Roskilde 2003 - #1
ROSKILDE FESTIVAL '03
από τον Γιάννη Παπαϊωάννου
Το Φεστιβάλ
Δύο πράγματα είναι φανερά σχεδόν από την πρώτη στιγμή που βρίσκεσαι στον χώρο του φεστιβάλ και φοράς την κορδέλα - ταυτότητα στον καρπό, προτού κάν αρχίσουν οι μουσικές. Το πρώτο είναι η ατμόσφαιρα, καθώς καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μια γιορτή της μουσικής που κάθε μουσικόφιλος αξίζει να γίνει μέρος της, έστω για μια φορά. Το δεύτερο, ότι -δυστυχώς- είναι μάλλον απίθανο να διοργανωθεί κάτι παρόμοιο στην χώρα μας, καθώς αρχίζεις ήδη να αντιλαμβάνεσαι την κλίμακα αλλά και το πνεύμα της διοργάνωσης και την προσοχή που έχει δοθεί στο κάθετι, από το σημαντικότερο που είναι η ασφάλεια μέχρι τις πιο μικρές λεπτομέρειες.
Και μόνο η συμπεριφορά των -αμέτρητων- ανθρώπων του φεστιβάλ (εθελοντές από την πόλη του Ros-kilde!), ήρεμοι, εξυπηρετικοί, αποτελεσματικοί και ταυτόχρονα αδιαπραγμάτευτοι σε οτιδήποτε ακουμπά έστω θέματα ασφάλειας, δίνει μια ιδέα για το πως γίνεται να βάλεις περίπου 100.000 χιλιάδες νέους ανθρώπους -και βέβαια όχι προσκόπους- με κάθε είδους διαθέσεις (και επηρρεασμούς) σε περίπου 1.500 στρέμματα λειβαδιών και όλα να λειτουργούν ήρεμα και αβίαστα, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Πραγματικά, ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της διοργάνωσης ήταν ότι κατάφερε να συνδυάσει την συνεχή και άγρυπνη επιτήρηση όλων των χώρων του φεστιβάλ με την φιλικότητα και την απουσία κάθε ενοχλητικού συναισθήματος.
Βέβαια, το Roskilde έχει μια προϊστορία πάνω από τριάντα χρόνια στην διάρκεια των οποίων αναδείχτηκε, όχι άδικα, σε ένα από τα καλύτερα -σύμφωνα με το ΝΜΕ- και μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης, παίρνοντας αλλά κυρίως αφομοιώνοντας πολλά και, μερικές φορές, οδυνηρά μαθήματα (αρκεί μόνο να θυμηθεί κανείς τα τραγικά γεγονότα του 2000).
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κάθε χρόνο, τα έσοδα του φεστιβάλ διατίθενται σε ανθρωπιστικούς, πολιτιστικούς και μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Έτσι, ο στόχος της διοργάνωσης την φετινή χρονιά ήταν η δημιουργία του φορέα "Tolerance" με σκοπό την παρέμβαση στην σύγκρουση Παλαιστινίων και Ισραήλ, σε συνεργασία με την Διεθνή Αμνηστία και το Πρόγραμμα Βοήθειας της Εκκλησίας της Δανίας. Κάπως έτσι λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι με την διάθεση, την δουλειά αλλά και τον ορθολογισμό τους κατάφεραν να δημιουργούν για μία εβδομάδα κάθε χρόνο μια χώρα μέσα σε μια άλλη χώρα και να κάνουν το άσημο χωριό του Roskilde, 50 περίπου χιλιόμετρα έξω από την Κοπεγχάγη, γνωστό σε όλη την Ευρώπη.
Σε ότι αφορά το ίδιο το φεστιβάλ, αυτό αποτελούνταν βασικά από μια έκταση περίπου 350 στρεμμάτων όπου υπήρχαν έξι τέντες-σκηνές (Orange, Arena, Pavilion, Odeon, Metropol, Ballroom) για τα συναυλιακά δρώμενα, αλλά και υπαίθρια εστιατόρια με πολλές διαφορετικές κουζίνες, καταστήματα με ενθύμια, cd, ρούχα και ό,τι άλλο φαντάζεται κανείς και βέβαια πολλοί βοηθητικοί χώροι (WC κλπ), ακόμη και τράπεζα και ανταλλακτήρια συναλλάγματος. Από τις σκηνές, μόνο η κεντρική (Orange) ήταν υπαίθρια (οι υπόλοιπες ήταν όλες στεγασμένες, καθώς οι καιρικές συνθήκες στην Δανία είναι απρόβλεπτες) και μαζί με την Arena ήταν και οι μεγαλύτερες, ενώ οι υπόλοιπες ήταν μικρότερες και σχεδιασμένες για την δημιουργία του αισθήματος αμεσότητας που προσφέρει ένα club.
