Rock Werchter Festival 2013
3η + 4η μέρα: Odd Future, Kendrick Lamar, Django Django, Tame Impala, James Blake, Frank Ocean, Alt-J, 30 Seconds To Mars, Depeche Mode κ.α. Του Άρη Μπούρα
Σάββατο 6 Ιουλίου 2013
(Disclosure, Odd Future, Stereophonics, Kendrick Lamar, Django Django, Tame Impala, James Blake, Frank Ocean)
Η επομένη με βρήκε με μισό χαμόγελο και βαριά καρδιά να παίρνω το δρόμο για το φεστιβάλ, καθότι την προηγουμένη καταφέραμε να ΜΗ δούμε τους headliners της ημέρας και προσωπικά μεγάλη εφηβική μου (κι όχι μόνο) αδυναμία. Αν υπήρξε μια παραφωνία του φεστιβάλ, αυτή ήταν η διακοπή των δρομολογίων των αμαξοστοιχιών για Βρυξέλλες μετά τις 12 και κάτι τα μεσάνυχτα. Κάτι που προφανώς δεν επαφιόνταν στους διοργανωτές του φεστιβάλ, αλλά όπως και να 'χει, προβλημάτιζε όσους προσέρχονταν καθημερινά από τις Βρυξέλλες, οι οποίοι, υποθέτω, δεν πρέπει να ξεπερνούσαν το 1/3 του συνόλου του κόσμου. Όπως και να 'χει, εάν συναντήσετε μια γραφική φιγούρα με T-Shirt των Blur, κάπου στους δρόμους της Σαλονίκης να περιφέρεται, σας εκλιπαρώ, προσπεράστε την και μη ρωτήσετε ποτέ πώς ήταν το live των Βρετανών.
Εάν κάτι διαφοροποιούσε αρκετά την ατμόσφαιρα του Σαββάτου, από τις προηγούμενες ημέρες, αυτό ήταν η σαφής άνοδος της θερμοκρασίας κι ο ήλιος που πλέον θύμιζε περισσότερο μεσογειακή χώρα. Οπότε αντιλαμβάνεστε εύκολα, πια μπορεί να ήταν η αμφίεση των Βορειοευρωπαίων κατά την τρίτη ημέρα του φεστιβάλ. Άντρες ημίγυμνοι με μια βερμούδα, γυναίκες με μαγιό, κόσμος να λιάζεται στα γρασίδια από νωρίς το μεσημέρι, θυμίζοντας ελληνική παραλία, χωρίς όμως τις ρακέτες, τα μπαλάκια και τα λοιπά κομφόρ. Με τον αέρα να φέρνει στη μύτη σου ένα συνονθύλευμα αντηλιακού, χόρτου (και δεν εννοώ το γρασίδι) και ιδρώτα. Εκρηκτικό μείγμα, ιδιαίτερα εάν έμπαινες στη σκεπαστή σκηνή όπου οι Disclosure ξεκινούσαν το live σετ τους. Υπερβολικά πολύ ζέστη, χορός, σκηνικό που θύμιζε πάρτι από τη μακρινή Ιμπίθα (όπου προφανώς δεν έχω πάει, απλά περιφέρω εξυπνάδες). Από κει κι έπειτα, στο καθαρά μουσικό κομμάτι, οι πιτσιρικάδες από τη Βρετανία διαθέτουν φρεσκάδα, παίζουν ζωντανά κάποια όργανα (μπάσο, κρουστά, πλήκτρα) πίσω από τους πάγκους όπου έχουν στημένα τα μηχανήματα, αλλά κατά τ' άλλα δε με συγκινούν ιδιαίτερα, με τη μουσική τους να αποτελεί τυπικό δείγμα vocal house μουσικής. Τα προ ηχογραφημένα φωνητικά των Jessie Ware, Sam Smith, Aluna George και λοιπών, κάνουν ακόμη πιο εύκολα προσβάσιμη τη χορευτική τους μουσική. Δε ξέρω κατά πόσο αξίζουν το hype των τελευταίων μηνών, παρόλαυτά ο κόσμος ακολουθεί, χορεύει. Οπότε, τα υπόλοιπα είναι λόγια προς ευρεία κατανάλωση.
