Οι Raining Pleasure στον Λυκαβηττό: Η επανασύνδεση
Μια συναυλία αφορμή συναισθημάτων σκέψεων κι αποτιμήσεων. Για το παρόν αλλά και το παρελθόν. Του Αντώνη Ξαγά
«Επανασύνδεση». Η ίδια η λέξη μπορεί να πυροδοτήσει έναν (συν)ειρμό σκέψεων. Στο λεξικό θα βρούμε μια επεξήγηση που θα αναφέρεται σε αποκατάσταση ή ανανέωση δεσμών και σχέσεων με ανθρώπους η επαφή με τους οποίους είχε στο ενδιάμεσο χαθεί ή έστω ατονίσει. Βέβαια μπορεί το πρόθημα «επανα-» να δηλώνει εξ ορισμού μια επανάληψη, ωστόσο στην πραγματικότητα υπάρχει μια χρονική παράμετρος την οποία (φευ) δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Κάθε επανασύνδεση η οποία εμπλέκει ανθρώπους και ουχί…. καλώδια, δεν φέρει μόνο το βάρος του χρόνου που πέρασε, αλλά και το γεγονός ότι η άλλη άκρη της ‘συνδεσμολογίας’, …δεν υπάρχει. Γιατί τούτη εδράζεται στην άγνωστη ουτοπική χώρα που λέγεται παρελθόν. Κατά συνέπεια, κάθε επανασύνδεση και ουχί μόνο η προκείμενη των Raining Pleasure πέραν των ιδίων των ατόμων φυσικά, πραγματοποιείται έως και ερήμην τους, ήτοι για πολλούς και πολλές εξ ημών ενεργοποιεί μια επανασύνδεση με το παρελθόν της καθεμιάς και του καθενός. Που αυτά δεν ταυτίζονται φυσικά μεταξύ τους, μπορεί έως και να μην συναντιούνται καν. Πόσο μάλλον όταν έχει μεσολαβήσει ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, οπότε αρχίζει και δρα ο καταλυτικός παράγοντας που λέγεται Nostalgia. Η οποία όχι μόνο ανακαλεί την μνήμη, την memory η οποία comes back, αλλά την επικαθορίζει. Αλλά και την επαναδημιουργεί…
Ας μου συγχωρεθούν οι εντός κειμένου αγγλισμοί, οι παλιοί ακροατές ωστόσο των Raining Pleasure θα αναγνώρισαν τους τίτλους των δύο πρώτων τους δίσκων οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει στην Lazy Dog το 1996 και το 1998 (με την ενδιαφέρουσα υπόμνηση-παρατήρηση της ενασχόλησης αμφότερων των δίσκων με το ζήτημα της μνήμης και της επιστροφής). Ήταν ένα ιδιαίτερο σχήμα οι Raining Pleasure εκείνων των δίσκων, την εποχή που όλα τα σκέπαζε η υπερπληθώρα ελληνόφωνων απομιμήσεων του διδύμου Τρύπες-Σπαθιά. Ένα άλλο σχήμα από αυτό που έγιναν (και που ήθελαν να γίνουν) τελικά. Είχαν κάτι το εσωστρεφές και κάπως μελαγχολικό (αυτά κάνει η ενασχόληση με την μνήμη), αγαπούσαν τότε Smiths αλλά και Cure και έβγαιναν κι αναφορές σε Tuxedomoon ακόμη, είχαν πάρει το όνομά τους από το πιο μελό κι αισθαντικό τραγούδι των Triffids. Τούτη η διάθεση ήταν εμφανής ήδη από το κομμάτι που άνοιγε τον δίσκο τους, το «Talking to a poet» με τις κιθάρες να παραπέμπουν στο πλέον μελανόηχο ποστ πανκ, με μια μελωδική αλαφρότητα ωστόσο, μέχρι το κομμάτι που τον έκλεινε, το «Open window», ένα ονειρικής υφής μελωδικό βαλσάκι. Στο ενδιάμεσο υπήρχαν τραγούδια με πολλές φρέσκες