Roskilde 2003 - #2
3η ημέρα -28/6/03 (Headliners: Cardigans)
Η τρίτη ημέρα ξεκίνησε στο Odeon με το απλό, ειλικρινές και ενεργητικό ροκ των Racing Ape από την τοπική σκηνή της Κοπεγχάγης και, γραμμή για την Arena και τους De La Soul, τους (σχεδόν) μοναδικούς απομείναντες από τους πρωτοπόρους του hip-hop οι οποίοι όμως, όπως δήλωσε ο DJ Mase από την αρχή, ήταν κατάκοποι γιατί μόλις είχαν φτάσει από το φεστιβάλ του Glastonbury όπου έπαιζαν το προηγούμενο βράδυ. Το κουρασμένο λοιπόν hip-hop τους δεν βρήκε, όπως ήταν φυσικό, μεγάλη ανταπόκριση στον (πολύ) κόσμο που τους περίμενε με αρκετή διάθεση.
Επιστροφή στο Odeon για την γνωριμία με τους Βρετανούς Slovo, το νέο σχήμα του Dave Randall (πρώην Faithless) που γοήτευσαν εξίσου με την πολιτικοποιημένη ποπ τους και την επί σκηνής παρουσία τους.
Και πάλι η (όχι ευκαταφρόνητη) πεζοπορία ως την Arena για τους Melvins, τους Αμερικανούς βετεράνους του hardcore (ή, αν θέλετε, metal grunge), πρότυπο κάποτε της γενιάς του grunge. Απτόητοι από τα χρόνια οι τρείς Melvins παρουσίασαν ένα σετ από παλιά και πρόσφατα τραγούδια τους με τον αρκετά πειραματικό, σκληρό όσο και βαρύ ήχο τους και τον Kevin Rutmanis στο μπάσο να δημιουργεί ένα ηχητικό τοίχο επάνω στον οποίο σκαρφάλωνε ο King Buzzo (Buzz Osbourne - κιθάρα και φωνή). Άρεσαν αλλά και ξένισαν, ίσως και να τρόμαξαν μερικούς σύμφωνα με τον manager τους (τον οποίο γνωρίσαμε αργότερα - βλ. επίλογο), με την ομολογουμένως δύσκολη μουσική τους.
Παραμονή στην Arena για τους Tomahawk, το εναλλακτικό supergroup και πιο πρόσφατο σχήμα του κου Mike Patton που περιλαμβάνει ακόμη τους Duane Denison (Jesus Lizard), Kevin Rutmanis (Melvins) και John Stanier (Helmet). Για δεύτερη φορά στην σκηνή λοιπόν ο μπασίστας των Melvins και οι Tomahawk να παρουσιάζουν τραγούδια από τον πρώτο και τον πολύ πρόσφατο δεύτερο δίσκο τους σε (απροσδόκητα) πολλούς οπαδούς τους, με τον Mike Patton να είναι ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος της σκηνής, είτε απασχολημένος με τα διάφορα effects που δημιουργούσε αλλάζοντας μικρόφωνα και με τα μηχανήματα που είχε μπροστά του είτε με τα σχεδόν μανιακά ξεσπάσματά του όπου, μερικές φορές, τον έχαναν ακόμη και οι κάμερες που πρόβαλαν ην εικόνα του στις γιγαντοοθόνες! Αλησμόνητο live με highlights τα 'Flashback', 'Rape This Day', 'God Hates A Coward' (με την μάσκα που φορούσε για να αλλάζει την φωνή του), 'Pop 1' και σίγουρα όσοι επέλεξαν να βρίσκονται στην Arena αντί κάποια άλλη σκηνή δεν το μετάνοιωσαν.
Σειρά είχαν οι Καλιφορνέζοι Fu Manchu στην Orange, stoner βετεράνοι που απέδειξαν ότι παραμένουν πάντα καλοί και πιστοί σ' αυτό που κάνουν τόσα χρόνια και οι οποίοι αδικήθηκαν από την (σχετικά) μικρή προσέλευση του κόσμου.