Για να αποκτήσουμε μια ιδέα της προσοχής των διοργανωτών στα θέματα ασφάλειας, αξίζει να αναφερθεί η διαμόρφωση του front stage area στις δύο μεγαλύτερες σκηνές, όπου ο χώρος είχε "διαμερισματοποιηθεί" προκειμένου να αποφευχθούν οι μαζικές μετατοπίσεις του πλήθους (το μάθημα από τα γεγονότα του 2000). Η πρόσβαση στις περιοχές αυτές μπορούσε να γίνει μόνο από τα πλάγια της σκηνής, με συνεχή επιτήρηση του αριθμού των θεατών για να μην προκληθεί συνωστισμός, αλλά και έλεγχο για διάφορα αντικείμενα και μπουκάλια. Μεταξύ των περιοχών που είχαν δημιουργηθεί υπήρχαν διάδρομοι με ανθρώπους της ασφάλειας που μοίραζαν συνέχεια νερό σε πλαστικά ποτήρια και παρακολουθούσαν τον κόσμο για ο,τιδήποτε. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα μιας νεαρής κοπέλας που, προς το τέλος μιας συναυλίας κάθησε κάτω για να ξεκουραστεί. Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε δίπλα της άνθρωπος της ασφάλειας, ανήσυχος μήπως της συνέβαινε κάτι και όταν αυτή του εξήγησε ότι ήταν απλά κουρασμένη, την υποχρέωσε (ευγενικά) να σηκωθεί γιατί καθισμένη κάτω πιθανόν να κινδύνευε να ποδοπατηθεί. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν φυσικά, σε μικρότερη κλίμακα και στις μικρότερες σκηνές, με τους ανθρώπους της ασφάλειας παντού να μοιράζουν συνεχώς νερό στον κόσμο.
Αξιοσημείωτη ήταν και η πρόβλεψη για τις συγκοινωνίες προς και από το φεστιβάλ, με ειδικά δρομολόγια τρένου για τις ημέρες του φεστιβάλ και πυκνές γραμμές λεωφορείων. Ακόμη, οι υπεράνθρωπες προσπάθειες για την τήρηση των κανόνων υγιεινής, με αμέτρητες χημικές τουαλέτες διασκορπισμένες στην απέραντη περιοχή του camping οι οποίες καθαρίζονταν καθημερινά και επίσης βρύσες, ντους, ακόμη και, σε κάποια σημεία, ζεστό μπάνιο!
Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε και την συμπεριφορά του κόσμου, που συμπεριφέρονταν με ευγένεια και πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ τους, τηρούσαν ήρεμα τις αναπόφευκτες και μεγάλες ουρές, ενώ συνεργάζονταν αρμονικά με τους ανθρώπους του φεστιβάλ, χωρίς να παρατηρηθούν πουθενά διαμάχες ή συμπλοκές, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η μουσική είναι έννοια διαμετρικά αντίθετη από την βία.
Η Μουσική
Όπως είναι ήδη αντιληπτό, με έξι σκηνές να λειτουργούν ταυτόχρονα (από το μεσημέρι μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας) είναι αδύνατον για κάποιον να παρακολουθήσει όλα τα ονόματα που εμφανίζονται, είτε γιατί σε πολλές περιπτώσεις συμπίπτουν οι ώρες είτε γιατί απλά ξεπερνιούνται τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Παρακάτω μεταφέρουμε τα highlights κάθε ημέρας, όσα μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε.
1η ημέρα -26/6/03 (Headliners: Metallica)
Το φεστιβάλ ξεκίνησε στο Odeon με τους Electric Six από το Detroit οι οποίοι, μετά από τις πολύ πρόσφατες αλλαγές στην σύνθεσή τους παρουσίασαν ένα πολύ ζωντανό σετ με αρκετό χιούμορ, ανακάτεψαν την ποπ με την ντίσκο και το σκληρό ροκ, ενώ ο νέος τους τραγουδιστής δήλωνε "sexy and rich" και, μεταξύ των άλλων, μιμήθηκε και τους Bee Gees! Απολαυστικοί, έπαιξαν ακόμη και το 'Radio Ga Ga' των Queen και συνάντησαν πολύ ζεστή υποδοχή.