ιδέες και έναν συνδυασμό ίσως και ετερόκλητων επιρροών που έφτανε μέχρι την πλέον αφελή φαινομενικά ποπ, από εκείνη που σου μένει και την σιγοτραγουδάς σε ανύποπτες αλλά και… ύποπτες στιγμές («Waiting for the bell to ring»). Η παραγωγή δεν ήταν σπουδαία, είχε τις καταφανείς ατέλειες της, όμως …και; Ποιος είχε ανάγκη μια ακόμη άψογη, «καλή παραγωγή» κενού όμως περιεχομένου, όπως αυτές κατά συρροήν υφιστάμεθα τα πολλά τελευταία χρόνια; Κι εκείνος ο δίσκος (αλλά και ο επόμενος, το «Nostalgia») στέκει και ακόμη ξεχωρίζει παρολ’ αυτά, ένα εξαιρετικό δείγμα μιας ποπ η οποία ήταν περισσότερο ίντυ παρά ποπ (ότι κι αν σημαίνει αυτό). Και με άψογα αγγλικά λέγαμε τότε, επιτέλους (ανοίγοντας εδώ παρένθεση, θα σημειώσω ότι η άποψη ότι τα αγγλικά οφείλουν να είναι oxford επιπέδου άλλαξε μέσα μου με τα χρόνια, σχεδόν την θεωρώ πια αποικιακής νοοτροπίας στάση, οίκτιρε π.χ. κανείς τόσους και τόσες αφρικανές ή λατίνους κοκ τραγουδιστές για την όποια «κακή» εκφορά-προφορά της αγγλικής; Ίσα-ίσα την έκαναν και σήμα κατατεθέν και στοιχείο εντοπιότητας και –δημιουργικής- διαφορετικότητας).
Εκείνο το βράδυ στον Λυκαβηττό, δεν ακούστηκε ούτε ένα κομμάτι από εκείνον τον δίσκο (από το ‘Nostalgia’ τουλάχιστον πέρασαν τρία, το χιτάκι «Is that yoo?», το ομώνυμο και το «Breathe In-Breathe Out»). Το σημειώνω τούτο, όχι ως κάποιο παράπονο, αλλά ως μια ψυχρή –και κατά βάθος αναμενόμενη- παρατήρηση. Είναι προφανές ότι εκείνοι οι Raining Pleasure δεν υπάρχουν πια για τους ίδιους, ήταν ένα άλλο σχήμα, η ‘επανασύνδεση’ δεν το συμπεριλαμβάνει, το δικαίωμα της επιλογής αυτής είναι αναφαίρετο για κάθε δημιουργό, ωστόσο δεν παύει να με εντυπωσιάζει η αποκήρυξη των τραγουδιών (που να σημειωθεί, το ίδιο είχε συμβεί και με τους Pulp, λίγες ημέρες νωρίτερα, οι οποίοι επίσης παίζουν κομμάτια αποκλειστικά και μόνο από τα χρόνια της ακμής τους, σβήνοντας έτσι μια ολόκληρη δεκαετία της πορείας τους).
Έτσι η επανασύνδεση που έκαναν οι Raining Pleasure ήταν με το σχήμα από το 2001 και μετά, από το πολυεθνικό συμβόλαιο και μετά, από το «Flood», τον δίσκο που σημάδεψε μια εποχή, ένα σπουδαίο, απόλυτα ποπ, άλμπουμ σε συντονισμό με όσα ακούγονταν τότε στην Μητρόπολη η οποία βρισκόταν ακόμη υπό την επήρεια της μπλερικής Cool Britannia (όλα αυτά αν θεωρήσουμε βέβαια το εξωτερικό ως κάποιο μέτρο ποιότητας, αν λέω, αν). Κι εδώ, στην σημιτική… Cool Graecia, είχε αλλάξει φόρα ο εμπορικός αέρας, από τον πληθωρισμό του ελληνόφωνου ροκ είχαμε περάσει στην… πλημμύρα (συγνώμη) του αγγλόφωνου. Και τα Παιδιά απ’ την Πάτρα είχαν πολύ περισσότερες φιλοδοξίες από εκείνες που αφήνει να εννοηθούν ο Dreamie, ο πρώτος τους ντράμερ, σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στο φανζίν «Χωρίς Κανόνα» το 1996. Με μπροστάρη το περίφημο «Fake», το οποίο ακούστηκε τότε παντού μέσα από διαφημιστικό σποτ κινητής τηλεφωνίας, και το οποίο «μέσα σε μια νύχτα προκάλεσε άπειρες εσωτερικές ηθικές συζητήσεις και οδήγησε στην απενεχοποίηση της ποπ του εναλλακτικού» όπως είχε γράψει αρκετά χρόνια αργότερα ο The Boy σε ένα φοβερό άρθρο του στην ιστοσελίδα Left.gr. Συζητήσεις κατά βάση μιας πρώιμης ‘φούσκας’ που ίσως σήμερα να μοιάζουν εντελώς ξεπερασμένες έως και γραφικές. Είναι όμως; Συνεχίζει ο Αλέξανδρος Βούλγαρης: «μια ηθική συζήτηση που ακόμα ταλανίζει. Το αν δηλαδή ο καλλιτέχνης αξίζει να ζει απο το έργο του ή όχι. Εγώ λέω ναι να ζει. Όχι να μεταλλάσει το έργο όμως». Μια μετάλλαξη η οποία όμως μοιάζει ενίοτε αναπόφευκτη. Γιατί η αλλαγή κλίμακας μεγεθών δεν συνεπάγεται συνήθως και διατήρηση των αρχικών αναλογιών, το αντίθετο είναι ο κανόνας, επιφέρει πολλές αλλαγές και συμβιβασμούς, όχι πάντοτε εκούσιους. Δεν γίνεται να παραμείνεις ο ίδιος άνθρωπος, πόσο μάλλον το ίδιο συγκρότημα ανθρώπων. Όπως συνέβη και με τους Raining Pleasure. Η πορεία τους τα επόμενα χρόνια, μοναδική σε συνέπεια και ποιοτική σταθερότητα, ακόμη και η σπονδή στον χατζιδακισμό και οι διασκευές (που προοικονόμησαν την σόλο πορεία του Βασιλικού τα επόμενα χρόνια) και κάμποσες αμφιλεγόμενες κινήσεις όπως το έστω και γρήγορο πέρασμα από τα τηλεοπτικά λύματα των νεόκοπων τότε μουσικών reality, ανέδειξε ένα σχήμα σταθερής επαγγελματικής στοχοπροσήλωσης στο άνοιγμα σε ένα ευρύτερο κοινό. Μέχρι που κάποια στιγμή μπήκε τελεία. Που έμοιαζε οριστική. Tελικά αποδείχθηκε άνω τελεία. Στο μεταξύ πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια.
Για την συναυλία την ίδια πήρα λίγο τον χρόνο μου, ήθελα να δω πως θα κάτσει στην μνήμη, δεν ήθελα να γράψω εν θερμώ. Που εν θερμώ συνθήκη στην πραγματικότητα δεν υπήρξε. Γιατί η συναυλία μου άφησε μια μάλλον αμήχανη επίγευση. Κι ας ήταν όλα εκεί, τα τραγούδια (έστω κι όχι όλα…) με την απαλή μελαγχολία τους, την χαρωπή τους διάθεση. Η φωνή επίσης. Τα άψογα παιξίματα. Για μια επανασύνδεση όμως μετά από τόσα χρόνια μάλιστα, ένα γεγονός το οποίο αυτό καθαυτό φέρει μια φόρτιση, παρά τα διαρκή και εμφανώς ειλικρινή ευχαριστώ του Βασιλικού, η χημεία που απέπνεε η σκηνή (αλλά και οι μουσικοί μεταξύ τους) ήταν μάλλον χλιαρή, δεν υπήρξε εκείνη η συναισθηματική έκρηξη που βιώθηκε σε άλλα αντίσχοιχα λάιβ (και ας μην βάλουμε καν ως μέτρο σύγκρισης εκείνο των Last Drive). Ίσως να συνέβαλε και η «δεν την λες και αθρόα» προσέλευση του κόσμου, μεγάλο μέρος του οποίου είχε/είχαμε βολευτεί (ηλικία γαρ) στις κερκίδες με… εμπιστοσύνη στις νέες σκαλωσιές. Ίσως λοιπόν ο Λυκαβητός να τους κάθισε ένα-δύο νούμερα φαρδύτερος και μεγαλύτερος.
