδομένα και τα πλέον επικίνδυνα, τα εθνικά, για την Γερμανία κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς πολλά στην πιάτσα (ανοίξτε απλά μια ελληνική εφημερίδα των καιρών των μνημονίων), τόσο που θα άξιζε φρονώ μια αλά-Σαΐντ μελέτη για τον εξωτισμό της «τευτονικότητας». Και δεν διστάζουν να βουτήξουν στην ιστορία, και την πιο τραυματική, να ανοίξουν ντουλάπες με σκελετούς και σκονισμένα λεξικά με την δηλητηριώδη Lingua Tertii Imperii (κατά το περίφημο βιβλίο του Victor Klemperer) του αλήστου μνήμης Ράιχ.
Και τούτο το κάνουν με έναν τρόπο χιουμοριστικό –κάτι λίαν ευπρόσδεκτο στο εν γένει σοβαροφανές μέταλ- φτάνοντας μέχρι το κιτς και την ‘κακογουστιά’ κι έναν χαβαλέ αντροπαρέας, όχι πάντα λεπτοκομμένου γούστου (μα... θα βάλω το Bratwurst μου στο Sauerkraut σου; από την άλλη δεν μπορώ να μην γελάσω με Blitzkrieg mit dem Fleischgewehr, Blitzkrieg με το σάρκινο ντουφέκι). Τάση βέβαια λίαν διαδεδομένη στην λαϊκή γερμανική ποπ αυτό το παιχνιδιάρικο στοιχείο, από την αποθεωμένη στις μέρες μας Neue Deutsche Welle (εδώ ίσως ανιχνεύουμε και την αφόρμηση για την επινόηση της μάλλον άγονης Neue Deutsche Härte) μέχρι και το, ωωω ναι, το σλάγκερ (πολλά κομμάτια τους αν απογυμνωθούν από την μεταλλική αρματωσιά και σε άλλη ενορχήστρωση, μια χαρά σλάγκερ θα ήταν, και τούτο δεν το λέω για κακό). Δεν λείπουν όμως από την άλλη και οι λόγιες αναφορές μέσα από παραπομπές-διασκευές-μετασκευές-διαστροφές σε έργα κατεστημένων και καταστατικών για την γερμανικότητα δημιουργών, από τον Γκαίτε (φυσικά), τον Ε.Τ.Α. Χόφμαν, τον Τέοντορ Φοντέν, τους αδερφούς Γκριμ (με το έντονο σπλάτερ στοιχείο) ή τον Μπρεχτ (αγαπημένη η μεταχείριση που επιφυλάσσουν στο «Moritat von Mackie Messer» στο «Haifisch», όπου φτάνουν στην εξήγηση για την αλμυρότητα της θάλασσας μέσα από τα δάκρυα των… καρχαριών).
Βέβαια με όλη αυτή τους την στάση, αισθητική, γλώσσα (και φυσικά τα βίντεο-κλιπ, άλλο ένα αναπόσπαστο κομμάτι του ραμσταϊνικού κόσμου) αναπόφευκτα (και διόλου αθέλητα) προσφέρουν εκτεθειμένες πολλές επιφάνειες επίθεσης (για να «μεταφράσω» μια αγαπημένη γερμανική λέξη, Angriffsflächen), πόσο μάλλον σε μια εποχή η οποία διψά ακατάσχετα για σκάνδαλο, σοκ, καταγγελία. Οι ίδιοι από τη μεριά τους μένουν ανοιχτοί σε αντιφάσεις, σε πολλαπλές ερμηνείες και παρερμηνείες, δεν κλείνουν σε καμία την πόρτα κατάμουτρα, μια έξυπνη τακτική που ομολογουμένως συνέβαλε κι αυτή στην δημοφιλία τους, επέφερε όμως κατά καιρούς προσπάθειες οικειοποίησής τους από το δεξιόστροφο ακραίο φάσμα μέχρι κατηγόριες που παρέπεμπαν σε φαιοκόκκινες ιδεολογίες, στις μέρες έτσι κι αλλιώς η reductio ad hitlerum και ο νόμος του Godwin είναι κοινός αβασάνιστος τόπος σε κάθε επίπεδο, από τις βατραχομυομαχίες στα κοινωνικά μέσα μέχρι τους πραγματικούς πολέμους με πραγματικό αίμα. Όλα ποπ, όλα σχετικά…
(Άσχετη-σχετική παρατήρηση: όταν μπήκα να βγάλω το εισιτήριό μου, έπεσα στην τιμή ‘88 ευρώ’, μου φάνηκε αστείο και κατά πάσα βεβαιότητα τυχαίο, αν και θα τους ταίριαζε).
