Manowar, New Order, Johnny Marr
Κάποτε, όχι πολλά χρόνια πριν, τα τρία αυτά ονόματα δύσκολα θα έμπαιναν στο ίδιο κείμενο, πόσο μάλλον στο ίδιο φεστιβάλ. Ένας ενδελεχής long read απολογισμός του Άρη Καραμπεάζη
Συναυλιακό πεζογράφημα 2019
Ξέραμε ήδη από νωρίς ότι το φετινό Release Festival θα εκτείνεται χρονικά (ή θα διασπείρεται αν προτιμάτε) σε διάφορες ημερομηνίες από τις 7 έως τις 30 Ιουνίου. Στην αρχή κάπως εντυπωσιαστήκαμε, όταν τα ονόματα έπεφταν το ένα μετά το άλλο, μετά κάπως μας ξένισε. Τα γνωστά. Ουδέν νεότερο μέχρι εδώ.
Στην ‘κεντρική’ αφίσα –και αν μετράω καλά– είναι γραμμένα 45 συνολικά ονόματα (από Iggy Pop έως Junior SP) και με επίσης πρόχειρους υπολογισμούς χρειάζεται κάποιος γύρω στα 500 € για να παρακολουθήσει και τις 9 ημέρες του φεστιβάλ, μόνο για τα εισιτήρια. Μπύρες, ποτά, φαγητά απ’ έξω (ναρκωτικά δεν πολύ-πήρε το μάτι και η μύτη μου για να πω την αλήθεια, αλλά υπάρχει και το live των Cypress Hill εν όψει – σημείωση δική μου: υπάρχει και η Δίωξη).
Συνεπώς τι γίνεται; Αντί να ‘χωρέσουν’ με κάποιο τρόπο όλα αυτά τα «ετερόκλητα», αλλά «δεν χάθηκε και ο κόσμος», ονόματα σε ένα διήμερο, που και πάλι «λίγα πράγματα θα είχε σε σχέση με έξω», οι διοργανωτές επένδυσαν μεν, αλλά έστησαν μία (πολύ) καλά οργανωμένη αρπαχτή, όχι υπό την έννοια που συνηθίζεται στα καθ’ ημάς συναυλιακά ήθη, αλλά υπό όρους αφαίμαξης ενός κοινού στον απόηχο (για άλλους ακόμη στην καρδιά) μιας οικονομικής κρίσης; Μια τέτοια άποψη θα μπορούσε να στηθεί εύκολα, αλλά όχι και να σταθεί, θεωρούμε. Και σίγουρα δεν θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Γνωρίζοντας το τι έγινε στον Iggy Pop, αλλά και στην ‘ριψοκίνδυνη’ ημέρα του Damian Marley, και έχοντας παραβρεθεί στις ημέρες των Manowar και των New Order (– Είστε σίγουρα διπολικός; – Ναι, είμαι, αλλά διαπίστωσα και τις δύο ημέρες πως δεν είμαι ο μόνος), θεωρούμε ότι το Release και η ‘διάσπαρτη’ μορφή υπό την οποία οργανώνεται, είναι ακριβώς το φεστιβάλ που θέλει, μπορεί να «σηκώσει» και να υποστηρίξει, αλλά και αυτή τη στιγμή «αξίζει» στο ελληνικό ροκ κοινό (αφήνουμε στην άκρη το κοινό της dance/electronica και τις προσπάθειες για τέτοιου είδους φεστιβάλ, που γίνονται πιο έντονες τελευταία, θα έρθει η ώρα). Και στην τελευταία πρόταση δεν εμπεριέχεται καμία διάθεση ειρωνείας.
Γουστάρουμε να βλέπουμε μεγάλα ονόματα, και δη από αυτά τα 5-6 μεγάλα ονόματα που παραδοσιακά γουστάρουμε ως κοινό (Maiden, Pop, Cure –ωπ αυτοί είναι σε άλλο φεστιβάλ!– κ.λ.π.) και αν μας φέρουν και κανένα απωθημένο τύπου Alice In Chains ή κοιμηθεί ο Θεός των Logistics και μας κουβαληθούν τίποτε Pearl Jam, τότε το μόνο που θα μείνει να ‘γκρινιάζουμε’ θα είναι ο Springsteen, αλλά αυτός θρυλείται ότι δεν θα έρθει ποτέ, επειδή όπου παίζει αφυπνίζονται συνειδήσεις, πέφτουν κυβερνήσεις και σηκώνονται χαρακώματα. Για τέτοια είμαστε τώρα;
Από την άλλη πλευρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αρκετά από τα ‘επίκαιρα’ ροκ ονόματα κάνουν το πέρασμα τους από τους κλειστούς συναυλιακούς χώρους μέσα στη χρονιά, και όσα δεν μας έρχονται ενόσω είναι hot, κάπου εκεί στο medium rare θα τα δούμε και θα τα ακούσουμε όπως και να έχει.
