Duran Duran & Massive Attack
Το μήνυμα υπερτερεί τελικά του μέσου; Η νοσταλγία καπελώνει το παρόν; Ή μήπως πρόκειται για ψευδοδιλήμματα; Γράφουν η Εύη Λαμπροπούλου, ο Άρης Καραμπεάζης και η Ελένη Φουντή
Η Εύη Λαμπροπούλου γράφει:
MASSIVE ATTACK ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΡΤΗΣ ΜΑΣ
Αν οι Massive Attack ήταν γκόμενος, θα ήταν ο πιο έξυπνος γκόμενος που είχες, ο πιο αισθησιακός, ρυθμικός, όλο μαστίγια, πούπουλα, βελούδο που θα σε υπνώτιζε. Θα τον ερωτευόσουν, που σε συγκινούν οι πολιτικοποιημένοι.
Ανυποψίαστη ήρθα. Δεν ήξερα ότι θα μας κάνουν χάλια.
Μια γυναίκα μπροστά μου κρατάει ένα μαντήλι παλαιστινιακό καρό λευκόμαυρο, ίδιο με του Horace Andy, και το ανεμίζει όταν αναφέρεται η λέξη Γάζα. Έχει πολλές ευκαιρίες διότι οι Massive Attack όλο το βράδυ θυμούνται την Παλαιστίνη.
Μάλλον είναι άγγελοι που κατεβάζουν μουσική από τα σύννεφα, κάτω στη γη. Άγγελοι ντοκουμέντων. Πάρτε αγγελική μουσική, βία σατανική, μαθήματα ιστορίας, υποσυνείδητα μηνύματα. Ξεκίνησαν από το Μπρίστολ ως μείγμα λευκών και μαύρων, ως φτωχή ντιτζεική κολεκτίβα, με συλλογική συνείδηση δηλαδή, που δεν έχασαν στην πορεία. Την έχουν ακόμα! Νιώθουν. Δεν είναι στο μονωμένο πυργοστούντιό τους να δημιουργούν μακριά από την πλέμπα. Αντιλαμβάνονται ότι είμαστε μέρη του ίδιου κέικ. Και κάνουν κάτι γι’ αυτό.
Angels
Στο “Angel” λικνίζομαι ελαφρά σα σε μήτρα. Στην πέμπτη σειρά από τη σκηνή. Μυσταγωγικό και υπνωτισμένο με κρατάει στα κάγκελα. Το ζεστό μπάσο μου κουνάει αυτιστικά τον αυχένα μπρος πίσω. Νιώθω τη γκρούβα με τον παλιό τρόπο: το μπάσο. Τριπάρω δίχως ναρκωτικά. Τριπχοπάρω.
Λες και το τραγουδάει άγγελος. Ακούω μια γυναικεία φωνή και βλέπω έναν τζαμαϊκανό roots, τον Horace Andy. Λέω ότι η φωνή, μπα, δε βγαίνει από αυτό το σώμα. Πείθομαι ότι η φωνή ειν’ αληθινή όταν ο Horace το τραγουδάει μπροστά μας. Το “Angel” είναι το “Glory Box” είναι το “Common people”. Το σημείο που τα θαύματα συναντιούνται.
Στα “Safe from harm” και “Unfinished Sympathy” – πώς γεμίζει η μαύρη φωνή της Deborah Miller το χώρο! Όταν η Elizabeth Fraser τραγουδάει το “Teardrop”. Ω!
Όμως: το “Song to the siren” μου φαίνεται βαρετό. Συνοδεύεται από ωραία απλωμένα ντλον ντλον της κιθάρας. Όμως δεν είναι “Massive Attack”, μοιάζει με γέμισμα. Για να κάνει διάλειμμα η υπόλοιπη μπάντα: αφού ο Horace και τα παιδιά πήγαν για τσιγάρο.
Στο “Karmacoma” βγαίνουν τα μαστίγια. Το υπέροχο ντοκιμαντερίστικο υλικό του Adam Curtis ρέει από τις οθόνες στην κούτρα μας. Σκάνε Πούτιν και Τραμπ. Βόμβες που καταστρέφουν την Ιαπωνία, την Αμερική, την Ουκρανία κι αφήνουν πίσω τους κουφάρια. Πληροφορίες που δεν θες να ξέρεις: Τόσα λεφτά δίνει η Αμερική στο Ισραήλ! Έλα Παναγιά μου. Στα πάνελ φέγγουν τα λόγια: “Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ξεκίνησε η παγκόσμια κρίση. Χτύπησαν σκληρά την Ιαπωνία και οι άνθρωποι άρχισαν να υποχωρούν σε έναν ψεύτικο κόσμο. Το ονόμασαν cosplay.” Πάρε και μια ψυχανάλυση της Ιαπωνίας για το μαζικό της τραύμα.
Κρέμομαι από τα χείλη τους. Φωνές με χαϊδεύουν στην καρδιά. Χαϊδέψτε μας κι άλλο, το χρειαζόμαστε. Οι προσδοκίες μου ξεπερνάν το μυσταγωγικό συναίσθημα που μου δίνουν οι ηχογραφήσεις τους. Αυτή η μπάντα φτιάχνει όνειρα.
Νοστάλτζια νοτ
Το αγαπημένο μου άλμπουμ τους, το «Mezzanine» του ‘98, διαπρέπει στο λάιβ. Λες και γράφτηκε χθες. Μπας και είμαι σε ‘νοστάλτζια λάιβ’; Δεν πιστεύω σ’ αυτόν τον όρο. Τα κομμάτια και τα βιβλία δεν έχουν ημερομηνία λήξης, δεν είναι γιαούρτια, που να πάρει. Όσοι ζουν παίζουν. Όσοι έχουν ψυχή. Έχει γέρους με ψυχή. Νέους χωρίς. Και τούμπαλιν. Η ψυχή δεν έχει ηλικία. Το νέο δεν είναι πάντα φρέσκο. Το να χαρακτηρίζουμε ‘νοστάλτζια μιούζικ’ οτιδήποτε παλιό, είναι ρατσιστικό. Προσβλητικό.
Είναι ζωντανοί, ψυχή τε και σώματι. Όπως έγραφα για τους Pulp, είναι στο εδώ και τώρα. Ίσως επειδή ήταν 25 χρόνια μπροστά από την εποχή τους.
Όσο γι’ αυτόν που την επομένη είπε, ‘Φλαταδούρα ήταν’, τι περίμενε δηλαδή, ροκ πανηγύρι;
Πήγες αγόρι μου στους Massive Attack και τους είδες φλατ; Μα δεν πήγες στους Chemical Brothers. Έλα Παναγιά μου. Μια που την αναφέραμε, εγώ δεν είδα συναυλία. Είδα χιλιάδες ευλαβικούς. Προσκύνημα είδα.
