Pulp, The Smile, Ride, Tramhaus
Συμπληρωματικές, συνθετικές και αντιθετικές απόψεις από τον Άρη Καραμπεάζη, την Ελένη Φουντή, τον Αντώνη Ξαγά και την συγγραφέα Εύη Λαμπροπούλου σε guest εμφάνιση
Η Εύη Λαμπροπούλου γράφει:
Θέλετε να μου ρουφήξετε και την τελευταία σταγόνα αίμα ε;
Ναι, Τζάρβις, αυτό θέλουμε, να σε στύψουμε μέχρι να γίνεις Pulp
Και σε στύψαμε. Μέσα στο μπλου βέλβετ κουστούμι σου, παρέμεινες στη σκηνή για ώρες. Ο Ίγκι θα είχε μείνει με τις ρόγες έξω. Ο Όζι θα έλουζε με κουβάδες νερού το κοινό και τον εαυτό του. Αλλά ο καύσωνας δεν τρομάζει ένα λονδρέζικο μπλου βέλβετ κοστούμι. Παρέμεινες στη σκηνή για ώρες, Τζάρβις. Εξάλλου, είχες υποσχεθεί «μια νύχτα που θα θυμόμαστε για όλη μας τη ζωή». Όντως, δεν έχω ξανατσιρίξει σαν τελειωμένη γκρούπι.
Ήταν η 547ή συναυλία των Pulp αλλά δε σ’ είχα δει ποτέ Τζάρβις, οπότε μπήκα σε μετρό, σε παστωμένο λεωφορείο, στους The Smile. Ήταν υπέροχοι. Ξεκίνησαν και τελείωσαν το σετ τους νωρίς, ως Εγγλέζοι. Τότε, με ένα χλιαρό νερό στο χέρι, κατευθύνθηκα προς τα μπρος, προς τον αληθινό μου προορισμό, εσένα.
Στο δρόμο σκόνταψα σε κάτι καθισμένους, απλωμένους σα χταπόδια: καβάτζωναν το έδαφος σα φρικιά στη Γαύδο. Κοπελιά, εδώ δεν είσαι καλά, είμαστε πολλοί κι έρχονται κι άλλοι, είπαν. Ο κανόνας όμως των συναυλιών είναι: όποιος πρόλαβε, τον Κύριο (Τζάρβις) είδε. Στην προκειμένη είχε διαμορφωθεί σε: Όποιος πρόλαβε τα μπετά καβάτζωσε. Η με την παρέα σου θα είσαι, ή μπροστά θα είσαι, ή είσαι φαν ή δεν είσαι, είπα από μέσα μου και μπαστακώθηκα στα χταπόδια.
Τότε βγήκες. Σα λύκος στο φεγγάρι. Ήσουν δανδής, ήσουν ακραίος, ήσουν σεληνιασμένος, ήσουν ρευστός, Τιραμόλα, πιώσιμος.
Αρχίσαμε όλ@ ενστικτωδώς να ουρλιάζουμε, λες και βγήκαν οι Beatles, γιατί είχαμε μπροστά μας κάτι αχαρτογράφητο, από τα διαστημικά νάιντις, κάτι που ήθελες να του ουρλιάξεις, να του πετάξεις το σουτιέν, να (μην) του σκίσεις τα βέλβετ (μη τα βέλβετ!) . Έναν σταρ γκλάμουρους κοπής, όπως δεν τους φτιάχνουν πια. Με στυλ και χιούμορ αρκετό για να ταΐσει γήπεδα. Μάλλον μεγάλωσες με Ντέιβιντ Μπάουι. Και έτσι τελείωσε το πρώτο τραγούδι, το ‘I spy’, μέσα σε τσιρίδες. Έβγαιναν από τις σπουδές μου στην Αγγλία όταν οι Pulp μεσουρανούσαν στο τέλος της χιλιετίας, και τους λατρεύαμε; Έβγαιναν από την παρουσία τους στο εδώ και τώρα. Κυρίες και κύριοι, ιδού ο ηλιοβασιλεματικός, Jarvis Cocker. Ολοζώντανος. Τα δίνει όλα. “Μεταγενέστεροι ρόκερς είναι ατσαλάκωτοι, τατουαζόφλωροι, μοιάζουν γατάκια μπροστά του, παίζουνε σα να καθαρίζουνε πιάτα στο νεροχύτη. Όμως το ποπ/ροκ σε διαπερνάει, το νιώθεις. Pulp, Air και Beck έχουν γράψει πολύ έξυπνη μουσική. Οι Παλπ είναι σοβαρή ποπ.” λέει ο Χ. Σοβαρή ή ασόβαρη, καλή ή κακή ποπ, όπως έξυπνα ονόμασε το βιβλίο του ο Jarvis Cocker, εμένα μου προκαλεί αγάπη, ταύτιση, μια αίσθηση ότι ‘είμαστε όλοι μέρη του ίδιου κέικ’ (Χάπι Λου).
“Καλή ποπ είναι αυτή που εκδημοκρατίζει την κουλτούρα. Η κακή ποπ, στηρίζει Θάτσερ και φιλελευθερισμό και χρησιμοποιεί τη χαλαρότητα και τα πιασάρικα σλόγκαν της καλής ποπ για να χειραγωγήσει το κοινό”, είπες στο Good pop, bad pop. Δηλαδή, η κακή ποπ είναι ψέμα.
Καθώς βιντεοσκοπούσαν όλοι μανιωδώς με τις μούρες στα κινητά τους, έγινα αεράκι, πέρασα κάτω απ’ τα πόδια τους απαρατήρητη, καταϊδρωμένη, στην πέμπτη σειρά. Έτσι κάνουν οι γκρούπι.
‘Κοιτάξτε το φεγγάρι, όχι κοιτάξτε το’, είπες, αναγκάζοντάς μας να πάρουμε τα μάτια μας από τις οθόνες. ‘Είναι φουλ μουν, που μου θυμίζει honeymoon, παντρεύτηκα την προηγούμενη εβδομάδα.’ Jarvis είσαι από αυτούς που μας δείχνουν το φεγγάρι. Επίσης, είσαι από αυτούς που παντρεύονται.
