Come say Hail!
Το σώου το κρατάνε πλέον νεότερες γενιές. Επί της σκηνής, της πλατείας (Νερού) αλλά και της οθόνης. Του Άρη Καραμπεάζη
Η πρώτη εβδομάδα του Ιούνη, με αποκορύφωμα το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, ήταν μια πρώτης τάξεως ημερολογιακή ευκαιρία για αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘επίσημη έναρξη της θερινής συναυλιακής σεζόν 2025’. Και ενώ πολλοί και διάφοροι την προμήνυαν αδιάφορη αυτή την έναρξη, τελικά το εντελώς αντίθετο συνέβη.
Η γκρίνια και τα ειρωνικά σχόλια τόσο για την επιλογή, όσο και για το πλαίσιο υπό το οποίο οι Καλιφορνέζοι Avenged Sevenfold θα ανέβαιναν ως headliners στην πρώτη ημέρα του αμιγώς καλοκαιρινού φεστιβάλ των τελευταίων πολλών ετών, δεν έλειψαν μεν, αλλά υποχρεώθηκαν να οπισθοχωρήσουν αρκετές ώρες πριν την εμφάνιση τους. Όταν ακόμη και οι άνθρωποι του Release είδαν -έκπληκτοι με την σειρά τους- παραπάνω από αρκετούς ‘πιστούς και φανατικούς’ να περιμένουν ευλαβικά κάτω από τον πιο καυτό αττικό ήλιο της χρονιάς (μέχρι στιγμής) για να ανοίξουν οι πόρτες, και να καταλάβουν την πολυπόθητη θέση στο κάγκελο.
Τις αμέσως επόμενες ώρες και ημέρες της συναυλίας σχολιάστηκε (και σχολιάζεται ακόμη) το γεγονός αυτό καθαυτό, το ότι δηλαδή οι A7Χ έχουν όχι μόνο φανατικό, αλλά και νεανικό κοινό (σ.σ. στο ροκ όταν μιλάμε πλέον για νεανικό κοινό, αναφερόμαστε σε ηλικίες >30), το ότι το κοινό αυτό ακολουθεί επιτέλους και εντός συνόρων τα νέα ονόματα του μεταλλικού ήχου (σ.σ. όταν αναφερόμαστε σε νέα ονόματα στο ροκ, αναφερόμαστε σε γκρουπ που υπάρχουν για >30 χρόνια, έστω και 25 δηλαδή) κ.ο.κ.
Πάνω-κάτω τα ίδια είχαν γίνει και με τους Parkway Drive την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Τα δύο συγκροτήματα έχουν ως αφετηρία περίπου την ίδια περίοδο άλλωστε (με τους A7X να έχουν προλάβει πάντως τη λήξη των 90s). Και στις δύο περιπτώσεις το στοίχημα κερδήθηκε και για τους διοργανωτές, αλλά κυρίως και για το εγχώριο εκείνο ροκ κοινό το οποίο εν τέλει καταφέρνει και λειτουργεί - έστω και παράλληλα - πέραν του ραντάρ των καθιερωμένων.
Και που πάντοτε θα υπάρχει, και θα στρώνει το έδαφος για τα καθιερωμένα του αύριο, έστω και αν αυτή η διαδικασία είναι πλέον λιγότερο ευέλικτη, και κυρίως λιγότερο ορατή δια γυμνού οφθαλμού, από ότι σε όλες τις προηγούμενες ροκ περιόδους. Άλλωστε δεν πρέπει να έχει υπάρξει καμία ροκ περίοδος στην οποία έστω και εσφαλμένα και δια της παραλείψεως προσοχής, ένα γκρουπ ενεργό για είκοσι έξι πλέον χρόνια να αναφέρεται εδώ κι εκεί ακόμη και ως ‘νέο όνομα’ (και να μην ανοίγει ρουθούνι). Ή τέλος πάντων ότι κομίζει κάτι το νέο, έστω και αν αυτό είναι απλώς και μόνον οι φανατικοί του, που εμείς οι υπόλοιποι δεν τους είχαμε ξαναδεί (μαζεμένους). Θα τα πούμε και τις επόμενες ημέρες άλλωστε και για τους Turnstile και για την εγχώρια ροκ μάστιγα του ‘εδώ-και-τώρα’.
Την αμέσως επόμενη ημέρα θα βλέπαμε στον Λυκαβηττό τους TV On The Radio. Αμερικάνοι και τούτοι, ξεκίνησαν δύο χρόνια μετά τους Avenged, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο θεωρούνται υπέρ το δέον ‘βετεράνοι’ πλέον και έπαιξαν πολλά «μα που τους θυμήθηκαν/τους ακούγαμε στα νιάτα μας» κλπ, κατά την ανακοίνωση εκείνης της συναυλίας.