Κάποιος είπε ότι πετάνε εύπεπτα μηνύματα για την πλέμπα. Ναι, ίσως, αλλά πόσο συχνά τα κοιτάμε κατάματα; Ε;
Μέσα στην τέχνη τους είναι αφομοιωμένη η πολιτική στάση. Είναι φορμαλιστές. Το μήνυμα βγαίνει απαλά, φυσικά, σαν εκπνοή. Συλλογικότητα, ψιθυρίζει η μπασογραμμή. Κο-λέ-κτιβ. Τι;
Βαριέσαι; Εσύ που πλήρωσες 65 ευρώ για να αντικρίζεις όλο το βράδυ τη Γάζα; Βαριέσαι; Μήπως δεν είναι αρκετά ευχάριστοι; Μήπως δε θα κοιμηθείς το βράδυ; Δεν πειράζει. Δε θα γίνουν οι “Massive Attack” άλλο ένα ζάναξ στη μάσιβ λησμονιά που μας κυκλώνει. Μακάρι να προβάλανε και το τρένο, τη μεγάλη ελληνική τραγωδία που πέρασε στο ντούκου.
“Πώς ήταν το κοινό; Είχε καθόλου κάγκουρες;” λέει ο Χ.
Κάγκουρες όχι. Το τριπ χοπ τραβάει μεταλάδες, χιπχόπερς, γκοθάδες, αξιότιμους κύριους χίπηδες. Οι εφηβικοί ήρωες του παλιού μας ΜΤV, πριν το καταλάβουν οι Καρντάσιανς, έχουν κοινό εκλεπτυσμένο, σα φυλή από παράλληλο σύμπαν. Οι ανησυχίες μας καθρεφτίζονται στο βίντεο γουόλ πυκνές σα χαικού. Διαφεύγουσες σα γλιστερά ψάρια. Αντίο κι ευχαριστούμε για τα ψάρια.
/
Ξανακούω το “Angel” στο σπίτι, στους σαράντα βαθμούς με το βρακί. Αγγελοκομμάτι επουράνιο. Μετά θυμάμαι την πυκνότητα πληθυσμού στη Μαριούπολη όταν βομβαρδίστηκε. Φρικάρω. Οπότε με σκέφτομαι στη θάλασσα με μαγιό. Θυμάμαι ότι χθες, στο βίντεογουολ, δείχνοντας τύπους στα γυμναστήρια και σε γκλάμορους σπίτια, έπεσε η φράση:
“Παίξαμε τα όνειρά μας και φανταζόμασταν ποιοι θέλαμε να γίνουμε.”
[Μπονταίοι. Μοιραίοι. Πλούσιοι.]
Καθώς μετράω προβατάκια, ο Μπιν Λάντεν καβαλάει την καμήλα του. Ο Πούτιν το καλάμι του. Άντε να κοιμηθείς τώρα. Στριφογυρνάω μόνη στο ατομικό μου σπίτι, όπου μου ανέβασαν το νοίκι αβάσταχτα, κερδοσκοπικά, ατομικιστικά. Η Υπόσχεση του Ατομικισμού, φέγγει σα χαϊκού στο κεφάλι μου.
“Η υπόσχεση του ατομικισμού
Ότι θα βρεις ευτυχία μέσα στο δικό σου κεφάλι
Πας βαθιά
Αν και μπορεί να μην υπάρχει τίποτα εκεί.”
/
ΥΓ. Μπήκα τσάμπα στη ζούλα & proud of it. Θεωρώ απαράδεκτες τις τιμές των εισιτηρίων. Αν είναι να συνεχίσουμε τις συναυλίες, θέλουμε τουλάχιστον ένα ΦΕΣΤ-PASS. Ή λογικές τιμές. Όπως για τη φέτα, το λάδι, τις ασφάλειες αυτοκινήτων, τα νοίκια. Αν είναι να συνεχίσουμε. Γενικώς.
(Η Εύη Λαμπροπούλου έχει εκδώσει τα βιβλία Χάπι Λου, Σχεδόν Σούπερ, Όλα τα μήλα, (εκδ. Κέδρος), το πρότζεκτ Heart, not Shoes! Ετοιμάζει ποιητική συλλογή. Τελειώνει μια νουβέλα για το Μπερλίν. Αρθρογραφεί ολούθε.)
Ο Άρης Καραμπεάζης γράφει:
Music For The Massive & Systems Of Romantics
Όσοι τυχόν έτυχε να (παρά) βρεθούμε στα πρώτα χρόνια του περιβόητου Primavera Sound της Βαρκελώνης (του ορθόδοξου δηλαδή, αφήστε τα υπόλοιπα που ήρθαν μετά), γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το φεστιβάλ δεν στάθηκε στα πόδια του ούτε την στιγμή που έκανε το άνοιγμα στον όποιο νέο ήχο, ακολουθώντας προφανώς τις επιταγές του Coachella και αντίστοιχα της καθετοποιημένης, όσο και παγκοσμιοποιημένης (ψεκ όρος, αλλά ισχύει), βιομηχανίας των συναυλιών, που δεν ξεχωρίζει ξερά από χλωρά, ούτε πολύ περισσότερο όταν έκανε παιχνίδι με τους κάθε λογής influencers και γενικώς με τις όποιες τάσεις και στάσεις των καιρών. Πιθανόν σε κάθε ένα από τα επιμέρους αυτά σημεία το φεστιβάλ να γιγαντώθηκε. Για να φτάσει μέχρι εκεί όμως, ήταν απολύτως απαραίτητο το κάθε επόμενο μεγάλο όνομα από το παρελθόν, που είτε έζησε, είτε δεν έζησε στιγμές δόξας σε πραγματικό χρόνο, να ενθρονιστεί σε μία από τις -συνήθως μεγάλες- σκηνέςτου Primavera Sound.
Απολύτως επιβεβαιωτικές για όλα τα παραπάνω οι εμφανίσεις προ δεκαπενταετίας και βάλε πλέον των My Bloody Valentine, των Pixies, των Pavement, αλλά υπό διαφορετική λογική ακόμη και αυτή του Neil Young. Που παρότι βέβαια δεν περίμενε το Primavera για να ανέβει στον όποιο θρόνο του, εν τούτοις δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς, ως οριακή για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, την συγκυρία κατά την οποία οι εφτά και βάλε σκηνές ενός προχωρημένου (τότε) indie (τότε) μουσικού φεστιβάλ (ακόμη ίσως, ανέστειλαν για ένα δίωρο την λειτουργία τους προκειμένου να βρεθεί στην κεντρική σκηνή ο Πατριάρχης του Εναλλακτικού Ροκ ήχου, χωρίς τίποτε να συμβαίνει στα πέριξ. Ακόμη και για να γίνει αυτό όμως, χρειάστηκε να έρθει το περιβόητο πλήρωμα του χρόνου. Το 2005 κανείς ακόμη δεν έβλεπε με καλό μάτι ακόμη και τους νεόκοπους των δεινοσαύρων, και κάπως έτσι οι New Order είχαν βρεθεί σε μία ημέρα που οριακά μάζεψε 5-6 χιλιάδες κόσμου (hint: οριακά πριν τους Pulp εγκαινίασαν τα πρόσκαιρα πενταετή διαλείμματα μέχρι το επόμενο reunion).
