Sigur Ros / Black Angels / Diiv
Η ένταση της εμπειρίας έσπρωξε τον ριβιουσκεπτικιστή Aντώνη Ξαγά να γράψει για αυτά που βίωσε στην Πλατεία
Κάπου στο μακρινό μέλλον, κάπου στη δεκαετία των 40s πρέπει να βρισκόμαστε, δύο παππούδια κάθονται σε έναν μεταμοντέρνο καφενέ και τα λένε, πίνουν μπύρες και τσιμπολογούν κάτι απροσδιόριστα post-τηγανητά (μιλάμε για δεκαετία του '40, η επιστήμη έχει προχωρήσει και έχει αναγνωρίσει επιτέλους ότι η χοληστερόλη κάνει καλό στην μακροζωία και ότι το μπρόκολο ευθύνεται για τις περισσότερες καρδιοπάθειες).
- Τι βλέπω ρε συ Άρη, πήρες την επανέκδοση του Agaetis Byrjun σε μετα-βινύλιο; Ωραία φαίνεται. Και η οθόνη του εξώφυλλου, γαμάτη (σ.σ: είπαμε, δεκαετία του '40, η τεχνολογία έχει προχωρήσει). Υποθέτω το έχεις και στις άλλες προηγούμενες έξι επανεκδόσεις ε;
- Άσε ρε συ Αντώνη. Που θα πάει αυτό το πράγμα; Σε λίγο δεν θα χωράμε στο σπίτι, η γυναίκα γκρινιάζει. Αλλά τι να κάνω... Και ακούγεται ότι με το ενδέκατο μνημόνιο θα μας κόψουν και άλλο τη σύνταξη. Άστα. Έβδομη φορά αριστερά δεν θέλατε;
- Γιατί με τον Κωστάκη τον Καραμανλή τον Πέμπτο θα ήταν καλύτερα; Άστα όμως αυτά... Γκρουπάρα ε;
- Οι Sigur; Ντάξει, μεταξύ μας, ήταν πολύ τεχνοκρατία όμως.
- Έλα υπερβολές. Θυμάσαι ρε συ εκείνη τη συναυλία τους; Κάπου στο Φάληρο δεν ήταν; Τι μαγεία! Καταιγίδα σαρωτική, καρέκλες έπεφταν, τον ουρανό τον έσκιζαν αστραπές και κεραυνοί πέρα ως πέρα, αλλά από κάτω, χιλιάδες κόσμος και κανείς δεν πτοήθηκε. Μέχρι και "κλείστε τις ομπρέλες" φωνάζαμε.
- Έβρεχε; Είσαι sigur-os;
- Έεεελα, παλιό. 99% Σεφερλής. Ακόμη δεν τον ξεπέρασες;
- Χαχα, 'νταξει, ναι ρε συ, πως δεν θυμάμαι. Σα χτες μου φαίνεται...
(σιωπή πέφτει στο τραπέζι, για λίγο το βλέμμα πλανιέται νοσταλγικά στον χώρο)
- Αυτά ήταν χρόνια όμως ε; Και όχι σαν και σήμερα, με αυτούς τους πως τους λένε.... Ε ρε ένα νέο πανκ που τους χρειάζεται. Θυμάσαι που το περίμενες από τότε; Πέρασαν 30 χρόνια αλλά ακόμη τίποτε... Ελπίζεις ακόμη;
- Που θα πάει...
(Ξανά σιωπή, την οποία εκμεταλλεύεται η φανταστική μας κάμερα για να απομακρυνθεί και να επιστρέψει στο παρόν)
Ας είμαστε επιεικείς με τα δύο γεροντάκια, ο μηχανισμός της μνήμης λειτουργεί έτσι κι αλλιώς περίεργα, επιλεκτικά, παραμορφωτικά και ουσιαστικά ακόμη ανεξιχνίαστα (και δεν μιλάω τόσο για την φθορά λόγω του "ου γαρ μόνον έρχεται"). Η συναυλία στην οποία αναφέρονται δεν ήταν ασφαλώς των Sigur Ros μόνο, κοτζάμ φεστιβάλ (με την ντόπια έννοια του όρου) ήταν, υπήρχαν και άλλοι λοιπόν στο κάδρο, και η βροχή, εντάξει, μια ελαφριά ιουνιάτικη ήταν, δεν ήταν και ο τυφώνας Κατρίνα. Άρκεσε όμως για να μετατρέψει τους θεατές σε παπιά, άρκεσε και να φτιάξει μια ιστορία από εκείνες που χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη, που δίνουν προσθετική αξία σε ένα γεγονός (αν ήταν πιστεύω στο χέρι των διοργανωτών, θα το είχαν βάλει -το χέρι- για να συμβεί). Και οι ίδιοι οι Sigur Ros ήταν πραγματικά καταιγι(δι)στικοί. Τόσο όσο για να ξεπλύνουν κιόλας την ανάμνηση όλων των υπολοίπων...
