Reworks Festival 2011
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011
Με το μποτιλιάρισμα στο κέντρο της πόλης και το κλείσιμο κεντρικών οδικών αρτηριών ν' αποτελεί - δυστυχώς - σύνηθες φαινόμενο κατά την περίοδο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, η επιθυμητή ώρα άφιξης στον πολυχώρο της Βίλκα έπεσε κατά μερικά λεπτά παραέξω, οπότε η είσοδος μου στο Air Stage του φεστιβάλ με βρήκε με μια ολιγόλεπτη θα έλεγα καθυστέρηση. Οι Hana (προσωπικό πλέον σχήμα του Θανάση Παπαδόπουλου) ήδη βρίσκονται επί σκηνής και η Granny Records παρουσιάζει ένα από τα πολύ ελπιδοφόρα κι ενδιαφέροντα ονόματα του ρόστερ της. Με το ρολόι να δείχνει 22:35 και το ρυθμό να βρίσκεται ως επί των πλείστων σε σταθερό μοτίβο, προλαβαίνω νομίζω ένα 25λεπτο, αρκετά προσιτό ηχητικά, χωρίς όμως αυτό ν' αποτελεί - επ' ουδενί - ανασταλτικό παράγοντα για το τελικό μουσικό αποτέλεσμα. Ήχος γεμάτος, αναλογικές πρέζες μπολιασμένες όμορφα στη χορευτική - κατά βάση - techno, σωστή δόμηση, ισορροπημένα περάσματα στην πιο πειραματική εξόρυξη ήχων. Το μεγάλο μέγεθος του χώρου και η ατυχής ίσως ώρα εμφάνισης, δε βοηθάει στην προσέλευση περισσότερου κόσμου, ο οποίος - κακά τα ψέματα - αποτελεί και την εφαλτήρια δύναμη ενός ηχηρού beat.
Για τη συνέχεια, οι Dim Dj και Elias Playground ξεσκονίζουν τα βινύλιά τους, για ένα back to back σετ, αλλά τελικά επιλέγω τον καθαρό αέρα και τη δροσιά μιας μπίρας, υπό τους ήχους των Kraak & Smaak, των Ολλανδών δηλαδή που ήδη παίζουνε στην Atrium, την εξωτερική σκηνή όπου φιλοξενεί τα μεγάλα live του Reworks. Με τον τραγουδιστή, όπως πολύ σωστά να μου επισημαίνει ο Μιχάλης Ε, να φέρνει στο νου κάτι από Grinderman, αλλά με τον μέσο φανατικό του Nick Cave να παίρνει - στην καλύτερη των περιπτώσεων - την στροφή πριν καν προλάβει να πιει δεύτερη γουλιά, οι Kraak & Smaak παρουσιάζουν αυτό το υπερβολικά χαρούμενο είδος μουσικής, που δεν ονομάζεται swing, και που ένας θερμόαιμος Bad Seed θα εκλιπαρούσε να διαγράψει από προσώπου γης. Freestyle electronica, funk για γερά στομάχια και μια πλήρης μπάντα επί σκηνής να επιδίδεται σε πάσης φύσεως τζαζοσοουλιές. Διασκεδαστικοί, κεφάτοι, σε καλό timing, ζεσταίνουν τους άρτι αφιχθέντας στο χώρο, αλλά στο εικοσάλεπτο με στέλνουν στην αναγνωριστική περιήγηση των εγκαταστάσεων, μέχρις ωσότου κάνει την εμφάνισή του μια από τις πιο μυθικές ίσως αφίξεις του φεστιβάλ.