Όσο πάντως κι αν η παράμετρος των πολλών και πανάκριβων καλοκαιρινών συναυλιών (σε πόσες να πας πια;) πρέπει να ληφθεί υπόψη, τούτη η μάζωξη ήταν κι ένα είδος μετρήματος της σκηνής, της φαντασιακής αυτής κοινότητας (όπως την εννοούσε και την όρισε κιόλας ο Βενέδικτος ο Άντερσον) η οποία συγκροτήθηκε γύρω από σχήματα σαν τους Raining Pleasure τότε πίσω στη δεκαετία των μηδενικών. Παρά την επικρατούσα χλιαρότητα -μην κοιτάτε τι γράφω ή τι αισθάνθηκα εγώ-, όποια ήθελε ή ήταν έτοιμη να συγκινηθεί συγκινήθηκε. Είπαμε, το παρελθόν της καθεμιάς βιώνεται και επαναβιώνεται εντελώς διαφορετικά και απολύτως προσωπικά, πέραν της όποιας (ψευδ)αίσθησης του ανήκειν. Πολλές ‘ταινίες’ επομένως προβλήθηκαν νοερά, πολλές αναμνήσεις και συνειρμοί και ιστορίες, θυμάσαι τότε που…, «ήσουν στο λάιβ στους Χάρτες;», και πολλές παρελκόμενες σκέψεις έως και υπαρξιακής υφής.
Και άλλες… Ακούγοντας το «Fake», μαζί με το «Dancing Queen» και το «Capricorn» το κομμάτι που ξεσήκωσε περισσότερο κόσμο, κοίταξα τριγύρω, πολλοί και πολλές μπορεί να χορεύουν, κανείς (σχεδόν, εντάξει…) εδώ όμως δεν τραγουδά… Νάτο πάλι το… προαιώνιο ζήτημα της σκηνής: η γλώσσα. «Τα ελληνικά σχήματα που μιλάνε στην αγγλική εκφράζουν κάτι πάρα πολύ σημαντικό για την κοινωνία μας ακόμα και εν αγνοία τους πολλές φορές. Την ανάγκη των νεώτερων ανθρώπων να συγκρουστούν με το εδώ και την ανάγκη τους επίσης να ανοιχτούν σε ένα ξένο κοινό και ίσως να φύγουν και οι ίδιοι σε μια άλλη χώρα» υπογραμμίζει υποστηρικτικά ο The Boy στο ήδη αναφερθέν άρθρο. Αναδεικνύει όμως έτσι κι ένα οξύμωρο, μια βαθιά αντίφαση. Γιατί από την μία υπήρξε η επιδίωξη μιας mainstream ταυτότητας και η δεδηλωμένη επιθυμία της μαζικής αποδοχής από την άλλη η ταυτόχρονη επιθυμία διατήρησης μιας (έστω επίφασης) εναλλακτικότητας συνοδευόμενη από ένα πνεύμα σύγκρουσης αλλά και υποτίμησης της ίδιας ‘μάζας’, των ίδιων ποθητών υποκειμένων, των δυνητικών πελατών δηλαδή, των «πάντων» που «θέλουμε να μας ακούσουν και στους οποίους απευθυνόμαστε». Κι όταν αυτοί οι ‘πάντες’ δεν ακούνε, τότε εντείνεται η υποτίμηση η γκρίνια γίνεται ακατάσχετη για όλες τις πόρτες που ειν’ κλειστές κι εγώ είμαι απόξω και για τον κόσμο που δεν καταλαβαίνει, τις εταιρείας που δεν νοιάζονται, το γνωστό πολυψαλμένο απολυτίκιο στην ελληνική σκηνή, ανεξαρτήτως γλώσσας (παραπέμπω στο ντοκιμαντέρ ‘The approaching of the hour’ της Γκρατσιέλας Κανέλλου που αποτυπώνει ωραία όλο αυτό το πνεύμα, κι αξίζει να το ξαναδούμε σήμερα, με την ευμένεια, την ψυχραιμία αλλά και την επίγνωση της «ανωτερότητας της εκ των υστέρων ματιάς). Αν θελήσουμε ωστόσο να δούμε κατάματα την πραγματικότητα, αυτή η σκηνή, ακόμη και οι ίδιοι οι Raining Pleasure, ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά μαζική, παρά τις ευσεβείς φιλοδοξίες κι επιθυμίες. Και για τούτο δεν φταίει η π…. η κενωνία που θα ‘λεγε κι ένας τσιφόρειος βαρύμαγκας πρωταγωνιστής. Που