Ομολογώ, δεν είχα σκοπό να γράψω κείμενο-απολογισμό για το Release Athens. Είναι που έχω κόψει το σπορ αυτό συνειδητά εδώ και πολύ καιρό, δεν είναι μόνο ότι μια συναυλία είναι ένα "εφήμερο" προϊόν, κάτι που συμβαίνει άπαξ και δεν επαναλαμβάνεται ποτέ ως έχει, είναι και που μου μοιάζει λίγο φάση "πως πέρασα στην εκδρομή" έκθεση σχολείου, έχει ένα ενδιαφέρον να το διαβάσεις αν ήσουν κι εσύ στην εκδρομή, αν δεν ήσουν "και τι με νοιάζει" για να μην πεις "ζήλεια-ζήλεια" (κι ας μην εκληφθούν παρακαλώ όλα αυτά ως μια φτηνή δικαιολογία αντι-επαγγελματισμού για το γεγονός ότι έφτασα στον χώρο την ώρα ακριβώς που ξεκινούσαν οι Diiv, χάνοντας τους Theodore και Afformance). Τέλος πάντων και μολαταύτα, η εμπειρία της Δευτέρας με τσίγκλισε και μου έδωσε και διάφορες αφορμές για σκέψεις...
Στα παραδοσιακά διαδικαστικά σχόλια, για την διοργάνωση δεν έχω να πω πολλά. Όμορφος χώρος δίπλα στα νερά, με τα κατάρτια των λικνιζόμενων γιωτ να ξεκόβονται στον ορίζοντα, σχετικά εύκολος σε πρόσβαση, οι παροχές καλά οργανωμένες για ελαχιστοποίηση της ταλαιπωρίας, ο ήχος τηρουμένων των αναλογιών αξιοπρεπής, το πρόγραμμα τηρήθηκε με (μη-ελληνική) συνέπεια, ο κόσμος αρκετός, η μάζωξη της φυλής βασικά, του μικρόκοσμου μας (κάτι σαν την μάζωξη των Δρυίδων στον Αστερίξ), βέβαια λίγες χιλιάδες κόσμο δεν το λες και πολύ αν σκεφτείς ότι ζεις σε μια δυτική (;) μητρόπολη των 5 εκατομμυρίων, δεν ξέρω επίσης αν ήταν οικονομικά αρκετός. Το διαβόητο θέμα με τα εισιτήρια και τις προσφορές της τελευταίας στιγμής ήταν ασφαλώς ένα αγχωμένο ολίσθημα ολκής (τύπου λαϊκής όπου 3 το μεσημέρι ξεπουλάμε, 1 ευρώ ο γαύρος, 1 και τα κολοκυθάκια για να μην μας μείνουνε) το οποίο για μένα σκότωσε οριστικά την προ-αγορά οποιουδήποτε ακριβού ανάλογου εισιτηρίου στο μέλλον. Όπως και να έχει πάντως, στην πόλη, στην χώρα, δεν μας περισσεύουν τέτοιες εκδηλώσεις, οπότε ας ευχηθούμε μακροημέρευση όπως και να 'χει....
Οι Diiv, το πρώτο σχήμα του προσωπικού μου μενού, ήταν αυτό που θα λέγαμε ιδανικό φεστιβαλικό σχήμα. Διασκεδαστικοί, κεφάτοι, ενεργητικοί, με νευρώδη ενέργεια, με ωραίες καμπανιστές κιθάρες, όμορφα κομμάτια (το "Doused" πολύ με άρεσε εκεί πίσω το 2012), το σχήμα του Zachary (Cole) Smith μπορεί εύκολα να σε ξεσηκώσει. Εξίσου εύκολα μπορείς να παίξεις μαζί τους το αγαπημένο (σκυλο)βαρετό παιχνίδι της ανέμπνευστης μουσοκογραφιαδοσύνης, "τι σου θυμίζουν", πολλά θα έλεγα εγώ, πιτσιρικάδες είναι όμως (με ήδη δύο δίσκους πάντως!), οπότε έχουν μπροστά τους το δρόμο ανοιχτό για να μετουσιώσουν τους πολλούς φακέλους του σκληρού τους δίσκου σε κάτι ουσιαστικά δικό τους.
