Στα άδυτα της ψυχής του Ian Gillan (ίσως για τελευταία φορά)
Κανείς δεν γνωρίζει αν είδαμε για τελευταία φορά τους Deep Purple εκείνο το βράδυ της 7ης Ιουλίου. Το σίγουρο ωστόσο είναι ότι ο Gillan έγραψε εκεί μία δική του ιστορία. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Για να αντιληφθείς τον Gillan, αυτό το υψίκορμο γέννημα του Chiswick, αυτής της μουσικομάνας του Δυτικού Λονδίνου (με τον John Entwistle και τον Pete Townshed και τον Phil Collins ανάμεσα στους συντοπίτες του, αν μη τι άλλο από παρόμοια ηχητικά μονοπάτια) θα πρέπει να λάβεις εξαρχής την απόφαση ότι ποτέ δεν θα αντιληφθείς πλήρως την ψυχοσύνθεση του, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη και την απόσταση που προσμετράται μεταξύ ακροατή και δημιουργού. Ο Gillan μάλιστα λόγω και της μπρουταλιτέ του αλλά και της πληθωρικής του περσόνας δεν επέτρεψε ποτέ τη θεοποίηση, όπως συνέβη με άλλους της σέκτας και της γενιάς του. Δεν υπήρχε ποτέ κάτι μυθικό για τον Gillan, απλά fish n’chips, μπύρα στην pub, ποδόσφαιρο και hard rock. Ναι, hard rock, μόνο hard rock μέχρι τελικής πτώσεως. Η διαφορετικότητα στους Purple άμα τη αφίξει του ήδη μαζί με τον κολλητό του από τους Episode Six, τον στυλοβάτη των ενορχηστρώσεων του ‘MARK II’ όπως και όλων των μεταεκδόσεων των DP από το 1985 και πέρα, τον κύριο Roger Glover, είχε να κάνει με μια τραχύτητα πρωτόφαντη, ειδικά αν τον συγκρίνει κάποιος με τον εύθραυστο προκάτοχο του στους πρώτους τρεις δίσκους της μπάντας, τον Rod Evans.
Όπως πολλάκις είχε εξηγήσει η Αγία Τριάς της Μπάντας (ήτοι Lord, Blackmore, Paice) ο Gillan προσελήφθη διότι ταίριαζε γάντι με τη νέα κατεύθυνση που ήθελε να πάρει το σχήμα. Η λέξη "προσελήφθη" δεν είναι του υπογράφοντα και εκεί κρύβεται η ουσία αυτής της μπάντας, εξηγώντας συγχρόνως διάφορα στη συνολική της πορεία. Σε αντίθεση με τις περισσότερες hard rock και γενικότερα rock 'n' roll μπάντες, οι Purple δε βυθίστηκαν ποτέ στην κραιπάλη και στη χλίδα που κρυφομανούσαν πίσω από την κουίντα κάθε συναυλιακού χώρου στον αγγλοσαξονικό χώρο, είτε του παλαιότερου είτε του νέου κόσμου.
Βυθισμένοι στο session-ιλίκι από τα γεννοφάσκια τους και όντας ΜΗ μέλη του swingin’ London στα 60s (το οποίο επιδόθηκε σε πλείστες ακολασίες) παρέμειναν σκληρά εργαζόμενοι μουσικοί, είτε μέσα στους Purple είτε σε οποιοδήποτε σχήμα στο οποίο έθεσαν το πόδι τους. Ακόμα και ο Gillan ο οποίος ήταν/είναι μία ακούραστη μηχανή χιούμορ, εξωτερικευμένων συναισθημάτων και λαλίστατος όσο και αν δοκίμασε και ο ίδιος την κραιπάλη στους Black Sabbath (ο ίδιος έχει πει ότι η παραμονή του στους Sabbath ήταν το μεγαλύτερο πάρτι στο οποίο έχει συμμετάσχει στη ζωή του και όποιος κατάλαβε… καλώς κατάλαβε) δεν παρασύρθηκε σε εμφανίσεις σε γκαλά φιλανθρωπίας, σε προβολές ταινιών, σε ντεφιλέ μόδας και σε ρετροσπεκτίβες. Η μουσική των Purple διατήρησε πάντα μία μυρωδιά από λαδόκολλα, αποφύσεις κινητήρων, ξεχασμένα εσώρουχα και μερικές ξινισμένες μπύρες που λιάζονται από την προηγούμενη μέρα. Αυτά μπορεί να φέρνουν εμετό σε πιο σοφιστικέ εραστές της τέχνης του rock ‘n’ roll και γι’ αυτό οι Led Zeppellin (άξια) με την πιο σοφιστικέ μουσική τους (αλλά όχι στίχους, οι Purple έχουν απείρως πιο εσωτερικούς στίχους και ας προκαλεί αυτό γέλωτα σε ορκισμένους εχθρούς τους, αλλά μια πραγματική σύγκριση πείθει), κέρδισαν τις εντυπώσεις διαχρονικά, όπως φυσικά και τους περισσότερους οπαδούς.