Στα 46 του πλέον χρόνια και μ' ένα τεράστιο βιογραφικό πίσω του, αλλά με ήχο αν μη τι άλλο αρκετά δυσπρόσιτο στο μέσο ακροατή, ο Alva Noto ομολογώ πως άρχισε να μαζεύει περισσότερο κόσμο απ' ότι ίσως περίμενα, και στις 00:05 πήρε θέση πίσω από τον πάγκο όπου επιμελώς περιποιήθηκε προ της εμφάνισής του. Βλοσυρός, με βλέμμα αυστηρό, κατά διαστήματα απομακρύνει με νοήματα οτιδήποτε κινείται μπρος του και νιώθει ότι τον παρενοχλεί. Φλας, κάμερες, καθετί άλλο γύρω του, πρέπει να εξοντωθεί. Από κει κι έπειτα, αυτό που ακολουθεί για περίπου μια ώρα, είναι ένα θεραπευτικό μουσικό θέατρο ήχων, στην πιο ακραία στιγμές έκφρασή του, με τον πειραματισμό και τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό της electronica ν' αποτελεί σταθερά, καθ' όλη τη διάρκεια του live set. Μινιμαλισμός, απογυμνωμένα beat, άλλοτε δοσμένα άναρχα κι άλλοτε σε απόλυτη ρυθμική συμμετρία. Ατμόσφαιρα υποβλητική, με τα visuals από πίσω να προσδίδουν ακόμη περισσότερο στο μυσταγωγικό τελετουργικό του Γερμανού ηχοπλοηγού.
Ανάσες για τη συνέχεια, βότκα πορτοκάλι σε πλαστικό ποτήρι κι έξοδος για το stage όπου οι περίφημοι Hercules And Love Affair ήδη χοροπηδάνε επί σκηνής. Με τον Andy Butler ημίγυμνο πίσω από τα μηχανήματα να χτυπιέται, την εγκεφαλική περσόνα του Mark Pistel παραδίπλα και τρεις vocalists (η έννοια του φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας κάπου στο βάθος χάνεται, παραμένοντας αδιευκρίνιστη) να εναλλάσσονται στ' αντίστοιχα μικρόφωνα. Κομμάτια μοιρασμένα από τα δυο lp, happy disco feeling, αρκετός κόσμος από κάτω ν' ακολουθεί. Δεν εκστασιάστηκα, αλλά ομολογώ πώς διασκέδασα αρκετά αφημένος στη Νεοϋορκέζικη αύρα τους.
Για τη συνέχεια, κι ενώ Ερινύες πεταρίζουνε στο μυαλό μου που δε προσέφερα λίγο από τον χρόνο μου στο έτερων ήμισυ των Pan Sonic Mika Vainio, η κατεύθυνση δείχνει Reworks Lab, ένα - ας πούμε - stage προ της εισόδου του club, όπου αν δεν απατώμαι παίζουν οι Tiger & Woods. Boogie house, πολύς κόσμος κάτω από ένα φοίνικα και τον έναστρο ουρανό. Η ζεστή βραδιά ενισχύει τη μάζωξη πλήθους επίδοξων χορευτών, ενώ η εικόνα φέρνει στο μυαλό μου θρυλικά πάρτι σε αμερικάνικα outdoor club, που βιντεοσκοπούσε το MTV και παρακολουθούσα όντας πιτσιρικάς. Το μόνο που νομίζω ότι λείπει, είναι η πισίνα και η σιλικόνη, ενώ η περιέργειά μου αρχίζει ν' ανοίγει το δρόμο προς το - σύνηθες - κατάμεστο club, όπου η Miss Kittin φτάνει στο τελείωμα του set της. Υπερβολική ζέστη, υγρασία, γνώριμη kittin ατμόσφαιρα. Αν δεν απατώμαι τη ζήσαμε πολλάκις στο παρελθόν, πάμε παραπέρα.
Το Air Stage έχοντας αβαντάζ την ανοιχτή οροφή και αν μη τι άλλο περισσότερη δροσιά, φιλοξενεί το πάλαι ποτέ παιδί θαύμα της progressive dance μουσικής, που όμως κάπου παραστράτησε και - δόξα το Θεό - άρχισε να ωριμάζει, στρέφοντας την άτακτη ματιά του προς πιο μίνιμαλ ι αφηρημένες φόρμες της techno μουσικής. Το σετ του James Holden τριπαριστό, αρκετά εγκεφαλικό και μελωδικό συνάμα, δε καταφέρνει να κρατήσει γεμάτο το χώρο, προσωπικά όμως ποσώς με απασχολεί, καθότι το άψογο τεχνικά πρόγραμμά του, στέκει αρμονικά ποτισμένο με όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούν κάτι πολύ περισσότερο από απλά ικανοποιητικό.