Αυτά συνέβησαν τότε, και είχαμε έγκαιρα επισημάνει ότι καλώς, κακώς ή χειρότερα, δεν μένει πλέον ούτε χρόνος, ούτε περιθώρια να ασχολούμαστε με το αν τα reunion ή/και τα συγκροτήματα που δεν παύουν να υπάρχουν ποτέ, κάνουν καλό ή κακό στο rock κλπ. Ο βασικός κύκλος έκλεισε. Το διακύβευμα δεν ήταν (και πολύ περισσότερο δεν είναι σήμερα) τι θα κάνουμε με τους παλιούς, αλλά τι θα κάνουν οι όποιοι νέοι.
Και επειδή πλέον έχουμε 2024, η πρόσφατη ροκ ιστορία απέδειξε (και ξαναλέμε πως υπό την ομπρέλα του ροκ δεν εννοούμε μόνο το ροκ-εν-ρολ υπό τα διάφορα παρακλάδια του, εννοούμε ακόμη και τον Aphex Twin- τυπικό πλέον το παράδειγμα) ότι η φουρνιά που μας είχε ξεσηκώσει τόσο στα 00s, όσο και πολύ περισσότερα στα 10s ελάχιστα πράγματα κατάφερε να αφήσει πίσω της, οι περισσότεροι είναι δικαίως αγνοούμενοι πλέον. Για να ακριβολογώ θα αντιγράψω ακριβώς από μία συζήτηση που είχαμε περί τούτου με τον Χάρη Συμβουλίδη «Το rock ‘n’ roll σε οξύ έμφραγμα έφτασε με αυτούς τους έντεχνους από Αγγλία και Αμερική». Και παραμένει σε κώμα, θα πρόσθετα.
Ποιο είναι λοιπόν το κάρμα μας, μέσα σε αυτό το κώμα; Απλώς και μόνο να επενδύουμε σε εσωτερικά σεφερλικά λογοπαίγνια για να δικαιολογήσουμε ότι τριάντα τόσα χρόνια ακόμη βλέπουμε τους Massive Attack (βαριέμαι να βάζω το -X), διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι πρεσβεύουν με κάποιον ιδιόμορφο τρόπο τον νέο ή έστω τον αναλλοίωτο ήχο και ρυθμό; Το dubstep που ακριβώς βρίσκεται, πίσω μας ή μπροστά μας;
Εδώ και μέρες προσπαθώ να μην αντισταθώ στον πειρασμό να σταχυολογήσω τα όσα αρνητικά έως και ψυχροπολεμικά άκουσα και διάβασα για την εμφάνιση των Massive Attack στο Release το βράδυ της 17ης Ιουλίου 2024 (το γράφω για να μην μπερδεύονται οι μελλοντικές γενιές): διδακτικοί σε βαθμό κακουργήματος, χωρίς χιούμορ, μας καταπλάκωσαν οι οθόνες, απλουστευτικοί, αδιάφοροι για την μουσική, την οποία και εξανάγκασαν να οπισθοχωρήσει μπροστά στην προπαγάνδα κλπ κλπ. Τελικώς, ολοκληρωτικοί; Είναι οι νέοι Kraftwerk υπό παλαιστινιακό μανδύα; Ξανά μανά για τους Εβραίους, και χωρίς Νταλάρα. Θα έχουν ανάγκη φαίνεται.
Και επειδή καλώς ή κακώς έχω μάθει να σκέφτομαι σωρευτικά, κάθε φορά που τα βάζω το ένα πάνω στο άλλο καταλήγω όχι στο προφανές περί του ότι όλοι όσοι τα λένε όλα αυτά, γιατί στο καλό πήγαν να δουν και να ακούσουν τους Massive Attack τελικά (θα πήγαινε ποτέ ο Μητσοτάκης σε μια συγκέντρωση του Κουτσούμπα;), αλλά στο παράδοξο περί του ότι ακριβώς αυτές οι ενστάσεις/αντιρρήσεις είναι που καθιστούν απόλυτα επιτυχημένη την εμφάνιση των Massive Attack συνολικά στο πολιτικό/ιδεολογικό πλαίσιο που και έχει επιλέξει και έχει εξελίξει το συγκρότημα εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια πλέον, και για το οποίο παραπέμπω απλώς στα όσα έγραψε εδώ ο Παναγιώτης Μένεγος. Όλα τα υπόλοιπα τα αφήνω στην άκρη. Καλώς ενοχλήθηκαν όσοι ενοχλήθηκαν. Αν δεν ενοχλούνταν, θα υπήρχε πρόβλημα.
Σε όλα τα υπόλοιπα, δεν βλέπω ποιος μπορεί να έχει αντιρρήσεις στο ότι οι Massive Attack του 2024 έχουν κερδίσει το στοίχημα (με ποιους;) σε κάθε άλλο επίπεδο στο οποίο δύναται να κριθεί η μουσική τους (ηχητικά, αισθητικά, εκτελεστικά). Και δεν αναφέρομαι απλώς στο στοίχημα με τον χρόνο, αλλά ακριβώς στο κρίνονται εκτός χρόνου, αλλά και όχι εκτός τόπου θεωρώ, καθώς παραμένουν γνήσια βρετανοί στην πολυεθνική τους φράξια ιδεών και προσώπων. Άραγε όταν παίζουν στην Αμερική τους πληροφορούν με τέτοιο ολοκληρωτικό τρόπο για το που καταλήγει μεγάλο μέρος του ΑΕΠ τους;
Με ποιον χρόνο όμως αναμετρώνται τελικά; Η απάντηση τους επί σκηνής δεν είναι και τόσο σαφής, καθώς τους αφορά μεν ο παρών χρόνος, αλλά δεν ακούγονται να έχουν αφήσει πίσω τους τον χρόνο πραγματικής δημιουργίας του κάθε επιμέρους ήχου με τον οποίο στιγμάτισαν την ιστορία της ηλεκτρονικής/ ποπ και εν τέλει της ίδια της ροκ μουσικής, στη διασταλτική ερμηνεία στην οποία επιμένουμε να την εξετάζουμε.
Και αυτό, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι έχουν ήδη περάσει 26 χρόνια από την τελευταία φορά κατά την οποία η μουσική των Massive Attack είχε πραγματικά σημασία για την ιστορία της μουσικής (και μάλιστα εκείνη την τρίτη φορά - στο ‘Mezzanine’- το πέτυχαν χωρίς το άγχος/ θρίαμβο του να ‘αλλάξουν’ την ιστορία, όπως έκαναν τις δύο προηγούμενες φορές). Αρκούν τρεις δίσκοι και μια κουτσουρεμένα γεμάτη δημιουργική δεκαετία; Μια ματιά στη δισκοθήκη του, είναι ικανή να πείσει τον καθένα ότι αρκούν και με το παραπάνω.
Από εκεί και πέρα, χωρίς πολλά πολλά, η εμφάνιση των Massive Attack στη σκηνή του Release μπορεί να μην ήταν η καλύτερη εμφάνιση τους στη χώρα μας (τα ηνία της πρώτης φοράς, δύσκολα να αλλάξουν), αλλά ήταν σίγουρα η πλέον ηγεμονική εμφάνιση τους, και ακριβώς αυτό είναι που πρέπει να γίνεται –-έστω και για μία και μόνη φορά- από κάθε γκρουπ που καλείται να υπερασπιστεί την ιστορία του ως λόγο ύπαρξης στο παρόν. Οι Massive Attack του 2024 καταφέρνουν να μην είναι ένα nostalgia act, ακριβώς επειδή το 1991, το 1994 και το 1998 είχαν καταφέρει να δουν το μέλλον με τρόπο που ήταν προδιαγεγραμμένο ότι ποτέ δεν θα χρήζει οιασδήποτε αναθεώρησης.