Αυτή η ανεπιτήδευτη σε επίπεδο συναισθήματος προσέγγιση των Purple έχει φυσικά τα συν και τα πλην της. Μυριάδες χαβουζωμένων οπαδών που ασχολούνται αποκλειστικά με τα τρία-τέσσερα πιο επιτυχημένα τραγούδια τους (‘Smoke on the Water’, ‘Highway Star’, ‘Child in Time’, ‘Burn’ -αν και το τελευταίο δεν το δέχεται μήτε για αστείο ο Gillan) και απλά ακούνε "ροκ". Και όσοι τελειωμένοι οπαδοί των Purple κι αν υπάρχουν ("όπως η υποκείμενη γραφίδα", για να κλέψω μία φράση από κείμενο του αξιότιμου αρχισυντάκτη ημών) που ξεσκολίζουν και ξεκοιλιάζουν πληροφορίες θαμμένες σε δεκάδες βιβλία ανά τη υφήλιο, άλλο τόσο υπάρχουν και μπούκουρες που με όλη τη γνώση τους περί των Purple κάνουν ρεντίκολο τη μπάντα κρατώντας αποκλειστικά την ‘λαδόκολλα’ μεριά της (και δυστυχώς δεν αποτελεί σύμπτωση ότι ο πρόεδρος του ελληνικού fan club ήταν αυτή η νομικά και ηθικά καταδικασμένη φιγούρα που κατάφερε μέχρι και πρόταση γάμου να βάλει πάνω στην σκηνή των Purple πριν από χρόνια στη Θεσσαλονίκη).
Όχι πως δε βοήθησαν και οι ίδιοι οι Purple σε αυτό. Μερικές πραγματικά κακές συναυλίες εντός των ελληνικών συνόρων (με κορυφαία χωρίς καμία αμφιβολία εκείνη εντός του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού το 2011, με Βασίλη Παπακωνσταντίνου ως σαππόρτ και στη θέση του Roger Glover, που είχε αρρωστήσει, τον καταπληκτικό αλλά τελείως εκτός κλίματος μπασίστα των Jamiroquai, Nick Fyffe, μια συναυλία από την οποία και ο υπογράφων έφυγε τρέχοντας τραβώντας και τα μαλλιά του).