Λίγα μέτρα παραδίπλα, μόλις είχε ξεκινήσει η εμφάνιση των Odd Future, της hip hop κολεκτίβας που πολλοί παρομοιάζουν ως τους Wu Tang της δεκαετίας που διανύουμε (από δαύτους ξεπήδησε κι ο Frank Ocean), ωστόσο ο λίγος κόσμος, κάποια θέματα που είχε ο DJ με τον ήχο του macbook του και η μεγάλη καθυστέρηση των Mc's, που καθ' όλη τη διάρκεια της παρουσίας μου δεν εμφανίστηκαν, με οδήγησαν στην εξωτερική σκηνή όπου ο ήλιος και η μπύρα έρεαν σε μεγάλη αφθονία. Sorry guys, αλλά ο χρόνος είναι πολύτιμος.
Ποιος θα το περίμενε ότι οι Stereophonics, που κάποτε γεμίζανε αρένες ολάκερες, θα εμφανιζόταν στα πλαίσια ενός φεστιβάλ στις τρεις και κάτι το μεσημέρι, κι ότι δε θα ήταν headliners όπως εκείνες τις αλλοτινές εποχές. Ποιος θα το περίμενε μάλιστα ότι θα βρισκόμουνα απέναντί τους, να κάθομαι και να λιάζομαι ακούγοντάς τους ζωντανά, καθότι ουδέποτε τους συμπάθησα ιδιαίτερα, παρότι μεν βρίσκω αρκετά ελκυστική τη φωνή του Kelly Jones (δυνατό τους χαρτί άλλωστε, ανέκαθεν), κι έχουν κυκλοφορήσει ορισμένα όμορφα κομμάτια κατά το παρελθόν. Η ώρα κυλάει ευχάριστα, τα τραγούδια των Stereophonics ηχούνε στο background σα να βρίσκεσαι σ' ένα όμορφο αστικό bar με κήπο, τρώγοντας, συζητώντας, κοιτώντας τους γύρω σου. Η 3η μέρα παραμένει ακόμη μουσικά νωθρή.
H πρώτη ενδιαφέρουσα στιγμή μας βρίσκει λίγο μετά τις πέντε, επίσης στο main stage, μ' ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της ευρύτερης hip hop σκηνής να ετοιμάζεται ν' ανέβει στη κεντρική σκηνή. Από τα δυνατά χαρτιά του φετινού line up του φεστιβάλ, αναμφισβήτητα η συμμετοχή ουκ ολίγων σπουδαίων ονομάτων της λεγόμενης μαύρης μουσικής, είτε αυτή οριοθετείται στο χώρο της r&b, είτε της νεοσόουλ και του hip hop ευρύτερα. Κάτι που μάλλον διαρρηγνύει την κουραστική στιγμές πρωτοκαθεδρία της εναλλακτικής ροκ και του λεγόμενου indie ήχου, που βλέπουμε εδώ και τόσα χρόνια στα φεστιβάλ. Δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί ζωντανά hip hop καλλιτέχνη με τόσο πλήρη εξοπλισμό επί σκηνής. Κιθάρα, μπάσο, ντραμς, πλήκτρα κι ένας DJ στο κέντρο, συνθέτουν το παζλ της μπάντας του Kendrick Lamar, με τον ίδιο να εισέρχεται λίγα λεπτά αργότερα. Μικρόσωμος, μ' ένα λευκό t-shirt κι ένα απλό τζιν, απέχει αρκετά από την εικόνα με τα λαμέ ρούχα και τις χρυσές καδένες που φιγουράρεται στα video clip. Ραπάρει εντυπωσιακά, περιφέρεται δαιμόνια στη σκηνή, συνδιαλέγεται με το κοινό. Ο ήχος είναι εξαιρετικός, με τους μουσικούς να συνοδεύουν άψογα τις ρίμες του Lamar, κι εμένα να με βρίσκει ν' αναλογίζομαι ότι ναι, η hip hop μπαίνει για τα καλά στη μπίζνα των live και των φεστιβάλ, με τους DJ's να φαντάζουν ίσως αναχρονιστικοί και λίγοι, μπροστά στη ζωντανή συνοδεία μουσικών. Ενδιαφέρουσα εμφάνιση, αν και είναι φανερό ότι η μεγάλη σκηνή δε ταιριάζει στον ήχο τους, με το κοινό όχι μόνο να είναι μικρό για τα μεγέθη του stage, αλλά ν' αδυνατεί από κάποιο σημείο κι έπειτα ν' ακολουθήσει. Ποιος ξέρει, ίσως να φταίνε και τα υπερβολικά bitch που εκτοξεύονται.