Ακριβώς στην μέση του set, η Liz Fraser επέστρεψε στην σκηνή για να παγώσει τον χρόνο με το ‘Song To The Siren’. Το γιατί έγινε αυτό με ένα τραγούδι που δεν ανήκει στους Massive Attack, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναλυθεί, είναι κοινώς παραδεκτό ότι το τραγούδι αυτό ανήκει εδώ και πολλά χρόνια στην Liz Fraser (ποιος είπε κάτι για το ‘Hurt’ και τον Johnny Cash παρακαλώ;).
Τι μπορούμε να γράψουμε λοιπόν για να περιγράψουμε την στιγμή, που δεν θα το γράψει – φαντάζομαι- η Εύη Λαμπροπούλου; Έχει σημασία το αν η μπάντα από πίσω της ήταν σε φόρμα ή σε διατεταγμένη υπηρεσία; Έχει σημασία αν στο αμέσως προηγούμενο ή/και στο αμέσως επόμενο φεστιβάλ, ο χρόνος πάγωσε και θα παγώσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο;
Και αυτά έχουν σημασία. Έχουμε συναίσθηση τι βλέπουμε και τι ακούμε. Γνωρίζουμε ότι οι Massive Attack ακολουθούν τους κανόνες μιας τεράστιας επαγγελματικής παραγωγής (δεν σας είδα όμως και στο χύμα των Ratos De Porao το προηγούμενο βράδυ, εσάς που αγχώνεστε από τα αυστηρά χρονοδιαγράμματα). Είδαμε και εμείς τις φωτεινές επιγραφές των χορηγών, δεν ξεγελαστήκαμε ότι βρισκόμαστε στο Αντιρατσιστικό στο Γουδί, επειδή ακούσαμε μια-δυο φορές το ‘Λευτεριά στην Παλαιστίνη’. Αν πάντως υπάρχει έστω και μία/ένας που θεωρεί ότι κάπου ξεγελάστηκε σε αυτά τα τέσσερα λεπτά και πως έστω και χορηγούμενη η Fraser δεν άφησε κάτι από την ψυχή της ΚΑΙ σε αυτή την νιοστή εκτέλεση του τραγουδιού που όλοι ζουν για να ακούσουν κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωποι μαζί της, τότε πάσο. Τι να πούμε δηλαδή για το ‘Teardrop’, με το σαρωτικό τέλος. Εκεί άλλωστε είχαμε και τον προδιαγεγραμμένο θάνατο από την προπαγάνδα των video wall. Κανείς δεν έφυγε χωρίς να υποχρεωθεί να επιλέξει στρατόπεδο. Γενικώς εδώ που τα λέμε, παιδομάζωμα έκαναν οι Massive Attack, όχι συναυλία.
Και ήταν τέτοιο το μέγεθος της πίεσης που ασκήθηκε στο συνειδητό και το υποσυνείδητο μας, ώστε δεν μπορέσαμε να αντιληφθούμε ότι μέσα σε όλο αυτό τον πολιτικάντικο συρφετό που είχαν το θράσος να μας εξαναγκάσουν οι Massive Attack, υπήρξε χώρος για δύο μέχρι-και-ανέμελες-τις-λες στιγμές στο set τους.
Παρότι τα πολυβόλα της βιντεοδρομικής προπαγάνδας δεν σίγησαν στη διάρκεια των ‘Safe from Harm’ (ίσα, ίσα που εδώ έπεσαν τα ‘βαριά νούμερα’ των εξοπλιστικών) και ‘Unfinished Sympathy’, εν τούτοις και η άξια αντικαταστάτρια Deborah Miller, αλλά και η ίδια η άφθαρτη μετρική ακριβολογία των τραγουδιών σημάτων κατατεθέντων του συγκροτήματος, ακόμη και για αυτούς που δεν ξέρουν καν το συγκρότημα, υπήρξε παραπάνω αρκετή για ένα γνήσια μεταχρονικό χορευτικό δεκαπεντάλεπτο, κατά το οποίο η δύναμη του instant hit υπερβαίνει σταθερά αυτή του αβέβαιου μελλοντικού anthem, με την όποια σημειολογία τυχόν αυτό κουβαλάει. Κοινώς, όσοι διαμαρτύρονται ότι οι Massive Attack δεν τους άφησαν να χορέψουν όσο ήθελαν (και ενώ δήθεν ήθελαν), επειδή επέλεξαν να παίξουν προβοκατόρικα με το μυαλό τους, είναι σίγουροι ότι δεν πιστεύουν πως τους ψέκασαν στη διάρκεια της συναυλίας;
Κατά τα λοιπά, και επειδή έτυχε εντελώς πρόσφατα (και πάντως μετά την ημέρα της εμφάνισης των Massive Attack) να πάρει το μάτι μου βαρυσήμαντες διατριβές περί του γιατί και πως τα μεγάλα μουσικά φεστιβάλ επενδύουν τόσο πολύ στο metal, οι οποίες περιορίζονται στο να απαριθμούν τα… metal φεστιβάλ, καθώς η χώρα μας έχει παράδοση στο metal και ως γνωστόν ως χώρα τιμούμε τις παραδόσεις, να επισημάνω από την πλευρά μου και το εξής κενό νοήματος: αν το περιβόητο βράδυ της 17ης Ιουλίου οι Massive Attack έπαιξαν μπροστά σε 15.000 κόσμο (δεν μετράω σωστά ως γνωστόν), αυτό τελικά υπήρξε υπέρ τους, υπέρ των διοργανωτών του Release Festival, αλλά όχι τελικά και υπέρ του κοινού τους.
Καθώς από αυτούς τους 15.000, κατά μέγιστο το 1/3 είναι που μπορεί να ‘σηκώσει’ μια συναυλία των Massive Attack όσο της πρέπει, και μέχρι εκεί που πρέπει. Κοινώς, τον Λυκαβηττό θα τον είχαμε γκρεμίσει, περίπου εκεί στην διασκευή του ‘Rockwork’ των Ultravox, που κανείς μας δεν υποψιάζονταν ότι είναι το απολύτως απαραίτητο στοιχείο για να λάβει πραγματική υπόσταση το περιβόητο ‘shock shock’, που επιδιώκουν οι Massive Attack προς άπαντες, μυημένους, αμύητους και προκατειλημμένους υπό κάθε διάθεση. Το rock την έκανε την δουλειά του, σειρά σας τώρα. Ha!Ha!Ha! που θα έλεγαν και οι ίδιοι οι Ultravox.