Ένα μικρό πέρασμα από το Pavilion και τον Αμερικανό Daniel Johnston με τους πολλούς και επώνυμους δηλωμένους οπαδούς, όπου με απορία και χωρίς επιτυχία προσπάθησα να συνδυάσω τις συστάσεις που τον συνόδευαν με το απελπιστικά φτωχό ακουστικό σετ και το δυσανάλογα μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου που είχε κατακλύσει την σκηνή.
Πίσω στην Orange για την επιστροφή των Βρετανών Blur μετά τα παραστρατήματα του Damon Albarn και την αποχώρηση του Graham Coxon. Ανεπηρέαστοι, έπαιξαν τραγούδια από το τελευταίο τους 'Think Tank', ενθουσίασαν όμως τον κόσμο κυρίως με τα παλιότερα τραγούδια τους.
Ένα πέρασμα και από την Odeon όπου οι τρείς πολυεθνικές Chicks On Speed, πρωτοπόρες του electro-clash, παρουσίαζαν το ιδιαίτερο μίγμα τους από electronica και 80's ποπ με ικανή δόση riot grrrls. Με ρούχα σχεδιασμένα από τις ίδιες να αντανακλούν την σκουπιδοαισθητική που σατιρίζουν, οι θυμωμένες Chicks με συνοδεία προηχογραφημένων ήχων από laptop, τα έβαλαν με όλους και όλα, μη παραλείποντας και τα κιθαριστικά γκρουπ, όταν ξετύλιξαν τις ζώνες τους που ήταν πλαστικά ομοιώματα κιθάρων!
Περασμένα μεσάνυχτα και ένα τελευταίο πέρασμα από την Arena από περιέργεια για τους Νορβηγούς Immortal, ένα από τα καλύτερα δείγματα της ανθούσας Νορβηγικής black metal σκηνής και σοκ από το, τελικά γραφικό, θέαμα στις γιγαντοοθόνες (αδύνατον να εισχωρήσει κανείς στην ασφυκτικά γεμάτη σκηνή): τρείς δαίμονες της Σκανδιναβικής μυθολογίας, με πανοπλίες, να ατενίζουν από ψηλά με απειλητική διάθεση τους παραληρούντες οπαδούς τους. Ίσως τελικά να είχε δίκιο ο Bru-ce Dick-in-son το προηγούμενο βράδυ.
Εδώ τελείωσε η τρίτη ημέρα, καθώς δεν απέμεναν δυνάμεις για τους Σουηδούς Cardigans που έκλειναν την βραδιά σαν headliners.
Την τρίτη ημέρα εμφανίστηκαν επίσης οι Mew, οι Electric Eel Shock, ο Afel Bochum, οι Outlandish, οι Skank, Console, Salvatore, ο Hawksley Workman, οι Super Rail Band, Little Brother κ.ά.
4η ημέρα -29/6/03 (Headliner: Bjork)
Η τελευταία ημέρα προμηνυόταν και η δυσκολότερη, τόσο λόγω των απειλητικών διαθέσεων του καιρού όσο και του "συνωστισμού" των ονομάτων που θα οδηγούσε αναπόφευκτα και σε οδυνηρές επιλογές.
Ξεκίνημα λοιπόν από το Odeon με τους Βρετανούς Raging Speedhorn οι οποίοι, αφού διακόσμησαν την σκηνή με πορνοφωτογραφίες εξαπέλυσαν με τους δύο frontmen τους μετωπική επίθεση στο κοινό, παίζοντας το εξαιρετικά θορυβώδες hardcore και metal μίγμα τους και μη παραλείποντας τα αδιάκοπα φτυσίματα, πολλά από τα οποία εισέπραξαν αδιαμαρτύρητα οι δύσμοιροι εθελοντές του security που στέκονταν μπροστά στην σκηνή.