Ίσως και όχι τόσο ανεξήγητα βέβαια, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο ευρύτερος indie-alternative χώρος ακόμη αυταπατάται με την θεώρηση της νεότητας ως δήθεν κύριο συστατικό του, ενώ το metal νωρίς νωρίς συνειδητοποίησε ότι ο μόνος τρόπος για να μην πεθάνει πρόωρα, είναι να ενηλικιωθεί χωρίς τύψεις. Και στη συνέχεια να γεράσει με ελάχιστες τύψεις. Και πλέον ακόμη και να αργοπεθαίνει σε ζωντανή μετάδοση στον τόπο της γενέτειρας του, όπως θα διαπιστώσουμε από τα βιβλικά γεγονότα των αμέσως επόμενων ημερών, στα οποία οι περισσότεροι θα περιοριστούμε στην live streaming παρουσία. Τόσο απλό εδώ που τα λέμε, το να γερνάς για να μην πεθαίνεις πρόωρα.
Τέλος πάντων, η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο συναυλίες δεν ήταν ούτε ο ήχος, ούτε η όποια αισθητική, ούτε το υπο-είδος του ροκ στο οποίο προσκολλάται ο καθένας και η καθεμία, ούτε ίσως το ίδιο το κοινό και οι ηλικιακές του (ανα)κατατάξεις. Ήταν οι αχόρταγες οθόνες, που έλεγε και ξαναέλεγε και ο μακαρίτης ο Πανούσης, ορίζοντας έγκαιρα την πραγματικότητα στα θολά εκείνα όρια κάπου ανάμεσα στο ούζο πάουερ και στον εναγκαλισμό του τίποτε.
Παντελώς απούσες στον Λυκαβηττό, κυρίαρχες και κυριαρχικές στην Πλατεία Νερού, καθώς πήραν επάνω τους το μεγαλύτερο μέρος του show, μεταμορφώνοντας παραχρήμα τους πρωταγωνιστές (δηλαδή τους μουσικούς) σε κάθε επόμενο χαρακτήρα από όσους με πλήρη συνείδηση της απόγνωσης και της ματαιότητας τούτου εδώ του ροκ και μη κόσμου, παρελαύνουν από τα τραγούδια τους. Οι γιγαντοοθόνες σε κάποιες συναυλίες αναπαράγουν το επί σκηνής θέαμα, εδώ τους ανατέθηκε ο ρόλος να το παράγουν σε σχεδόν πρώτο χρόνο, όχι πριν αυτό συμβεί ή τη στιγμή που συμβαίνει, αλλά ενώ σε επιμέρους στοιχεία του δεν συνέβη ποτέ.
Δηλαδή, και για να το πω απλά, δεν προλαβαίναμε να δούμε επί της οθόνης την -ούτως ή άλλως- συμπαθή φάτσα του M.Shadows και αυτή μετασχηματίζονταν άμεσα σε κάτι άλλο, συνήθως κάπως τερατώδες και όχι και τόσο συμπαθητικό ως πλάσμα. Και ούτω καθεξής και καθ’ έξιν για κάθε επόμενη επί σκηνής δραστηριότητα και ενέργεια των κατά τα λοιπά κάθε άλλο παρά μη ικανών μουσικών και performers που απαρτίζουν τους Avenged Sevenfold. Κάπως έτσι είχαμε δύο παράλληλες συναυλιακές πραγματικότητες, την επί σκηνής και την επί οθόνης.
Υπήρξε στο ενδιάμεσο και μπόλικο σκηνικό σε μορφή ‘φυσικού προϊόντος’, με peak την τεράστια θηλιά κρεμάλας που προσγειώθηκε στη σκηνή, για να μας υπενθυμίσει ότι η emo αισθητική των late 90s-early 00s έχει αφήσει μεγαλύτερο στίγμα από ότι θέλουμε να νομίζουμε (ελπίζουμε) οι περισσότεροι, αλλά πάντως η χρήση της οθόνης ως ‘έκτου παίκτη’ (ήταν μπασκετικό τριήμερο, γι’ αυτό δεν λέμε ‘δωδέκατος’) είναι αυτή που προσδίδει στο ροκ σώου των Α7Χ το τελικό εκείνο στοιχείο, που θα συντελέσει καταλυτικά στο να εμφανιστούν ως κυρίαρχες, ακόμη και οι αδύναμες των συνθέσεων τους (που δεν είναι και λίγες εδώ που τα λέμε).
Τρομερά πράγματα μας λέτε, θα αναρωτιέται τώρα ο μέσος αναγνώστης. Ροκ συναυλία υπό συνθήκες υπερ-οπτικού σώου, το οποίο παρουσιάζεται ως art performance κλπ, μιλάμε δεν το έχουμε ξαναματακούσει να συμβαίνει σε μεγάλο φεστιβάλ. Και δεν θα έχει και (ολότελα) άδικο.