Κουράστηκα, θα ρίξω ένα ξαπλάκι, είπες κοντά στο τέλος του σετ, και ξάπλωσες σε κάτι κύβους στο βάθος για να σηκωθείς σχεδόν αμέσως και να συνεχίσεις την ξέφρενη μανιακο-ευγενική σου ενέργεια. Με ένα πέταγμα του πωπού σου, μαγεύεις ολόκληρο γήπεδο. Λούσα, χιούμορ και χορός, μιούζικ και σαρκασμός, αυτός είσαι Jarvis, και μένα αυτό με τρελαίνει.
Σου πετούσαμε βρακιά, μας πετούσες καραμέλες (στο «Underwear»). Μας πετούσες γκλάμουρ, σου πετούσαμε έρωτα. Πετούσες το μικρόφωνο πίσω απ’ τον ώμο σου, πετούσαμε νερό πάνω μας. Πετούσαμε σκέτο. Τζάρβις, μας έκανες να πετάξουμε. Ήμασταν παρόντ@, επιτέλους: αφού ξεχάσαμε να τραβήξουμε βίντεο.
COMMON PEOPLE
Εκλιπαρούσαμε για το Common People. Το έπαιξες μόνο στο τέλος του πρώτου ανκόρ. “Ξεχάσαμε τίποτα; Δε νομίζω, τα είπαμε όλα. Είμαστε οκέι”, μας βασάνιζες, με κουβέντες που αποδείχτηκαν προκαταρκτικά, τήζερ, παρατεταμένες αναμονές προς ένα κοινό καυλωμένο. “Αχ, ας παίξει το Common People κι ας πεθάνω”, φώναξε μια τρεμάμενη. Βίντεο με κονσέρβες και ποπ φαντασμαγορία υπερκατανάλωσης πίσω σου, Τζάρβις, όταν πέταξες το τραγούδι καταπάνω μας σα πύραυλο. Το Common People είναι ταξικό όπλο. Μπήκε βαθιά, στριφογυριστά, φαλλικά κι έκανε την πλατεία να τσιρίζει σα σε κάτι σπάνιους οργασμούς που δεν ξεχνιούνται.
Έχοντας ζήσει στην Αγγλία δυο χρόνια, και δεχτεί βίαιη επίθεση στα γκέτο της, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό το τραγούδι είναι εγγλέζικο, όσο η προφορά ενός οδηγού λεωφορείου στο Μάντσεστερ, τα fish n chips, το κιτς λουτρό της βασίλισσας. Tο 2001 το έβαλα σ’ ένα βιβλίο κάπως brit pop, στο ‘Χάπι Λου’. ‘She came from Greece she had a thirst for knowledge/She studied art at Saint Martins college.’ Καθώς ω Jarvis, σπούδαζες φιλμ στο Saint Martins, σου ήρθε στο κεφάλι, μπάμ! το ‘κομμάτι που σε έφτιαξε’.
Στο σπίτι το έκανα επανάληψη. Το Common People στρέει ακόμα, είναι ειρωνικό, ταξικό, φρέσκο, άσε που είναι χορταστικό το να κράζεις τους πλούσιους.
Ι said, "Pretend you got no money"
"You're so funny!"
"Υeah, I can't see anyone else smiling here"
Μακάρι να είμαστε και μεις έτσι στην ηλικία του, λέγανε κάτι εικοσάχρονες για τον Τζάρβις στην έξοδο. Α δεν ξέρω, κορίτσι@, δεν τους φτιάχνουν πια έτσι, ούτε τους σταρ, ούτε τα πλυντήρια.
(Η Εύη Λαμπροπούλου έχει εκδώσει τα βιβλία Χάπι Λου, Σχεδόν Σούπερ, Όλα τα μήλα, το πρότζεκτ Heart, not Shoes! Ετοιμάζει ποιητική συλλογή. Τελειώνει μια νουβέλα για το Μπερλίν. Αρθρογραφεί ολούθε).
Ο Άρης Καραμπεάζης γράφει:
Pulp/The Smile: “Επάνω σε χαλιά/ Σε μαγικά χαλιά”
Νομίζω ότι όλα αυτά κάπου τα έχουμε ξαναπεί, αλλά δεν θυμάμαι που ακριβώς και με ποια αφορμή. Αλλά ποιος μπορεί να μας κατηγορήσει άραγε για μανία επανάληψης όταν καλούμαστε να καταγράψουμε το τι συνέβη σε μία συναυλία των Pulp, του συγκροτήματος εκείνου δηλαδή που μάλλον περισσότερο από κάθε άλλο στην ιστορία της pop/rock/indie μουσικής όχι απλώς επιβιώνει, αλλά και μεγαλουργεί, δια της επαναλήψεως και μόνον εκείνων των λίγων στιγμών κατά τις οποίες υπήρξε η υποψία ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο συγκρότημα. Υπήρξαν όμως σπουδαίο συγκρότημα οι Pulp; Αν με ρωτάτε όχι, αν σας ρωτάω ναι.
Το ερώτημα σταθερά έχει ως εξής. Έχει κάποια δήθεν αξία το να αναλύουμε, να στοχαζόμαστε, να γκρινιάζουμε, να αφορίζουμε και οτιδήποτε άλλο τέλος πάντων, αφ’ ης στιγμής σχεδόν 20.000 άνθρωποι αποχωρούν με το μεγαλύτερο χαμόγελο στα χείλη που τους έχει κάτσει εδώ και χρόνια και που κατά το πιθανότερο δεν θα τους κάτσει στα επόμενα άλλα τόσα. Δεν ξέρω. Ρωτήστε με και πάλι του χρόνου που θα έρθουν οι Blind Guardian για δέκα σερί σολντ αουτ στο Fuzz (10 X 2.000 = 20.000) και θα γελάμε όλοι ειρωνικά με την αδυναμία των οπαδών τους να δουν λίγο παραπέρα από τη μύτη τους. Ή και να ενηλικιωθούν μουσικά. Όπως το κοινό των Pulp ας πούμε, που ακόμη απασχολείται με την ιερή εκείνη στιγμή που πρωτοαντίκρισε το πρώτο εσώρουχο του δεύτερου φοιτητικού του έρωτα. Χίλιες φορές πρεζάκιας με πανοπλία, που θα έλεγε και ο Πανούσης, που πάντα μας χρησιμεύει σε τέτοιες αχρείαστες συγκρίσεις.