Οι Black Angels, οι οποίοι βγήκαν μόλις έπεσε το μούχρωμα, είναι από τα νέα ανερχόμενα ντάρλινγκς του ελληνικού κοινού (χωρίς ίχνος ειρωνείας το λέω!). Και για περίπου μία ώρα εκτέλεσαν το κάπως βαρύ και αντρουά ψυχεδελικό blues τους, συνεπικουρούμενοι από εντυπωσιακά και ταιριαστά γραφικά στην όπισθεν οθόνη, με έναν τρόπο τόσο άψογο ώστε να μην μπορείς να τους προσάψεις τίποτε (το υπερβολικό echo ελληνικού πανηγυριού ίσως;) αλλά και τόσο ερμητικό μέσα στην αυτοαναφορικότητα του ώστε δύσκολα θα απευθυνόταν σε κάποιον εκτός της φάσης τους. Φαντασιωνόμενος πάντως το νέο πανκ που περίμενε και εις εκ των δύο συμπαθών πρωταγωνιστών της αρχής, θα το ήθελα να στρέφεται έναντι όλης αυτής της αναβιωτικής indie-παλαιο-νεο-ψυχεδελο-kraut πληγής του φαραώ που έχει επιπέσει ως ακρίδα τα τελευταία χρόνια στην μουσικοχώρα, με όλα αυτά τα αναρίθμητα σχήματα τα οποία δεν μπορούν να γράψουν μελωδία της προκοπής και υπερκαλύπτουν την συνθετική τους ένδεια με ...attitude, πάθος, εφέ, ριβέρμπια και έκο και (υπνωτικά) ηχοτοπία και ατμόσφαιρες. Οι Black Angels ασφαλώς και δεν είναι το χειρότερο υπόδειγμα (δεν έχουν και kraut εμμονές, παραείναι τεξανοί για κάτι τέτοιο), ασφαλώς δεν τους λες και tribute μπάντα όπως τους .... (ας μην θίξουμε οικογένειες), έχουν και κάποια καλά τραγούδια με την ...κανονική έννοια του όρου, ακριβώς όμως επειδή είναι από τις σχετικά καλές περιπτώσεις, αποκαλύπτουν έτσι εμμέσως τη γύμνια της αισθητικής αυτής αντίληψης.
Προσοχή όμως. Το ζήτημα δεν αφορά έναν δήθεν "παρωχημένο" ήχο σε αντιδιαστολή με κάποιον φαντασιακό ήχο του "εδώ και τώρα". Μακριά από εμένα τέτοιες ανοησίες. Ούτε θα μπω σε ψευδεπίγραφα δίπολα τύπου συντηρητικού έναντι προοδευτικού (όρων κακο-μεταφερμένων από την πολιτική, όπου και εκεί ακόμη είναι ασαφείς σε βαθμό ιδεολογικής θολούρας). Στη μουσική, στην τέχνη για να το διευρύνουμε, δεν αναζητώ το "νέο", το "φρέσκο", το "ριζοσπαστικό", την "πρωτοπορία". Πόσο μάλλον σε καιρούς που αυτές οι έννοιες έχουν κάπως χάσει το νόημά τους. Αναζητώ όμως και με συγκινεί το ταλέντο, αυτό το "κάτι", το απροσδιόριστο που λέει και η ...ποιήτρια και πάνω απ' όλα, την προσωπική σφραγίδα. Με το παρελθόν να έχει μία παρουσία επιβλητική, η κληρονομιά τόσων καταγεγραμμένων χρόνων μουσικής πέφτει βαριά στις πλάτες των σύγχρονων μουσικών, το ζητούμενο είναι πλέον να καταφέρεις να συνεισφέρεις έστω μια λίγο διαφορετική οπτική από τη δική σου τη γωνιά, έστω και κομίζοντας ένα τόσο δα πετραδάκι επιπλέον. Μια προσπάθεια την οποία είδα στους Sigur Ros, δεν την είδα παρά σποραδικά στους Black Angels. Οι δεύτεροι άλλωστε είναι ένα ακόμη συγκρότημα (ακόμη!), ένα από τα πολλά, οι Sigur Ros είναι οι Sigur Ros. Δεν θέλω να μπω σε προβλέψεις διαχρονικότητας (αυτήν άλλωστε δεν μπορούμε να την προεξοφλήσουμε εμείς, στα περιορισμένα χρονικά όρια της ζωής μας, θα ήταν υπερφίαλα ανόητο - σταθείτε εδώ και θυμηθείτε ότι ο γίγας Μπαχ χρειάστηκε κοντά 3 αιώνες για να αναγνωριστεί), αν και τα ισλανδόπουλα έχουν ήδη θέσει σοβαρές αξιώσεις. Αναλογιστείτε λοιπόν μόνο πόσο συχνά βλέπετε σε δισκοκριτικές να γράφεται "θυμίζουν Sigur Ros". Όχι και πολύ συχνά ε; Και όμως... Η αξία ενός μουσικού δεν μετριέται μόνο στους πόσους (και ποιους!) επηρέασε, αλλά και πόσοι ...δεν παίζουν σαν αυτόν, γιατί ακριβώς η αισθητική του είναι τόσο χαρακτηριστική και ταυτοτική ώστε ελλοχεύει σοβαρός ο κίνδυνος της μίμησης.