Συνεπώς, γιατί τελικά και γιατί άραγε είχαμε φαγωθεί προ δεκαετίας με το γιατί και πώς δεν γίνεται και εδώ το δικό μας Primavera (και σε κάποια φάση θέλαμε και Coachella, νομίζω, αλλά αυτό μας πέρασε όταν πλάκωσαν τα αρενμπί), γιατί δεν έχουμε δέκα διαφορετικές σκηνές στις 3 το μεσημέρι υπό τον ευχάριστο αθηναϊκό ήλιο κλπ κλπ, ενώ παράλληλα τονώναμε πατριωτικά το θέλω μας και με τα benefits του ευρωπαϊκού τουρισμού;
Από την άλλη, δε, κάθε φορά που έγινε μια προσπάθεια για τέτοιου τύπου φεστιβάλ εντός συνόρων, έστω υπό μικρότερη κλίμακα, αλλά πάντως με θαρραλέα ματιά σε τρέχοντα, και όχι σε δεινοσαυρικά, ηχητικά δρώμενα, εκτός του ότι δεν στηρίχτηκε από το ‘μεγάλο’ κοινό, υπήρχε και μία συνεχής μουρμούρα περί του ότι ‘ε εντάξει μωρέ παίρνουν τις επιχορηγήσεις εκεί πέρα και φέρνουνε τον Mulatu και τον Kode 9 με τρεις κι εξήντα, που δεν είναι και τίποτε ονόματα εδώ που τα λέμε’, ενώ παράλληλα ήμασταν όλοι σίγουροι ότι κανένας Έλληνας (μικρο)διοργανωτής, δεν πληρώνει κανέναν καλλιτέχνη στο τέλος της ημέρας. Το καφενείο των μουσικόφιλων η φάση, με αρκετούς και αυτόκλητους στο ρόλο του συντονιστή Γιώργου Γεωργίου.
Γενικώς πολλή συνωμοσία και ελάχιστη ουσία σε όλα αυτά. Προσθέστε και το ότι ως κοινό έχουμε τεράστια χρονοκαθυστέρηση τόσο στο σημερινό εμπορικό ροκ, όσο και στα act παρελθόντος που αποκτούν μυθικές διαστάσεις. Ας μην ξεχνάμε πως ο μακαρίτης ο Τριανταφυλλίδης φαλίρισε φέρνοντας μεταξύ άλλων White Stripes και Kraftwerk. OK, ίσως να μην ήταν ακριβώς και μόνο αυτός ο λόγος, αλλά μιλάμε για live που πήγαν σχεδόν άκλαυτα, όπως και να έχει. Σήμερα το να έρθουν οι πρώτοι σε περίπτωση reunion θα είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ενώ υπάρχει ακόμη κόσμος που ψάχνει εισιτήριο για το προ πολλών μηνών live των τελευταίων στην Αθήνα.
Συνεπώς, σε μία χρονιά κατά την οποία εξαφανίστηκε (βίαια, όπως της έπρεπε) από τα εγχώρια συναυλιακά δρώμενα η Μαλακάσα (ας κάνουμε την δεκαπενταετή αποτίμηση της σε άλλη φάση και όχι εν θερμώ, αλλά ας παραδεχτούμε από τώρα ότι σπουδαία live, τύπου Manic Street Preachers και Kylie Minogue, χαντακώθηκαν στην χιλιομετρική της αυθαιρεσία), ένα φεστιβάλ τύπου Release εντός αστικού ιστού, που περισσότερο ανταποκρίνεται, παρά επιχειρεί να καθορίσει, τις ούτως ή άλλως στενά οριοθετημένες ανάγκες του ελληνικού ροκ κοινού, θεωρώ ότι πρέπει να μας ικανοποιεί, σχεδόν απόλυτα.
Αν δε τις επόμενες χρονιές παραμείνει ως έχει, ή και επεκταθεί (τόσο ημερολογιακά, όσο και μουσικά), που είναι και το ευλόγως αναμενόμενο, τότε αρκετές ‘μερίδες ακροατών’ θα έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε κάθε χρόνο τουλάχιστον 2-3 ‘μεγάλα’ ονόματα, που είτε μας ενδιαφέρουν, είτε μας ενδιέφεραν κάποτε, εν πάση περιπτώσει καλό είναι να ξέρουμε ότι παίζουν (παρά) δίπλα από το σπίτι μας.