Για κλείσιμο της βραδιάς, επιλέχθηκε παμψηφεί από τις αντικρουόμενες σκέψεις στο κεφάλι μου, η εμφάνιση μιας ακόμη κυρίας, της Kate Wax, που όμως κατάφερε με τα ηλεκτρονικά της γκατζετάκια να μπλοκάρει τους ηχολήπτες και τους τεχνικούς του stage, μιας και πάνω από ένα περίπου τέταρτο ο ήχος από τα μισά μηχανήματα δε λέει να βγει παραέξω, ενώ στ' άλλα μισά η κατάσταση μάλλον υπολειτουργεί, δυσκολεύοντας - εμφανώς - την έναρξη της εμφάνισής της. Υπομονετική, αλλά φανερά εκνευρισμένη, κάποια στιγμή καταφέρνει να βάλει μπρος το live της, έχοντας δίπλα της - στο μπάσο - ένα ξανθομαλλούσικο αγόρι, καμιά 200 άτομα μείων στο κοινό, και την ίδια μέσα σ' ένα αποκαλυπτικό λευκό φόρεμα. Post punk αισθητική, πρώιμη electro, ψήγματα πειραγμένης techno και σκοτεινή ατμόσφαιρα, με την παρουσία της να φέρνει στο νου αντίστοιχες ιέρειες από τα late seventies - early eighties. Ικανοποιητικό αποτέλεσμα, αλλά το παιχνίδι είχε ήδη αρχίσει να χάνεται. Ένα σουβλάκι στο χέρι κι ένα κρεβάτι στ' ανατολικά, περιμένει στοργικά την άφιξη μου.
Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011
Την ώρα που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνης Σαμαράς μουρμουρίζει τον μεγαλειώδη λόγο του στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο, πράττω το λάθος να ξεκινήσω για τον πολυχώρο της Βίλκα, οπότε για δεύτερη συνεχόμενη βραδιά η καθυστέρηση στο κέντρο της πόλης με βγάζει από το πρόγραμμα που είχα νοητικά τουλάχιστον σχηματίσει, με τους Smokey Bandits να παίζουνε ήδη κατά την άφιξή μου. Με το περίφημο μήλο της Apple στο κέντρο του stage, και μια πολυπρόσωπη μπάντα γύρω αυτού, δυστυχώς δε προλαβαίνω περισσότερα από δυο κομμάτια, την ώρα που ένα ιδιόμορφο spagetti western ηλεκτρονικό ταξίδι βαίνει προς το τέλος του. Όμορφος ήχος, εύθυμη ατμόσφαιρα, λίγος χρόνος για περαιτέρω συμπεράσματα.
Κάπου εκεί, δε ξέρω τον ακριβή λόγο, αλλά πιθανώς κάποιο λάθος στον προγραμματισμό, αφήνει το φεστιβάλ για περισσότερο από 20 λεπτά χωρίς κάποιο εν δράση stage, οπότε, εμφανίζεται ξάφνου η ιδανική αφορμή για μια καθιερωμένη περιήγηση στην - ομολογουμένως - εξαιρετική εικαστική παρέμβαση και έκθεση του φεστιβάλ. Ζωγραφική, animation, video art, αλληλεπίδραση εικόνας και ήχου, σε μια υψηλών προδιαγραφών αισθητική εμπειρία, που δυστυχώς δε σου επιτρέπεται να γευτείς σ' ολόκληρο το εύρος της, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας και του θορύβου που εισέρχεται από τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο. Η επιμέλεια κι ο συντονισμός αυτής, για την ιστορία, ανήκει στους Εύη Παπαβέργου και Τάνια Βλαχομήτρου.