Το indie χτυπάει στην επόμενη σκηνή και οι Django Django ετοιμάζονται να εισέλθουν γύρω στις 18:00 προ του πολυπληθέστατου κοινού, κάτι το οποίο ομολογώ πως δε το περίμενα ιδιαίτερα, αλλά οι Λονδρέζοι απ' ότι φαίνεται είναι ιδιαίτερα αγαπητοί, κι αυτό φανερώνεται από τις πρώτες νότες του "Hail Bop". Ωστόσο, θα τον ξεφουρνίσω τον καημό μου, επί μια ώρα, ένιωθα σα ν' άκουγα το ίδιο πάνω κάτω κομμάτι. Σταθερός ρυθμός, χορευτική διάθεση, νεοψυχεδέλεια δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις, φλύαρη, χωρίς παύσεις, χωρίς εκκινήσεις, ευκολοχώνευτη θαρρώ για το μέσο ακροατή (όπως τέλος πάντως μπορεί να οριοθετηθεί αυτός). Τα δε φωνητικά, όμορφα μεν, αλλά αδύναμα δε, κι αρκετά φλατ καθ' όλη τη διάρκεια του live. Νομίζω πως τους είχα υπερεκτιμήσει.
Η ψυχεδέλεια που έρχεται στη μόδα τα τελευταία χρόνια έφερε και τους Tame Impala από τη μακρινή Αυστραλία. Με τον τραγουδιστή της μπάντας να θυμίζει τον νεαρό φιλήσυχο γείτονα που κατάσφαξε την οικογένειά του και την μπάντα να φέρνει λίγο επιτέλους μαλλί στην κοντοκουρεμένη ροκ της τελευταίας δεκαετίας. Παραμορφωμένες κιθάρες, νοσταλγικά πλήκτρα από τα μακρινά 70's, ενδιαφέρουσες εναλλαγές στο ρυθμό, αρκετός θόρυβος, το space rock επανέρχεται όμορφα, με ρετρό visuals στο background, αλλά χωρίς κάτι ουσιαστικά καινούριο, ας μην εθελοτυφλούμε.
Εάν κάτι μου έκανε αρκετά μεγάλη αίσθηση τις ημέρες που βρισκόμουνα στο φεστιβάλ, ανεξάρτητα από το είδος της μουσικής που είχες απέναντί σου, ήταν η εντυπωσιακά συχνή χρήση ωτοασπίδων που έβλεπες από ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε ν' αναρωτιέμαι, ολίγον τι παιδιάστικα, "στην τελική, γιατί δε χαμηλώνετε την ένταση των ηχείων ρε παιδιά;!". Αυτό που όμως έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση, είναι ότι τη χρήση την έκαναν, κατά βάση, οι νεώτεροι του κοινού, κι όχι όπως φυσιολογικά θα περίμενε κανείς οι μεγαλύτεροι.
Συνεσταλμένοι πιτσιρικάδες; Ή απλά συνειδητοποιημένοι; Το κοινό που είχε κατακλύσει την frontline, μπροστά από τον James Blake, θαρρώ πως δε ξεπερνούσε τα 20-22 χρόνια μέσο όρο. Ανακουφισμένος που το σκοτάδι επικάλυπτε κάπως τους γκρίζους κροτάφους μου, στάθηκα κι εγώ απέναντι από τον νεαρό τραγουδοποιό, παρότι θα ήταν η δεύτερη φορά όπου θα τον έβλεπα live. Πίσω από τα keyboards, με το εξαιρετικά ζεστό του χαμόγελο και τη φιλική του διάθεση, με δυο μουσικούς ακόμη, έναν στα ντραμς, κι έναν στα πλήκτρα, τα ηλεκτρονικά εφέ και την κιθάρα (ή μήπως ήτανε μπάσο;), παρουσιάζει ένα σετ που μουσικά πατάει στο σήμερα, με την λεπτεπίλεπτη κομψότητα να διαχέεται σε κάθε του ενέργεια. Η φωνή του ρέει αψεγάδιαστα, η ερμηνεία του ιδανικά φορτισμένη, δίχως τυμπανοκρουσίες. Εντυπωσιακό, πως καταφέρνει μια απλή μπαλάντα να την οδηγεί σ' ασύλληπτα όμορφα ρυθμικά, ηλεκτρονικά παραληρήματα.