Ναι αλλά οι Blind Guardian διηγούνται παραμύθια για δράκους και σπαθιά/κοντάρια, οι Pulp έχουν πει για τη ζωή μου όλα τα πράγματα που έζησα, και μάλιστα πριν ακόμη τα ζήσω.
Αφού επισημάνουμε ότι ως εθισμένοι σε αυτήν, πολλές φορές αυτά τα οποία ζούμε είναι αυτά τα οποία μας έχει υποχρεώσει η pop μουσική να ζήσουμε (καθόλου κακό αυτό, ίσα ίσα), θα θυμίσουμε ότι αυτό είναι το βασικό επιχείρημα των όσων αποστρέφονται περιπτώσεις καλλιτεχνών, όπως του ανθρώπου που έδωσε τον τίτλο του σε αυτό εδώ το υποτιθέμενο review, με ένα από τα ομολογουμένως πιο feelgood τραγούδια που έχουμε ακούσει και πρόκειται αν ακούσουμε ποτέ. Για κατεβείτε λίγο από το μαγικό χαλί, λοιπόν να πάμε παρακάτω.
Τούτων δοθέντων, ίσως και να μην έχει καμία αξία να ξεκινήσουμε να λέμε πάλι για την δύναμη της νοσταλγίας, ακόμη και αν αυτή η δύναμη βεβαιωμένα έχει την ικανότητα να μας κρατάει πίσω, μέχρις ότου μας τραβήξει όχι τυχόν μπροστά, αλλά κάπου στην άκρη.
Ο Jarvis Cocker σε αυτό το ζήτημα έχει κάτι παραπάνω από διδακτορικό. Σχεδόν μοιάζει πλέον σαν να είχε εφεύρει την pop νοσταλγία πριν ακόμη αυτή προλάβει να υπάρξει ως τέτοια, δίνοντας, ως άλλος λαοπλάνος Ανδρέας, απροσδιόριστα ραντεβού με την ιστορία σε ένα μέλλον που δεν ήταν καν τόσο μακρινό τότε, όσο φαντάζει και όσο πράγματι είναι σήμερα. Στο πρωτοδικείο Αθηνών οι ανακοπές κατά των πλειστηριασμών προσδιορίζονται για το 2030 θυμίζω. Let’s All Meet Up When We Are Fully Broke.
Πέραν τούτων, η έλλειψη έστω και κατωτέρων του, κάνει σήμερα τον Jarvis Cocker να φαντάζει πράγματι one of a kind κάθε που ανεβαίνει σε μία σκηνή, έστω και αν αυτή είναι όντως η 547η φορά, για τον ίδιο, όπως φρόντισε να μας ενημερώσει λίγο πριν μας κάνει την χάρη για 3η φορά σε 26 χρόνια (διά δύο = 13, ασφαλώς και κάποιοι ήδη έχουν ονειρώξεις με το 2037).
Όχι δεν θα στενάξω και πάλι για το ότι οι πάντες έχουν διαγράψει δικαίως ή αδίκως τον Morrissey. Αυτό είναι πλέον τίτλος τιμής, τα είπαμε. Απλώς δεν θα ήμουν και τόσο ήρεμος με όλα αυτά, αν το επώνυμο μου ήταν Anderson και το μικρό μου όνομα Brett. Καθώς δεν υπήρξε όμως ποτέ ένα πραγματικό reunion των Suede, παρότι διαλύθηκαν λιγότερο εικονικά από τους Pulp, ας πούμε ότι και αυτοί δεν δικαιούνται δια να ομιλούν. Ο Jarvis έχει κάτι παραπάνω από το know how πλέον. Είναι αυτός που κινεί τον μηχανισμό. Μην τα ξαναλέμε και αυτά.
Από εκεί και πέρα, ακόμη κι εγώ που κάθε επόμενη χρονιά, αναρωτιέμαι πως στο καλό είχα κάποτε πιστέψει στους Pulp (και κυρίως πως στο καλό έχω ξοδέψει τόσα χρήματα στη δισκογραφία τους, προλαβαίνοντας να τους δω και 5-6 φορές μάλιστα), πιστεύω όντως πως ακόμη και στο πλαίσιο ενός μπουλουκιού μουσικών που πλέον κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιοι είναι νοικιάρικοι και ποιοι όχι, θα μπορούσαν όντως με ένα setlist minor δήθεν τραγουδιών τους, να επιβεβαιώσουν την φήμη τους ως μία art pop μπάντα, και όχι ως ένα nostalgia act του τύπου καλωσορίζουμε το 1991 σε παραγωγή Νίκου Μαστοράκη ενθυμούμενοι τις καλύτερες στιγμές από τα χρυσά πάρτι της νιότης μας.
Μέχρι και την αμπαλοσύνη τους στην dark pop αν αποφασίσουν να ξαναπιάσουν, έχω την αίσθηση ότι θα με πείσουν επιτέλους ότι δεν είναι τελικά ένα τζουκμποξ, που απλά κάθε δεκατρία χρόνια (εντός συνόρων, αφήνω έξω τα εκτός) του ρίχνω ‘δίφραγκα’ (sic) και χορεύω/ νοσταλγών/ ερωτεύομαι/ έρχομαι σε απόγνωση, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Αυτό που δεν μπορώ να εξηγήσω είναι το πως όλη αυτή η παράσταση, πετυχαίνει και αποτυπώνεται στο υποσυνείδητο του θεατρόφιλου κοινού ως κάτι όχι το απαραίτητα στημένο, αλλά ως δήθεν κάθε δυο μέρες αληθινά βιωμένο. Διότι όσο καλόπιστος και αν είσαι, δεν θέλει και πολύ να καταλάβεις πως ότι και να γίνει με το μικρόφωνο, ο Jarvis Cocker ποτέ δεν θα σε αφήσει σύξυλο στο 8ο τραγούδι όπως έκανε ο Peter Murphy. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό.
Καθοδηγούμενοι από τις επιταγές του setlist.fm αναμένουμε κάθε επόμενο τραγούδι, εναρμονίζοντας από πριν τις σωματικές, ψυχικές και πνευματικές αντοχές μας, με αυτό που πρόκειται να συμβεί. Διότι ασφαλώς και ξέρουμε ακριβώς τι πρόκειται να (μας) συμβεί.