Ευτυχώς για όλους μας, η αμέσως επόμενη βραδιά του φετινού Release Festival (και η τελευταία για όσους αποτάσσονται το metal ως άλλες Ελένες Λουκάδες) δεν είχε κανένα ιδεολογικό πρόσημο, καμία λευκή πολιτική επιταγή από το κοινό προς τους επί σκηνής δυνάστες τους, και προπάντων-ο-θεός-να-μας-φυλάει καμία προσταγή του τύπου «πάρε/κόκα/κόλα/κάψε/την/σημαία/του/Ισραήλ», που θα έλεγε εκ νέου και ο Τζίμης Πανούσης, που πάντα μας βοηθάει σε κάτι τέτοιες περιστάσεις.
Ή μήπως τελικά είχε και εμείς επιφανειακά την προσπερνάμε; Γράφαμε την προηγούμενη φορά ότι οι Duran Duran είναι συγκρότημα μυθοπλασίας, και ότι ελάχιστα απασχολούνται με την πραγματική ζωή, αλλά τελικά πόσο σίγουροι είμαστε ότι η μυθοπλασία τους δεν είναι μέσο αλληγορίας για την απροσδιόριστη ουτοπία της ιδανικής πραγματικής ζωής; Βαριά τα νοήματα Αρτέμη, Simon και λοιποί, ας μείνουμε στα γεγονότα.
Προσπαθώ να θυμηθώ αν έχει τύχει να δω κάποιο γκρουπ/καλλιτέχνη σε χρονικό σημείο κατά το οποίο θεωρείται ήδη ξοφλημένος/παρηκμασμένος, και με τούτα και με κείνα να τον ξαναδώ μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια. Μου έρχονται διάφορες περιπτώσεις, αλλά νομίζω καμία στο βαθμό των Duran Duran. Αν δε αναλογιστούμε τον θρίαμβο του 2005, για τον οποίο τα είπαμε ήδη, τότε ποια ακριβώς χρονοκάψουλα θα έπρεπε να βρεθεί για να διατηρήσει τους ‘από-καιρό-ξοφλημένους’ Duran Duran να θριαμβεύουν, έστω και επί ακροατών-πτωμάτων, όπως από ότι πληροφορούμαστε είναι όλοι όσοι επιμένουν βλακωδώς με την όποια μεσόκοπη έως και υπερήλικη μουσική. Και τέλος πάντων, όποια και αν είναι, εφευρέθηκε τελικά, και αν ναι είχε αποτελέσματα στο στάδιο των δοκιμών;
Είχε και δεν είχε. Θα πρέπει να πούμε για να είμαστε σχεδόν ειλικρινείς. Το ζήτημα είναι όμως πως στο τμήμα εκείνο της συναυλίας που δεν είχε (δηλαδή πρακτικά στη διάρκεια της πρώτης ώρας), καμία αισθητική δεν προσβλήθηκε (πολύ περισσότερο δεν δολοφονηθηκε), και κανενός είδους υποψίες περί αρπαχτής δεν προκλήθηκαν. Είναι σαφές ότι οι Duran Duran του 2024, ακριβώς επειδή – ω του θαύματος για τους ορκισμένους εχθρούς τους- είναι πραγματικοί και ψυχωμένοι μουσικοί, δεν έχουν τις δυνάμεις για ένα δίωρο plus σαρωτικό live. Με τις όποιες δυνάμεις έχουν όμως, και με μια μικρή βοήθεια από αυτές που συνετά επέλεξαν να εξοικονομήσουν από την άχαρη πρώτη ώρα, για τα επόμενα (και τελευταία) παραπάνω από εξήντα λεπτά, καταφέρνουν κάτι πολύ περισσότερο από το να άρουν κάθε αμφισβήτηση για το αν έπρεπε να είμαστε εκεί, τόσο εμείς όσο και αυτοί.
Και για να φύγουμε λίγο πέρα και από το κλισέ περί του αθλητή που κρατάει δυνάμεις στο πρώτο ημίχρονο, για να δώσει ό,τι έχει να δώσει στο δεύτερο, και ό,τι γίνει από εκεί και πέρα συνήθως (καθώς ως γνωστό, ένα παιχνίδι μπορεί να χαθεί από το πρώτο ημίχρονο, χωρίς να γυρίσει ποτέ), σημειώνουμε ότι δεν αναφερόμαστε μόνο στο ζήτημα ηλικία/σωματική αντοχή καθαυτό, αλλά και στον τρόπο που δομείται η συναυλία, η παρουσία των μελών στη σκηνή (ο Simon Le Bon έδωσε πρώτος το στίγμα της σημειολογικής απελευθέρωσης όταν έμεινε με ένα απλό t-shir), ακόμη και τις ενορχηστρώσεις ήδη αλάνθαστων τραγουδιών, που επιλέχτηκε όλα να ακουστούν στο δεύτερο μέρος της συναυλίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Duran Duran του 2024 όχι απλώς δεν επιχειρούν να ξεγελάσουν το κοινό τους, αλλά με θάρρος ομολογούν ακόμη και τις αδυναμίες στις οποίες ακριβώς για ημερολογιακούς λόγους, υποχρεώνονται. Το show που είδαμε φέτος, σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τα επίπεδα της φρενίτιδας του 2005, μιας συναυλίας στην οποία το συγκρότημα είχε και την διάθεση και την αντοχή να εκδικηθεί αναδρομικά τους πάντες, όχι μόνο εχθρούς, αλλά και φίλους, αλλά με έναν περίεργο τρόπο ήταν τελικά ένα πιο γήινο σώου, τόσο στη διάρκεια, όσο και ειδικά στο τέλος του οποίου οι Duran Duran -παρόντες και απόντες με έναν περίεργο τρόπο- επεδίωξαν και τελικά το κατάφεραν, να βρεθούν επιτέλους ακριβώς δίπλα στους οπαδούς τους, και να παύσουν να είναι μια αιώνια κρεμασμένη αφίσα στον τοίχο εφηβικών δωματίων, που αρνούνται να παραδεχτούν ότι έχουν από καιρό μετασχηματιστεί σε τουλάχιστον μεσήλικες κρεβατοκάμαρες.
Αν προσωπικά είχα επιλέξει από πριν από τη συναυλία να κρατήσω το ‘Friends of Mine’, ως την στιγμή κατά την οποία οι Duran τονίζουν, και όχι απλά θυμίζουν, ότι πρώτα από όλα υπήρξαν και είναι ένα new wave συγκρότημα (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), κανείς δεν μπορεί να πείσει κανέναν ότι αυτή η συναυλία θα είχε αφήσει αυτήν την τόσο ευδιάκριτα πρόωρη ανάμνηση, αν δεν είχε υπάρξει το ιδανικά μελιστάλαχτο τέλος με το ‘Save A Prayer’ και αμέσως μετά η διαχρονικά αόριστη νοσταλγία του ‘Rio’, του τραγουδιού εκείνου δηλαδή με το οποίο οι Duran Duran πετυχαίνουν με ολοκληρωτικό τρόπο τον απόλυτο στόχο κάθε pop συγκροτήματος, να κάνουν το κοινό τους να ταυτιστεί με κάτι που δεν θα ζήσει ποτέ.
Έστω και αν αυτή τη φορά είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι η ‘επόμενη μέρα’ από και με τους Duran Duran δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρξει. Και μάλλον δεν θα υπάρξει.