Η συνέχεια στο Pavilion με το γκρουπ-θαύμα από την Νέα Υόρκη, τους Interpol, για τους οποίους υπήρχε μεγάλη προσμονή και οι οποίοι (με πέμπτο μέλος στα πλήκτρα) έβγαλαν έντονα στο σετ τους το μοναδικό κλίμα που υποβόσκει και στον δίσκο τους, ένα πολύ ασυνήθιστο συνδυασμό έντασης και εσωτερικότητας, με τον Paul Banks να αντιμετωπίζει τον κόσμο με το ολύμπιο ονειροπόλο ύφος του την στιγμή που έπαιζε με ένταση τραγούδια όπως το 'PDA' και το 'Say Hello To The Angels' και μόνο τον μπασίστα Carlos Dengler να διαφοροποιεί την εικόνα με τις ψευδο-γοτθικές φιγούρες του. Έπαιξαν σχεδόν όλο τον δίσκο τους και στο τέλος δεν υπήρχε ούτε ένας στο Pavilion που δεν είχε πεισθεί ότι πρόκειται για μια από εκείνες τις σπάνιες φορές που όλο το hype είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Στα highlights του σετ ανήκει οπωσδήποτε η φορτισμένη εκτέλεση που επεφύλαξαν στο 'NYC (New York Cares)' που, σε συνδυασμό με την παρουσία του Banks απογείωσε πολλούς, αλλά και το 'Stella Was A Diver'. Το φεστιβάλ είχε ανοίξει με τον καλύτερο τρόπο.
Αμέσως μετά στο Ballroom για τους Gogol Bordello, γκρουπ Ουκρανών μεταναστών στην Νέα Υόρκη, που παρουσίασαν το οπωσδήποτε μοναδικό ιδίωμα πανκ και παραδοσιακής μουσικής που παίζουν και που χαρακτηρίζεται σαν "gypsy punk", με βιολί, ακορντεόν και σαξόφωνο μεταξύ των άλλων και ένα πολύχρωμο εκπληκτικό show με πρωτομάστορα τον τραγουδιστή τους Eugene Hutz, χορεύτριες - τραγουδίστριες σε παραδοσιακές φορεσιές και απίστευτες σκηνές να εκτυλίσσονται με κινηματογραφικη ταχύτητα και να μετατρέπουν την τέντα του Ballroom σε πανηγύρι τσίρκου!
Τροχάδην στην Arena για τους Stone Sour που με τα πρώην μέλη των Slipknot, Corey Taylor (τραγουδιστή) και Jim Roor (κιθαρίστα) παρουσίασαν τον εναλλακτικό, μελωδικό metal ήχο τους και έδειξαν να διαφοροποιούνται από τις metal τυποποιήσεις κερδίζοντας τον κόσμο, που ανταποκρίθηκε και στις διακηρύξεις του Corey Taylor για την καμπάνια Rock Against Torture στην οποία οι ίδιοι συμμετέχουν ενεργά.
Επιστροφή στο Pavilion για τους Βρετανούς Eighties Matchbox B-line Disaster για τους οποίους υπήρχε περιέργεια καθώς συζητιούνται αρκετά προσφάτως και οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη απογοήτευση του φεστιβάλ, παρουσιάζοντας ένα θορυβώδες σετ που φαινόταν να στερείται στόχου και προσανατολισμού και το οποίο άφησε πολλούς αδιάφορους.
Η πρώτη βραδιά ανήκε φυσικά στους Metallica που εμφανίστηκαν στην κεντρική σκηνή Orange και για τους οποίους υπήρχε μεγάλη προσμονή καθώς, χωρίς υπερβολή, υπήρξαν πολλοί που ήρθαν στο φεστιβάλ μόνο γι' αυτούς. ενώ, όσο πλησίαζε η ώρα, ο κόσμος συνέρρεε στην Orange από παντού, δημιουργώντας ίσως την μεγαλύτερη προσέλευση από οποιοδήποτε άλλο όνομα στο φεστιβάλ (σε πρόχειρη εκτίμηση περισσότεροι από 60.000). Μια απέραντη λαοθάλασσα, την οποία οι Metallica δεν απογοήτευσαν καθόλου, αλλά και δεν απογείωσαν. Ο Hetfield κυρίως, μετά τις περιπέτειές του, φαινόταν στα γκρο-πλάνα στις γιγαντοοθόνες αρκετά ταλαιπωρημένος όταν ευχαριστούσε τους fans που τους συμπαραστάθηκαν στους δύσκολους καιρούς που πέρασαν.