Ο Steve Morse από την άλλη, με όλες τις περγαμηνές του αποτέλεσε μία συνθήκη για τη μπάντα που έγινε τόσο βασική μέσω των πολλών δίσκων στούντιο που ηχογραφήθηκαν μαζί του, ώστε έγινε συνήθεια. Και αν τίθεται ζήτημα και ερώτημα "μα αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν και ξέρεις εσύ", σαφώς δεν μπορώ να πάω κόντρα με τις μουσικές κρίσεις των Lord και Paice που πίστεψαν ότι αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος αντικαταστάτης του Richie Blackmore (ενώ όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να αντικαταστήσει έναν μεγάλο κιθαρίστα, όπως ακριβώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο όταν μιλάμε για τους Sabbath, τους Zeppelin, τους Who, τους Van Halen, μπάντες δηλαδή όπου ο κιθαρίστας είναι όχι μόνο το Α και το Ω στην ενορχήστρωση, αλλά ο ήχος του είναι το σήμα κατατεθέν του ήχου της ομάδας. Αλλά αυτό που δεν μπορεί κανείς να πείσει κανέναν και στέκει σχεδόν στα όρια του θεσφάτου είναι το ότι δεν μπορείς να αντικαταστήσεις έναν Άγγλο κιθαρίστα (υπερπροικισμένο, με ήχο ξερό και συγκεκριμένων ακίδων στην εξάτμιση) με έναν Αμερικανό κιθαρίστα ο οποίος παίζει πολύ με κουτιά παραμόρφωσης, χωρίς να παρασαλευτεί το ηχητικό σύμπαν του σχήματος. Και αυτό έγινε και είχαμε ένα άλλο συγκρότημα που είτε το γούσταρες είτε όχι έπρεπε να παραδεχθείς ότι έφτιαχναν κεφάτα δίσκους. Οι Purple είχαν αποφασίσει τότε ότι ήθελαν κάτι άλλο από μία άρρηκτη συνέχεια με το μπλακμορικό παρελθόν, ακριβώς λόγω της βιαιότητας της σύγκρουσης μεταξύ του Μαυροντυμένου και των υπολοίπων. Ο Πεισιστρατίδες έκαναν σπουδαία την Αρχαία Αθήνα αλλά λόγω της τυραννικής φύσης του καθεστώτος οι Αθηναίοι γαμοσταύριζαν την οικογένεια από το πρώτο φως της ημέρας. Γι’ αυτό και οι Purple το έριξαν μετά στη δημοκρατία. O Morse ηχογράφησε οκτώ δίσκους με τους Purple (με το ρηξικέλευθο ‘Bananas’ και το επιθετικό ‘Whoosh!’ να στέκουν ως κορυφαίοι και πραγματικά καλοί δίσκοι) και το καλοκαίρι του 2022 αποχώρησε από το σχήμα μετά τη συγκινητική αποκάλυψη ότι θέλει να αφοσιωθεί στη γυναίκα του η οποία πάσχει από καρκίνο.
Ένας άλλος από το σχήμα όμως δεν ήταν καν σε θέση να κάνει κάτι σε μια ανάλογη περίπτωση. Ο Ian Gillan τον περασμένο Νοέμβριο έχασε τη σύζυγο του από το 1984, την Bron Gillan, μετά από μακρόχρονη πάθηση (έτσι ακριβώς διατυπώθηκε σε δελτίο τύπου). Η Bron ήταν η δεύτερη σύζυγος του Gillan και μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του. Ακόμα και τραγούδι της είχε αφιερώσει, από το αλήστου μνήμης ‘Born Again’ με τους Black Sabbath, το ‘Keep it Warm’ είναι γραμμένο γι’ αυτή, περιέχοντας μεταξύ άλλων το αδυσώπητα ρεαλιστικό τετράστιχο:
"Do you hear the rumor that's going around?/They say I'm ruined 'cos I've settled down
It's not true, well, maybe half and half/You know I love you but I still like a laugh"
Και όπως και αν διαβάζεται αυτό που θα ακολουθήσει, ένας λόγος που ήθελα να δω τους Purple ήταν κι αυτός. Πάντα με ενδιέφερε πως ο πραγματικός, όχι ο καλλιτεχνικός, κόσμος του εκάστοτε ερμηνευτή επιδρά και τρυπώνει στην εκφραστική του πορεία. Και επειδή έχω ξεπεράσει την εποχή που θα ήθελα να δω τον όποιο τραγουδιστή να καταβαραθρώνεται από τις ίδιες του τις εμμονές και λογοθετήσεις του απέναντι στο προπατορικό αμάρτημα, είμαι πια και σε μια ηλικία που στέκεις παρατηρώντας τον πόνο των ανθρώπων όχι ως θέαμα αλλά ως άρρηκτο κομμάτι της ίδιας της ζωής, επειδή ίσως η οπτική του Σιοράν πάνω στο φαινόμενο της ζωής δεν ήταν τόσο σαρκαστική όσο πιστεύαμε, αλλά βαθύτατα ουμανιστική μέσα στον κυνισμό με τον οποίο σκιαγράφησε το δρώμενο του δυτικού πολιτισμού, επειδή μεγαλώνεις τελικά μαζί με τους ανθρώπους με τους οποίους βίωσες εφηβικά σκιρτήματα, σχημάτισες κωλοδάχτυλα απέναντι στο τότε παρόν, γέλασες με τρυφερότητα με τους φίλους σου ανακαλύπτοντας τα λάθη και τις λόμπες στις οποίες έπεσαν αυτοί οι μουσικοί σου ήρωες και εν τέλει επειδή δεν εγκαταλείπεις τα άλογα όταν γεράσουν αλλά τα επαινείς για τα φορτία που μετέφεραν και το αδάμαστο της φύσης τους, γι’ αυτό τελικά παρ’ όλες τις σειρήνες του youtube που προειδοποιούσαν ότι μπορεί να πληγωθώ από το ράπισμα του χρόνου πάνω στον χαλκολάρυγγα του Gillan, εντούτοις ανηφόρησα την Παρασκευή 7 Ιουλίου στη Μαλακάσα.