Η Ελένη Φουντή γράφει:
Duran Duran - Τα άγρια αγόρια σαρώνουν, δεν νοσταλγούν
Ο συναυλίες είναι περίεργες καταστάσεις, εγείρουν απρόβλεπτες σκέψεις και η εμφάνιση των Duran Duran στο φετινό Release μάλλον είναι η επιτομή του φαινομένου. Μεγάλο μέρος του κοινού φαίνεται να αναπόλησε και να γύρισε στα παιδικά του χρόνια. Εγώ πάλι βίωσα το όλον διαφορετικά.
Όχι ότι υπάρχει τίποτα κακό στη συγκίνηση. Τουναντίον τυχόν προσπάθειες να αποτιμηθεί μια τέτοια συναυλία ψυχρά, δήθεν απεκδύοντας τα επί σκηνής από το παρελθόν και τις αναμνήσεις, μοιάζουν αφελείς στην περίπτωση ενός συγκροτήματος που κοντεύει μισό αιώνα ύπαρξης με μία δεκαετία ατόφιας δόξας εντός. Οι Βρετανοί το ξέρουν ότι ο κόσμος θέλει να συγκινείται στα λάιβ τους και το τιμούν. Παράλληλα όμως ας μην ξεχνάμε ότι οι Duran Duran πόρρω απέχουν από τα nostalgia acts που προκαλούν την καχυποψία μας με reunion tours. Είναι ένα συγκρότημα με συνεχή δισκογραφική παρουσία που τελευταία βρίσκεται και σε φόρμα με τουλάχιστον δύο καλούς δίσκους back-to-back όπως λέγεται - τέσσερις θα πω εγώ.
Nostalgia act είναι π.χ. οι Pulp, οι οποίοι πέρασαν αβρόχοις ποσίν φέτος από την κρίση του ελληνικού κοινού, χάρη σε μια αξιοπιστία που έχουν κερδίσει βέβαια με την προσεκτική διαχείριση της κληρονομιάς τους. Εναποθέτω εδώ για την ιστορία πάντως ότι από εμάς στο MiC δεν πέρασαν απαρατήρητα τα ηθικά ζητήματα, ασχέτως αν καταλήξαμε ο καθένας και η καθεμία σε διαφορετικά συμπεράσματα. Μπαίνω στον πειρασμό να το επεκτείνω και στους Massive Attack, αλλά το γεγονός ότι περιοδεύουν επί δεκαπέντε χρόνια χωρίς νέο δίσκο (άουτς!) αντισταθμίζεται από σποραδικά singles/EPs και το ότι οι εμφανίσεις τους είναι επιλεκτικές.
Όλες αυτές οι συναυλίες ξεσήκωσαν κύμα ενθουσιασμού φέτος και δεν εκπλήσσει το ότι οι όποιες επιφυλάξεις περί προσκόλλησης στο παρελθόν διατυπώθηκαν ατυχώς για τη λιγότερο ρετρό από τις τρεις που ήταν αυτή των Duran Duran. Όχι επειδή ο κόσμος δεν ξέρει να γκουγκλάρει, αλλά γιατί οι ντουράνς πληρώνουν ακόμα το τίμημα του teen idol προφίλ που έχτισαν στα 80s δίνοντας την ίδια βαρύτητα στο μουσικό και το οπτικό μέρος. Τα 80s ήταν μια σκληρή εποχή κόντρας ανάμεσα σε ροκάδες και καρεκλάδες / φλώρους. Ξύλο έπεφτε. Ο εγωισμός του ροκά το πολύ πολύ να υποχωρούσε μπροστά στους Talking Heads ή ακόμα καλύτερα στους απελθόντες (και ηρωοποιημένους λόγω Curtis) Joy Division, αλλά οποιοδήποτε πάρε δώσε με την ποπ θεωρούνταν αδιανόητο.
Οι Duran Duran έκαναν κάτι ακόμα πιο βέβηλο από το να φτιάχνουν ποπ. Πάντρεψαν το new wave με τη synth pop, το πέρασαν και ένα χέρι λούστρο και συνέδεσαν τη μουσική τους ταυτότητα με τη μόδα. Το μαγάρισαν το wave μας λέμε! Εδώ ολόκληρη Siouxsie και μόλις οριακά διασώθηκε από τους πειραματισμούς με την ποπ - νεο ψυχεδέλεια, θα περνούσε απαρατήρητη η ύβρις των “φλώρων” με τις ανταύγειες, τις αφέλειες και τις ικανές στρώσεις τζελ ώστε τα κουρέματα να φαίνονται άλλοτε wavy σαν του John Taylor στο “The Reflex” και άλλοτε τέρμα ηλεκτρισμένα όπως μόνο ο Nick Rhodes μπορεί στο “A View To A Kill”; Φορούσε κάποιος κορδέλα στα μαλλιά και ήταν σαν φτωχός συγγενής του Στηβ Ντούζου στο Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα νο 23. Τη φορούσε ο Le Bon και ήταν fashion statement. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι ένας λόγος που τα αγόρια και (κατά περίπτωση) τα κορίτσια της εποχής κορόιδευαν τους ντουράνς ήταν γιατί καταλάβαιναν ότι δεν γινόταν να τους μοιάσουν, πως οτιδήποτε ξέφευγε από το τρίπτυχο τζην - ραφτά - σπορτέξ ήταν δύσκολο, πόσο μάλλον που εδώ έφτανε μέχρι φροντισμένες φαβορίτες, ατσαλάκωτα πουκάμισα και γραβάτες μέσα από σακάκια. Το λεγόμενο “δεν μπλέκεις”.
Εκμεταλλεύτηκαν λοιπόν την εποχή του MTV πιο αποτελεσματικά από τον καθένα και το πλήρωσαν, αλλά το θέμα είναι ότι πλήρωναν ακόμα και στα ένδοξα χρόνια τους, όπως και αν τα ορίσεις, είτε μέχρι και το λεγόμενο “The Wedding Album” του 1993, είτε με την πιο αυστηρή προσέγγιση που σταματάει στο “Big Thing” του 1988, δεδομένου ότι το “Liberty” απογοήτευσε και το “Wedding” συνοδεύτηκε από ένα κλίμα εκ νέου αποδοχής με ελπίδες για επάνοδο και σηματοδότησε μια νέα μουσική κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, ο “σοβαρός” μουσικός Τύπος ουδέποτε τους είδε με συμπάθεια ή επιείκεια όπως άλλους, γιατί οι ίδιοι δεν θέλησαν ποτέ να αποσυνδεθούν από το πλαίσιο της διασκέδασης, ούτε να υποβαθμίσουν τον ρόλο της μόδας σε ό,τι έκαναν.