Πίσω στο Ballroom για τον Salif Keita, την χρυσή φωνή από το Mali που ξεδίπλωσε όλα τα θαυμάσια χρώματά της και, με την συνοδεία του εντυπωσιακού όσο και πολυπληθούς (περίπου δέκα άτομα) συγκροτήματός του Africando All Stars ενθουσίασε κυριολεκτικά τον κόσμο, που στην συνέχεια προσκάλεσε στην σκηνή δημιουργώντας ένα τρελό πάρτυ επάνω και κάτω από την σκηνή, με όλους τους παρευρισκόμενους να χορεύουν παρασυρμένοι.
Η πρώτη βραδυά έφτανε λοιπόν στο τέλος της, με μια μόνο γεύση (καθώς αναπάντεχα εμφανίστηκαν νωρίτερα) από τους Δανούς Kitty Wu με τον βαρύ, μελαγχολικό όσο και ενδιαφέροντα ήχο τους, όσο για να κινήσουν το ενδιαφέρον μας.
Την πρώτη ημέρα εμφανίστηκαν επίσης ο Dave Gahan (Depeche Mode) με το νέο του solo project, οι Polyphonic Spree, οι Baby Woodrose, οι Youngblood Brass Band και οι Massacre.
2η ημέρα -27/6/03 (Headliners: Coldplay)
Η δεύτερη ημέρα ξεκίνησε με τους Νορβηγούς Gate στο Ballroom, ένα γκρουπ που συνδύαζε παραδοσιακά τραγούδια με ροκ, gothic και electronica. Επικεντρωμένοι στην ονειρική τραγουδίστριά τους και με κινητήριο μοχλό τον εκπληκτικό βιολιστή τους ενθουσίασαν τους (πολυάριθμους) συμπατριώτες τους.
Σειρά είχαν οι Asian Dub Foundation στην κατάμεστη Arena. Περιττές οι συστάσεις, άλλωστε οι επί σκηνής επιδόσεις τους είναι γνωστές από τις εδώ εμφανίσεις τους. Με μεγάλη όρεξη και ενέργεια, έντονα πολιτικοποιημένοι (ξεκίνησαν καλωσορίζοντας τον κόσμο "to the future city of Asia"), έπαιξαν καινούργια αλλά και παλαιότερα τραγούδια τους με το "Fortress Europe" να ξεχωρίζει, όπως επίσης και ένα ξεχωριστό remix - αφιέρωμα στον μακαρίτη Nusrat Fateh Ali Khan, επιβεβαιώνοντας την φήμη που τους συνοδεύει και κάνοντας την Arena να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά επί μία ώρα.
Την σκυτάλη στην Arena πήραν οι Material, το μόνιμο σχήμα του Bill Laswell (ο ίδιος συμμετείχε στο φεστιβάλ και με δύο ακόμη σχήματα, τους Massacre με τον Fred Frith και τους Radioaxiom με τον Jah Wobble, τα οποία δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε). Avant-garde fusion, με την πολύ καλή τραγουδίστρια Gigi από την Αιθιοπία και τον jazz σαξοφωνίστα Henry Threadgill, δύο ντράμμερ και έμφαση στα κρουστά, παρουσίασαν ένα πολύ ενδιαφέρον σετ που περιστρεφόταν γύρω από το βαρύ dub μπάσο του Laswell και το οποίο απογειώθηκε όταν στο μίγμα προστέθηκε και ένας DJ.
Η περιέργεια μας οδήγησε στο Metropol για τον Ιρλανδό DJ David Holmes με το σχήμα του Free Association, όπου βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πλήρες γκρουπ (ο David Holmes αποτραβηγμένος στα πλατώ του) με ένα ζευγάρι τραγουδιστών, την Petra Jean Phiipson και τον rapper Sean Revron που ανακάτευαν το hip-hop, την soul ακόμη και το punk, κατορθώνοντας να υπερβούν όλα αυτά και να δημιουργήσουν κάτι διαφορετικό, ιδιαίτερο και ενδιαφέρον.
Επιστροφή στην Arena για τους Νορβηγούς Turbonegro, τους βετεράνους του hardcore ή death-punk που επανασυνδέθηκαν σχετικά πρόσφατα και οι οποίοι, παρότι εμφανίστηκαν σε ένα χώρο ασφυκτικά γεμάτο από ενθουσιώδεις συμπατριώτες τους (κυρίως), δεν κατάφεραν να πείσουν. Δεν βοήθησαν ούτε οι θεατρικές αντίκες, όπως όταν ο τραγουδιστής άδειασε ένα κουβά "αίμα" στους παραληρούντες των μπροστινών σειρών (ευτυχώς είμασταν λίγο μακρύτερα!). Φυσικά οι πολυάριθμοι Turbojugend (οι οργανωμένοι fans τους) με τα ναυτικά καπελλάκια δεν επηρρεάστηκαν καθόλου, δημιουργώντας μια εκπληκτική ατμόσφαιρα.