Όσοι αποφασίζουν να μπουν στο αυτοκίνητο τους πριν από όλους τους υπόλοιπους, σίγουρα την επόμενη ημέρα θα σιχτιρίζουν την τύχη τους που όλως μη αιφνιδίως ήμαστε ανάμεσα στις τυχερές χώρες (το δεκατριάρι που λέγαμε), που το τέλος δεν ήταν το σύνηθες, αλλά το αμέσως επόμενο τι πιο σύνηθες. Θα άλλαζε κάτι σε όλα τα παραπάνω αν είχαμε υποβληθεί στο τελικό παυσίπονο του ‘Razzmatazz’. Ή απλώς θα είχαμε την πλήρη επαλήθευση;
Αν έχω να διαλέξω ανάμεσα σε μία εξαιρετική παράσταση, και σε μία συναυλία που δεν μου είπε τίποτε, αλλά ήταν στημένη, φτιαγμένη και μέχρι τέλους επίμονα δεμένη επάνω στις νόρμες της συναυλίας και μόνον, ασφαλώς και θα διαλέξω την δεύτερη. Εξ ου και υποχρεώνομαι να υποβάλλω τα ταπεινά μου σέβη στον Thom Yorke και την παρέα του στους Smile, που παρότι με εξανάγκασαν να παρακολουθήσω (και μάλιστα επί μακρόν) μία από τις πιο ανυπόφορες -για τα δικά μου μέτρα- συναυλίες, που έχω βρεθεί ποτέ, εν τούτοις δεν έπαψαν να με βάζουν σε υποψίες πως εδώ κάτι συμβαίνει και εγώ ίσως να είμαι από έξω. Και γιατί τελικά να είμαι από έξω; Αυτοί είναι μουσικοί, οι άλλοι νομίζουν ότι είναι η Μουσική και μαζί με αυτήν η ίδια η Ζωή μας (ή μήπως απλά εμείς το νομίζουμε, και τελικά ο Jarvis έχει αγαθές, αν και οπωσδήποτε επικερδείς, προθέσεις). Υπάρχει μια διαφορά σε όλο αυτό.
Αν μπορούσα με μία κίνηση μου να κατεβάσω τους Smile από τη σκηνή στο τρίτο τραγούδι, θα το έκανα με περισσή ευχαρίστηση. Αν κάποιος μου έδινε ένα εισιτήριο για ένα secret gig 300 ατόμων των Pulp και 200 € bonus στο χέρι για να τα πιω στο μπαρ, και την ίδια στιγμή μου πρόσφερε ένα εισιτήριο των 200 € για ένα secret gig 100 ατόμων των Smile στην προνομιακή τιμή των 100 €, μάλλον θα έχανα το 100άρικο και θα επέλεγα να βασανιστώ εκ νέου από τους Smile, παρά να ξεγελαστώ και πάλι από τους Pulp.
Και κάπως έτσι ο Thom Yorke θα έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο στην υπόθεση ‘ποιος είναι ο μεγαλύτερος μάγκας του βρετανικού ροκ των 90s’ ακόμη και όταν καλούνται να αποκριθούν επ’ αυτού οι πιο φανατισμένοι των εχθρών του.
Η Ελένη Φουντή γράφει:
Pulp: Like a friend, but more
Υπάρχει ένας στίχος στο “I Want You” όπου στην απόγνωσή του ο Jarvis της λέει “I'll keep you and I'll throw myself away”. Την επόμενη μέρα της συναυλίας άκουγα το τραγούδι στο δρόμο για το γραφείο και σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι να σου αφηγούνται ιστορίες για ακρυλικά απογεύματα με σεξ κάτω από το τραπέζι, τον αρχηγό του σύμπαντος που τον έχουν όλοι γραμμένο, τη Deborah που παρέμεινε απωθημένο και, παρά την απρόσιτη σύμπλεξη ρομαντισμού, νοσηρότητας, ιλαροτραγωδίας, κυνισμού και τρυφερότητας αυτών των ιστοριών, να νιώθεις ότι σε αφορούν.
Ο Jarvis Cocker έχει χάρισμα στο να γράφει τέτοια τραγούδια. Οι στίχοι του με ενοχλούν και με συγκινούν για την οικειότητα και τους συνειρμούς μου. Αυτός θα θυσιαζόταν για να την κρατήσει κι εγώ για να διαφυλάξω όσα έχω ζήσει. Όχι γενικά και αόριστα όμως. Στο κέντρο των βιωμάτων που την επομένη της συναυλίας άρχισαν να “κάνουν λίγο φασαρία”, όπως μας ζητήθηκε στο Release, βρίσκονται οι ίδιοι οι Pulp που πλαισίωσαν μια ολόκληρη δεκαετία. Το “I'll keep you and I'll throw myself away” τους επιστρέφεται επί προσωπικού δηλαδή με την παραδοχή ότι στην Πλατεία Νερού μας χάρισαν τη συναισθηματική κάλυψη ότι τα 90s τελείωσαν με το “This Is Hardcore”.
Ασφαλώς δεν μπορεί να το πετύχει ο καθένας. Όπως έχουν υπογραμμίσει ένα σωρό συναυλίες παλιών και αγαπημένων που υποσχέθηκαν καρδιοχτύπια και τελικά άφησαν μόνο το email confirmation της αγοράς του εισιτηρίου (σωστά, έχουμε ακούσει λάιβ και το “Script Of The Bridge” των Chameleons σε αυτή τη ζωή..), η βιωματική σύνδεση με το συγκρότημα δεν αρκεί. Είναι λάθος αυτό που διαβάζω (από ανθρώπους που δεν ήταν εκεί) ότι περάσαμε καλά επειδή ακούγαμε Pulp στα 90s. Και Stone Roses ακούγαμε στα 90s και μην πω πώς περάσαμε στη συναυλία του Ian Brown στη Θεσσαλονίκη το 2000, ανήμερα της γιορτής μου κιόλας. Ούτε οι Pearl Jam στο Reading το 2006 το πέτυχαν, αν και εντυπωσιακοί. Ο κατάλογος τέτοιων ατελών συνδέσεων με το παρελθόν είναι μακρύς δυστυχώς.