Επομένως, και παρότι το φεστιβάλ βρίσκεται σε κάτι λιγότερο από τα μισά του φετινού του δρόμου (τέσσερις από τις εννέα ημέρες, έκλεισαν με την εμφάνιση των New Order την Κυριακή το βράδυ), χωρίς μεγάλο άγχος για τυχόν ανατροπή, θα το χαρακτηρίσουμε απόλυτα επιτυχημένο από κάθε άποψη, δεδομένων των συνθηκών, επικυρώνοντας τις σε πραγματικό χρόνο και χώρο συζητήσεις περί του ότι «το Release φέτος σάρωσε τις συναυλίες».
Όπως ακριβώς οι ευγενέστατοι Manowar, έτσι και εμείς θεωρώ θα πρέπει μεταξύ παραπόνων, ενστάσεων, αντιρρήσεων και λοιπόν αιτημάτων (που πάντοτε προηγούνται σε μία συναυλιακή - φεστιβαλική εμπειρία, ναι ακόμη και στα χρυσά χρόνια του Primavera), να «ευχαριστήσουμε» τέλος πάντων κάπως τους κάθε είδους διοργανωτές και συμμετέχοντες στην όλη προσπάθεια, εμφανείς και μη, γνωστούς και φίλους μας ενίοτε, και όσους στηρίζουν ή στηρίζονται σε αυτούς.
Όπως θεωρώ ότι θα πρέπει να ‘ευχαριστήσουμε’ και όσους φέρνουν στη Ελλάδα την τελευταία περιοδεία των Slayer, η οποία μόλις ανακοινώθηκε (και πριν επιβεβαιωθεί η ελληνική ημερομηνία) μέσα σε μισή ώρα ανέβηκε κατά 50% τουλάχιστον το κόστος αρκετών πτήσεων από Αθήνα και προς επιβεβαιωμένες στάσεις στην Ευρώπη, αλλά και τους Cure, που εδώ και μία διετία τουλάχιστον, αποτελούν το μεγαλύτερο συναυλιακό rock act της retromania εποχής, όσο και αν η άποψη μας για αυτό που πρεσβεύουν πλέον είναι σφόδρα καχύποπτη.
Ναι το γνωρίζω πολύ καλά ότι όλα αυτά γίνονται για την κονόμα, και ενίοτε την χοντρή κονόμα, όπως και το ότι οι κατά καιρούς αθέμιτες πρακτικές μεταξύ αλλήλων υπήρξαν εν μέρει υπεύθυνες για την εγχώρια συναυλιακή υπανάπτυξη, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε επίσης ότι αναφερόμαστε σε μία ούτως ή άλλως υπανάπτυκτη μουσικά χώρα, ότι το σίγουρο χρήμα στη μουσική είναι αλλού (και καλά κάνει που είναι εδώ που τα λέμε, ήρθε δηλαδή τώρα το ροκ-εν-ρολ να προσδώσει ηθική στο χρήμα;).
Καθώς εδραιώνεται μάλιστα το φαινόμενο- μάστιγα ‘Ροκ Ηρώδειο’, το οποίο με ταχυδακτυλουργικό τρόπο πενταπλασιάζει την «δυναμική» κάθε ονόματος που εμφανίζεται σε αυτό, ας δείξουμε λίγο περισσότερο αγάπη στις συναυλίες που γίνονται σε γήπεδα και σε γνήσιο εργολαβικό ελληνικό σκυρόδεμα. Είναι κρίμα και στο ροκ-εν-ρολ να φτάσουμε να αναπολούμε νοσταλγικά τα τσιμέντα, προσκυνώντας τα μάρμαρα.
Και αφού τελειώσαμε με τη φάση «Αυτιάς - Μητσοτάκης» V.S «Καραμπεάζης - Διοργανωτές Συναυλιών 2019», ας πούμε και ένα δυο πράγματα για όσα είδαμε και ακούσαμε μέχρι στιγμής, και με επιφύλαξη για περαιτέρω.
Manowar
Τον Δημήτρη Βόγλη, παρότι έχει συμπληρώσει μια αιωνιότητα στην Αθήνα και στην διοργάνωση συναυλιών, τον θυμάμαι κατά βάση από τη Θεσσαλονίκη των early & mid 90s, να παίζει μουσική στο Berlin και στο Μπαχτσέ Τσιφλίκ (χώρια τα ράδια), προσπαθώντας όχι να επιβάλλει όπως κάποιοι άλλοι σύγχρονοι του, αλλά να προτείνει μια indie pop αισθητική, με στέρεο punk υπόβαθρο, και μία τουλάχιστον φορά να με κάνει να κοντέψω να βάλω όλο το Punto σε μια τζαμαρία ενός τυροπιτάδικου στην αρχή της Ανθέων, όταν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου να κόβει cabrio βόλτες με έναν τύπο που δεν έμοιαζε, αλλά ήταν ο Marc Almond.