Η συνέχεια ήθελε ένα μεγάλο μέρος του κοινού, που είχε κατακλύσει το stage όπου έπαιζε ο James Blake, να φεύγει σφαίρα στο διπλανό όπου μόλις είχε ξεκινήσει ο Frank Ocean. Με τον ίδιο να κινείται με αργές κινήσεις πάνω στη σκηνή, σεμνός και cool ταυτόχρονα, ο ghostwriter του John Legend (που έπαιξε τη 2η μέρα του φεστιβάλ), δημιουργός μερικών εκ των κορυφαίων R&B τραγουδιών της τελευταίας 3ετίας, ο Ziggy Stardust της μαύρης μουσικής, σύμφωνα με τον Alexis Petridis, τραγουδούσε με τέτοια άνεση, με τη φωνή του να φτάνει σε τέτοια επίπεδα τελειότητας, που κυριολεκτικά δε σ' άφηνε πολλά περιθώρια αντίδρασης. Μάταια αναζητούσα ένα ψεγάδι, η μπάντα που τον συνόδευε ήταν κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Ξεχάστε τους DJs και τα φτηνά ηλεκτρονικά τερτίπια. Κιθάρες, μπάσο, ντραμς, διακριτικά πνευστά, υπέροχα πλήκτρα και βάθος στον ήχο. Τη στιγμή που σήκωσε ένα ποτηράκι με το φακελάκι τσαγιού να κρέμεται απ' έξω, ένιωσα να γκρεμίζεται ολόκληρη η rock κουλτούρα μπρος μου. Η επιτομή του coolness. Η απολογία του για τη φωνή του και το κρύωμα που τον ταλαιπωρούσε με έκανε ν' αναρωτιέμαι, "δηλαδή ρε μεγάλε, πώς θα 'τανε η φωνή σου αν δεν ήσουνα κρυωμένος;!" Η ασύλληπτη ομορφιά του "Pyramids", λίγο πριν από το τέλος, εκτοξεύει το κοινό και φέρνει τη νεοσόουλ στα καλύτερά της.
Κυριακή 7 Ιουλίου 2013
(Matthew E. White, Haim, Alt-J, Of Monsters And Men, Thirty Seconds To Mars, Depeche Mode)
Την τελευταία μέρα του φεστιβάλ ομολογώ πως επιθυμούσα να παρευρεθώ στην εμφάνιση του Matthew E. White, που μες στο 2012 κυκλοφόρησε ένα όμορφο άλμπουμ, όπου η gospel παντρεύεται με την αμερικάνικη rock παράδοση και την jazz, αλλά η είσοδός μου στη σκεπαστή σκηνή The Barn με βρήκε κάπου στο φινάλε του σετ του, με τις κιθάρες ήδη να κονταροχτυπιούνται και να επιδίδονται σ' ένα τελικό κρεσέντο, οπότε δυστυχώς δε θεωρώ ότι μπορώ να εκφέρω κάποια εμπεριστατωμένη άποψη περί της εμφάνισης του, οπότε προχωράμε παραπέρα και στους Bastille του Dan Smith, που λίγο πριν το ταξίδι στο Βέλγιο άκουσα 2-3 track τους κι ομολογώ πως μου φάνηκαν αρκετά συμπαθητικά. Έλα όμως που στο stage γινόταν το αδιαχώρητο και δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρεις να πλησιάσεις για ν' ακούσεις κάτι υπό ανθρώπινες συνθήκες. Οπότε, μια μικρή δόση από τη γιγαντοοθόνη και τα ηχεία που βρισκόταν στην εξωτερική πλευρά μπορούσαν κάλλιστα να καλύψουν, ως ένα σημείο, την εμφάνισή του, κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί τα τραγούδια του δεν ακουγόταν. Μάλιστα ήτανε τόσο γλυκερά, που προς στιγμήν σκέφτηκα να πάω να στηθώ για τους Gogol Bordello, αλλά προτίμησα την ηλιοθεραπεία και λίγο αργότερα (για το θεό μωρέ συ Άρη) τις Haim.