Η τριαντάλεπτη περίπου καθυστέρηση της πολυαναμενόμενης εμφάνισης των Lamb, λειτουργεί μάλλον ευεργετικά, δίνοντάς μας το πάτημα ν' αδράξουμε την ευκαιρία, ώστε να παρακολουθήσουμε την πρώτη εμφάνιση των Rattler Proxy επί Σαλονικιού εδάφους. Ένα ντουέτο που ανεβαίνοντας στη σκηνή μας φέρνει αντιμέτωπους, να κοιταζόμαστε αμήχανα, με το δεξί φρύδι ανασηκωμένο κι βαθιά απορημένο. Γυαλιά ηλίου, πέτσινα, γράσο (?), σκοτεινή αμφίεση και επιθετικός ήχος που δε σε γυρνάει απλά στο παρελθόν, αλλά σε κάνει ν' αναρωτιέσαι ποιος ακριβώς είσαι και που διάολο πατάς. Αναλογικός ήχος, post punk ριπές, drum machines, παύσεις και νευρώσεις αλά Suicide. Το αρχικό συναίσθημα της αβεβαιότητας γρήγορα εξανεμίζεται, ωστόσο, η εμφάνιση παραμένει αδιαμφισβήτητα κοινή μεταφορά μιας άλλης εποχής στο σήμερα. Αν αυτό σας αρκεί, έχε καλώς.
Στον πηγαιμό για τη Reworks Atrium, αφήνοντας πίσω μου το Air Stage, αναρωτιέμαι εάν είμαι ο μόνος που έχω την ακράδαντη επιθυμία να βάλω τα χέρια μου πάνω στις στρογγυλές πλάκες ψησίματος των κρεπών. Θυμίζουνε decks αφημένα στο πουθενά, μόνο που αν τυχόν αποφασίσεις να σκρατσάρεις, θ' αποχωρίσεις - στην καλύτερη των περιπτώσεων - μ' εγκαύματα 1ου βαθμού στα δάκτυλα. Διώχνοντας τις ανώφελες σκέψεις από νου, βρίσκομαι μπρος στη σκηνή, όπου το βρετανικό, πολυαναμενόμενο σχήμα των Lamb κάνει την εμφάνισή του ακριβώς στις 23:30. Δε μπορώ να μη σταθώ στη Lou Rhodes. Αέρινη και συνάμα προσγειωμένη, μ' ένα υπέροχα λευκό φόρεμα να ανεμίζει σε κάθε της κίνηση. Ζεστό βλέμμα, φιλικό χαμόγελο, με τον χρόνο να στέκει ευγενικά στο υπέροχο πρόσωπό της. Το setlist, εστιασμένο στο νέο τους άλμπουμ, σαφώς και δεν παραλείπει παλαιότερες επιτυχίες, στις οποίες - ευτυχώς - οι φόβοι μου, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται, αλλά κατακεραυνώνονται από τον απίστευτα φρέσκο και δυναμικό ήχο του group. Ισορροπία, σιωπές, εντάσεις, μελωδίες, ηχητικά παιχνιδίσματα, και πάνω απ' όλα αυτή η αγγελική φωνή και μαγευτική παρουσία της Lou Rhodes. Μακράν από τις καλύτερες στιγμές του φεστιβάλ, για μια μπάντα που όσοι ακόμη της τοποθετούν τον αφελή όρο της chill out μουσικής, καλά θα κάνουν να επανεξετάσουν τη ζωή τους ολάκερη.
Το φινάλε των Lamb μας φέρνει - αστραπιαία - ξανά στην Atrium, όπου ένα απ' τα πιο συμπαθή ελληνικά γκρουπ ετοιμάζεται για τη δεύτερη - αν θυμάμαι καλά - εμφάνισή του στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι My Wet Calvin, με ευφυή αμφίεση και κουστούμια βγαλμένα από τα ομορφότερα παραμύθια, στέκουν επί σκηνής, παρουσιάζοντας μια πιο φρέσκια εκδοχή των κομματιών τους, με λιγότερα φυσικά όργανα και ήχο πιο κοντά ίσως στο γενικότερο ύφος του Reworks. Αρέσουν, συγκεντρώνουν ικανοποιητικά αρκετό κόσμο, μ' όλους τους indie darlings του φεστιβάλ αφημένους στη μελαγχολική τους ποπ. Ανεξήγητα ακόμη γιατί, κάπου στο μισάωρο με χάνουν και παίρνω το δρόμο της εξόδου.