Πραγματικά το τελευταίο πράγμα στο οποίο θα πόνταρα έστω και 0,10 λεπτά του ευρώ, ήταν το να τον δω στη σκηνή με τους ...Manowar. Έγινε και αυτό, συνεπώς περιμένω να δω διάφορα άλλα στο εγγύς μέλλον (ο Δασκαλόπουλος στο booth με τους Deep Dish κ.λ.π.).
Περιέργως πως η εικόνα του Θωμά Μαχαίρα, του έτερου δηλαδή των εκ της διοργάνωσης που ανέβασε στη σκηνή ο De Maio για να τους ευχαριστήσει που έφεραν την «αυθεντική και την ολόκληρη Manowar εμπειρία» στην Αθήνα, κάτω από τις πολεμίστρες, τις πηγές και τις Βαλχάλες, δεν ήταν και τόσο παράταιρη (έχει αυτή την μαχητική γκαραζόφατσα, για αυτό ίσως).
Πάντως και πέρα από την εσωτερική πλάκα, το ότι –μεταξύ άλλων– δύο τόσο εκτός του metal τύποι, αλλά απολύτως πιστοποιημένα άρρωστοι περί του ροκ (υπό ευρεία έννοια λέμε πάντα) μουσικόφιλοι, έστησαν αυτό το live το βράδυ της Παρασκευής στην Αθήνα, θεωρώ ότι επεξηγεί από μόνο του αρκετά πράγματα, από όσα προσπάθησα να πω στις προηγούμενες παραγράφους. Και δεν παραβλέπω την εμπορικότητα του πράγματος και την όποια κονόμα για την οποία είπαμε και παραπάνω.
Στις 9 και κάτι που μπήκαμε στο χώρο, δεν υπήρχε κανένα συγκρότημα στη σκηνή και δεν ακούγονταν μουσική. Μέχρι την έναρξη της εμφάνισης των Manowar υπήρξε ένα ‘κενό δίωρο’, απολύτως απαραίτητο καθώς φαίνεται για την προετοιμασία κάθε επιμέρους υπερβολής, που προαπαιτεί η ολοκληρωμένη εμφάνιση των αθεράπευτα αυτό-χρισμένων «βασιλιάδων του metal».
Το κενό αυτό, μας βοήθησε να αντιληφθούμε ότι εκτός των παραπάνω, έχουμε να κάνουμε με ένα από τα καλύτερα οργανωμένα φεστιβάλ τόσο στον χώρο της Πλατείας Νερού, όσο και γενικότερα.
Μπύρες, ποτά, φαγητά, χημικές τουαλέτες σε άλλο επίπεδο από αυτό που είχαμε συνηθίσει και κάθε τι άλλο που απαιτείται σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν όπου, όπως και όσα έπρεπε, οι τιμές συγκρατημένες (το ότι έπεσε η μπίρα κάτω από τα 5 € και μάλιστα στα 3,5, είναι είδηση χρηματιστηρίου θεωρώ). Γενικώς μια οργάνωση των διαφόρων περιπτέρων (χορηγοί, merchandise κλπ), που δίνει την φεστιβαλική αίσθηση, και όχι απαραίτητα αυτή της μεμονωμένης συναυλίας (που κάπως έτσι ήταν το πράγμα για κάποιους). Δώδεκα χιλιάδες κόσμος plus… και ο χώρος της Πλατείας Νερού, έδειχνε ακόμη να ‘αναπνέει’ με ικανό τρόπο, καθότι άλλωστε είναι καλύτερο να βράζουν τα τσιμέντα όλη την ημέρα, παρά να σηκώνεται η χωμάτινη σκόνη για ένα δίωρο.
Είχα δει πρώτη και τελευταία φορά τους Manowar στη Θεσσαλονίκη κάπου προς το 1993 (πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα και τέτοια τρομερά), λίγο μετά την κυκλοφορία του ‘Triumph Of Steel’, που είχε ξεσηκώσει τότε πατριωτικά metal αισθήματα και πάθη στον μέγιστο βαθμό. Στο σημείο αυτό να δώσουμε πραγματικά συγχαρητήρια στο σημερινό κοινό του συγκροτήματος, που αρκέστηκε σε χλιαρά χειροκροτήματα όταν ανέβηκε η ελληνική σημαία στη σκηνή.
