Rock Werchter Festival 2013
1η + 2η μέρα: Black Angels, BRMC, Vampire Weekend, National, Dizzee Rascal, Bloc Party, Sigur Ros, Hives, Major Lazer, Phoenix, Vitalic κ.α. Του Άρη Μπούρα
Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013
(The Black Angels, Black Rebel Motorcycle Club, Vampire Weekend, The National, Dizzee Rascal, Bloc Party, Sigur Ros)
Θεωρώ πως το Rock Werchter είναι από τα καλύτερα, οργανωτικά κι εκτελεστικά, φεστιβάλ στα οποία έχω παρευρεθεί (όχι δα ότι είναι και τόσα πολλά βέβαια). Αν μου ζητήσει κανείς να του μεταφέρω μέσα 4-5 λέξεις τις εντυπώσεις μου, θαρρώ πως αυτό, δίχως δεύτερη σκέψη, θα του αποκριθώ. Ένα άψογο, οργανωμένο εξαιρετικά, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, μουσικό φεστιβάλ. Με το timeline των μουσικών εμφανίσεων να ρέει αψεγάδιαστα, μόνη παραφωνία και καθυστέρηση που προσωπικά θυμάμαι, περί των 7-8 λεπτών, η εμφάνιση του Kedrick Lamar (λογικό θα ισχυριστεί κανείς, άντε να τους μαζέψεις ετούτους από το backstage), με ουδένα τεχνικό πρόβλημα να υποπίπτει στην αντίληψή μου, και με την πρόσβαση του κοινού, σε όλους τους χώρους (merchandise, προμήθεια αγοραστικών κουπονιών, τρόφιμα, ποτά, wc) να γίνεται χωρίς την παραμικρή δυστροπία ή καθυστέρηση. Δε θυμάμαι προσωπικά να υπήρξε πουθενά μεγαλύτερη ουρά πέραν των 5 ατόμων, πράγμα όχι μόνο εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς το πλήθος του κόσμου (sold out και τις 4 μέρες το φεστιβάλ), αλλά και προφανώς απόλυτα θεμιτό (αναλογίζεσαι τον εαυτό σου να στέκεται καρφωμένο σε καμιά ουρά για 10 λεπτά, ενώ παραδίπλα ξεκινάει η αγαπημένη σου μπάντα;).
Ας ανασυνταχθούμε όμως κι ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το φεστιβάλ λαμβάνει χώρα λίγο παραέξω από το Leuven, μια μικρή πόλη κοντά στις Βρυξέλλες, στην οποία υπάρχει εύκολη πρόσβαση μέσω των σιδηροδρομικών γραμμών (περί των 20-25 λεπτών η διαδρομή). Από κει κι έπειτα, έξω ακριβώς από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ειδικά κιγκλιδώματα και σημάνσεις σε οδηγούν απευθείας στα δεκάδες αστικά λεωφορεία, τα οποία με τη σειρά τους σε μεταφέρουν, δίχως χρέωση, στον ευρύτερο χώρο του φεστιβάλ. Δε χάνεσαι, δε χρειάζεται να σκεφτείς τίποτα, όλα ρέουν μόνα τους μέχρι τον τελικό σου προορισμό. Αν καταφέρεις το αντίθετο, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα προσανατολισμού που χρίζει ιατρικής βοήθειας.
Στην τελική ευθεία τώρα για το φεστιβάλ, περνάς από λιβάδια, λοφίσκους και κανάλια, χαιρετάς τα βαριεστημένα γελάδια που κείτονται παραδίπλα σου. Στον τελευταίο οικισμό που συναντάς, πριν πάρεις σβάρνα τα stage (3 στο σύνολό τους), ξεκινάει το μεγάλο πανηγύρι. Γαστρομαχίες, οινοποσίες από νωρίς το πρωί, λογικό μάλλον για αυτούς που έχουν επιλέξει ως κατάλυμά τους το camping, το οποίο έχουνε στήσει οι διοργανωτές στα πέριξ του φεστιβάλ, αγχωτικό μάλλον για μας τους πρωτευουσιάνους, που μόλις καταφθάνουμε από τις Βρυξέλλες, αφήνοντας παραπέρα τις τουριστικές περιηγήσεις μας.