Τους ίδιους πάντως αυτή η παραφιλολογία προφανώς τους ενόχλησε τόσο ώστε… έγινε παρεξήγηση κι εξήγηση δώσανε τελικά, φτιάχνοντας ένα κομμάτι που έκτοτε δεν βγαίνει από την λίστα των λάιβ, την Πέμπτη το βράδυ στη συναυλία ήταν το δεύτερο στη σειρά, το «Links 2-3-4», όπου σε εμβατηριακό ρυθμό τραγουδούν «για την καρδιά που είναι αριστερά» (μπρεχτική αναφορά κι εδώ!), πόσο πιο ξεκάθαρα να πάρουν θέση; Κάπου εκεί ήρθε και η συνεπικουρία από τον Σλάβοϊ Ζίζεκ ο οποίος το διατύπωσε πολύ ωραία, «οι (Rammstein) υπονομεύουν την ολοκληρωτική ιδεολογία όχι με μια ειρωνική απόσταση από τις τελετουργίες που μιμούνται, αλλά με το να μας φέρουν άμεσα αντιμέτωπους με την άσεμνη υλικότητά της αναστέλλοντας έτσι την αποτελεσματικότητά της». Κάτι ανάλογο που έκαναν δηλαδή και οι Σλοβένοι Laibach, ίσως η κυριότερη επιρροή για την όλη αισθητική των Rammstein, σε όλα της τα επίπεδα. Ωστόσο τούτο δεν τους εμπόδισε να συνεχίσουν να παίζουν με την… φωτιά, να πατάνε κόκκινες γραμμές της ηθικολογικά επαγρυπνούσας ‘αστυνομίας’, να ψάχνουν στις σκιές της κοινωνίας και στα άνθη του Κακού για την θεματολογία τους, ακόμη και σε ιστορίες με κατά συρροήν δολοφόνους και κανίβαλους (στo «Mein Teil»). Όλα ποπ…
Παρολ’ αυτά (αλλά και γι’ αυτά), κι εκμεταλλευόμενοι όλα τα όπλα της ποπ και ροκ κουλτούρας, οι Rammstein μεταμορφώθηκαν γρήγορα (και είναι ακόμη) μια πραγματική μηχανή που κόβει μονέδα, με κάθε δυνατό τρόπο, από τις συναυλίες και τους δίσκους μέχρι την Doctor Dick βότκα, τον δονητή… «Tildo» και κάθε νοητό και αδιανόητο είδος merchandise. Πέρασαν μάλιστα σχεδόν αβρόχοις ποσί το σκάνδαλο που έσκασε το 2023 με τις καταγγελίες για πιθανό σεξουαλικό καταναγκασμό και ύποπτες πρακτικές και ουσίες, που κορυφώθηκε με ένα πρωτοσέλιδο του Spiegel παρακαλώ με τον βαγκνερικών αναφορών τίτλο «Το λυκόφως των θεών», ωστόσο η δικαστική έρευνα δεν κατέληξε πουθενά, πραγματικά στοιχεία δεν υπήρξαν, έμειναν μόνο πικάντικα αποκαλυπτικές παρασκηνιακές ιστορίες για το σύστημα επιλογή της Row Zero και των groupies, διακεκαυμένο το ζήτημα, αν θέλαμε εδώ να θέσουμε έναν δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων θα έπρεπε να μιλήσουμε για όλη την δήθεν ροκ κοσμαντίληψη, την εγγενή της αντρίλα, και την σκληρά πατριαρχική συνισταμένη της περιβόητης «σεξουαλικής επανάστασης» και της παρεπόμενης δήθεν απελευθέρωσης.