Η συνέχεια ήταν οπωσδήποτε καλύτερη στο Pavilion με τον Brendan Benson και το συγκρότημά του από το Detroit. Φίλος των White Stripes οι οποίοι μάλιστα έχουν διασκευάσει ένα τραγούδι του ('Good To Me') όπως δήλωνε με υπερηφάνεια, παρουσίασε ένα power pop και rock σετ με αρκετό χιούμορ, απλότητα και ειλικρίνεια και άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, αφού έκανε και τις ευνοϊκές συγκρίσεις με το παράλληλο φεστιβάλ του Glastonbury στο οποίο έπαιζε την προηγούμενη ημέρα - γεγονός που ικανοποίησε πολλούς. Αξιοσημείωτο το κλείσιμό του με το 'Let Me Roll It' του Paul McCartney.
Σύντομη επιστροφή στο Odeon για μια γεύση παλαιομοδίτικης ποπ από τους Ιρλανδούς The Thrills και πάλι στο Pavilion όπου σειρά είχε το Αγγλο-Αμερικανικό ντουέτο των Kills. Ο Hotel (κατά κόσμον Jamie Hince - κιθάρα, φωνή και drum machine) και η VV (Alison Mosshart - φωνή και περιστασιακά κιθάρα) επιβεβαίωσαν όλα όσα γράφονται τελευταία γι' αυτούς. Πρωταγωνιστής αναμφισβήτητα ο Hotel ο οποίος, με την κιθάρα του που έβγαζε σπίθες, καθήλωσε επί μία ώρα (όχι μικρό επίτευγμα) τον κόσμο που συνωστίσθηκε στο Pavilion, με την VV δίπλα του να προσθέτει την φωνή της και την σκηνική εικόνα ενός λιτού αλλά ουσιαστικού γκρουπ που έδωσε ένα από τα καλύτερα live του φεστιβάλ, με highlight οπωσδήποτε το 'Cat Claw' αλλά και το 'Black Rooster' (you wanna fuck and fight?). Άφησαν πραγματικά πολύ καλές εντυπώσεις.
Εσπευσμένη ανασύνταξη καθώς ο καιρός υλοποιούσε τις πρωινές απειλές του και επιστροφή στο Pavilion για τους Radio 4 από την Νέα Υόρκη, όπου αποτελούν τμήμα της πρόσφατης αναβίωσης των Gang Of Four και του disco-punk. Με έμφαση στα κρουστά (δύο drummer) και τον ρυθμό, έδωσαν ένα ενεργητικό live που δημιούργησε κέφι, κυρίως με τα 'Dance To the Underground' και 'New Disco' που κράτησαν για το τέλος.
Σειρά είχε στο Odeon το Αμερικανικό τρίο των Yo La Tengo, αγαπημένοι πολλών όπως αποδείχθηκε, που συνδύασαν περίτεχνα την ευαίσθητη και ταυτόχρονα εγκεφαλική ποπ με τον κιθαριστικό θόρυβο, με έμφαση στον δίσκο τους 'I Can Hear The Heart Beating As One' προς ικανοποίηση των παρευρισκόμενων. Ένα live πραγματική μυσταγωγία, το οποίο δυστυχώς έπρεπε να εγκαταλείψω πριν το τέλος για χάρη των Queens Of The Stone Age στην Orange. Θύμα του συνωστισμού της τελευταίας ημέρας λοιπόν οι Yo La Tengo, αλλά και οι Black Heart Procession (η οδυνηρότερη επιλογή απ' όλες) που εμφανίζονταν την ίδια ώρα.