Εξάλλου ο νέος κιθαρίστας, ο ιρλανδός Simon McBride έπρεπε να ελεγχθεί. Ελάτε τώρα! Μην σας βάζει σε ατραπούς υπεροψίας το "ελεγχθεί!" Το ξέρει και ο κιθαρίστας και ο κάθε αντικαταστάτης που πατάει μέσα σε μπότες που έχουν οργανώσει καίριες επιθέσεις ήχου ότι οι φανατικοί, με προκατάληψη (δεκτόν!), με βιαστικά συμπεράσματα (δεκτόν επίσης!), με κολλημένους εγκεφάλους (δεκτόν εις τη νιοστή δύναμη!) θα έρθουν από κάτω και θα τσεκάρουν αν είσαι "γαμάτος". Και ο McBride με όλη την επαγγελματική του πορεία ως εχέγγυο, μέλος της μπάντας του πολυεργαλείου που ονομάζεται Don Arrey, μέλος των Sweet Savege (ως αντικαταστάτης του Vivian Campell, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η οικογένεια των Purple έχει παντού παρακλάδια και ωραίες ειρωνείες να αναφύονται σε κάθε γωνιά του χρόνου) έχει ιδρώσει για να εξασφαλίσει την αποδοχή των οπαδών των Purple. Αυτό δόξα τω Κυρίω το είδαμε. Και την αρτιότητα του επίσης και το ελαφρώς τραμπακουλέ λαϊκό (με τις όποιες αναλογίες με την ιρλανδική κοινωνία) στυλ του το είδαμε (αν και ήταν φανερό από την πρώτη ημέρα και δεν περιμέναμε το λυρικά ατυχές κουστούμι του το βράδυ της Παρασκευής για να το διαπιστώσουμε) και το σεβασμό του απέναντι στην ιστορία του σχήματος πιστοποιήσαμε. Και το τελευταίο επίσης από το youtube του είχε πιστωθεί, και ήταν λόγος ανόδου στη Μαλακάσα. Ο McBride παίζει με τα πατήματα του Blackmore. Ο Morse ως τεχνίτης και με ένα κατάδικο του άστρο προτού μπει στη μπάντα, είχε φέρει τα πάνω κάτω στον ήχο της μπάντας. Έχτισε λοιπόν έναν νέο ήχο και παρέσυρε αναγκαστικά την μπάντα σε αυτόν. Αυτό δεν γράφεται ως άσχημο κρεσέντο αντίθεσης (ασχέτως της δικής μου απέχθειας προς τον ήχο αυτό) αλλά ως συμπέρασμα χρόνων.