Ο φίλος μου ο Στέφανος είχε τολμήσει να μπει με πλαστό εισιτήριο, φτιαγμένο στα φωτοτυπάδικα της Μελενίκου, και καθώς αργούσε σχετικά στην πόρτα, θεωρήσαμε προς στιγμήν ότι τον έχουν τσακώσει και τον βαράνε σε κάποια γωνιά, αλλά τελικά όλα καλά. Στο live ενθουσιάστηκα, αλλά έκτοτε δεν ξανα-ασχολήθηκα επί της ουσίας μαζί τους, τακτική που με χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα σε διάφορα πράγματα, μουσικά και μη.
Οι Manowar του 2019, εν σχέση με αυτούς του 1993, είναι ένα συγκρότημα που χωρίς να έχει αφήσει στην άκρη όλα εκείνα τα στοιχεία για τα οποία «έχασαν» στην πορεία αρκετούς σαν και εμένα (πως θα μπορούσαν άλλωστε, τα ίδια ακριβώς στοιχεία είναι που κράτησαν και έφεραν ακόμη περισσότερους), εν τούτοις έχουν καταφέρει να θέσουν ακόμη και αυτές τις υπερβολές, τις εμμονές και –γιατί όχι;– τις «καραγκιοζιές» τους (που λέει και η Ελένη Φουντή, εγώ θα έλεγα τα καραγκιοζιλίκια τους), στην ορθή τους διάσταση.
Ή αν τέλος πάντων δεν υπάρχει ορθή διάσταση για τέτοια πράγματα, σε μία διάσταση που καταφέρνει να μην αμφισβητεί ότι εν μέσω όλων αυτών υπήρξαν και εν μέρει είναι ένα στιβαρό hard rock συγκρότημα, του οποίου οι μεταλλικές-επικές προεκτάσεις, υπήρξαν σημεία των καιρών του και έμειναν γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Για μια πιο σοβαρή ανάλυση επί του ζητήματος, αναζητήστε τα όσα γράφει αλλού διαδικτυακά ο Λεωνίδας Αρβανίτης, του Metal Hammer, με τα οποία συντάσσομαι μέχρι άνω τελείας.
Αν ήμουν οπαδός του Ronnie James Dio (δεν είμαι) και αν το setlist των Manowar ήταν κατά τι καλύτερο, ή έστω πιο ανταποκρινόμενο στο ότι άφηνε να εννοηθεί ο υπότιτλος της περιοδείας, τότε θα μιλούσαμε για ένα εξωφρενικά καλό live. Αρκετά νωρίς, κάπου εκεί στο ‘Blood Of My Enemies’, δόθηκαν οι υποσχέσεις για κάτι τέτοιο, αλλά ήδη γνωρίζαμε ότι το setlist δεν θα το επέτρεπε. Και καλώς ή κακώς σε ένα συγκρότημα που ηχογραφεί για 40 σχεδόν χρόνια και του οποίου οι πραγματικά καλοί δίσκοι (αλλά όχι και η ουσία του συγκροτήματος, όπως εύστοχα αναφέρει πρώτος ο Αρβανίτης) περιορίζονται στα 4-5 από αυτά, το setlist είναι καθοριστικός παράγοντας για τα επίπεδα στα οποία θα καταφέρει να φτάσει το live.
Παρόλα αυτά η απόδοση του ίδιου του γκρουπ, εν μέσω ενός τέτοιου υπερβολικού σκηνικού μάλιστα, υπήρξε όντως υποδειγματική ως ροκ δρώμενο (ΟΚ, τι παίζει τι δεν παίζει ο καθένας, τι είναι προηχογραφημένο, τι δεν είναι, τα ξέρουμε, τα λέγαμε και πριν από 25 χρόνια....).
Το ίδιο το σκηνικό με τη σειρά του και η όλη παραγωγή αντάξια αμφότερα της μυθολογίας στην οποία συνειδητά επιμένουν να στηρίζονται, το κοινό τους ήταν εκεί για να τους δείξει πως όντως «αδιαφορεί για ό,τι και αν λένε» κ.λ.π. κ.λ.π. . Και σε μεγάλο μέρος αποδείχτηκε ότι για αυτή την αδιαφορία για τους «εκτός κύκλου» έχουν δίκιο και πολύ καλά κάνουν. Και οι Manowar και το κοινό τους. Λόφοι, βουνά, στρατιώτες να πηγαινοέρχονται, «- τι δουλειά κάνεις- να πολεμιστής στους Manowar είμαι μωρέ, καλά είναι βγαίνει μεροκάματο» και άλλα τέτοια είτε για να ενθουσιαζόμαστε, είτε για να γελάμε λίγο ειρωνικά. Δεν είναι δα τεράστια η διαφορά.