Η είσοδος γίνεται σχετικά εύκολα, με μια - σε λογικά πλαίσια - μικρή καθυστέρηση ως πρώτη μέρα, καθότι παραλαμβάνονται τα τελικά εισιτήρια και γίνονται οι τελικοί έλεγχοι για να περάσουν τα βραχιολάκια, τα οποία από δω και στο εξής είναι ότι πολυτιμότερο διαθέτεις επάνω σου και συνοδεύει την παρουσία σου καθ' όλη τη διάρκεια του 4μερου. Ο καιρός είναι συννεφιασμένος, ιδανικά δροσερός κι ευτυχώς μη βροχερός. Ο κόσμος από νωρίς έχει γεμίσει τους χώρους, πράγμα εντυπωσιακό αν αναλογιστείς ότι ακόμη είναι μόλις τρεις το μεσημέρι. Βόρεια Ευρώπη βέβαια, άλλοι ρυθμοί, προφανώς διαφορετική αντίληψη περί των συναυλιών και των πάρτι, που ως ένα μεγάλο βαθμό οριοθετούνται ασφαλώς κι από τις καιρικές συνθήκες. Στο βάθος τώρα, για να πιάσουμε και τα περί μουσικής, σε μια εντυπωσιακά μεγάλη κεντρική σκηνή (η μοναδική ανοιχτή), κοπανιούνται οι Airbourne, γέννημα θρέμμα των AC/DC, αλλά η παρθενική περιήγηση στους χώρους, σαφώς υπερέχει των εκκωφαντικά βαριών πενιών τους, που απέχουν παρασάγγας από τις προσωπικές μου προτιμήσεις. Το γρασίδι διεγείρει το περπάτημά μου, η απαραίτητη στάση για T-Shirt (προτού κάνουν φτερά) έρχεται σε σύγκρουση με την εμφάνιση των Black Angels, που ήδη ξεχύνουν τις βελβετικές τους μελωδίες σε μια από τις δυο κλειστές σκηνές του φεστιβάλ.
Ο χρόνος κυλά γρήγορα, οπότε η πρώτη ουσιαστική εμφάνιση μπροστά από κάποιο μουσικό σύνολο, έρχεται την ώρα που οι Τεξανοί έχουν πατήσει γκάζι για τα καλά. Ο κόσμος σχετικά λίγος, ο ήχος υπερβολικά δυνατός, με κάνει ν' αναρωτιέμαι αν έχει να κάνει με την ηλικία μου, τον ηχολήπτη που ανέβασε στο τέρμα τους ενισχυτές ή την μπάντα που - κατά τ' άλλα - γρατζουνάει απολαυστικά τ' αυτιά μου. Κρατώ - ελαφρώς στρεσαρισμένος - τις ωτοασπίδες στα χέρια μου, οι οποίες και μοιράζονται (!) δωρεάν σε όποιον επιθυμεί να τις προμηθευτεί.
Την ώρα που - κυριολεκτικά - έχουν ιδρώσει τα οπίσθια μου, ενθυμούμενος μες στο κατακαλόκαιρο και καταγράφοντας τις μουσικές μας περιπλανήσεις στα stage του Rock Werchter, αναπολώ κι αντιλαμβάνομαι πόσο πραγματικά ιδανικές μπορεί να είναι για το κοινό οι καιρικές συνθήκες που συναντήσαμε, την ώρα που βγαίναν οι Black Rebel Motorcycle Club πάνω στην κεντρική σκηνή. Συννεφιά, με τη θερμοκρασία να μη ξεπερνά τους 22-23 βαθμούς Κελσίου, και με τους Αμερικανούς να ξεκινάνε το σετ τους, αν δε με απατά η μνήμη μου, με την εξαιρετική τους διασκευή στο "Let The Day Begin" των συμπατριωτών τους The Call. Με αρκετό κόσμο συγκεντρωμένο, το - ως σύνηθες - μαυροφορεμένο τρίο έκανε ένα πέρασμα από τα σημαντικότερα κομμάτια του, κλείνοντας με το αξεπέραστο "Spread Your Love", κι αφήνοντας μάλλον ικανοποιητικές εντυπώσεις. Μπορεί η μουσική τους να προέρχεται απευθείας από μια άλλη εποχή, μπορεί να απέχουν ως ένα βαθμό από τα προσωπικά μου - τελευταίως - ακούσματα, αλλά οι Black Rebel έχουν εντρυφήσει τόσο καλά το rock αλλοτινών δεκαετιών, ώστε να αποπνέουν απόλυτο σεβασμό σ' αυτό που πράττουν κι επιτυχώς εξωτερικεύουν.