Και δεν είναι ασύνδετα αυτά με το κλίμα “ξαναγίναμε παιδιά” που σε μεγάλο βαθμό ξεκινάει από τη γενικευμένη προσδοκία ότι “εμείς τους teen idols ξέρουμε και αυτούς ήρθαμε να δούμε”, λες και δεν είναι κανονικό συγκρότημα οι Duran Duran ώστε να έχει σημασία τι κάνουν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Δικαιολογημένη στάση από τη μία. Ας ομολογήσουμε ότι μόνο οι διαχρονικά πιστοί φανς μπορούν να αξιολογήσουν σε πραγματικό χρόνο το διάστημα από το “Thank You” (…but no, σόρι) του 1995 έως το “Future Past” του 2021 με το οποίο πίστεψαν και οι άθεοι. Συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου στους απ’ έξω, γιατί δεδομένου ότι η χρυσή τους περίοδος με βρήκε στο δημοτικό, η αποκήρυξή τους στην εφηβεία του ροκ και άγιος ο θεός ήταν μονόδρομος και κράτησε πολλά χρόνια ακόμα λόγω κεκτημένης ταχύτητας. Από την άλλη, ανεξάρτητα από τις φαντασιώσεις μας για το τι καλό ή κακό μπορεί να εκπροσωπούν οι Duran Duran σήμερα, υπάρχει και μια πραγματικότητα στη μέση που δείχνει ότι το συγκρότημα έχει προχωρήσει.
Με αφορμή το δημοφιλές “All You Need Is Now” (2010) άρχισα να παρακολουθώ ξανά τους ντουράνς όχι με συνέπεια, αλλά σίγουρα έξω από το κλίμα της retrowave μόδας που έκανε ξανά αποδεκτό το “Wild Boys” στα πάρτυ γιατί ναι μεν “συμφωνούμε όλοι” (και πάλι not, σόρι) ότι τα 80s είναι κιτς, αλλά πλέον “είναι καλτ”. Καλτ είστε και φαίνεστε, ιδίως όσοι θεωρείτε καλόγουστα τα 90s. Υπάρχουμε και εμείς που πάντα βρίσκαμε τις γκέτες, τα κομμένα γάντια και τα δερμάτινα γοητευτικά και δεν φταίνε τα 80s αν η εγχώρια παραγωγή βιντεοκασέτας δεν ήξερε να ακολουθήσει τρεις απλούς στυλιστικούς κανόνες, άσε που κάποιες φορές ήξερε κιόλας. Αυτές οι ψύχραιμες, θεωρώ, ακροάσεις αποκάλυψαν ότι οι Duran Duran είναι στην πραγματικότητα σε φόρμα εδώ και δεκαπέντε χρόνια ανεξάρτητα από το πού ήμασταν εμείς. Η περίοδος 1995 - 2007 παραμένει βέβαια χλιαρή προς κακή, άντε με κάποια μεμονωμένα καλά τραγούδια. (Υπήρξαμε σκληροί μαζί τους, αλλά δεν θα βγάλουμε και τα πάντα λάδι λόγω τύψεων).
Είναι λοιπόν ένα συγκρότημα του σήμερα, πράγμα που εγώ είδα να υποστηρίζεται με κάθε τρόπο στη συναυλία, ξεκινώντας από τα σκοτεινά visuals και την αισθητική ασπρόμαυρου horror / Halloween που είναι το κεντρικό θέμα του τελευταίου δίσκου τους, “Danse Macabre” (2023). Ο δίσκος είχε την τιμητική του στη συναυλία με 4 κομμάτια, καθώς εκτός από το “Black Moonlight” και νέα εκτέλεση του “Night Boat” περιλαμβάνει και το “Lonely In Your Nightmare / Super Freak” (aka “Super Lonely Freak”) και τη διασκευή στο “Psycho Killer”. Και αφήστε το setlist.fm να καταγράφει ό,τι θέλει. Το ότι στη θέση των παλιών βίντεο βλέπαμε τον Christopher Lee και σκηνές από το “Le Voyage Dans La Lune” δεν είναι τυχαίο, όπως δεν είναι τυχαίο το ότι χρησιμοποιήθηκαν τα παλιά visuals του “Wild Boys” που ταιριάζουν με το goth κλίμα του “Danse Macabre”. Μου έκαναν επίσης εντύπωση ορισμένες ιδιαίτερα σκοτεινές ενορχηστρώσεις, ιδίως αυτή του “The Chauffeur” και το γεγονός ότι το συγκρότημα αντιστάθηκε στη μανιέρα του ορυμαγδού βίντεο και φωτογραφιών από τα καλύτερά μας χρόνια για να θυμηθεί ο κόσμος τον Γκούτη στο Μουσικόραμα και τις αφίσες από τη Μανίνα και να κλάψουμε μια ώρα αρχύτερα. Τα είδαμε και αυτά κάποια στιγμή, θα ήταν υπερβολή να απουσίαζαν εντελώς, αλλά περιορισμένα.
Η αποκήρυξη της ρετρομανίας έβγαζε μάτι και στο merch, με το οποίο δεν είχα ασχοληθεί ποτέ όλα τα χρόνια που πάω στο Release, κυρίως επειδή δεν περιλαμβάνει βινύλια και cd. Μόνο φέτος είχα σκεφτεί ότι ένα tour t-shirt των Duran Duran με την Αθήνα στην πρώτη γραμμή (κυριολεκτικά) στην πλάτη, μια που το Release είναι η πρώτη στάση της ευρωπαϊκής περιοδείας τους, θα το ήθελα. Και το πήρα. Και μπροστά έχει φωτογραφία του συγκροτήματος. Πρόσφατη. Αλλά υπήρχε και άλλο t-shirt εκεί, άσχετο με την περιοδεία, πάλι με φωτογραφία του συγκροτήματος επάνω. Πρόσφατη κι αυτή. Μου έκανε εντύπωση επίσης ότι για να τιμήσουν το παρελθόν οι ντουράνς έφεραν merch από το “Rio”, στο εξώφυλλο του οποίου δεν απεικονίζεται το συγκρότημα. Παλιές φωτογραφίες τους δεν είδα πουθενά. Και όλοι ξέρουμε ότι ζητήματα εικόνας και branding οι Duran Duran τα σκέφτονται εξαντλητικά. Όταν είχε βγει το “Notorious”, θα περίμενε κανείς να κάνουν downplay το ότι δύο από τα πέντε τότε μέλη ήταν φευγάτα. Μπορούσε κάλλιστα να επιλεγεί για τον δίσκο ένα εξώφυλλο σαν του “Rio”, να περιοριστούν οι φωτογραφίσεις κλπ. Εκείνοι αντίθετα φωτογραφίζονταν παντού εμφατικά ως τρίο, εννοείται και στο εξώφυλλο του δίσκου. Αυτή ήταν πάντα η λογική. Κάθε σήμερα είναι μία νέα προοπτική. Το 1986 έμειναν τρεις και το 2024 βρίσκονται στην “Danse Macabre” εποχή.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το παρελθόν διαγράφεται. Οι Duran Duran ήξεραν πως στο Release ήταν οικοδεσπότες του “Future Past - 40th Anniversary Tour” (ακόμα και ο τίτλος είναι δηλωτικός της μη προσκόλλησης στο παρελθόν) και το σέτλιστ κινήθηκε σε μια best of λογική όπως ήταν αναμενόμενο. Έχει διαφορά η ρετρό μπάντα από την έμπειρη μπάντα που τιμά το παρελθόν της, όπως διαφορά έχει και η συγκίνηση από τη νοσταλγία. Καθώς η Αθήνα ήταν η πρώτη στάση της ευρωπαϊκής περιοδείας με το σκέλος στις ΗΠΑ να έχει ολοκληρωθεί δύο μήνες νωρίτερα, κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς να περιμένει. Κάθε πρεμιέρα έχει σημασία, θα γραφτούν διάφορα, κάποιοι θα σε περιμένουν και στη γωνία με το φτυάρι (ιδίως αν είσαι οι Duran Duran), οπότε θέλεις να τα δώσεις όλα. Προσδοκίες λοιπόν υπήρχαν, ιδίως από όσους τους είχαμε ξαναδεί λάιβ και ξέραμε ότι οι συναυλίες τους σε στέλνουν αδιάβαστο, και για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκαν.