Για τα περί κοινού και σωστά οργανωμένης οπαδικής βάσης, θα τα πούμε και εντός ολίγου άλλωστε. Σε όλη του την εμμονή και την γραφικότητα σε αυτά τα ζητήματα, ενίοτε και με κομπλεξικές αντιδράσεις και συμπεριφορές, το heavy metal, και δη η παραδοσιακή πτέρυγα αυτού, καταφέρνει πάντως και διασφαλίζει την συνέχεια του, μέσα από διακλαδώσεις με τον χρόνο, τα χρόνια, την φθίνουσα σημασία συμβόλων και συσχετισμών, και την εν τέλει αποκάλυψη στα μάτια όσων πραγματικά μπορούν να το δουν, ότι το ροκ-εν-ρολ είναι πρωτίστως μία μυθολογία, ακόμη και αν το τέμνει στα δύο μια τραγωδία, μία αυτοκτονία ή απλώς μια αγεφύρωτη έχθρα.
Οι Manowar και οι οπαδοί τους επέλεξαν εξαρχής τον μύθο, και δεν θεωρώ ότι μπορούμε να τους κατηγορούμε αιώνια για αυτό. Ειδικά τώρα που δίνουν την «τελευταία μάχη» τους.
New Order/ Johnny Marr
Την Κυριακή το βράδυ είχα σκοπό να ακούσω την κιθάρα του Johnny Marr, να δω τον ίδιο, να αγνοήσω τα φωνητικά του και στη συνέχεια να αποχωρήσω για να πάω στους Cannibal Corpse. Κάτι τέτοια σχέδια όμως, για διάφορους λόγους, συνήθως αποτυγχάνουν, και έτσι έγινε.
Είναι σαφές ότι κάτι λείπει από την περίπτωση Johnny Marr Solo & On Stage και αυτό δεν είναι απαραίτητα ο Morrissey. Αν υπάρχουν δύο μουσικοί που θα μπορούσα να τους ακούω απλώς και μόνο να παίζουν κιθάρα για ώρες, έστω και χωρίς τίποτε από πίσω, ο ένας είναι ο Johnny Marr ασφαλώς. Και ο άλλως είναι ακόμη πιο ασφαλώς ο Viny Reilly (Durutti Column).
Το ότι ο Johnny Marr έχει ισόποσο δικαίωμα με τον Morrissey να ξεσηκώνει το κοινό του με τραγούδια των Smiths το έχουν πει τα δικαστήρια (εντάξει, με άλλη αφορμή), ας το πούμε και εμείς. Κακό δεν κάνει. Ας προσθέσουμε όμως ότι αλλιώς ξεσηκώνει τον κόσμο ο Moz όταν κάνει το μικρόφωνο λάσο και «προστάζει» το κοινό του να ακολουθήσει, και αλλιώς ο Marr όταν αναγκάζεται να ξεκλέψει φράσεις από την κιθάρα του, για να τραγουδήσει τις μοναδικές φράσεις που θα μπορούσαν να σταθούν ισάξια πάνω από αυτές. Βασικά η διαφορά είναι τόσο χαώδης, που είναι ανώφελο να προσπαθήσουμε καν να την περιγράψουμε έστω και περιφερειακά. Μπερδεμένα πράγματα ή όχι και τόσο.
Ο Johnny Fucking Marr ήρθε, τον είδαμε, τον ακούσαμε, ακούσαμε την κιθάρα του (όχι όσο και όπως θα θέλαμε, αλλά ΟΚ), επεσήμανε διακριτικά τη συμβολή του στα τραγούδια - σύμβολα για τα οποία βασικά ήμασταν οι περισσότεροι εκεί και αποχώρησε αν όχι θριαμβευτής, τότε σίγουρα όχι και έχοντας αποτύχει σε κάτι ιδιαίτερα.
Προκειμένου να διατηρείται στην επικαιρότητα και να μην αγνοούνται οι προσπάθειες του, έχει στήσει –με μετρημένα αποτελέσματα– μία κάπως ικανή cover band του εαυτού του και του παρελθόντος του, όπως σημείωσε και το κοινό του γύρω και πλησίον μας, αλλά επί της ουσίας και οι New Order το ίδιο δεν κάνουν, που κράτησαν και το όνομα;
Η στιγμή που ανέβηκε ο Bernard Sumner στη σκηνή για να τραγουδήσει το ‘Get The Message’ από τις όψιμα θρυλικές ημέρες των Electronic χαιρετίζεται ήδη ως ιστορική σε διεθνές επίπεδο. Δεν θα διαφωνήσω απόλυτα. Η ιστορία γράφεται κατά βάση λόγω και των συγκυριών, και ένα επιτυχημένο booking είναι μία καλή συγκυρία για να γραφτεί μία ήσσονος σημασίας ιστορική μουσική στιγμή. Γιατί όχι άλλωστε;
Ήδη από αυτή την πρόωρη εμφάνιση του Sumner στη σκηνή ακούστηκαν αρκετοί ψίθυροι για το πως στο καλό έχει γεράσει τόσο (εμ δεν είναι όλοι De Maio, τι να κάνουμε;) και για το τι απέγινε η φωνή του.