Το επόμενο εικοσάλεπτο με βρίσκει να περιφέρομαι μεταξύ της αισθησιακής Ιταλίδας Carola Pisaturo, που αφήνει να κυλήσουν - χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις - γνώριμα house beat, και των Αυστριακών Karuan & Band, όπου κινούνται - αδιέξοδα - σ' ένα βαλκανικοτσιφτετελο πηγαιμό για την κομψή μετριότητα. Funk, jazz και εκνευριστική επανάληψη στιχομυθιών, που φέρνει τους Felizol & The Boy ως από μηχανής Θεούς, βάζοντας τέρμα στην περιπλάνησή μου.
Τους Felizol & The Boy, απ' όσο θυμάμαι, τους είχα ακούσει πρώτη φορά ζωντανά στο Six D.O.G.S. πριν από ενάμισι χρόνο. Κι έχω την αίσθηση ότι ακόμη βουίζουν τα σώψυχά μου, από κείνη την πρώτη, κοινή τους εμφάνιση στο μουσικό μου ορίζοντα. Ανεβασμένα bpm, χορευτική, επιθετική techno και house βγαλμένη απ' τα έγκατα της γης. Πάντρεμα ιδιαίτατο, με τις παραξενιές και την μοναδική χρήση του λόγου και των κραυγών από πλευράς The Boy. Κάτι αντίστοιχο λοιπόν εθεάθη και ακροάστηκε και το Σαββατόβραδo, στην πρώτη τους από κοινού εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη χαμογελάω στη θέα του μέσου clubber, όπου μπαίνει στο Reworks Atrium, ενθουσιασμένος από τη ρυθμική ανάπτυξη του Felizol και την αντίστοιχη μεταβολή του, στο πρώτο μόλις άκουσμα του The Boy. Εμπνευσμένο, γκαζωμένο, τονωτικό live, πρέζα για το μακρύ δρόμο προς το χάραμα.
Για το τελευταίο τρίωρο, απεφάνθει ομοφώνως, η ολοκληρωτική μας παρουσία στον ήχο που - καλώς ή κακώς - δε συναντάμε και πολύ συχνά στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Πόσο μάλλον στην εκλεκτική εκφορά αυτού και παρουσία. Έτσι, η αναγραφή και μόνο του ονόματος του Kode 9, ήτανε υπεραρκετή, για τη φυσική παρουσία στο stage, όπου θα παρουσίαζε το dj set του, ο ιδρυτής της θρυλικής - πλέον - Hyperdub. Με παραδόξως λιγότερο κόσμο απ' όσο περίμενα, ο πολυπράγμων Kode 9 κινείται σ' ένα αναμενόμενα εκλεκτικό σετ, αναπτύσσοντας ταχύτητες που προσωπικά δεν υπολόγιζα. Yψηλά bpm, dubstep μακριά από παλιμπαιδισμούς κι ακρότητες, rave πνοή, αψεγάδιαστη εναλλαγή και τεχνική.
Και κάπου εκεί, πριν αρχίσει να τρυπώνει το πρώτο φως της ημέρας, αναλαμβάνει τα ηνία μια ακόμη τεράστια φυσιογνωμία της Λονδρέζικης dubstep παραγωγής. Ο μεγαλόσωμος Benga πάνω από τα decks, με τον MC Youngman παραδίπλα, ο οποίος μεταξύ μας, δεν κάνει και τίποτα το φοβερό, πέρα απ' το να ξεσηκώνει το - ούτως ή άλλως εκστασιασμένο - κοινό. Όπως και να 'χει, αυτό που επικρατεί στον - όχι και τόσο γεμάτο χώρο - ξεπερνά κάθε φιλότιμη προσπάθεια περιγραφής της βιώσας κατάστασης. Μπάσο βαρύ - ασήκωτο, αργόμπιτο σχετικά τέμπο, μανιασμένες εναλλαγές, ανοίγοντας στο κόσμο από κάτω νέους ορίζοντες έκφρασης των συναισθημάτων. Σηκωμένα χέρια, συνεχή επιφωνήματα ενθουσιασμού, το "Smack My Bitch Up" να εισέρχεται, δημιουργώντας το απόλυτο χάος. Salute, and over.