Μεγάλη προσέλευση αλλά και προσμονή λοιπόν στην Orange για τους Queens Of The Stone Age, οι οποίοι μετά την αρχική απογοήτευση καθώς ανέβηκαν στην σκηνή με τον Troy Van Leeuwen και χωρίς τον Mark Lanegan, πυροδότησαν αμέσως την κατάσταση ξεκινώντας με το First It Giveth και συνεχίζοντας με τραγούδια κυρίως από τον τελευταίο τους δίσκο ('Go With The Flow', 'Six Shooter', 'Another Love Song', κλπ) αλλά και τους προηγούμενους ('Feel Good Hit', 'Monsters In The Parasol', κλπ) με τον Josh Homme και κυρίως τον Nick Oliveri (γυμνό μόνο από την μέση και πάνω!) σε μεγάλα κέφια. Η αποκορύφωση ήρθε μισή περίπου ώρα αργότερα με την είσοδο του Mark Lanegan, όπου ανέλαβε τα φωνητικά για τα τραγούδια που συμμετέχει και στους δίσκους ('Hanging Tree', 'A Song For The Dead', 'Auto Pilot', κλπ), απογειώνοντας πραγματικά τον κόσμο με την τραχειά φωνή του και την σκοτεινή παρουσία του να φιγουράρει σε γκρο-πλάνα σε όλες τις οθόνες και σίγουρα πολύ λίγοι πρόσεξαν την βροχή εκείνη την ώρα. Στα highlights ανήκουν ακόμη οπωσδήποτε και η εκτέλεση του 'Better Living Through Chemistry' αλλά και του 'No One Knows', το οποίο έκαναν κολλάζ με το 'Mexicola'. Ίσως το καταλληλότερο live για το τελευταίο απόγευμα του φεστιβάλ, που ήδη πλησίαζε στο τέλος.
Ένα γρήγορο πέρασμα από το Odeon με πολύ καλές (όσο και σύντομες) εντυπώσεις για τον Bonnie 'Prince' Billy (Will Oldham) που εμφανίστηκε με το συγκρότημά του και γρήγορα στην Arena όπου οι Massive Attack είχαν ξεκινήσει από ώρα. Η κατάσταση εκεί δεν είχε καμία σχέση με τις εδώ εμφανίσεις τους πριν λίγα χρόνια, με τους δύο εναπομείναντες Massive Attack πλαισιωμένους με αρκετούς συνεργάτες να δημιουργούν ατμόσφαιρες που υπερέβαιναν κατά πολύ την trip-hop ετικέτα που τους έχει αποδοθεί. Σκοτεινό και ταυτόχρονα κομψό σετ (στηριγμένο κυρίως στον τελευταίο τους δίσκο), πολύπλοκη και ατμοσφαιρική μουσική που, σε συνδυασμό με τα διάφορα effects και κυρίως τις εκπληκτικές ταυτόχρονες προβολές στην οθόνη πίσω τους και την υποβλητική παρουσία του Del Naja στο επίκεντρο όλων αυτών πραγματικά καθήλωσε και ταξίδεψε τους πολυάριθμους παρευρισκόμενους. Κέρδισαν τις εντυπώσεις και ανεβάζουν οπωσδήποτε τις προσδοκίες για την επικείμενη εμφάνισή τους στην χώρα μας.
Το επίσημο κλείσιμο του φεστιβάλ ανέλαβε η Bjork στην Arena, με κάθε επισημότητα. Εντύπωση προκάλεσε από την αρχή η μεγάλη δημοτικότητα της μικροκαμωμένης Ισλανδής, ίσως εξαιτίας και της γειτονικής καταγωγής της, που είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται ουρές για την front stage area χωρίς υπερβολή ακόμη και πριν την εμφάνιση των Queens Of The Stone Age! Η ίδια είχε ετοιμάσει για την περίσταση ένα πολύ εντυπωσιακό show, με φλόγες να ξεπηδούν σε σχηματισμό στην σκηνή, προβολές και άλλα δρώμενα και την ίδια, με περίτεχνη διακόσμηση στο κεφάλι, αεικίνητη, με την παραδεισένια και απόκοσμη φωνή της να προσπαθεί να παρασύρει τον κόσμο, πράγμα που δεν κατάφερε και ο κύριος υπαίτιος ήταν μάλλον η λανθασμένη επιλογή τραγουδιών καθώς στηρίχτηκε κυρίως στις τελευταίες δουλειές της, βαριές και ατμοσφαιρικές, οι οποίες περισσότερο ξένισαν και κρύωσαν τον κόσμο που οπωσδήποτε περίμενε κάτι διαφορετικό. Ίσως εδώ να πρέπει να καταλογισθεί και κάποια δόση αλαζονείας. Ήταν πάντως ένα πολύ εντυπωσιακό show και, σε συνδυασμό με τα πυροτεχνήματα για το τέλος του φεστιβάλ από πίσω, οπωσδήποτε κατάλληλο για το πανηγυρικό κλείσιμο του φεστιβάλ.