Οι Pulp το πέτυχαν όμως, γιατί έχουν βρει τον τρόπο να δείχνουν ενδιαφέρον που μπορείς να πάρεις προσωπικά. Προλογίζοντας π.χ. το “Like A Friend” που άνοιξε το πρώτο από τα δύο encore που απροσδόκητα ακούσαμε (σε αυτή την περιοδεία συνήθως δίνουν ένα) και τι δεν είπε ο Jarvis. Τι “sas efcharistoume”, τι ότι η τρίτη φορά που έρχονται είναι η καλύτερη αλλά κακώς το ‘πε χωρίς να σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας τέταρτης (θα επανέλθω σε αυτό), τι ότι χάθηκε στο Φιλοπάππου ψάχνοντας την υποτιθέμενη φυλακή του Σωκράτη, τι “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” (ψυχραιμία, στα αγγλικά), χίλια δυο, τα οποία μου φάνηκαν και κάπως κουραστικά. Και όμως, μια λεπτομέρεια του δευτερολέπτου κάπου εκεί μέσα έδειξε ότι ίσως δεν τα έλεγε για να τα πει. Μετά από τουλάχιστον μιάμιση ώρα εξαντλητικού ρυθμού performance, ο Jarvis σκέφτηκε να προσθέσει στον μακροσκελέστατο προλογισμό του και ότι το τραγούδι αρχίζει πολύ ήσυχα, σσσσσσσσσς. Σκέφτηκε τον ακροατή δηλαδή, την ακροάτρια που στα 90s έπαιζε συνέχεια “το έξι” από το soundtrack του “Great Expectations”. Οι Pulp ξέρουν ότι οι από κάτω ήμασταν αυτοί οι άνθρωποι, ότι έχουμε ένα λίγο πιο αγαπημένο Pulp από τα άλλα (το δικό μου είναι το “F.E.E.L.I.N.G.C.A.L.L.E.D.L.O.V.E.”) και ότι τα cd player είχαν πάρει φωτιά. Και το σέβονται.
Οι γύρω μου βέβαια απτόητοι, μόνο που δεν έλυσαν το μεσανατολικό, αλλά δεν είχε σημασία γιατί το κομμάτι είχε προστατευτεί με προσωπική φροντίδα του Jarvis Cocker. Like a friend. Γιατί ποιος θα σε σκεφτεί την ώρα που μπαίνει το τραγούδι αν όχι ο φίλος; Και εκείνη την στιγμή παρά την οχλαγωγία εγώ χαμογελούσα γιατί ήξερα ότι έχτιζα μια νέα σχέση με ένα τραγούδι που παλιά δεν ξεχώριζα ιδιαίτερα (ίσως επειδή δεν μου άρεσε και η ταινία), αλλά αυτό άλλαζε επί τόπου. Ποιος να συγκριθεί μαζί σου ρε Jarvis. “You are the cut that makes me hide my face, you are the party that makes me feel my age”.
Τέτοιες μικροκινήσεις φροντίδας είδαμε όλο το βράδυ με το χτίσιμο μιας αμφίδρομης σχέσης με το κοινό, την ανακουφιστική αίσθηση ότι αν και “we’ve changed so much since then oh yeah we’ve grown” μεγαλώσαμε όλοι μαζί και είναι όμορφο που ξαναβρισκόμαστε, κι ας μην είναι εδώ ο Steve Mackey, όπως όμορφη ήταν η Candida Doyle στα keyboards, μια ήρεμη δύναμη από παλιά, καθησυχαστική επιβεβαίωση ότι οι άνθρωποι δεν χάνονται και ελπίδα πως ο χρόνος δεν θα καταστρέψει ούτε εμάς. Μήπως δεν ήταν φροντίδα το “τα είπαμε όλα νομίζω” και αμέσως μετά “μήπως θέλετε να ακούσετε το We Love Life;” (αν θαυμάζω ένα πράγμα στους Βρετανούς είναι ότι αυτοσαρκάζονται συνέχεια - σκανδαλωδώς αδικημένος δίσκος παρεμπιπτόντως) πριν το “Common People”; Το οποίο ξεκίνησε από το “I took her to a supermarket” γιατί στην 547η συναυλία τους ξέχασε ο Cocker πώς πάει η πρώτη στροφή. Στην Ελλάδα of all places. Αυτός λέει ότι μπερδεύτηκε. Οκ δεν το αγοράζω.
Όμοια δηλαδή με όσα έγιναν και το 2011 στη Μαλακάσα, όπου δεν ήμασταν ούτε οι μισοί και αυτό λέει πολλά για το σημερινό nostalgia mining και τη συν τω χρόνω κατοχύρωση της παρακαταθήκης των Pulp στα 90s, αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο λάιβ, γιατί λόγω του χαρακτήρα του reunion οι Pulp πέτυχαν να υποβαθμιστούν στη συζήτηση τεχνικά ζητήματα ήχου, απόδοσης κλπ, πράγμα σπάνιο στο συναυλιακό ντισκούρ. Φυσικά αυτό προϋποθέτει τεχνική και εκτελεστική αρτιότητα, καθώς αν υπάρχουν τέτοια προβλήματα στέκεσαι εκεί. Την είχαν και γι’ αυτό ουδείς ασχολήθηκε μαζί της.
Ακόμα και τα υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα των δύο επανενώσεών τους έχουν υποβαθμιστεί ως απόρροια του κλίματος συγκίνησης. Αλήθεια, στις πόσες λάιβ παρτάρες - πού ‘ναι τα χρόνια ωραία χρόνια τερματίζει το κοντέρ της εξαργύρωσης του χθες; Εδώ έχουμε ένα συγκρότημα που παρότι δισκογραφικά ανενεργό από το 2001 έχει κάνει δύο διεθνείς περιοδείες. Εντός εικοσαετίας βέβαια και αυτή η αίσθηση του μέτρου λειτουργεί υπέρ τους. Αν όμως μας καλούσαν σε γλέντια κάθε τρεις και λίγο εγώ δεν θα έτρεχα να θαυμάζω τη.. γλωσσομάθεια του Jarvis (εντυπωσιακό και το esoroucho, αλλά το cheirokrotima είναι πραγματικός γλωσσοδέτης για Άγγλο) κι ας έχανα το wit (αν και το σχόλιό του στη Μαλακάσα περί μπύρας Fix και πόσο δύσκολο θα ήταν να την παραγγείλεις στη Βρετανία δύσκολο να ξεπεραστεί).