Για το γήρας δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, για τη φωνή του Sumner, θα πρέπει να πούμε ότι τα παράπονα άργησαν όντως καμιά τριανταριά χρόνια. Μια ματιά σε βίντεο από ζωντανές εμφανίσεις των πρώιμων New Order αρκεί. Τώρα το κατά πόσο ακούει κανείς Joy Division, New Order ή ξέρω εγώ και Fall… για τις φωνητικές ικανότητες, δεν είναι ακριβώς άλλη ιστορία. Φυσικά και δεν τους ακούσαμε για αυτό τον λόγο, ούτε καν στον Morrisey πιστέψαμε για τη φωνή του. Πιστέψαμε και παθιαστήκαμε για το αλύτρωτο που πάντοτε άφηνε πίσω της, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της. Η άποψη μου είναι ότι ο Sumner μια χαρά στέκει ως performer και ως τραγουδιστής, αλλού είναι το πρόβλημα θεωρώ.
Οι New Order του 2019 είναι ένα κουρασμένο, αλλά πάρα πολύ κουρασμένο, act. Το ξέραμε για τους δίσκους, το διαπιστώσαμε (για ακόμη μία φορά μετά από αρκετά χρόνια και για τα live). Τίμησαν κατά το δέον τον παρελθόν τους και τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του ‘Unknown Pleasures’, και παρότι δεν πέτυχαν την αναμενόμενη συναισθηματική φόρτιση, θεωρώ ότι δεν πρέπει να τους κατηγορήσουμε για αυτό.
Το ότι πέρασαν 40 χρόνια δεν είναι αμελητέο. Τα τραγούδια αυτά ανήκουν πλέον σε ένα ευρύτερα αποδεκτό ροκ πάνθεον, και το συναισθηματικό τους φορτίο είναι ασφαλώς ελαττωμένο, από όσο ήταν μέχρι και 10 χρόνια πριν. Το post punk δεν είναι πλέον μια παραφωνία στην ορθόδοξη ροκ ιστορία, αλλά ένα καθεστώς, που πλέον την σπρώχνει προς τα πίσω ή έστω δεν την αφήνει να πάει μπροστά (και χωρίς ασφαλώς να υπέχει αυτοτελή ευθύνη για αυτό και για το ότι το ροκ της απόγνωσης έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τον χάρτη). Δεν περιμένουμε ασφαλώς από τους New Order του 2019 να το αλλάξουν αυτό σε μία και μόνη ζωντανή εμφάνιση.
Το live τους είναι καλά στημένο. Ο ήχος σε ένα ικανό μέρος ήταν ανεξήγητα χαμηλός, ειδικά όσο κινήθηκαν στην post punk/pop πλευρά του παρελθόντος τους, όταν τα πράγματα έγιναν πιο ηλεκτρονικά, μαζί με τα bpm, ανέβηκαν και τα decibel. Και εκεί όμως δεν είχαμε καμία δραματική αλλαγή της κατάστασης. Το κοινό ανταποκρίθηκε χλιαρά στα περισσότερα από τα από σκηνής καλέσματα, παρότι στο τέλος ο Sumner είχε την ευγένεια να πει ότι πρόκειται για ένα καταπληκτικό κοινό κλπ κλπ.
Στα ‘True Faith’ και ‘Blue Monday’ είχες την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κοινό από κάτω παρά μόνο κινητά. Τόσο έξυπνα κινητά, που σηκώθηκαν και πήγανε μόνα τους χωρίς τους ιδιοκτήτες τους στη συναυλία, την μαγνητοσκόπησαν όπως-όπως στις πιο «καίριες» στιγμές της και αμέσως μετά έσβησαν τα σχετικά αρχεία, για να ελευθερώσουν πολύτιμη μνήμη για την επόμενη συναυλιακή ημέρα. Για τέτοια άθλια κατάσταση μιλάμε. ΟΚ, είναι ένα θέμα που έχει εξαντληθεί, αλλά δεν παύει να είναι ο ν.1 παράγοντας για το πως έχουν καταντήσει τα live. Μακάρι κάθε performer εκεί έξω να έχει το σθένος και το νεύρο του τεράστιου Rob Halford και να κλωτσάει όποιο κινητό βρίσκει μπροστά του. Και δεν χρειάζεται μετά να επεξηγεί το γιατί και πώς. Οι περισσότεροι θεωρώ καταλαβαίνουμε.