Και η έλευση του καινούργιου κιθαρίστα έφερε τους Purple προ καινούργιων αποφάσεων. Τι κάνουμε τώρα και πως διαχειριζόμαστε από εδώ και πέρα συναυλίες και εμφανίσεις; Και εκεί φάνηκε τελικά ότι μιλάμε για έξυπνους, σοβαρούς και σεβαστικούς ανθρώπους. Ο McBride σαφώς και μπήκε κάτω από την εποπτεία της μπάντας, ο ίδιος και ο ήχος του, και είναι φανερό ότι έχτισαν όλοι μαζί το προφίλ που οι Deep Purple παρουσιάζουν στην περιοδεία που τρέχει και πέρασε και από την Ελλάδα στα πλαίσια του Rockwave 2023. Το setlist παρουσιάζεται χωρίς παρεκκλίσεις παντού όπου πάει η μπάντα και οι λόγοι είναι ποικίλοι. Το σχήμα παίζει με ακρίβεια, βελτιώνοντας συνεχώς τη συνοχή του, ενώ επίσης δίδονται οι απαραίτητοι χρόνοι στον Gillan να πάρει (κυριολεκτικά) σε δύο σημεία ανάσες για να περατώσει τη συναυλία. Το έχουμε δει αυτό και άλλες φορές σε ερμηνευτές κάποιας ηλικίας. Το ίδιο έχει συμβεί και σε συναυλίες του Dio και σε συναυλίες των Priest.
Ναι αλλά πήγες να δεις και άλλα πράγματα, αναφωνείτε. Ναι και οι Saxon ήταν σαφώς ένα υλικό που με έκανε εξαρχής ενθουσιασμένο για την εξέλιξη της βραδιάς σε επίπεδο προβλέψεων. Γιατί να μην ενθουσιαστεί κάποιος με το best of που έπαιξαν; Γιατί να μην συγκινηθεί κάποιος βλέποντας τη φιγούρα του Brian Tatler των Diamond Head (που έλαβε προσφάτως σχετικά τη θέση του Paul Quinn στο σχήμα) να κινείται και να χτυπιέται πάνω στη σκηνή; Γιατί να μη σηκώσεις τη γροθιά στο ‘Wheels of Steel’; Γιατί να μην συγκινηθείς με εκείνο το αξεπέραστο πέσιμο στο ρεφραίν του ‘747 (Strangers in the Night)’; Κλασσική φράση το «σταθερή αξία οι Saxon στα live!”, αλλά καθόλου υπερβολική.
Είχαν προηγηθεί και οι Αμερικανοί As I Lay Dying, οι οποίοι πέρα από την ατυχία τους στις πρώτες τους τρεις εκφορές τραγουδιών όπου αντιμετώπισαν ένα χάος στα ηχοληπτικά τους (ανταπεξήλθαν με καίριο επαγγελματισμό πρέπει να ειπωθεί), είχαν τον Tim Lambesis που μας έπρηξε για την ελληνική καταγωγή του παππού του (αν και πρώτη φορά όπως παραδέχθηκε ήρθε στη χώρα μας) και μόνο προς το τέλος του σετ κατάφεραν να ξεσηκώσουν το κοινό, όταν πέρασαν σε πιο καλιφορνέζικα φωνητικά του metalcore τους, με τον μπασίστα Ryan Neff να αναλαμβάνει ισόποσο αν όχι πρωταγωνιστικό ρόλο πίσω από το μικρόφωνο, και το κοινό πέραν των λίγων φανατικών τους, να τους δίνει ένα ζεστό χειροκρότημα. Σε όλο αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η απόδοση του Nick Pierce στα τύμπανα.
Μετά τους Saxon κοντά στη δεκάτη ώρα βραδινή, τα φώτα στην πλατεία έγιναν μωβ. Και η οθόνη που υπήρχε αναμμένη πίσω από όλες τις προηγούμενες μπάντες μόνο για να αναφέρεται το όνομα τους, τώρα πήρε ζωή με ένα χιουμοριστικό σκίτσο με τις πέντε τωρινές κεφαλές των Purple να είναι χαραγμένες πάνω σε ένα παγόβουνο -αντί για τον συμπαγή βράχο του In Rock όπου πόζαραν μισό αιώνα (Παναγιά μου!) πίσω. Κάπου εκεί αργοσβήνει το ‘Boys Are Back in Town’ και ακούγεται η εισαγωγή του (Άγγλου, τι άλλο;) Gustav Holst και το (βαγκνερικό) ‘Mars, the Bringer of War’ από το ορχηστρικό του έργο ‘Planets’ και μετά η ορχήστρα βγαίνει εν μέσω αλαλαγμών και ξεκινά με ‘Αστέρι του Αυτοκινητόδρομου’.