14 χρόνια από την τελευταία εμφάνισή τους στα μέρη μας, στο κατακλυσμένο από κόσμο (όχι πάντως κατάμεστο) ΟΑΚΑ, τους περιμένει ένα χαρούμενο πολυποίκιλο πλήθος, παλιοί μεταλλοροκάδες, νεαρά γκοθόπουλα, και πάρα πολλοί τουρίστες που θέλουν να βρεθούν ‘εκεί που συμβαίνει’. Το σκηνικό που θα στηρίξει το wall of sound τους, στέκει εκεί επιβλητικό, κάπως φοβιστικό, έχει και κάτι το βαϊμαρικό (ή καλύτερα ‘μητροπολιτικό’). Οι δύο Γαλλίδες Abélard, που χρησιμοποιύν το όνομα εκείνης της τραγικής μεσαιωνικής μορφής, ανοίγουν τη βραδιά στην δική τους μικρή σκηνή με τις πιανιστικές εκτελέσεις κομματιών των Rammstein (που τις έχουν βγάλει και σε δίσκο), είναι εκφραστικές και εξωστρεφείς και καταφέρνουν να αναδείξουν τον μελωδικό τους πυρήνα των τραγουδιών, πάντως, Θου Κύριε, κάπου στο βάθος του νου μου σαλεύει ενοχλητικά το όνομα Nouvelle Vague.
Μια κατάλληλη πάντως και λίαν αντιστικτική εισαγωγή, μια «ηρεμία πριν την καταιγίδα» όπως δηλώνουν οι ίδιες, για την καταιγίδα που θα επακολουθούσε, προαναγγελλόμενη με μια τυμπανίσια βροντή και το συγκρότημα να κατεβαίνει με το… ασανσέρ υπό το πομπώδες μπαρόκ, γραμμένο για πυροτεχνήματα, βασιλιάδες και κήπους «Music for the Royal Fireworks» του Γερμανοβρετανού Χαίντελ, στην οθόνη προβάλλεται το ‘Auferstanden aus Ruinen’, η DDR είναι εδώ (έτσι λεγόταν ο ύμνος της, σύνθεση του σπουδαίου Hanns Eisler) για να ακολουθήσει το στιχουργικό ποτ-πουρί του αδισκογράφητου αλλά πάντοτε παρόντος στα λάιβ τους «Ramm4».
Ακολουθεί για πάνω από δίωρο μια σοφά μελετημένη διαδοχή κομματιών που καλύπτουν όλη την μακρά πορεία τους, την σημαδεμένη με κορφές («Mutter» από το οποίο παίζουν 4 κομμάτια) και κοιλάδες («Rosenrot», από το οποίο δεν παίζουν τίποτα), μας πάνε πίσω στα παλιά, στο «Sehnsucht» (που τότε νόμιζαν οι αγγλόφωνοι ότι λέει «Chainsaw») μέχρι και στα πλέον πρόσφατα, το ομώνυμο από το βραδυφλεγές «Zeit» μεταδίδει και μια συγκίνηση για τον πανδαμάτορα χρόνο που περνά, ένα αίσθημα που δεν παρεισφρέει εύκολα στην πρόσληψη της μουσικής τους, αλλά, φευ, μεγαλώνουν κι αυτοί κι εμείς, είναι πια doch so alt και τέτοιοι βαρύθυμοι προβληματισμοί είναι αναπόφευκτοι.
Κι αν παρακολουθώ τα καταιγιστικά τεκταινόμενα με ασφαλή αποστασιοποίηση μακριά από την… Γη του Πυρός, μέχρι εδώ φτάνει η θέρμη του «Sonne» με τις εκτοξευόμενες γλωσσίδες φωτιάς, το θέαμα είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό, ο ήχος εκκωφαντικός, δύσκολα μένεις ανεπηρέαστος (είπαμε, «ολοκληρωτισμός»), έχουν και πολλά φλογοβόλα κομμάτια (το ρήμα «brennen» ακούγεται σε διάφορες κλίσεις), τα χαρτάκια που εκτοξεύονται δίκην στάχτης θα τα βρίσκουμε μετά μέχρι την Λεωφόρο Κηφισίας (ναι έπαιξαν και το «Asche zu Asche»). Τα πνεύματα (και οι φλόγες) καταλαγιάζουν για λίγο στο πανέμορφο «Engel» το οποίο ερμηνεύουν μαζί με τις Abélard στη μικρή σκηνή, μετά …άλλος με την βάρκα μας, το εύρημα που ακολουθεί δίνει μια άλλη διάσταση στο ‘crowdsurfing’. Κάποια στιγμή έπεσε αναμενόμενα και το… «Pussy» αποβραδίς (συγχωρέστε με), με το κανόνι ‘σπέρματος’ να λούζει με αφρό τις μπροστινές σειρές (το οποίο για κάποιο διάστημα είχε βγει από το οπλοστάσιο τους λόγω των προαναφερθέντων γεγονότων), το «Mein Teil» μετατρέπεται σε ένα μπουφονικό κωμικό σκετσάκι, το «Du hast» ήταν «δικό μας» (γεια σου ρε Μαζώ) στην sing-a-long στιγμή της συναυλιακής σαιζόν (Pulp, beat that).