Σειρά στην Arena είχαν οι ντόπιοι Raveonettes που πρόσφατα έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας τους. Το ζευγάρι με τις δύο κιθάρες και το drum machine εμφανίστηκε με πλήρες συγκρότημα, γεγονός που ενίσχυσε περισσότερο τον κιθαριστικό τοίχο θορύβου που είναι το σήμα κατατεθέν τους και επάνω στον οποίο "κολυμπούσε" η φωνή της Sharin Foo, δημιουργώντας ένα ηχητικό αποτέλεσμα που καθήλωνε.
Το απόγευμα στο Odeon ήταν αφιερωμένο στο Αγγλικό περιοδικό The Wire που γιόρταζε τα 20 χρόνια του, με την εμφάνιση μερικών ονομάτων απ' αυτά που το περιοδικό παρουσίασε τον τελευταίο χρόνο. Οι σημαντικότεροι επρόκειτο να είναι οι Suicide, περιμένοντας τους οποίους αναγκαστήκαμε να υποστούμε τους ηλεκτρονικούς - κιθαριστικούς πειραματισμούς του Squarepusher (Tom Jenkinson), ώσπου να ανακοινωθεί ότι οι Suicide τελικά δεν είχαν καταφέρει να έρθουν. Μικρή απογοήτευση, μια γεύση από την κομψή ποπ των Delgados στο Pavilion για παρηγοριά και, στην Orange σκηνή να προλάβουμε τους Iron Maiden με τον Bruce Dickinson, μπροστά σε κόσμο σχεδόν όσο και των Metallica το προηγούμενο βράδυ, να παραφράζει το 'Fear in the Dark' (Roskilde in the Dark) και να γκρινιάζει ότι όλα τα μουσικά έντυπα τους έχουν διαγράψει και ότι το metal σήμερα έχει αποπροσανατολιστεί με όλα τα πρόσφατα παράγωγα (nu metal, goth metal κλπ).
Το απόγευμα δεν εξελισσόταν καλά κι έτσι γραμμή για την Arena και τους Ισλανδούς Sigur Ros, αγαπημένους των κριτικών αλλά και πάρα πολλών fans σε όλη την Ευρώπη, όπως φαινόταν και από τις ουρές για την front stage area και την προσμονή που υπήρχε. Τα μακρόσυρτα όμως και μελαγχολικά κομμάτια των Sigur Ros με την εύθραυστη φωνή του Jonsi δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν για την Arena (μεγάλος χώρος για την μουσική των Sigur Ros) καθώς και για πολλούς fans τριγύρω μας (είδαμε ανθρώπους να αποκοιμούνται στην front stage area!). Ίσως αδικήθηκαν από το μέγεθος του χώρου, ή την προχωρημένη ώρα που εμφανίστηκαν.
Και πάλι στην Arena (ώρα 2:00 το πρωί) για τους Νορβηγούς Kaizers Orchestra, με τις εξαιρετικές συστάσεις για την μουσική αλλά και το live show τους. Αυτά που επακολούθησαν δύσκολα περιγράφονται, με τους έξι Νορβηγούς να εμφανίζονται με κοστούμια και ασφυξιογόνες μάσκες (το σήμα κατατεθέν τους) και να επιδίδονται σ' ένα μίγμα μουσικής καμπαρέ με στοιχεία ακόμη και από Tom Waits, βαλκανικής μουσικής και ροκ πολλών οκτανίων (οι ίδιοι ονομάζουν την μουσική τους omparock), επικουρούμενοι από δύο μεγάλα βαρέλια απέναντι στα οποία στάθηκαν αμείλικτοι και άλλα διάφορα σιδερικά (τα κοστούμια είχαν προ πολλού εξαφανιστεί) και πάρα πολύ χιούμορ, μπροστά στους οπαδούς τους (όχι μόνο συμπατριώτες τους) που είχαν γεμίσει ασφυκτικά την Arena και βρίσκονταν σε ντελίριο. Απίστευτοι! Θάθελα μόνο να μπορώ να καταλάβω τα Νορβηγικά.
Την δεύτερη ημέρα εμφανίστηκαν επίσης οι The Streets, η Beth Gibbons, οι Doves, Los Lobos, Kashmir, Little Axe, ο Mikael Simpson, οι Sack Trick, οι Cato Salsa Experience, οι Fifty Foot Combo κά.