Την τελευταία ημέρα εμφανίστηκαν επίσης οι Hellacopters, Datsuns, Xzibit, Moneybrother, ενώ ο Alan McGee της Creation με τον BP Falcon εμφανίστηκαν σαν το DJ δίδυμο DeathDisco.
Ο Επίλογος
Κοιτώντας συνολικά το φεστιβάλ, καθένας καταλαβαίνει το μέγεθος της διοργάνωσης και το μουσικό πλάτος που κάλυπτε, το οποίο απλώθηκε σχεδόν σε όλα τα μουσικά ιδιώματα. Παρέλειψα στα προηγούμενα να αναφέρω ότι υπήρχε, εκτός των άλλων, η σκηνή Lounge όπου ακουγόταν από διάφορους DJs αντίστοιχη μουσική. Επίσης το πρόγραμμα της Metropol σκηνής, που περιελάμβανε κυρίως live και DJs από τον χώρο της electronica, του dance και του hip-hop. Μια γιορτή της μουσικής λοιπόν που περιελάμβανε σχεδόν τα πάντα. Και βέβαια, όλη αυτή η συνύπαρξη προσέφερε την δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς, μέσα στην ίδια ημέρα, σημαντικά ονόματα από πολλούς διαφορετικούς χώρους. Καθόλου ευκαταφρόνητη προσφορά.
Απολογιστικά, το σημαντικότερο γεγονός του φεστιβάλ πρέπει, αντικειμενικά, να ήταν μάλλον η εμφάνιση των Metallica, καθώς σημείωσε και την μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου. Υπήρξε άλλωστε κόσμος που είτε ήρθαν στο φεστιβάλ μόνο για τους Metallica είτε μόνο για την συγκεκριμένη ημέρα, η οποία θα πρέπει να είχε και τα περισσότερα μονοήμερα εισιτήρια. Ακόμη, οι Metallica θα πρέπει να κέρδισαν και τα πρωτεία στις πωλήσεις των T-shirts.
Μεγέθη οπωσδήποτε εντυπωσιακά, που δεν μειώνουν βέβαια σε καμία περίπτωση όλους τους άλλους που εμφανίστηκαν.
Ο επίλογος του φεστιβάλ όμως έμελλε να γραφτεί την επόμενη ημέρα (30/6) και μάλιστα σε διαφορετικό χώρο!
Στη διάρκεια του live των Tomahawk ο Mike Patton είχε ανακοινώσει ένα "secret gig" που θα έδιναν οι Tomahawk την επομένη του φεστιβάλ σε club της Κοπεγχάγης, προσκαλώντας όλους τους παρευρισκόμενους. Οπλισμένοι λοιπόν με τις κατάλληλες πληροφορίες οδεύσαμε εκεί, για να ανακαλύψουμε ότι το εν λόγω club (Stengade 30) δεν ήταν παρά μια παλιά μονοκατοικία διαμορφωμένη κατάλληλα και με χωρητικότητα που δεν ξεπερνούσε τα 200 άτομα! Υπερνικώντας μερικές (μικρές) αρχικές δυσκολίες καταφέραμε να μπούμε και, αφού δυστυχώς μας κράτησαν την φωτογραφική μηχανή, χωρίς πολλές περιστροφές ξεκίνησε το live που από την αρχή ήταν φανερό ότι θα ήταν πολύ διαφορετικό απo ότι στο Roskilde.