Από την αρχή μέχρι το τέλος μια απολύτως επαγγελματική εμφάνιση, με ελάχιστα τα περιθώρια για κάτι αυθόρμητο (που δεν είναι κακό, το ίδιο δεν συμβαίνει και στις συναυλίες ενός π.χ. Nick Cave;) και για παράπονα. Κι αν σε κάθε συναυλικό ριβιού η συντάκτρια οφείλει να αναφέρει και ποιο αγαπημένο δεν παίχτηκε, για να μην σπάσω την παράδοση, θα αναφέρω το «Frühling in Paris» (που πάντως ακούστηκε από τις Abélard) ή το «Haifisch» που σε remix έπεσε μόνο στους τίτλους τέλους για συνοδεύσει το πλήθος στην έξοδο, πρελούδιο για την ταλαιπωρία της επιστροφής. Αν και μόνο που παίζουν το τολμηρό «Ausländer», σχόλιο στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας αλλά και τον δυτικό σεξοτουρισμό, μου αρκεί. Κλείνουν αναμενόμενα με το «Adieu», ύμνο στη θνητότητα και το προσωρινό, χέρια στον αέρα γνέφουν, ώρα να πούμε «auf Wiederseh'n» με τους «καυλιάρηδες θεούς του ευρωπαϊκού Βορρά» όπως είχε γράψει εύστοχα πριν χρόνια ο φίλος-συνάδελφος Διονύσης Κοτταρίδης, και να πέσει η ησυχία στο στάδιο και να επιστρέψουν επιτέλους και τα αλαφιασμένα χελιδόνια στις φωλιές τους.
Ακούγοντας και σιγοντάροντας το περίφημο «Deutschland», σπουδαίο τραγούδι (αλλά και βίντεο-κλιπ που διατρέχει όλη την γερμανική ιστορία από τον μυθικό Τευτοβούργιο Δρυμό μέχρι την RAF), που απόψε εισάγεται με ένα μπιτάτο remix από τον Kruspe και μια εμφάνιση-παραπομπή στους Kraftwerk, χαμογελώ, έτσι που όλος ο κόσμος ενώνει τις φωνές του με το «Deutschland über allem» (προσοχή, όχι «alles»). Κι εδώ πάλι η καρδιά φλέγεται, mein Herz in Flammen, will dich lieben und verdammen, θέλω να σε αγαπώ και να σε αναθεματίζω, με «πιάνει» αυτή η αμφίθυμη οπτική, καθώς επίσης η ανοιχτωσιά με την οποία αντιμετωπίζουν τα ζητήματα της ταυτότητας κι όπως βλέπουν τις πατρίδες (στα ελληνικά έχουμε πληθυντικό!) σαν μια συνεχή αναζήτηση και αναμέτρηση (αλλά και συμφιλίωση) με το παρελθόν. Σκέφτομαι ότι στον ελληνικό μουσικοβιότοπο δεν υπάρχει ένα αντίστοιχο σχήμα μαζικής απεύθυνσης, μολονότι κι εδώ υπάρχει πεδίον και υλικόν δόξης λαμπρό, μπόλικο κι εξίσου εύφλεκτο, θα ήταν μια καλή συμβολή στην αυτογνωσία, ατομική αλλά και συλλογική, που τόσο συνηθισμένη είναι να διαβλέπει «το κάρφος» στους οφθαλμούς των Άλλων και να αγνοεί «την δοκόν» στους δικούς της.
Πάλι καταλήγουμε στο «Mein Land» (που επίσης έμεινε άπαιχτο): «Πηγαίνω από χώρα σε χώρα μόνος. Και τίποτα και κανείς δεν με καλεί να μείνω».
(Οι φωτογραφίες είναι της Μαριάννας Βασιλείου, με εξαίρεση μία του Άρη Καραμπεάζη)