Arctic Monkeys/The Hives/Willie J Healey/The Vaxtones
Μια συναυλία είναι πάντα κάτι παραπάνω από το καθαρά μουσικό κομμάτι. Του Μάνου Μπούρα
Ανάμεσα στις δεκάδες συναυλίες που ανακοινώθηκαν και τελικά έγιναν φέτος το καλοκαίρι, εκείνη των Arctic Monkeys ήταν σίγουρα η πιο πολυαναμενόμενη. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να καυχηθεί ότι ξεπούλησε έναν χώρο όπως την πλατεία Νερού σε λίγες μόνο ώρες; Γεγονός που ανάγκασε τους διοργανωτές να βάλουν και δεύτερη ημέρα που πήγε επίσης πολύ καλά σε θέμα προσέλευσης κόσμου, το οποίο μας έβαλε σε σκέψεις: είναι όντως τόσο δημοφιλείς οι Arctic Monkeys στη χώρα μας; Προφανώς και είναι, δεν αμφιβάλλουμε επ’ αυτού, το πραγματικό ερώτημα είναι «πότε έγιναν;». Την προηγούμενη φορά που είχαν έρθει στη χώρα μας, τον Ιούλιο του 2018, δε θυμάμαι να υπήρξε αντίστοιχα εκκωφαντικό sold out, ούτε καν ο κόσμος να είχε συρρεύσει τόσο μαζικά για να τους παρακολουθήσει. Ασφαλώς ήταν ήδη μία τεράστια μπάντα σε παγκόσμιο επίπεδο, και από τότε ζητούσαν ζαλιστική αμοιβή για να έρθουν να παίξουν, αλλά από τότε τι έχει μεσολαβήσει; Δύο ακόμη νέοι τους δίσκοι, που όμως δεν θα τους συγκαταλέγαμε ούτε στους καλύτερούς τους, ούτε και στους πιο δημοφιλείς τους. Για να είμαι περισσότερο ακριβής, ο ένας απ’ αυτούς, το ‘Tranquility Base Hotel + Casino’ είχε μόλις κυκλοφορήσει και είμαστε ήδη τότε ελαφρώς μουδιασμένοι με όσα είχαμε ακούσει σ’ αυτό. Τι ακριβώς ήθελαν να παραστήσουν με τον δίσκο αυτό οι Arctic Monkeys; Πού το πήγαιναν; Και το κυριότερο, πώς την είχε δει ο Alex Turner να μας το παίζει ξαφνικά ζεν πρεμιέ του μουσικού κυκλώματος;
Εκ του αποτελέσματος, διαπιστώσαμε ότι μετά από 13 (στο σημείο εκείνο) χρόνια πορείας, είχε χρησιμοποιήσει το δικαίωμα του να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι που είχε δοκιμάσει εν μέρει με τους Last Shadow Puppets και του είχε βγει, και είπε να το εφαρμόσει και στα πλαίσια της κανονικής του μπάντας. Και, τι έκπληξη! Του βγήκε και με τους Arctic Monkeys! Ασφαλώς υπήρξαν κι εκείνοι που δεν τους άρεσε η στροφή του(ς) αυτή, θεώρησαν πως δε συνάδει μ’ εκείνο που έχουν καταχωρημένο στο δικό τους μυαλό ως ΑΜ και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το σκάφος, ψάχνοντας για διαφορετικές συγκινήσεις αλλού. Πολλοί όμως έμειναν, ίσως και από περιέργεια, να δουν που το πάει ο μπαγάσας τελικά και κατά πόσο αξίζει να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τα βήματα αυτού του ιδιοφυούς το δίχως άλλο καλλιτέχνη και δημιουργού. Ανάμεσά τους και ο γράφων, που τείνει γενικά να μην εγκαταλείπει εύκολα όσους τον έχουν εντυπωσιάσει σε κάποια δεδομένη στιγμή με τις μουσικές τους, πολύ δε περισσότερο όσους τον έχουν πείσει ότι οι δίσκοι που έχουν γράψει δεν ήταν προϊόν συγκυρίας ή παροδικής έμπνευσης αλλά αληθινά έργα ορμητικής ιδιοσυγκρασίας και σαρωτικής ροκ εν ρολ κατάκτησης!