Η μπάντα απέδωσε ξυράφι και με πιστότητα στις studio εκτελέσεις. Ειδικότερα το ‘Space Truckin’ ήταν εξαίσιο. Τα σόλα του McBride γλυτώνουν τη φλυαρία στο τσακ όταν ο προβολέας πέφτει πάνω του αποκλειστικά, ενώ ο Airey μπορεί να πέταξε και το ‘Ζορμπά’ και τα ‘Παιδιά του Πειραιά’ (ατυχώς κατ' εμέ, αναφώνησα "όχι ρε τραγίκουλα΄" την ώρα εκείνη) αλλά από τη μία το έκανε μέσα σε ένα (παν)δαιμονικό ηχοτρόπιο που περιελάμβανε από μεταψυχεδελικούς -στα όρια του kraut θα έλεγε κάποιος- μέχρι abstract ήχους, από την άλλη είναι τουλάχιστον άδικο (αν όχι ηλίθιο) διάφοροι που δεν ήταν στη συναυλία να κριτικάρουν το σχήμα γι’ αυτό το κυριολεκτικά μικρότερο των 50 δευτερολέπτων ιντερλούδιο όταν δεν έχουν την πλήρη εικόνα αυτού που έκανε ο χειριστής των (πολλών) κλαβιέ, στηριζόμενοι σε ηλίθια δημοσιεύματα mainstream ιστοσελίδων.
Η ισορροπία που (δεν) τηρήθηκε ανάμεσα στους δίσκους των Purple με τον Gillan είναι ενδιαφέρουσα. Έξι τραγούδια από το ‘Machine Head’ (αναγνωρίζοντας έτσι και οι ίδιοι ότι τελικά αυτό είναι το πλέον διαχρονικό τους album και όχι το ‘In Rock’ όπως επιμένουν οι γνωστοί τρικυμία εν εγκεφάλω πιουρίστες), ένα τραγούδι από το ‘Battle Rages On’, το ομότιτλο του ‘Perfect Strangers’, δύο τραγούδια από το προαναφερθέν ‘In Rock’ και τέλος δύο τραγούδια από την περίοδο με τον Steve Morse (από τους δίσκους ‘Now What?’ και ‘Whoosh!’), ένδειξη εκτίμησης της μπάντας στη συγκεκριμένη περίοδο και άτυπος (;) φόρος τιμής στον πρώην πια κιθαρίστα του σχήματος.
Ναι αλλά ο Gillan πως τραγουδάει; ρωτάτε. Ο Gillan παίρνει ανάσες μέσα στο σετ όπως είπαμε, ο Gillan προς τιμήν του δεν έχει βάλει τη μπάντα να αλλάξει τονικότητα σε πιο προσιτά ύψη για να μην τον προδώσει η φωνή του, το χέρι του Gillan τρέμει σε κάποιες στιγμές, ο Gillan δεν μπορεί πια να κραυγάσει με βιμπράτο, ο Gillan βάζει το ‘Highway Star’ στην αρχή του σετ για να μπορέσει να τραβήξει μια-δυο ιαχές όσο η φωνή δεν έχει κουραστεί, ο Gillan είναι απίστευτα εσωτερικός την ώρα που τραγουδάει το ‘When A Blind Man Cries’, ο Gillan ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει το ‘Child in Time’ πια, ο Gillan ακόμα και τώρα πετάει στους υπόλοιπους (αλλά με ένταση που δίνει την δυνατότητα και στους θεατές να ακούσουν) κυνικά αστεία μέχρι και για φαντάσματα (και όποιος κατάλαβε κατάλαβε, έλα Richie ακούς;), o Gillan δεν το παίζει φίλος με το κοινό, όπως πάντα δηλαδή, ο Gillan παραμένει σκωπτικός και παίζεις τη δισκοθήκη σου στοίχημα ότι μπορεί να στείλει τον καθένα στο διάολο με τέτοια ευκολία που θα έκανε τον Dickinson και τις γνωστές του πια αντιδράσεις να φαντάζουν αστεϊσμοί αρσακειάδας, απλά είναι πιο αβρός από τον Μεϊντενά εκ της συμβάσεως, ο Gillan απέδειξε ότι είναι άνθρωπος και σκληρά εργαζόμενος καλλιτέχνης.