Ενθουσιάστηκα και ξαφνιάστηκα που έπαιξαν το “please please tell me now” όπως το έλεγα μικρή (και παραμένω αρνήτρια του ορθού “Is There Something I Should Know” γιατί έχει πλάκα, όπως ομοίως προσποιούμαι ότι συντηρώ το δίλημμα Simon Le Bon ή John Taylor ενώ στην πραγματικότητα έχω από χρόνια μετακινηθεί από τον Taylor στον Le Bon - συγγνώμη ρε John). O Le Bon φορούσε t-shirt “Union Of The Snake”, είδαμε αναφορές στην ψηφιακή πραγματικότητα και την τεχνητή νοημοσύνη την οποία άλλωστε χρησιμοποίησαν και στο βίντεο του “Danse Macabre”, είχαμε μόλις αρχίσει να ζεσταινόμαστε, ίσως κάτι να τους κρατούσε και λίγο πίσω, πιθανόν η ανάγκη να διαχειριστούν τις αντοχές τους, αλλά το είχαν προβλέψει ότι θα το προσέχαμε. Στο κατάλληλο σημείο ο Le Bon τόνισε με νόημα ότι “it’s going to get a lot warmer”, δηλαδή λέτε να μην ξέρουμε τι κάνουμε 50 χρόνια στην πιάτσα; Εκεί κάθε επιφύλαξη διαλύθηκε είναι η αλήθεια.
Μέσα σε ένα γεμάτο δίωρο όλα πήγαν όπως έπρεπε. Η touring band μετράει τέσσερα μέλη επιπλέον της βασικής σύνθεσης, ήταν εξαιρετικά δεμένη και σε τοπ φόρμα. Ο Nick Rhodes είναι ο μόνος άνθρωπος που θα είχε στυλ ακόμα και με φούτερ από τη βιοτεχνία Κουτρούμπα στα Άνω Λιόσια (που αντιγράφει τον Υβ Σεν Λοράν) και κρατάει όλο τον ήχο της μπάντας με τα keyboards. Ο John Taylor φοράει ανοιχτό πουκάμισο επειδή έτσι μάθαμε από παιδιά, σαφώς είναι σέξυ, αλλά αυτό που προσέχεις κυρίως είναι ότι είναι μπασισταράς (για προσέξτε λίγο το “Girls On Film”), οι βοκαλίστριες Anna Ross και Rachael O'Connor μοιάζουν εντελώς απαραίτητες - ποιος θα ήθελε να λείπει το “Come Undone”; - ο Dom Brown είναι είκοσι χρόνια μαζί τους πια στην κιθάρα, χωρίς το σαξόφωνο του Simon Willescroft το “Rio” (του οποίου δεν τυγχάνω μεγάλη φαν) και το “Notorious” δεν θα ήταν εντάξει, ο Roger Taylor στα ντραμς είναι χάρμα οφθαλμών επειδή γελάει (σπάνιο για ντράμερ) και ο Simon Le Bon είναι ροκ τραγουδιστής, πάντα ήταν και το γουστάρει.
Δεν έχασε την ευκαιρία να συστηθεί και ως “Bon, Simon Le Bon” όπως το κάνει στο “A View To A Kill”, αλλά μου άρεσε που το ηδονικό της χροιάς του έχει εμπλουτιστεί με εμπειρία πλέον. Καλός τραγουδιστής ήταν πάντα, αλλά τώρα έχει μεγαλώσει, δεν είναι πια μόνο το σέξυ αγόρι του “The Reflex” με τις ανταύγειες, έχει αποκτήσει και μία γλυκύτητα που βγάζει μία παρηγορητική θέρμη. Ακόμα και ο τρόπος που μίλησε για όσους δεν έχουν φωνή και το ότι στάθηκε δίπλα στον λαό της Ουκρανίας, τη Γάζα αλλά και σε κάθε άνθρωπο στο Ισραήλ που θέλει να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης ήταν πολιτικός και ανακουφιστικός μαζί.
Είναι κοινός τόπος στις συναυλίες των Duran Duran η παρατήρηση που απέτυχε να κάνει εγκαίρως ο μουσικός Τύπος, ότι αυτοί οι τύποι παίζουν παπάδες, δεν είναι τυχαίοι, αλλιώς δεν θα ήταν τώρα εδώ ούτε οι ίδιοι ούτε, πολύ περισσότερο, τα τραγούδια τους. Και ωστόσο, αντίθετα με όσα προοιωνίζει το στερεότυπο των ηδονοθηρικών 80s, δεν κάνουν συναυλίες για να μας το δείξουν (είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρξε στη συναυλία ούτε μία στιγμή αυτάρεσκης επίδειξης από κανέναν, πράγμα που είχα προσέξει και τις προηγούμενες φορές που τους είδα λάιβ), αλλά γιατί θέλουν να είναι duranies, ο καθένας στο πόστο του. Βλέπεις την αυτοπεποίθηση στη σκηνή άλλωστε, δεν τους ενδιαφέρει να αποδείξουν κάτι σε κανέναν, σκάνε όντως αγριεμένοι. Ήρθαν, όρμησαν, σάρωσαν, έφυγαν.
Αντί επιλόγου, υποσημειώνω ότι η επάνοδος με το “All You Need Is Now” πριν δεκαπέντε χρόνια είχε συνοδευτεί από ένα ιδιοφυές βίντεο κλιπ, στο οποίο τους Duran Duran υποδύονται supermodels που όλοι γνωρίζουμε. Εκεί λοιπόν ειπώθηκαν όσα έπρεπε μια και καλή. Ότι η σκηνή είναι ναρκωτικό και για να είναι ευτυχισμένοι πρέπει να βγάζουν μουσική. “We’re always here”. “It’s rock and roll”.
Αυτά είδαμε και στη φετινή συναυλία των Duran Duran. Ένα ροκ συγκρότημα του σήμερα που πριν περάσει στο επόμενο αύριο μας παρουσίασε την καινούρια δουλειά του και έκλεισε το μάτι στο παρελθόν. Εσείς μπορεί να νοσταλγείτε την εποχή του σιδερότυπου, εκείνοι πάλι καθόλου.
Κρατήστε τις προσευχές σας προς το παρόν. Save it 'til the morning after.
Wild boys, ευχαριστούμε ρε σεις.
Φωτογραφίες: Release Athens, Ελένη Φουντή