Η συνέχεια ήθελε το μαύρο να αντικαθίσταται από το λευκό, με τους Vampire Weekend να παίρνουνε τη σκυτάλη, στην ίδια σκηνή, στις 18:15 ακριβώς, ίδια ώρα δηλαδή με την Jessie Ware, που εμφανιζόταν σε μια από τις κλειστές σκηνές, και προσωπικά μ' έφερε σε μεγάλο δίλημμα προ των Νεοϋορκέζων. Τελικώς, η χαρωπή διάθεση των Vampire μας κέρδισε, η κεφάτη ποπ τους χόρεψε και τις τελευταίες μας ενδοιαστικές σκέψεις, με το tracklist τους να περνά κι απ' τα τρία τους άλμπουμ (λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα τραγούδια τους δεν ξεπερνάνε τα 2-3 λεπτά). Ελαφρώς μπλαζέ νεοϋορκέζικο υφάκι, επικοινωνιακά πολιτικοποιημένο ύφος, κρατάμε τις όμορφες μελωδίες, τις περιπετειώδεις συνθέσεις, τις τσαχπίνικες κιθάρες και το φινάλε με το... χατζιδακικό "Walcott" να μας στέλνει για την απαραίτητη προμήθεια οινοπνευματωδών ροφημάτων, καθότι ακολουθεί ο Matt και η μεγαλοπρεπής παρέα του.
Αν κάποια στιγμή μου συστήνανε τον Matt Berninger, τραγουδιστή των National, στο δρόμο ή σ' ένα καφέ, με το κομψό του ντύσιμο και τα γυαλάκια μυωπίας, χωρίς να γνωρίζω τι ακριβώς επαγγέλλεται, δε θα μου φαινότανε καθόλου αφύσικο, αν αυτός ο συμπαθής κύριος ήτανε ο - cool - για παράδειγμα, καθηγητής μαθηματικών της ανιψιάς μου. Θα το 'βρισκα απολύτως φυσιολογικό και μάλλον θα μου καθόταν κάπως περίεργα, αν μου αναφερόταν ότι ετούτος εδώ ο τύπος είναι ένας εκ των σπουδαιότερων rock star των ημερών μας, που παίρνει σβάρνα τα stage και ωρύεται τραγουδώντας, ορμώντας πάνω στον κόσμο και πετώντας μπουκάλια κρασιού πάνω στα ντραμς. Θα τον κοιτούσα σα χάχας, αμίλητος. Έλα όμως που συμβαίνει, κι ο Matt μετατρέπει την κατακρατημένη του θλίψη και οργή σε εξαίρετη περφόρμανς του show και της εμφάνισής του. Έχω πετύχει τους National σε τρία live τους, τα τελευταία 10 χρόνια, και την μετεξέλιξή τους από μια μπάντα χαμηλών τόνων, σε massive rock αστέρες, όπου συρρέουν κατά χιλιάδες για να τους παρακολουθήσουν. Στιγμές που φαίνεται περίεργο, αλλά οι National, όχι μόνο το αξίζουν, αλλά παραμένουν σταθερά ανοδικοί όλα αυτά τα χρόνια, με εξαίρεση ίσως το φετινό τους, μάλλον μέτριο, άλμπουμ, ενώ επιπρόσθετα, η προσγειωμένη κατά βάση συμπεριφορά τους, σε αυτό που κάνουν, πολλαπλασιάζει ακόμη περισσότερο το σεβασμό απέναντί τους. Εξαιρετικοί επί σκηνής, με μια μπάντα επτά ατόμων, όπου οι κιθάρες δένουν αρμονικά με τα πλήκτρα, τα ντραμς με το γεμάτο μπάσο, ενώ τα πνευστά προσφέρουν τις απαραίτητες ανάσες, τις στιγμές όπου καταλαγιάζει η βαθιά συναισθηματική ερμηνεία του Matt Berninger.