Οι Haim, τρία δροσερά κορίτσια από το Λος Άντζελες, είναι το επόμενο μουσικό βήμα για έναν 13χρονο ακροατή (ή ακροάτρια), μετά τη Britney Spears και την Avril Lavigne, ο συνδετικός κρίκος που έπειτα μπορεί να σ' οδηγήσει στις πρώτες ηχογραφήσεις της Alanis Morissette, μετέπειτα στους Mumford & Sons, στην ενηλικίωση και το "σωστό δρόμο". Ο συνδετικός κρίκος όμως, προσοχή. Η μουσική τους είναι ένα μείγμα χαρωπής ποπ, δήθεν συναρπαστικών ξεσπασμάτων, Καλιφορνέζικης ροκ που βρίθει από τόσα κλισέ και τέτοιο εφηβικό attitude, που με κάνει πραγματικά ν' αναρωτιέμαι, "τι διάολο κάνω εγώ εδώ μέσα;".
Κι αφού έχει περάσει ολάκερο το μεσημέρι δίχως ν' ακούσουμε τίποτα ουσιώδες και της προκοπής, πλησιάζει η ώρα και η στιγμή για το πρώτο σημαντικό live της ημέρας, με την αγαπημένη μου ίσως μπάντα που έβγαλε η περασμένη χρονιά, το ευφυές συγκρότημα των Alt-J. Με πλήθος κόσμου να έχει συρρεύσει για να τους δει, με μαζεμένους όλους όσους - υποθέτω - geek υπάρχουν στις Βρυξέλλες και τα πέριξ, με το πανέξυπνα επικοινωνιακά τέταρτο γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου να σχηματίζεται ήδη στις μπροστινές σειρές, από τα χέρια εκατοντάδων νεαρών. Έτσι, στις 17:00 ακριβώς, το κουαρτέτο εισέρχεται στη σκηνή, με τον Gus Unger-Hamilton να πιάνει το πόστο πίσω από τα keyboards, φορώντας ένα t-shirt φόρο τιμής στον John Steinbeck, με τον τίτλο της νουβέλας του "Of Mice And Men" να διακρίνεται εμφανώς, τον Joe Newman να πλησιάζει το μικρόφωνο θυμίζοντας κάτι μεταξύ Βρετανού κάγκουρα και μεταμελημένου μαφιόζου. Το "Tessellate" είναι το πρώτο track που ζεσταίνει την ατμόσφαιρα, η καταπληκτική εκτέλεση του "Fitzpleasure" ρολάρει συναρπαστικά στα αυτιά μας, με τα φωνητικά να είναι το ίδιο εξαιρετικά όπως και στις στούντιο ηχογραφήσεις τους. Τα ντραμς, η ρυθμολογία, προσθέτουν άψογα το δυναμισμό που απαιτείται για τις ανάγκες ενός live. Ενώ το φινάλε, με την ενδιαφέρουσα acapella διασκευή στο "A Real Hero" των College & Electric Youth (βλέπε και "Drive" original soundtrack), καθώς και το μαγικά όμορφο "Taro", μας οδηγεί με εμφανή χαμόγελα προς την έξοδο, όπου η εισροή οξυγόνου είναι κάτι πλέον παραπάνω από επείγουσα ανάγκη, λόγω της υπερβολικής ζέστης στα ενδότερα της σκηνής.
Στο ίδιο stage με τους Alt-J εμφανίστηκαν λίγα λεπτά αργότερα και οι Of Monsters And Men, μια μπάντα που εμένα προσωπικά μου θύμισε μια πιο χαρωπή εκδοχή των Arcade Fire. Με τους Ισλανδούς να τραγουδάνε στα αγγλικά και να παρουσιάζουν ένα όμορφο συνδυασμό pop μουσικής με folk και έντονα ρυθμικά rock στοιχεία. Πλήθος οργάνων στη σκηνή, από τρομπέτες και ακορντεόν, μέχρι πιάνο και τα καθιερωμένα μπάσο, κιθάρα (με έμφαση στις ακουστικές), ντραμς. Η εναλλαγή των αντρικών με των γυναικείων φωνητικών λειτουργεί όχι μόνο ομαλά, αλλά και στιγμές εξαίσια, η διάθεση τους γλυκιά, μελαγχολική και συνάμα εύθυμη, εξωτερικεύει συνετά τις όμορφες μελωδίες τους.