Πρώτοι έπαιξαν και πάλι οι Melvins. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι υπάρχει στενή σχέση και συνεργασία ανάμεσα στα δύο γκρουπ, αφού άλλωστε βρίσκονται στην ίδια εταιρεία (Ipecac, του Mike Patton) και μοιράζονται τον ίδιο μπασίστα (Kevin Rutmanis). Το σετ των Melvins δεν διέφερε αισθητά από αυτό που έπαιξαν στο Roskilde σε περιεχόμενο και σε διάρκεια, η διαφορά όμως βρισκόταν φυσικά στην πολύ μεγάλη αμεσότητα που υπήρχε (οι μουσικοί βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο και σε απόσταση μισού μόλις μέτρου απ' όλους εμάς). Με τον ίδιο βαρύ, σκληρό ήχο τους και τους ηχητικούς πειραματισμούς τους, οι Melvins απλά ενίσχυσαν τις εντυπώσεις που είχαν δώσει και στο φεστιβάλ.
Με ελάχιστη καθυστέρηση και λιγότερη προετοιμασία ανέβηκαν στην σκηνή οι Tomahawk περνώντας ανάμεσά μας (ουσιαστικά δεν υπήρχαν παρασκήνια) και ξεκίνησαν, με τον Mike Patton να δείχνει από την αρχή ότι βρισκόταν σε μεγάλα κέφια και τους υπόλοιπους να τον ακολουθούν κατά πόδας. Επακολούθησε ένα πραγματικά "κολασμένο" live, αισθητά μεγαλύτερο σε διάρκεια, όπου η ατμόσφαιρα έδινε περισσότερο την εντύπωση μιας μεγάλης παρέας. Έπαιξαν το μεγαλύτερο μέρος και των δύο δίσκων τους, όπου ο Patton ανάμεσα στα διάφορα μηχανήματα effects, τα διάφορα μικρόφωνα που άλλαζε και την μάσκα που φορούσε, καθώς και τα (σχεδόν) μανιακά ξεσπάσματά του που όμως αυτή τη φορά διαδραματίζονταν σε απόσταση αναπνοής από εμάς, έβρισκε τον χρόνο να αποκαλέσει τους Δανούς "ice monkeys" και "danish butter" ή να τους ειρωνεύεται "δεν ξεμπερδέψαμε ακόμη μαζί σας", καθώς ακόμη και να κερνά τεκίλα (όπως είχε υποσχεθεί στο φεστιβάλ) δίνοντάς την στόμα με στόμα σε όποια κοπέλα έβρισκε! Ένα live που πραγματικά ξεφεύγει από περιγραφές και που μόνο την ατμόσφαιρα που επικρατούσε ελπίζω ότι κατάφερα να μεταφέρω.
Αργότερα είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε και να συνομιλήσουμε με τον Patton, τον Denison και τον Stanier, όλοι πολύ φιλικοί και με μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Με τον Denison μιλήσαμε για τις μέρες των Jesus Lizard και το πως τα πράγματα δεν μπορούν να μένουν στάσιμα, ενώ και ο ίδιος αλλά και ο Patton, που φαινόταν φανερά ικανοποιημένος από το live τους, έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό για την πιθανότητα να εμφανιστούν στην Ελλάδα (εμπρός λοιπόν)! Ιδιαίτερα ο Patton μας έκανε μεγάλη εντύπωση, απλός και φιλικός χωρίς να θυμίζει σε τίποτα την σκηνική περσόνα του.
Ήταν ο καλύτερος επίλογος των ημερών που είχαν προηγηθεί.