Σήμερα, εν έτει 2023, έχει μεσολαβήσει ένα ακόμη άλμπουμ, με τον αινιγματικά αδιάφορο τίτλο ‘The Car’ και μια εξίσου χλιαρή συνθετική στάμπα. Δεν ξέρω αν δηλώνει παροδική αδυναμία να εξακολουθεί να συναρπάζει με τα τραγούδια του ο Turner, αλλά στα δικά μου αυτιά δεν είναι ένας πολύ καλός δίσκος, είναι ένας οριακά καλός δίσκος. Μου βγάζει μία τρομερή αμηχανία, μια παγίδευση σε στενά όρια του στυλ από το οποίο απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η ουσία. Το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτή η μεταστροφή τους ηχητικά, με κομμάτια που δεν έχουν ξεσπάσματα και όπως δείχνουν στους δίσκους δυσκολεύονται να μεταφραστούν σε οτιδήποτε συναρπαστικό σε «ζωντανό» περιβάλλον, θα μπορέσει να κερδίσει το υπάρχον ακροατήριό τους, ή ακόμη σημαντικότερα, αν θα καταφέρει να κερδίσει ένα νέο(τερο).
Η πραγματικότητα έδειξε ότι το γκρουπ – ή ο Alex, όπως προτιμάτε – ξέρει κάτι παραπάνω από όλους εμάς, κάνει κάτι πολύ καλά που εμείς δε μπορούμε πιθανώς να συλλάβουμε, και συνεχίζουν σα γκρουπ την καριέρα τους με αξιοζήλευτη ακρίβεια και χάρη. Όπως απέδειξαν εκείνο το βράδυ, όχι μόνο παραμένουν μια εξαιρετική μπάντα να δει κανείς επάνω στη σκηνή, αλλά κι ένα όνομα που με μαεστρία σε οδηγεί σε διαφορετικά μονοπάτια κατά τη διάρκεια των δύο πάνω κάτω ωρών που βρίσκονται εκεί, παραχώνοντας ανάμεσα στα κομμάτια που τους έκαναν γνωστούς κι όλα αυτά τα αμφιλεγόμενα crooning περάσματά τους σε ένα αφτιασίδωτο συνεχές. Δεν πιστεύω ότι στράβωσαν πολλοί με όσα έπαιξαν εκείνο το βράδυ, αυτό που είδα εγώ ήταν χαμογελαστά πρόσωπα από την αρχή μέχρι και το τέλος του σόου και ένα ακροατήριο σε κατάσταση πανικού σ’ ολόκληρη τη διάρκεια των 21 τραγουδιών που έπαιξαν.
Είπα αρχή κι ας πιάσουμε τα πράγματα από εκεί:
Ξεκίνημα με τους Vaxtones, ένα ολοκαίνουργιο εγχώριο ποπ σχήμα στο δεύτερο μόλις live του. Αν πιστεύετε ότι μια μεγάλη σκηνή θα μπορούσε να «καταπιεί» ένα γκρουπ σε τέτοια πρώιμη φάση, να σας καθησυχάσουμε λέγονται ότι τα μέλη τους προέρχονται από γνωστές άλλες μπάντες του παρελθόντος, οπότε υπήρχε άνεση και εμπειρία στη σκηνική τους παρουσία. Στην περίπτωση δε της τραγουδίστριας Ελένης Etten Τζαβάρα (που αγαπήσαμε από τη συμμετοχή της στους Film) έχουμε μια εξαιρετικά άνετη περφόρμερ, πέρα από καταπληκτική βοκαλίστρια, που έκανε τη δουλειά της να φαίνεται πραγματικά εύκολη. Είχε δε να υποστηρίξει όμορφες συνθέσεις, παρμένες από το ντεμπούτο τους που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο ‘Never Ending Story’, με έντονο ποπ χαρακτήρα μιας Sarah αισθητικής αλλά όχι αυστηρά μόνο, μα και αναφορές σε είδη όπως το rockabilly ή μέχρι και η americana. Τέλος, το γεγονός ότι έπαιξαν σε ήδη μεγάλο ακροατήριο κάτω από τη σκηνή τους, με κάνει να αναρωτιέμαι αν το μυστικό της ύπαρξής τους έχει κιόλας διαρρεύσει, κι έτσι να εξηγείται πως τόσος πολύς κόσμος είχε προσέλθει τόσο νωρίς για να τους δει.