Η επόμενη ώρα ομολογώ πως δεν είχε κάτι ιδιαίτερο για να δηλώσεις παρουσία, οπότε βρεθήκαμε στην ανοιχτή και κεντρική σκηνή, όπου λίγο αργότερα το βράδυ θα φιλοξενούνταν οι Depeche Mode. Με τους Thirty Seconds To Mars να παίζουν κάπου στο background, και να προσελκύουν την προσοχή μου, όχι για κανέναν άλλο λόγω, αλλά για να παρακολουθήσω τον τραγουδιστή της Καλιφορνέζικης μπάντας, Jared Leto, ηθοποιό που πολλάκις έχω πετύχει σε διάφορες ταινίες, αλλά αγνοούσα για τα μουσικά του τερτίπια. Και ειλικρινά, τόση βλακώδη συμπεριφορά δε θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει από άλλο performer, αδυνατώ να χωνέψω ότι αυτός ο άνθρωπος πάνω στη σκηνή ήταν ο βασικός πρωταγωνιστής του "Requiem For A Dream". Ποζεριλίκια, αδιανόητες παύσεις ανάμεσα στα - ο θεός να τα κάνει - τραγούδια για να συνομιλήσει (περιαυτολογήσει καλύτερα) με το κοινό. Όσο για τη μουσική τους, εμπεριέχει τόσα πολλά μαζεμένα κλισέ, που πραγματικά αδυνατεί να το συλλάβει ο νους μου. Εάν κάποια στιγμή, πάνω στην εφηβεία τους, πιάσω τις ανιψιές μου ν' ακούνε δαύτους, θα τις κλειδώσω σ' ένα δωμάτιο όπου θ' ακούγεται ολόκληρη η δισκογραφία των Autechre, σε shuffle mode.
Η εμφάνιση των Depeche Mode είναι προγραμματισμένη για τις 21:15, μέρα ακόμη, καθότι ξεκινάει να νυχτώνει μετά τις 22:30, με - όπως αναμενόταν - πολύ κόσμο να έχει συρρεύσει να τους παρακολουθήσει. Με τον Martin Gore και τον David Gahan να έχουν τόσο glitter επάνω τους ώστε ο Andy Fletcher να μοιάζει τελείως παράταιρος με την υπόλοιπη μπάντα (το καθιερωμένο τρίο συνοδευόταν από δυο ακόμη μουσικούς), και με το σετ τους να ξεκινάει με το "Welcome To My World". Δυνατός ήχος, εντυπωσιακή παραγωγή, φώτα και visuals που προσδίδουν ακόμη περισσότερο στο τελικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα. Με τον Dave Gahan να αποπνέει τόση σιγουριά με τις κινήσεις και το βλέμμα του, ώστε να σε κάνει να πιστεύεις με απόλυτη σιγουριά, ότι όσα χρόνια και να περάσουν, δύσκολα θα χάσει τη ζωτικότητα και την ενέργειά του. Εξαιρετικός περφόρμερ, άψογος επαγγελματίας, σα να μη έχει περάσει μέρα από την τελευταία φορά που τον είδα, προ 12ετιας. Όσο για τη μουσική και τις εκτελέσεις, θα προτιμήσω την ηλεκτρονική χροιά των "Precious" και "A Pain That I' m Used To", ή την απρόβλεπτα funky κατάληξη του "Enjoy The Silence", από αυτές όπου η μαζικότητα της rock κερδίζει έδαφος. Οι ακουστικές εκτελέσεις του Martin Gore θεωρώ πως κάνουν κοιλιά, ενώ οι πληθώρα των χιτ από τα παλιά, όσο βαδίζουμε προς το φινάλε, προφανώς και κερδίζει έδαφος, έναντι του τελευταίου, μάλλον μέτριου άλμπουμ τους. Το σκοτάδι απλώνεται, τ' αστέρια λαμπυρίζουν φωτεινά στον ουρανό, όλα τελειώνουν όμορφα απόψε.