ας σημειωθεί ότι από την σκηνή εκείνη δεν της έλειψε η προβολή και η ορατότητα, ειδικά από τον τύπο, και τον κατεστημένο παραδοσιακό αλλά και τις τσάμπα (διόλου free βέβαια) εφημερίδες πόλης που είχαν σκάσει τότε. Και μένει να αιωρείται το ερώτημα. Που είναι λοιπόν όλα εκείνα τα σχήματα που βαθμολογούνταν (βαθμολογούσαμε) με 9άρια και 10άρια, που έμπαιναν σε ‘καλύτερα της χρονιάς’ με λόγια θριαμβευτικά; Και κυρίως που είναι τα τραγούδια που να πέρασαν σε ένα κάποιο συλλογικό συνειδητό (έστω ακόμη της περιορισμένης ακτίνας του μικρόκοσμου μας); Γιατί ο λαός (αυτός ο υποτιμημένος) τραγούδι θέλει κατά βάση. Οι Raining Pleasure άφησαν τουλάχιστον δύο, η Monika άλλο ένα. Ίσως τούτη να ήταν κι η πραγματική εμβέλεια της κοινωνικής απεύθυνσης του χώρου αυτού. Που οδηγεί στην διαπίστωση, έστω κι ετεροχρονισμένη, ότι η όποια ‘αγγλόφωνη ελληνική σκηνή’ (μια πάντα παράδοξη παράθεση επιθέτων) δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει mainstream σε τούτο το πολιτισμικό-κοινωνικό πλαίσιο. Ειδικά όταν του γυρνά την πλάτη, ή παίρνει συγκρουσιακή στάση απέναντι του, δεν μπορεί να αναμένει απήχηση και μάλιστα μαζική. Ας το αποδεχτούμε κι ας ζήσουμε με αυτό. Και στο κάτω κάτω της γραφής, δεν κρίνονται και δεν μετριούνται όλα στο ζύγι της εμπορικότητας, παρά και τις όποιες ενίοτε επιθυμίες και επιδιώξεις των ιδίων των καλλιτεχνών. Υπάρχει και ο ρομαντισμός των ‘χαμένων’. Ή του «θα μπορούσε». Αυτός έθρεψε όλη αυτή την σκηνή, και αυτός θα συνεχίσει να την θρέφει. Επανανοηματοδοτώντας ίσως και την έννοια του indie πιο κοντά στην ουσία της. Μιλώντας για συνέχεια ακούγεται ότι η επανασύνδεση των Raining Pleasure μπορεί να μετατραπεί σε επαναδραστηριοποίηση. Οψόμεθα λοιπόν…
Όταν αντήχησε και η τελευταία νότα του «All this beauty», εμείς οι κάμποσες εκατοντάδες πιάσαμε να κατεβαίνουμε (πιο εύκολο αυτό) τον λόφο, η πόλη αδιάφορη είχε ανάψει τα φώτα της και από ψηλά τέτοιες ώρες η τσιμεντένια ασχήμια βγάζει μια γοητεία, είναι εκείνη η μεταιχμιακή ώρα που είσαι χαμένος σε ένα κουβάρι σκέψεων και συναισθημάτων, λίγο πριν ξαναρχίσει να γυρίζει η ρόδα της καθημερινότητας και του Παρόντος που επιμένουμε να το αγνοοούμε, μέχρι να γίνει κι αυτό μνήμη. Που ίσως να το νοσταλγήσουμε κι αυτό κάποια στιγμή. Όχι ίσως. Σίγουρα…
Υστερόγραφον: Είχα όλη την καλή διάθεση αλλά και προσδοκία να δω τους Ta Toy Boy, από τα λίγα σχήματα που έχουν πάρει την σκυτάλη από τους Raining Pleasure και συνεχίζουν, επιπλέον εκτιμώ και την ποπ φλέβα του Μπέγκα στις διάφορες εκφάνσεις της, …φευ όμως… φτάνοντας 9 και κάτι λαχανιασμένος στο θέατρο (με την περηφάνια ότι την έβγαλα την ανηφόρα μετά από τόσα χρόνια, άντε, καλά στεκόμαστε…) ενημερώνομαι ότι μόλις τελείωσε η εμφάνισή τους, είχαν βγει στις 20.30, ενώ εν τω μεταξύ το εισιτήριο έγραφε ώρα έναρξης… 21:00. Βαρύ το οργανωτικό σφάλμα…
(Οι φωτογραφίες είναι της Ελεάνας Γαρίνη και του Άρη Καραμπεάζη)