Την αισθητική τους λοιπόν αυτή, οι Sigur Ros την μετέφεραν και μας την παρουσίασαν στον φαληρικό όρμο με μια εντυπωσιακή συνέπεια και επαγγελματισμό, σε μία παράσταση άψογα στημένη και μελετημένη μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, όπου ήταν εμφανές πως τίποτε δεν είχε αφεθεί στην τύχη του (όσο μπορεί αυτό να γίνει σε μια συναυλία η οποία έτσι κι αλλιώς είναι εκτεθειμένη στον αστάθμητο παράγοντα) [ωχ, σάμπως κακιά λέξη είπα νομίζω, επαγγελματισμός, είναι που ξεχνώ ενίοτε ότι βρίσκομαι στην χώρα όπου κάτι τέτοιο είναι υποτιμητικό και κατακριτέο, στην χώρα όπου επικρατεί από την μουσική έως το ...ποδόσφαιρο ο μύθος ότι το πάθος υπερτερεί της ικανότητας και η (γ)καύλα επισκιάζει την τεχνική αρτιότητα, όπου όσοι ξέρουν να παίζουν αποκαλούνται "τεχνοκράτες" (άλλος κακοφορμισμένος και μάλλον φαντασιακός όρος μετακομισμένος από την πολιτική), όπου η λεπτολογία και η ακρίβεια πλασάρονται ως εμμονές και όπου ακόμη και μισθοδοτούμενοι (επαγγελματίες;) δημοσιογράφοι πλασάρουν την α-ημι-μάθεια τους παίρνοντας τον ρόλο του "εκστασιασμένου ακροατή"].
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έμεινε κάποιος ανεπηρέαστος από την καταλυτική δύναμη που ασκούσε η σκηνική παρουσία των Ισλανδών. Θεατρικά στημένη, με την τέρψη να ξεκινά από το μάτι και το οπτικό μέρος το οποίο είχε και αυτό τον δικό του ρόλο, χωρίς όμως να κλέβει την παράσταση. Χρειάστηκε να περάσει κα'να δεκάλεπτο μέχρι τους δούμε, να βγουν από ένα πλέγμα πίσω από το οποίο ήταν κρυμμένοι στην αρχή, οι τρεις τους, τόσοι έχουν απομείνει πλέον, ο Jónsi με το δοξάρι της κιθάρας του στη μέση και οι άλλοι δύο (with a little προηχογραφημένη help, δεν έχουν γαρ και εκείνα τα απίθανα βιολιά των Amiina να δίνουν επιπρόσθετο όγκο). Μολαταύτα σε τίποτε δεν έχασε ο ήχος από την επιβλητικότητα του, για την επόμενη μιάμιση ώρα οι Sigur ταξίδεψαν σε όλη την έκταση της δισκογραφίας τους, με ξεσπάσματα και βυθίσματα, με κλιμακώσεις και εκτονώσεις, με όρη και κοιλάδες, και ήταν πραγματικά καταιγι(δι)στικοί (κάπου το 'χω ξαναπεί αυτό ε;) και καθηλωτικοί, η δύναμη τους επιβαλλόταν ακόμη και στις γαλήνιες χαμηλότονες στιγμές, ακόμη και εκείνος ο ...γνωστός-άγνωστος τύπος που φύεται σε κάθε συναυλία, εκείνος ντε ο "σε ποιο μπαρ θα τα πιούμε μετά για να πούμε ότι ήμασταν εδώ", ακόμη και αυτός είχε σωπάσει. Κι αν ακόμη δεν καταλαβαίνεις γρυ από όσα λένε (ποιος μπορεί άλλωστε;), κι ας είναι η δική τους απόλυτα προσωπική γλώσσα, η δύναμη της μουσικής μπορεί να είναι ακριβώς αυτή, η υπέρβαση κάθε γλωσσικού περιορισμού και η έκφραση ενός πανανθρώπινα κοινού άρρητου. Και όταν ήρθε το τέλος, με το “Popplagid”, το κομμάτι το οποίο έκλεινε τον δίσκο με τις παρενθέσεις (και άνοιγε συγκλονιστικά και το ντοκυμανταίρ "Screaming masterpiece", όποιος δεν το έχει δει ξέρει τώρα τι πρέπει να κάνει), με την βρόχα η οποία έπεφτε ...straight through, με τον Jónsi να μορφάζει σαν έτοιμος να κλάψει, κάπου εκεί σου 'ρχεται και σένα κάτι, και άραγε αυτό που κυλά είναι δάκρυ ή βροχοσταλίδα;
(Οι φωτογραφίες είναι από το site της διοργανώτριας εταιρείας)