Τον Willie J Healey δεν τον γνώριζα όταν ανακοινώθηκε. Άκουσα λίγο τη μουσική του για να ξέρω τι να περιμένω και δε μου άρεσε εξ αρχής. Εξακολουθεί να μη μου αρέσει και τώρα που τον είδα live, να παίζει κάτι αδιάφορα τραγούδια που δεν είχαν να τα πιάσεις από πουθενά. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ενθουσίασαν ένα μέρος του κοινού που ζητωκραύγαζε μετά από κάθε τέλος τους, εκεί που για ορισμένους για εμάς το τέλος αυτό ήταν λυτρωτικό. Μέχρι να έρθει το επόμενο κομμάτι, και ούτως καθ’ εξής. Μέχρι που ήρθε το τελειωτικό τέλος και ακόμη και η μπύρα που πίναμε απέκτησε καλύτερη γεύση. Και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι στη θέση αυτή του φεστιβάλ βρέθηκε λόγω κάποιου ατζέντη που τον πιστεύει και τον έδωσε πακέτο μαζί με τα υπόλοιπα ονόματα του line up.
Για πολλούς από τους θεατές της βραδιάς, οι Σουηδοί Hives που ακολούθησαν ήταν η μεγάλη αποκάλυψή της. Δε θέλω να το παίξω έξυπνος, μα όχι για εμένα: έχω παρακολουθήσει ολόκληρη την καριέρα τους και είχα παρακολουθήσει παλιότερα ένα dvd τους με τίτλο ‘Tussles In Brussels’ με μία live τους εμφάνιση, όπου είχα δει ότι οι άνθρωποι επάνω στη σκηνή είναι αληθινοί δυναμίτες! Μουσικά είναι δεδομένη η αγάπη τους για το αγνό ροκ εν ρολ, με μοναδικό επιπρόσθετο κάποια γκαράζ χρώματα – πώς αλλιώς θα μπορούσες να περιγράψεις τη μουσική τους παρά μόνο σαν maximum rock ‘n’ roll; - οπότε το μόνο στοιχείο τους που ίσως να σου διαφεύγει είναι πόσο καταιγιστικά κι ευρηματικά τη μεταφέρουν επάνω στη σκηνή. Σκηνικό και κοστούμια σεταρισμένα, ασπρόμαυρα με μια αστραπή να τα διαπερνούν, κι ομοίως αστραπές μοιάζουν να στέλνουν κι αυτοί από το πάλκο κάθε φορά που παίζουν. Αιχμή του δόρατός τους ο τραγουδιστής Pelle Almqvist, ένας σόουμαν με όλη τη σημασία της λέξης, που ξέρει να κρατάει το ακροατήριό τους στην παλάμη του και να το κάνει να περνάει καλά. Ιδρώνει και ξεϊδρώνει, το ίδιο και οι από κάτω που δε σταματούν να χορεύουν στο ρυθμό που υπαγορεύει αυτός και η καλοκουρδισμένη μπάντα του, μια μπάντα που απείχε από τη δισκογραφία κάποια χρόνια κι επέστρεψε να πάρει τα κεφάλια που δεν είχε αφαιρέσει όταν τάραζε παλιότερα τα νερά με υπέροχα κομμάτια σαν το ‘Hate To Say I Told You So’ ή το ‘Walk Idiot Walk’, που ασφαλώς έπαιξαν μαζί με αρκετά άλλα. Οι ίδιοι οι Arctic Monkeys επικροτούν, ο ντράμερ των τελευταίων Matt Helders ανέβηκε μαζί τους να παίξει κι αυτός παρέα με το δικό τους ντράμερ στο νέο τους σινγκλ ‘Rigor Mortis Radio’, σημειολογική λεπτομέρεια που δηλώνει απλά ότι ένα τέτοιο γκρουπ ΠΡΕΠΕΙ να γίνει μεγάλο, αν έχει μείνει έστω κι ελάχιστη δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο και τον επόμενο κτλ κτλ…
Και μετά ήρθε η ώρα να παίξουν οι πρωταγωνιστές, κι ανέβηκε επάνω στη σκηνή ο Alex Turner κι αφαίρεσε το οξυγόνο από το χώρο. Είναι αφάνταστα χαρισματικός ο τύπος, κι όποιος δεν το βλέπει, θα είναι επειδή στέκεται μακριά από τη σκηνή, μιας που το χώρο μπροστά του έχουν καταβροχθίσει μια ατελείωτη στρατιά από νεαρά κορίτσια που έχουν έρθει από νωρίς κι έχουν εξασφαλίσει το χώρο που τους αναλογεί για να απολαύσουν όπως πρέπει το αγαπημένο τους είδωλο. Γιατί τι άλλο είναι ο Alex Turner παρά ένα νεανικό είδωλο; Έτσι αποδεικνύεται από την ποιότητα του κόσμου που κατέκλεισε την πλατεία Νερού, κι αυτό είναι από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία που κράτησα εκείνο το βράδυ. Δεν περίμενα βέβαια κάτι άλλο. Θα σταματούσε ο κόσμος να ακούει μουσική, τώρα που ακόμα και οι πιο «πρόσφατοι» ήρωές μας όπως καλή ώρα οι ΑΜ εικοσαρίζουν σε παραγωγική ηλικία; Όχι βέβαια, η ζωή συνεχίζεται παράλληλα με τη γκρίνια όσων επιμένουν ότι δε βγαίνει πια καλή μουσική, οι νέοι ακροατές δεν ψάχνονται όπως εμείς, δεν αγοράζουν τη μουσική τους, δεν απολαμβάνουν τις συναυλίες αλλά προτιμούν να τις παρακολουθούν μέσα από τα κινητά τους και δεν ξέρω τι ακόμα. Βαρέθηκα και μόνο που τα έγραψα όλα αυτά, οπότε πάμε σε κάτι απείρως συναρπαστικότερο.