Τούτων δοθέντων, δεν ενθουσιάστηκα με την a priori.. μέριμνα του ενδεχομένου επόμενης επίσκεψης. Στο πλαίσιο που το είπε ήταν αστείο βέβαια, αλλά η σκέψη ότι οι Pulp από sui generis βρετανικότητα θα μπορούσαν να καταλήξουν διασκεδαστές στο καθιερωμένο αγαπημένο μας 90s λάιβ πάρτυ μέχρι το επόμενο με tagline “πόσες αναμνήσεις; πόσα ραντεβού;” μου είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη. Ελπίζω και στους ίδιους. Εξαιρώντας την πρώτη εμφάνισή τους στη Φρεαττύδα το 1998 με καινούριο δίσκο τότε, οι δύο επόμενες φορές που μας επισκέφτηκαν, με απόσταση 13 ετών και το βάρος του ονόματός τους να βαίνει ενισχυόμενο είναι ασφαλώς προνόμιο. Μια τρίτη όμως, αν έχουμε και πάλι το ίδιο concept συναυλίας , δεν αποκλείεται να είναι μανιέρα. Θα το δούμε αν έρθει η ώρα, αλλά δεν είναι πρόωρο να επισημανθεί νομίζω.
Επί του παρόντος πάντως οι όποιες ανησυχίες υποχώρησαν μπροστά στη διαχρονική αξία του ρεπερτορίου και την προσεκτική μεταχείρισή του από το συγκρότημα. Εύλογα θεωρώ. Αφού η δεύτερη φορά είναι προνόμιο, ο θεατής δεν ασχολείται με άλλες παραμέτρους γιατί νιώθει ότι του χτύπησε την πόρτα ένας φίλος από τα παλιά και έπρεπε να έρθει να τον βρει.
Και ήρθε. Like a friend. Δεν νομίζω ότι έχω δει περισσότερους γνωστούς και φίλους σε συναυλία, κάποιοι, δε, ταξίδεψαν αυθημερόν για το λάιβ. Μέχρι και φίλος που δύσκολα πείθεται να πάει οπουδήποτε με πήρε τηλέφωνο μετά τους Ride: “Έλα ήρθα για Pulp. Είσαι εδώ;” Αυτή η χαρά της συνάντησης, η αίσθηση ότι δεν θα μπορούσαμε να λείπουμε και ας πάμε την επόμενη μέρα σκοτωμένοι στη δουλειά (όπως και συνέβη) δεν ήταν παρά μια επιβεβαίωση ότι ανεξάρτητα από τον δρόμο που τράβηξε ο καθένας, τα πράγματα που μας έχουν συνδέσει όταν χρειαστεί λειτουργούν.
Μας συνδέει, μεταξύ άλλων, το ότι είμαστε η γενιά που ξεχωρίζει τα εξώφυλλα των Pulp από χιλιόμετρα, που είδε στην πράξη ότι αν και καβάλησαν το κύμα των καιρών, δεν χάρηκαν την brit pop ταμπέλα, ούτε τσίμπησαν το ευφορικό απολιτίκ κλίμα των 90s. Για τη δε τριτοδρομική κατά φαντασίαν διέξοδο στα διλήμματα της ιστορίας απάντησαν με το “Cocaine Socialism”, σε περίπτωση που από τον πολύ χορό δεν πιάσαμε την κριτική στον τουρισμό της παραγκούπολης και τη lifestyle οικειοποίηση της φτώχειας που προηγήθηκε. Την πιάσαμε. Όσοι από εμάς βρεθήκαμε στο Roundhouse το 2006 και ακούσαμε ζωντανά το “Cunts are still running the world” από τον Cocker δεν εκπλαγήκαμε.
Μας συνδέει ίσως επίσης το ότι αγοράσαμε σε βινύλιο το “Freaks” για να ακούσουμε τι σόι μουσική έφτιαχναν παλιά και δεν τους πλησίαζε άνθρωπος. Αυτή ήταν άλλη μία καθοριστική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα brit pop σχήματα που ξεπηδούσαν σαν τα μανιτάρια και τους Pulp που δημιουργήθηκαν το 1978 με τελείως άλλες καταβολές, δεν είχαν καμία σχέση με το lad culture και για περισσότερα από δέκα χρόνια έμειναν στην αφάνεια. Kαι όμως, ούτε δάχτυλα κούνησε o Cocker, ούτε αξίωσε κάποιο ειδικό καλλιτεχνικό στάτους λόγω παλαιότητας, γνώσης κλπ, παρόλο που γύρω του δεν εξέλειπε η ικανή ελαφρότητα ώστε να παίρνουν και να δίνουν οι συγκρίσεις με τους Beatles ακόμα και για περιπτώσεις όπως οι... Dodgy.
Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν συνδετική ύλη για μια γενιά τουλάχιστον και στη συναυλία λειτούργησαν. Όπως λειτουργούν και οι συνειρμοί από το “I Want You” που άκουγα την επόμενη μέρα. Το τραγούδι φυσικά δεν παίχτηκε. Τίποτα δεν παίχτηκε από το “Freaks”, αλίμονο. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε περίπου με ιστορικό αναθεωρητισμό (κακώς κατά τη γνώμη μου), αν και στο παρελθόν έχει τιμηθεί κι αυτό συναυλιακά κάποιες φορές.
Όμως ο “χειρότερος δίσκος των Pulp”, που ο Cocker έχει χαρακτηρίσει ως low point μιας παρατεταμένης απελπισίας (ούτε ο Peel δεν μπόρεσε να τους βγάλει από την αφάνεια τότε), ήταν με έναν τρόπο παρών στη συναυλία, από τα πρώτα δευτερόλεπτα μάλιστα. Τα μηνύματα στα ελληνικά δεν ήταν σοκ για όσους τους είχαμε ξαναδεί αλλά τα θολά κοκκινοκίτρινα χρώματα που παρέπεμπαν στις θαμπές, παραμορφωμένες φιγούρες (και φλόγες; ή φως; πάντα αναρωτιόμουν) του “Freaks” ήταν. Πολύ περισσότερο και από την αυθάδη αυτοπεποίθηση των μηνυμάτων, προεξάρχοντος του “αυτή είναι μια νύχτα που θα θυμάστε για όλη σας τη ζωή”, οι Pulp είχαν την ωριμότητα να μας πουν “αυτοί είμαστε”. Και αυτοί δηλαδή. Προσωπικά βρήκα το φόντο σημαντικότερο από τα μηνύματα, εκεί εστίασα όλο το βράδυ και γι’ αυτό άκουγα το “I Want You” την επόμενη μέρα. Δεν απογοητεύτηκα.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να μπω στα επιμέρους, τι παίχτηκε τι δεν παίχτηκε. Τελικά what is this feeling called Pulp? Δεν ήταν ένας αγαπημένος φίλος που μου είχε λείψει, ούτε η νύχτα που θα θυμάμαι για όλη μου τη ζωή. Ήταν πολλά περισσότερα. It was hardcore.