Οι Bloc Party έχουν ήδη ξεκινήσει, την ώρα που οι National μας αποχαιρετούν, αλλά το σώμα επιζητεί επειγόντως τις ανάλογες δόσεις στερεάς τροφής και παύση, εάν θέλουμε να φτάσουμε σώοι στο φινάλε της ημέρας. Οπότε, το βρετανικό συγκρότημα θυσιάζεται στο βωμό του διαλείμματος, με μια μικρή προσπάθεια από τη μεριά μου, λίγο αργότερα, να πλησιάσω τη σκηνή όπου παίζουν, έστω για 1-2 τραγούδια. Από τη φυσούνα μιας εκ των εξόδων της σκεπαστής σκηνής, θυμίζοντας τιμωρημένο προπονητή που αγκομαχεί να δει την ομάδα του, πιάνω τη μπάντα στα τελευταία της κομμάτια, με το κοινό σε χορευτικό παραλήρημα και τη σκηνή να βρίσκεται ασφυκτικά γεμάτη. Τα φωνητικά του Kele Okereke σχίζουν κυριολεκτικά τους αιθέρες, νοηματοδοτώντας στο μυαλό μου, το μάλλον μεγάλο hype που τέρπονται ως συγκρότημα.
Παραδίπλα, στην εκατέρωθεν, κοντινή σκεπαστή σκηνή, δεν έχει πολύ ώρα όπου έχει ξεκινήσει ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της Βρετανικής hip hop σκηνής. Ο Dizzee Rascal ριμάρει εντυπωσιακά μπροστά από έναν DJ, ήχος μεγατόνων δονεί το Klub C, με το κοινό να συμμετέχει ενεργά σε κάθε γντούπο που σκάει από τα ηχεία. Massive στιγμές, κινείται οριακά προς έναν ήχο, όπου πιθανό να οδηγεί σε εύκολα μονοπάτια. Παρόλαυτά, αφήνει σε γενικά πλαίσια θετικές εντυπώσεις, στα 20-25 πάνω κάτω λεπτά που τον παρακολουθώ, καθότι πλησιάζει η ώρα όπου πρέπει να ετοιμαστούμε για το επόμενο live, κι ένα από αυτά που περίμενα με ιδιαίτερη ανυπομονησία.
Το ρολόι σηματοδοτεί 23:10, η αίθουσα έχει γεμίσει, ευτυχώς όχι ασφυκτικά. Χαμηλός φωτισμός, ένας ένας εισέρχονται στη σκηνή. Πρέπει να φτάνουν τους έντεκα, τελευταίος ο Jonsi Birgisson. Η σπουδαιότερη - μη αγγλόφωνη - ροκ μπάντα της τελευταίας - τουλάχιστον - δεκαπενταετίας, έτοιμη να σε μυήσει στον στιγμές αλλόκοτο, αφοπλιστικά μαγικό και συνάμα εφιαλτικό της κόσμο. Οι Sigur Ros έτοιμοι επί σκηνής. Με αριστοτεχνικά παιγμένες μελωδίες, μυσταγωγική ατμόσφαιρα και υπέροχες εικόνες να έρχονται και να παρέρχονται κάπου στο βάθος, πίσω από τους μουσικούς. Πλήθος εγχόρδων, πνευστά, διπλά πολλές φορές ντραμς, πλήκτρα, ηλεκτρονικές παρεμβολές, κιθάρες, μπάσο, και τα μοναδικά φωνητικά του J?nsi στην Ισλανδική γλώσσα. Οι λάμπες πυρακτώσεως, διασκορπισμένες σ' ολόκληρη τη σκηνή, ανοιγοκλείνουν διακριτικά, θυμίζοντας κεριά αναμμένα και προσδίδοντας ακόμη περισσότερο στη μοναδικά θρησκευτική κατάνυξη που αναβλύζει η μουσική τους. Τα ξεσπάσματα έρχονται λυτρωτικά, με τον Jonsi να περνάει το δοξάρι μανιασμένα πάνω από τις χορδές της ηλεκτρικής του κιθάρας. Η μιάμιση ώρα είναι αρκετή, οι μουσικοί ξαναβγαίνουν στη σκηνή για να υποκλιθούν, όλοι μαζί, και οι έντεκα, πιασμένοι χέρι χέρι. Η μέρα κάπου εδώ έχει τελειώσει.
Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013
(Ke$ha, The Hives, Major Lazer, Richard Hawley, Phoenix, Vitalic VTLZR)
Η δεύτερη ημέρα, ξαναβλέποντας τα live που παρακολούθησα, μάλλον ήταν και η πιο αδύναμη, εν συγκρίση με τις υπόλοιπες, λόγω μιας ατυχής συνιστώσας κούρασης και οικονομικής δυστοκίας. Έτσι η μέρα ξεκίνησε με (ποιος θα το περίμενε) την Ke$ha, καθότι μόλις είχαν τελειώσει τόσο οι Two Door Cinema Club, όσο και η γλυκύτατη Lianne La Havas. Είπαμε, τα live ξεκινάνε νωρίς το μεσημέρι, γύρω στη μια.
Πηγαίνοντας στο Βέλγιο ομολογώ πως δεν ήξερα και πολλά πράγματα για τη νεαρή με το... καλλιτεχνικό όνομα Ke$ha. Τα εκατομμύρια views των τραγουδιών της στο YouTube και μια δυο ακροάσεις, θαρρώ πως ήταν αρκετά για να αντιληφθώ περί τίνος πρόκειται. Έτσι, μια εντυπωσιακά ξανθιά μπίμπο σε περίμενε, πηγαινοερχόμενη πάνω κάτω στη σκηνή, υπό το αλαλάζον πλήθος, το οποίο -παραδόξως (;) - είχε γεμίσει τη σκηνή. Βαθυστόχαστες συζητήσεις για μπαλάκια και πέη, ημίγυμνες χορεύτριες, μπούτια, σημαίες, φουσκωτά, εντυπωσιακοί γλουτοί, εντυπωσιακοί γλουτοί, το sex να εναλλάσσεται με το trash. "Ωραία, και μη τι μουσική, με τη μουσική τι γίνεται;" Έλα μωρέ κατακαημένε, με τη μουσική θ' ασχολούμαστε τώρα...
Η επόμενη ώρα ομολογώ πως επίσης δεν είχε κάτι που να με συναρπάζει, με τους Lumineers να διαθέτουν στη μουσική τους, ακριβώς όσα αμερικάνικα στοιχεία χρειάζεται για να με κρατήσουνε σε απόσταση, οπότε επέλεξα το μικρότερο κακό, σα να λέμε κάτι μεταξύ ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή στις προηγούμενες εκλογές. Οι Hives μόλις έχουνε βγει στην κεντρική σκηνή, κι ομολογώ πως δεν είναι κι άσχημα, παρόλο που έχω να τους ακούσω αρκετά χρόνια. Αρκετός κόσμος, ανάλαφρη διάθεση, το garage rock των Σουηδών βγαλμένο από άλλες δεκαετίας, συνοδεύει ιδανικά τις απογευματινές σου μπίρες, αλλά δε θεωρώ ότι προκαλούνται περαιτέρω συγκινήσεις. Τα κουραστικά επιφωνήματα και σχόλια του τραγουδιστή Pelle Almqvist, ανάμεσα από κάθε τραγούδι, συμπληρώνουν το καρέ, κι ετοιμάζουν το έδαφος για τον πηγαιμό προς την επόμενη σκηνή.