Δεν ξέρω λοιπόν αν φταίει το ότι έτυχε την αμέσως επόμενη ημέρα να δούμε τους αντι-οπτικούς TV On The Radio ή αν μου πέρασε από το μυαλό η στατικότητα και το ένα και μόνο φεγγάρι στην χλωμή οθόνη των Echo & The Bunnymen προ διετίας στον ίδιο ακριβώς χώρο, πάντως όπως και να έχει οι Avenged Sevenfold από την μία μεριά σε βάζουν σε υποψίες για το πως θα ήταν (και θα ακούγονταν) όλα αυτά χωρίς την επιβλητική τεχνολογία της μετα-εικόνας να τα υποστηρίζει, από την άλλη δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας περί του ότι αυτή η παράσταση είναι αποκλειστικά δική τους, και όχι απλώς και μόνο ένα ικανά υποβοηθούμενο προϊόν, έστω και υπό το θεατρικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήνεται, και το οποίο σε αρκετές στιγμές υποσκελίζει το μουσικό.
Στο αμιγώς μουσικό κομμάτι όμως οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το βράδυ του περασμένου Σαββάτου ακούσαμε αν όχι τον καλύτερο, σίγουρα έναν από τους 4-5 καλύτερους «ήχους» που έχουμε ακούσει συνολικά σε όλα αυτά τα χρόνια συναυλιακής ζωής της Πλατείας Νερού (και όχι τυχόν μόνο του Release).
Δεδομένου δε του ότι το ιδιότυπο του ήχου των Α7Χ βρίσκεται ακριβώς σε αυτές τις διπλές, όσο και δίπολες, κιθάρες που χειρίζονται με σχεδόν μαγικό τρόπο οι ικανότατοι και άκοποι Synyster Gates και Zacky Vengeance, και στις μεθόδους υπό τις οποίες συναλλάσσονται, παρά εναλλάσσονται μεταξύ τους, για όσους ειδικά δεν έχουμε κάποιο ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο με τα τραγούδια και τα νοήματα του γκρουπ (είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω αμέλειας), αυτό ακριβώς ήταν το στοιχείο που επιβεβαίωσε την παρουσία μας σε μία παραπάνω από εξαιρετική ροκ συναυλία. Δεν συνηθίζω να προτείνω link προς θέαση, αλλά εδώ θεωρώ ότι εξηγούνται επαρκώς και απολαυστικά τα πεπραγμένα τους και δη από τους ίδιους.
Και ενώ συνέβησαν όλα αυτά ως προμήνυμα ενός ακόμη αν μη τι άλλο ενδιαφέροντος συναυλιακού καλοκαιριού, στο αποκορύφωμα του οποίου στις 16 του Ιούλη ορδές πιστών θα συρρεύσουν γονυπετείς από όλες τις γωνιές της Αθήνας προς την Πλατεία Νερού για την εκπλήρωση του υπερδεκαετούς πλέον τάματος για την επιστροφή του Μεγαλόχαρου στα μέρη μας, ήδη από την πρώτη αυτή μέρα μας κατέστη πικρά σαφές ότι φέτος δύσκολα θα δούμε κάποιο live να προσεγγίζει τα όρια του μεταμεσονύχτιου πάθους, καθώς οριακά είχαμε περάσει τις 23:00 και οι Α7Χ μας είχαν ήδη αποχαιρετήσει για τα καλά.
Τα ζητήματα των και με τους γειτονικούς δήμους της Πλατείας Νερού είναι γνωστά εδώ και χρόνια. Την περσινή χρονιά είχαμε μάλιστα και μη ευοδωθείσες προσπάθειες να ‘μπλοκαριστεί’ δικαστικά η συναυλιακή δραστηριότητα του χώρου. Ήδη από νωρίς φέτος υπάρχουν δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι το 2025 θα σημάνει και το οριστικό τέλος αυτής της πολυετούς και αμιγώς αστικής συναυλιακής πραγματικότητας, που υπό τα δεδομένα, τις ιδιοτροπίες, αλλά και τις εμμονές του εγχώριου συναυλιακού κοινού, κλίματος και διοργανωτών (σε αέναη σύμπραξη όλα αυτά) οφείλουμε πλέον να παραδεχτούμε ότι είναι μάλλον ό,τι καλύτερο μας συνέβη ποτέ.
Όλα αυτά όμως θα έχουμε καιρό να τα πούμε και ενώ ως γνωστόν ζούμε σε μια χώρα που τα πράγματα αλλάζουν από μέρα σε μέρα. Και όχι απαραίτητα προς το χειρότερο (λέμε τώρα). Τις αμέσως επόμενες ημέρες άλλωστε το όποιο indie κοινό τόσο με τους Idles, όσο και κατά μείζονα λόγο με τους Fontaines D.C. (που μόλις σάρωσαν με επιβλητικό τρόπο το Primavera Sound), θα έχει την ευκαιρία είτε να πάρει την τελική εκδίκηση του, είτε να σιωπήσει για πάντα.
(Οι φωτογραφίες είναι εκ της διοργανώτριας)