Νοσταλγοί του ποπ'εν'ρολ
Το ανανεωμένο κλαμπ του Μύλου μας υποδέχθηκε με ζεστές αγκάλες, όταν έξω η θερμοκρασία πλησίαζε το μηδέν. Η σκηνή μοιάζει και είναι πιο ευρύχωρη, υπάρχει -επιτέλους- backstage, έχει δημιουργηθεί κι ένα δεύτερο μπαρ κι ένας πάγκος για το merchandize των συγκροτημάτων. Στην είσοδο μια κοπέλα μας προτρέπει ευγενικά να δώσουμε τα πανωφόρια μας στο βεστιάριο και στις τουαλέτες βρίσκεται μια κυρία για να κατευθύνει τους πελάτες! Στέκω λίγο μουδιασμένος. Πολλά έχουν αλλάξει από την πρώτη φορά, τότε στα βάθη του χρόνου, με τους Blues Wire.
Τέσσερα νέα παιδιά, οι An Orange End, αναλαμβάνουν την προθέρμανση. Δυο κιθάρες, μπάσο, φωνή, δεύτερες φωνές και τύμπανα. Σύνθεση κλασική, κέφι υπαρκτό, ήχος αρκετά βρετανικός, κάπως συγκεχυμένος, ολίγον μελαγχολικός. Ξεκινάνε μ' ένα οργανικό κομμάτι, πολύ ενδιαφέρον. Στα επόμενα φωνητικά αναγνωρίζουμε μια καλή φωνή, ανώριμη σκηνικά, που αποκτά σιγά-σιγά αίσθηση του χώρου, καθώς πυκνώνει κάπως το κοινό.
Στην ανάπαυλα μας συντροφεύει το Rattle'n'Hum των U2. Αποφασίζω να πιω κάτι. Κιαλάρω ένα αναψυκτικό του μισού λίτρου και λέω στον μπάρμαν να μου το φέρει μαζί μ' ένα ποτήρι πάγο και μια φέτα λεμόνι. Ποτό σπέσιαλ κι ο λογαριασμός μόνον 8 [οκτώ ολογράφως] ευρώ. Ήμασταν τέσσερις στην παρέα και μετά απ' αυτό κανείς απ' τους υπόλοιπους δεν πήρε απολύτως τίποτε. Αν νομίζουν οι ιδιοκτήτες ότι οι θαμώνες είναι κορόιδα κι αν πιστεύουν ότι με τέτοιες scare τακτικές θα συγκινήσουν πελάτες, τότε μάλλον πήραν την απάντησή τους. Το μόνο που απομένει είναι να επαναφέρουν το μέτρο της σωματικής έρευνας για την ενδεχόμενη μεταφορά ποτών απ' έξω.
Η ώρα των Raining πλησιάζει. The approaching of the Pleasures. Παραδόξως το κλαμπ δεν είναι τίγκα, αλλά ευτυχώς που δεν έπαιξαν στο Ξυλουργείο όπως είχε κανονιστεί αρχικά. Ανεβαίνουν και ανεβάζουν τον κόσμο τους με τον αέρα του νικητή και του ελληνικού έξω καρδιά ταμπεραμέντου. Οργανικό ξεκίνημα και αυτοί. Ο ήχος πολύ καλύτερος από άλλες φορές, και του γκρουπ και του χώρου. Οι μελωδίες τους καθαρές, ατόφιες, συχνά-πυκνά διαφορετικά ενορχηστρωμένες, με [παρα]πλανητικές εισαγωγές. Η επίδραση του Χατζιδάκι αντανακλάται άμεσα στον τρόπο που χειρίζονται και μετουσιώνουν ζωντανά το δικό τους υλικό, παρότι δεν ενθουσιάστηκα ποτέ με τη σχετική τους μελέτη.
Δε λείπουν φυσικά ούτε τα κλασικά σουξέ, ξανακοιταγμένα αλλιώς όπως προείπα, κι εκεί ο ενθουσιασμός των φαν είναι σίγουρα μεγαλύτερος, κυρίως των παλαιότερων εξ ημών. Υπάρχει διάχυτη πολλή νοσταλγία [memory comes back & nostalgia, you lazy man] που υποδαυλίζεται απ' την πληθωρική παρουσία του Βασιλικού. Χοροί χοροπηδηχτοί στήνονται αυτοκλήτως και αυτόβουλα, ευτυχώς χωρίς γηπεδικές παρεκτροπές, αλλά υπάρχουν και κάποιοι ξυλάγγουροι τύποι να μαγαρίζουν το οπτικό μας πεδίο. Καθώς κι εκείνη η αταίριαστη ουρανοκατέβατη ντισκομπάλα.
Η διάρκεια του σετ απολύτως βρετανική: μία ώρα και δέκα λεπτά [the overlapping of the hour]. Ακολούθησαν δυόμισι κομμάτια για ανκόρ, μισοριξιά θα έλεγα, κι έπειτα τα ηχεία επιστρέφουν στη ρουτίνα της μουσικής κονσέρβας. Έξω ο παγερός αέρας μας περίμενε, αλλά η καρδιά μας είναι πια αρκετά ζεστή για να μασήσουμε.