Υστερόγραφο:
Δεν διέφυγε της προσοχής μου ότι το ίδιο βράδυ εμφανίστηκαν και άλλοι στο Release. Δεν είδα τους Tramhaus και έχασα κατά το μεγαλύτερο μέρος τους Ride επειδή έπαιξαν μέσα στο λιοπύρι. Όσα πρόλαβα να ακούσω όμως σε ένα εικοσάλεπτο μου άρεσαν πολύ. Αφήνω στην άκρη τους Smile γιατί δεν είμαι καθόλου στη φάση τι να γίνεται σήμερα ο Thom Yorke και δεν θα ήταν τίμιο να κάνω κι εγώ τη δημοφιλή, όπως διαπιστώνω διαβάζοντας διάφορα reviews, ντρίμπλα του “θα ταίριαζαν περισσότερο σε κλειστό χώρο”, αφού πιθανόν να μη με ενδιέφεραν ούτε σε κλειστό χώρο. Ας αξιολογηθούν από άλλους. Εγώ για τους Pulp πήγα. Common people είμαστε.
Ο Αντώνης Ξαγάς γράφει:
Διανοείται καμιά μας μια συναυλία των Pulp χωρίς το ‘Common people’; Ούτε… κατά διάνοια. Προς τι άλλωστε μια τέτοια απάρνηση; Έφτιαξες κάτι που έχει περάσει στα χείλη πολλών, που χαρακτήρισε μια εποχή, ή έστω μια (υπο)γενιά, για να μην λέμε και υπερβολές, και τώρα να του γυρίσεις την πλάτη; Και μετά από τόση προσπάθεια κιόλας, όταν πέρασες με επιμονή και υπομονή τόσα άνυδρα χρόνια, με... ασφαλή μεν, αφανή δε μυστικά (κρυφή αναφορά στην συλλογή του 1982 'Your Secret's Safe With Us)'; Εν τέλει, όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Jarvis σ’ ένα από τα παλιότερα σενάρια τα οποία εν γένει τηρεί με επαγγελματική προσήλωση– όσο κι αν με το σκηνικό-θετρικό του χάρισμα καταφέρνει και πείθει ότι είναι αυθόρμητα- «αν είναι να μας θυμούνται γι’ αυτό μόνο το τραγούδι, δεν πειράζει. Είναι ένα καλό τραγούδι. Τους Black Lace τους θυμούνται μόνο για το «Agadoo». Οπότε υπάρχουν και πολύ χειρότερα». Τώρα βέβαια έχει αλλάξει το τροπάρι. «Ξεχάσαμε τίποτα;» ρωτάει παιχνιδιάρικα και δήθεν ανυποψίαστα εκεί λίγο πριν το τέλος. Όχι, καμία ανησυχία, θα το παίξουν. Και το έπαιξαν. Και από κάτω τα ίντυ παιδιά (ή όχι και τόσο παιδιά πλέον) κατέθεσαν χορό, ψυχή και πνευμόνι. Κι ας μην είναι και τόσο common people. Και ούτε –μεταξύ μας- θέλησαν ποτέ να είναι.
Δεν είναι εύκολη πάντως γενικά η σχέση ενός καλλιτέχνη με το επιτυχημένο έργο του (και συνακόλουθα και με τους οπαδούς του -κι αν δεν μου αρέσει η χρήση του γηπεδικής προέλευσης όρου, είναι εν τούτοις περιγραφικός). Γιατί από την μία είναι η αυθόρμητη και κατά βάση ασυνείδητη επιδίωξη της ίδιας ηδονής, της απόλαυσης, της ικανοποίησης, της σιγουριάς (ίσως) της κοινότητας, έτσι άλλωστε δεν είμαστε γενετικώς προγραμματισμένα όλα τα θηλαστικά; Κι από την άλλη, η συνειδητή αντίδραση που επιφέρει αυτή η μπορεί και πνιγηρή υποχρεωτικότητα, ο ετεροκαθορισμός και ετεροπροσδιορισμός που εκλαμβάνονται (κι ενίοτε είναι) ως περιορισμός της δημιουργικής ελευθερίας. Οπότε… όχι, όχι, δεν το παίζω το «Creep».
Από πολύ νωρίς ο Thom Yorke είχε εκδηλώσει μια τέτοια δυσφορία απέναντι στις προσδοκίες του κοινού, την τόλμη (ή την οίηση, διαλέγετε και παίρνετε) να πάει και κόντρα σε αυτές (βέβαια, τo… Creep μην το κατηγοράς, όχι μόνο επειδή σου δίνει για να φας, αλλά και την άνεση να το ξεπεράσεις και το κοινό με ευήκοα αυτιά για τις μουσικές σου αναζητήσεις). Φτάνοντας στο σήμερα όπου με την συνεπικουρία της ομάδας μουσικών των Smile έχει πάει σε ακόμη παραπέρα δρόμους, που περνάνε από το progressive, το κράουτ, το τζαζ, την electronica, πολλές αναφορές να έχουμε να γράφουμε και να προσδίδουν ειδικό βάρος, αποδιδόμενες με άψογη κι αναμφισβήτητη τεχνική αρτιότητα (η ύστερη εκδίκηση διαφόρων καταφρονεμένων από τα κατά καιρούς indie kids δεξιοτεχνών).