Αυτό που παρουσίασαν εκείνο το βράδυ οι ΑΜ για παράδειγμα, ένα υποδειγματικό σετ μουσικής παιγμένο με άπιαστη επιδεξιότητα και ισορροπία ανάμεσα στις εκρηκτικές και πιο mellow εσχάτως στιγμές τους. Φοβόμουν ότι αν επικεντρώνονταν στους πρόσφατους δίσκους τους, όπως κάνουν οι περισσότεροι καλλιτέχνες εξάλλου, η συνολική εικόνα της συναυλίας θα ήταν υποτονική, αλλά αποδείχθηκε πως καμία σχέση. Δεν άφηναν περιθώριο να βαρεθείς, κάτι ενδιαφέρον σε περίμενε στη γωνία αν παρ’ ελπίδα κάποτε είχες χαλαρώσει και ήθελες να ανέβουν οι εντάσεις. Αν τα τέσσερα εναρκτήρια λεπτά της συναυλίας με το ‘Sculptures Of Anything Goes’ λοιπόν σου φαίνονταν κακή ιδέα για να ξεκινήσει μία οποιαδήποτε εμφάνιση, ερχόταν σαρωτικά στη συνέχεια το ‘Brianstorm’ για να σε καθησυχάσει ότι όλα θα εξελιχθούν λαμπρά, απλά έχε τους εμπιστοσύνη και ο καπετάνιος θα σε πάει ένα πρίμο ταξίδι. Το setlist εξάλλου ήταν ποικίλα δοκιμασμένο: αντλώντας την πλειοψηφία των κομματιών από το ακρογωνιαίο άλμπουμ ΑΜ, αυτό που ουσιαστικά τους καθιέρωσε κι εξακολουθεί να τους φέρνει στρατιές νέων ακροατών, δε μπορεί να κάνεις λάθος. Βάλε σφήνα όπου βρεις κλασικές στιγμές του ρεπερτορίου σαν τα ‘Teddy Picker’, ‘The View From The Afternoon’ και ‘I Bet You Look Good On The Dancefloor’ (μεταξύ άλλων) και τι σου μένει να κάνεις; Να περιφέρεσαι στη σκηνή σαν ο φοβερότερος γκόμενος που υπάρχει, ένας δανδής που αρέσκεται πια εκτός από το να παίζει (ευκαιριακά πια) κιθάρα, να κάθεται στο πιάνο και να δείχνει μία πιο ευαίσθητη πλευρά που ίσως είχε μέχρι σήμερα διαφύγει στις γυναίκες, επειδή δεν είναι ακριβώς ο κωλοπαιδαράς που κάτι μέσα σου επιμένει πως είναι.
Αφήνοντας κατά μέρος όλα τα παραπάνω, μπορώ να μιλήσω για το καθαρά μουσικό κομμάτι, έτσι όπως το εξέφρασαν οι έξι μουσικοί που έπαιξαν μπάλα για να δώσουν σάρκα και οστά στα τραγούδια τους. Θεωρώ δύσκολο να βρεις τέτοιου βεληνεκούς συγκρότημα που να παίζει τόσο περίφημα, τόσο άρτια και με τέτοια ενέργεια, εξ ου και το στάτους που κατέχουν. Επειδή ορισμένα πράγματα δεν είναι καθόλου τυχαία, κι επειδή όταν τον ακούς να ερμηνεύει το ‘I Wanna Be Yours’, είσαι σίγουρος ότι δεν το ψιθυρίζει απλά ως ύμνο αγάπης αλλά απευθύνεται σε εσένα και μόνο, και το εννοεί.