Από άλλη δεκαετία είναι βγαλμένος κι ο Richard Hawley, ωστόσο διαθέτει τη στόφα και τη βαρύτητα που χρειάζεται, ώστε να μη καταντάει ούτε γραφικός, αλλά ούτε κι αδιάφορος μουσικά. Μ' ένα καλό πρόσφατο άλμπουμ να συμπληρώνει την πλουσιότατη δισκογραφία του, ξεκινάει στις 19:00 ακριβώς, μπροστά σε ένα σχετικά μικρό πλήθος, το πρώτο όπου αντίκρισα το μέσο όρο ηλικίας να ανεβαίνει αισθητά. Με περισσότερη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα απ' όσο περίμενα, και με πλήρης μπάντα επί σκηνής, όπου οι κιθάρες έχουν τον πρώτο λόγω, ο Richard Hawley κάνει ένα πέρασμα από τη δισκογραφία του, εστιάζοντας όμως περισσότερο στο "Standing At The Sky's Edge". Συμπαθής περσόνα, μας κρατάει ένα περίπου 40λεπτο, καθότι πλησιάζει το επόμενο live, όπου χρειαζόμαστε πλεονεκτική θέση και προώθηση επί του κοινού.
Οι Phoenix είναι από αυτά τα συγκροτήματα που πριν από μερικά χρόνια δε νομίζω να υποψιαζόσουν ότι θα κάνανε τόση μεγάλη επιτυχία. Και να που εφέτος, είναι από τα μεγαλύτερα hip των φεστιβάλ. Ιδιαίτερα αγαπητοί και στο Βέλγιο (ένα μεγάλο μέρος άλλωστε των κατοίκων είναι γαλλόφωνοι), συγκεντρώσανε πολύ κόσμο από νωρίς, με την εμφάνισή τους επάνω στη σκηνή να προκαλεί αρκετά έντονο ενθουσιασμό. Κιθάρες, συνθεσάιζερ, μπάσο, κι ένας εξαίρετος ντράμερ, δημιουργήσανε από την αρχή μια όμορφη ατμόσφαιρα, με το Γαλλικό συγκρότημα να συνδυάζει μάλλον επιτυχημένα κομμάτια από όλη τη δισκογραφία τους, πολλές φορές μάλιστα μπολιάζοντας δυο κομμάτια αυτομάτως σε ένα track, όπως για παράδειγμα το "Trying To Be Cool" με το "Drakkar Noir", ή το υπέροχο "Love Like A Sunset" με το "Bankrupt!". Μπορεί τα φωνητικά του Thomas Mars ορισμένες φορές να μη τραβάνε τόσο, ωστόσο ξεχύνεται μες στο κοινό - ως άλλος Matt Berninger - και διαθέτει μια τόσο γλυκιά φωνή και παρουσία που του συγχωρείς θαρρώ τις όποιες αδυναμίες. Στυλάτοι, με ωραίο ήχο, εκτοξεύουν ποπ χρωματισμούς και χαρίζουν χαμόγελα σε κοινό και (φαντάζομαι) διοργανωτές.
Η επόμενη - και δυστυχώς τελευταία - στάση για τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, έφερνε ακόμη έναν Γάλλο επάνω στη σκηνή, και πιο συγκεκριμένα στη σκεπαστή του Klub C. Το πρώτο ουσιαστικά ενδιαφέρον live καθαρόαιμης ηλεκτρονικής μουσικής, με τον Vitalic να στέκεται στη μέση της σκηνής, συνοδεία ενός ακόμη μουσικού στη μια πλευρά, κι ενός ντράμερ στην άλλη. Από κει κι έπειτα, αυτό που επακολούθησε δύσκολα περιγράφεται με λόγια, με τον Vitalic να εκτοξεύει αδιάκοπα ήχους και μανιασμένα beat, δίχως κανένα πραγματικά ίχνος κατευνασμού. Τραχύς, περισσότερο εγκεφαλικός απ' ότι χορευτικός, παρά τη σταθερή ρυθμική αγωγή, χωρίς καθόλου φωνητικά, συνδυάζει την techno με πρωτογενείς μελωδίες από τα 80's, οι οποίες όμως σπάνια βγαίνουν προς την επιφάνεια, καθότι το υπόκωφο μπάσο ταρακουνά συθέμελα τα πάντα στο πέρασμά του. Το εξαιρετικό show με τα φώτα και τους προβολείς, προσδίδει ακόμη περισσότερο στο τελικό αποτέλεσμα, μιας - κατά τ' άλλα - συμπαθέστατης και γαλήνιας φυσιογνωμικά παρουσίας.