Το πολλάκις γραφέν ότι θα τους ταίριαζε περισσότερο ένας κλειστός χώρος κρίνεται μάλλον άστοχο, οι τυμπανιστικές afrobeat αναφορές ή οι υψηλές νότες που πιάνει ο Yorke την θέλουν και την αντέχουν την ανοιχτωσιά (για περισσότερα, παραπομπή στο βιβλίο του David Byrne ‘How music works’ στην ενότητα όπου αναλύει την σύνδεση μουσικών ειδών και χώρων) κι επιπλέον είναι κι ανειλικρινές, καθώς αυτό που υπονοείται αλλά δεν λέγεται είναι, τι μας τους φέρατε εδώ, εμείς για τους Pulp ήρθαμε, κι όχι για τους όποιους… TBA.
Οι οποίοι Pulp από την μεριά τους είναι πλέον μια ξεκάθαρα και με αυτεπίγνωση ρετρό μπάντα, ρετρό με όλη την σημασία του όρου, χωρίς εδώ να χρειαστεί να καταφύγουμε σε λόγιες αναφορές και στις αναλύσεις ενός Simon Reynolds, αλλά κρατώντας την ανόθευτη και ακομπλεξάριστη χαρά με την οποία η γενιά των γονιών μας (κι εμείς μαζί) χαιρόταν να βλέπει τους Charms ή τον Πασχάλη σε νοσταλγικές συνάξεις στα εκάστοτε γυάλινα μουσικά θέατρα, σε oldies but goodies κομμάτια που σαν αυτά που... δεν γράφονται πια σήμερα. Η γλυκιά αγαπημένη που ήρθε από την Ελλάδα κι είχε μια δίψα για γνώση…
Δεν υπάρχει ‘καλύτερη’ στάση, αν με ρωτάτε. Αμφότερες οι οπτικές μάλιστα, παρά την φαινομενική τους αντίθεση είναι μέσα στο πνεύμα μιας εποχής-Ιανού η οποία νοσταλγεί ακατάσχετα αλλά ταυτόχρονα απαιτεί σχεδόν ψυχαναγκαστικά την εξέλιξη, την κινητικότητα (βέβαια τα όρια δεν είναι τόσο απόλυτα, και οι Pulp κάποτε ‘τσίνισαν’ και πάνω στις δάφνες της επιτυχίας κυκλοφόρησαν ένα «This is hardcore», αποδεικνύοντας ότι είχαν μια άλλη κλάση, και μια άλλη τάξη από τον περισσότερο λοιπό συρφετό του …αταξικού κόσμου της Cool Britannia του αλήστου μνήμης Τόνι Μπλερ). Όσο θαυμάζω όσους κινούνται από μια αέναη ανάγκη αλλαγής τόσο θαυμάζω και όσες μένουν κι επιμένουν (στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν π.χ. και οι Ride, οι οποίοι με μια ακόμη εμφάνιση κατέδειξαν τα όρια ενός βαθιά φορμαλιστικού είδους όπως υπήρξε τελικά το shoegaze).
Στην Τέχνη όμως (όπως στην…κβαντική) δύο αντίθετα μπορεί να είναι εξίσου σωστά ή λάθος. Πόσο μάλλον όταν υπεισέρχεται και ο αστάθμητος παράγοντας ‘γούστο’, όπως είχε πει κάποτε και ο Αργύρης Ζήλος, τα όποια ‘επιχειρήματα’ περί γούστου πέφτουν σαν άσφαιρα πυρά εν κενώ, αν κάτι δεν μου αρέσει, δεν μου αρέσει, τελείωσε.
Οπότε μόνο με συγκαταβατικά συμπαθητικό μάτι μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τις μουσικο-κοκερομαχίες (συγνώμη) που στήθηκαν τις ημέρες που ακολούθησαν της συναυλίας, οι οποίες μπορούν να ενταχθούν είτε σε κλασικό ανταγωνισμό μουσικοφιλικής τεστοστερόνης, είτε σε αδυναμία αποδοχής και αντοχής της διαφορετικότητας των απόψεων, είτε σε άμυνα απέναντι στην κλοπή της απόλαυσης (για να επιστρατεύσουμε όρους λακανικής ψυχανάλυσης) μιας εμπειρίας (έννοιας ιερής πλέον), είτε πολύ περισσότερο να αποδοθούν στο γεγονός ότι σε καιρούς γενικευμένης ανασφάλειας και διαρκούς Κρίσης, τα αισθητικά μας γούστα είναι πλέον τα δικά μας, απολύτως δικά μας απαραβίαστα ταυτοτικά σύνορα, κάθε αμφισβήτηση τους ισοδυναμεί με προσωπική προσβολή.
«Τότε που ο πλανήτης μας θά ’ναι οπλοστάσιο κι οι δρόμοι θα μοιάζουν μ’ αρένα», καλά τα προέβλεπε ο Τουρνάς το 1974 όταν αναρωτιόταν πως θα είναι ο κόσμος το 2009. Πάει, πέρασε όμως και το 2009, πέρασε και είναι και μακρινό κιόλας το έτος 2000 στο οποίο υποτίθεται θα συναντιόμασταν όλες και «won't it be strange when we're all fully grown?», το 2000 θα ‘ναι μπαμπάδες οι σημερινοί πιτσιρικάδες, είχε προλάβει η Αρλέτα (η Μαριανίνα Κριεζή για ν’ ακριβολογούμε) τον Jarvis. Μπαμπάδες (και μαμάδες) με… δυσφορία ηλικίας, που ναι μεν καλά κρατιούνται, όπως μας κολάκευσε και ο Jarvis όταν αναθυμήθηκε το τότε (1998!) στην Φρεαττύδα τότε που σηκώθηκε η αμμοθύελλα λες και φύσηξε ο γκουχ γκουχ Σιμούν, ωστόσο παρά τις καταγγελίες των ‘βιολογισμών’, το καταραμένο DNA στο τέλος πάντα νικάει. Μένει για παρηγοριά η κυτταρική μνήμη των those were the days, των ‘Glory days’ (υποτιθέμενων και μη). Και με αυτό το τραγούδι έκλεισε μια ακόμη καλοκαιρινή αποχαιρετιστήρια συναυλία και οι νέοι και οι νέες της εποχής πήραν με χαμόγελο τον δρόμο της επιστροφής. Για το σπίτι.
(Οι φωτογραφίες είναι της Ελένης Φουντή και της διοργάνωσης)