Δεν ξέρω τι γίνεται και τι δεν γίνεται, αλλά αν έχει καταντήσει έτσι το πάλαι ποτέ παθιασμένο indie & post punk κοινό, τότε προτιμώ τους γραφικούς με τα πλαστικά σπαθάκια από το Jumbo, που πιάνουν στασίδι στα χαρακώματα των Manowar. Το ροκ-εν-ρολ σε κάθε έκφανση του χρειάζεται οπαδιλίκι και φανατισμό, χρειάζεται παραμύθι και γνήσιο πάθος.
Εκπολιτισμένη νοσταλγία και συναυλιακό πικ-νικ με φόβο για ιδρώτα και αγκωνιές, εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους πάντες. Και το κοινό και τα συγκροτήματα. Αν στα 50 τους οι οπαδοί των Joy Division έχουν ξεπεράσει τα υπαρξιακά τους και απασχολούνται κατά μείζονα λόγο με τις υποθήκες τους, τότε καλύτερα να μείνουν σπίτι τους, όπως άλλωστε το κάνουν όλο το χρόνο, καθώς το 90% εξ αυτών δεν εμφανίζονται ούτε ως περαστικοί στα μικρά live των σχημάτων εκείνων που πραγματικά κομίζουν την απόγνωση των αυθεντικών JD στο σήμερα.
Αν κάτι δεν μου έλειψε, είναι ασφαλώς ο Peter Hook. Τον είχα δει πριν αρκετά χρόνια στον ίδιο χώρο, να γιορτάζει και αυτός με τη σειρά του μια επέτειο από κάποιο άλμπουμ των Joy Division (δεν θυμάμαι καν τι και πως), και είχαμε πει και τότε για τι μέγεθος αθλιότητας μιλάμε. Οι New Order εν τη απουσία του ασφαλώς και δεν κατρακυλάνε σε τέτοιου είδους αθλιότητα. Απλώς και μόνο επιπλέουν σε ένα ανορεξικό επίπεδο μετριότητας, τέτοιου μεγέθους που σε ορισμένες στιγμές θέτει υπό αμφισβήτηση και κάθε είδους πάθους, που ο καθένας από εμάς επέδειξε στο παρελθόν προς αυτούς και κυρίως προς τα τραγούδια τους.
Μετά από αρκετή σκέψη, και χωρίς ελαφρά συνείδηση ή καρδιά, θα συνταχθώ με αυτό που ο απολύτως ειδικός και με παθιασμένη γνώση επί του θέματος, ο φίλος μας ο Αυρήλιος Κουκούτσης από το ιστορικό Noise Record Shop της Θεσσαλονίκης (με ISO στον indie/electronica ήχο και ιστορία) είπε ξεκάθαρα λίγες ώρες πριν το live, που συνειδητά αποφάσισε να μην παρακολουθήσει:
«...θελω να πω τόσα πολλά για σήμερα αλλά ταυτόχρονα και απολύτως τίποτα... το βρίσκω πλέον τόσο ΜΑΤΑΙΟ... απλά κάνω share αυτό το συμπτωματικά ακριβώς περσινό (+ μια μέρα) ποστ και to whom it may concern που ας μην είναι και καμιά και κανένας... do. not. fookin'. care... και σεις ας νομίζετε/πιστεύετε ότι σήμερα θα δείτε και θα ακούσετε τους New Order...»
Για πολλούς και διάφορους λόγους, οι περισσότεροι από τους οποίους (προσθέτω) δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν, αλλά από όσους πραγματικά γνωρίζουν σε τι αναφερόμαστε είναι δυνατό έστω και χωρίς εξήγηση να κατανοηθούν, αυτό το συγκρότημα, που είδαμε και ακούσαμε, τελικά ΔΕΝ ήταν οι New Order. Και ΔΕΝ θα ήταν ακόμη περισσότερο οι New Order, αν τυχόν ήταν μαζί τους επί σκηνής ο Peter Hook.
Για ΜΗ New Order το λοιπόν μια χαρά ήτανε το show τους και μια χαρά περάσαμε, σύμφωνα και με τα παραπάνω. Τα υπόλοιπα είναι μια άλλη ιστορία, που διαφεύγει των συντεταγμένων μιας μεμονωμένης συναυλιακής βραδιάς.
Φωτογραφίες: Peero Lakanen (C)
2019 Magic Circle Entertainment