Ναι! Τελειώνουν με το ‘Smoke on the Water’ και η μορφή του Frank Zappa εμφανίζεται ως φιγούρα τράπουλας στην οθόνη και στο ρεφραίν σκάνε δεκάδες μπομπινόφωνα που αναμειγνύονται σε ένα παροξυσμικό χάος. Μικρό διάλειμμα για τσάι κορίτσια και πάμε για encore. Ναι το ‘Hush!’ Μην ξεγελιέστε από την επιλογή του. Εκτός του ότι υπάρχει δεκάδες χρόνια τώρα στην live παλέτα των DP και μπορεί σε μερικούς να κάνει εντύπωση πως υπάρχει τραγούδι με ηχογράφηση του Rod Evans στο setlist, να θυμίσουμε όμως ότι έστω και ατυχώς το έχει ηχογραφήσει και ο ίδιος ο Gillan για τις ανάγκες του ‘Nobody's Perfect’, αλλά επειδή είναι και μεγάλη αλεπού, δεν θα έχανε την ευκαιρία να βάλει ένα τραγούδι που φιγουράρισε στο soundtrack του ‘Once Upon A Time in Hollywood’ (οι Purple μάλιστα είχαν δύο τραγούδια εκεί, ασχέτως αν ήταν διασκευές αμφότερα, το έτερο ήταν το ‘Kentucky Woman’, πάλι από την εποχή του ‘MARKI’). Μετά σφυροκόπημα από το μπάσο και από τον φοράω-μπαντάνα-38-χρόνια-τώρα Glover και πάμε για ‘Black Night’ και, ναι ήρθε η ώρα ρε Μήτσο, Λίτσα, Γιάννη, Τόλη, Αναστασία και όλα εσείς τα λαϊκά παιδιά που γουστάρετε Deep Purple να αποχαιρετίσουμε με αυτό το πανέξυπνο κλέψιμο του ‘We Ain't Got Nothin' Yet’ (των Blues Magoos ντε!) και εκεί όπου ο Ralph Scala το 1966 τραγουδούσε για τα πάνω και κάτω της ζωής και την ψυχραιμία που πρέπει να επιδείξει κάποιος, ο Gillan θα βάλει για άλλη μία φορά κάτω πιο κυνικά τα πράγματα και θα μιλήσει για έναν άνθρωπο που έφτασε στην εσχατιά και απλά προσπαθεί να γυρίσει στον οικείο του τόπο μέσα σε μια βυσσοδομούσα νύχτα. Το ξερό ταμπούρο του Paice έχει πάντα αυτά τα μικρά δευτερόλεπτα όπου παρουσιάζεται απογυμνωμένο, σε κάθε live εκτέλεση που θα ακούσεις/βρεις του τραγουδιού, είναι η ίδια η ενορχήστρωση, το κροτάλισμα του όταν συμπληρώνεται το πρώτο κουπλέ και το ποδοβολητό του λίγο πριν ο Gillan πει για τελευταία φορά "Ελεύθερος να είμαι αυτό που είμαι", το σημείο που δε γίνεται να μη σου τρυπήσει την καρδιά, όσο περνούν τα χρόνια ξέρεις κάθε φορά ότι ίσως είναι η τελευταία φορά που βλέπεις την αγαπημένη σου rock 'n' roll μπάντα. Καληνύχτα κύριοι και godspeed.
Αυτός ήταν ο πιο συγκινητικός Gillan που προσωπικά έχω δει στη ζωή μου.
(Οι φωτογραφίες είναι της Χαράς Γερασιμοπούλου)