Roskilde 2004 - #1
Το festival
Η εισβολή που δέχθηκε και φέτος για μια ακόμη φορά η αρχαία πρωτεύουσα των Δανών Vikings ήταν αντάξια των επιθέσεων που απέκρουαν οι πρόγονοι των κατοίκων της μικρής και ήσυχης (τον υπόλοιπο καιρό) αυτής πόλης, όπως αυτές αναπαριστώνται στο πολύ ενδιαφέρον τοπικό μουσείο. Διχασμένοι εδώ και περισσότερες από τρείς δεκαετίες και οι κάτοικοι ανάμεσα στο οικονομικό όφελος, την δημοσιότητα αλλά και την άμυνα στην έκρυθμη κατάσταση που συναντήσαμε στην πόλη μια ημέρα πριν το ομώνυμο festival.
Μεγάλη λοιπόν η προσμονή για το Roskilde '04, ένα από τα σημαντικότερα ανάμεσα στα πολλά ανάλογα καλοκαιρινά ευρωπαϊκά δρώμενα και ίσως το καλύτερο σε οργάνωση και ασφάλεια, πράγματα που βέβαια ήταν ήδη γνωστά από τις προηγούμενες επισκέψεις μας. Το φετινό θέμα του festival ήταν "Make Peace Not Walls" για το τείχος που κατασκευάζεται στην Παλαιστίνη από τους Ισραηλινούς και απομονώνει ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού, που αποτελούσαν και τον στόχο της φιλανθρωπικής δωρεάς από τα κέρδη του festival για φέτος. Στο κέντρο του φεστιβαλικού χώρου στεκόταν ο ψηλός και ογκώδης τσιμεντένιος τοίχος επάνω στον οποίο καθένας έγραφε το όνομά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και συμπαράστασης.
Πολλά, σημαντικά και επίκαιρα πάλι τα ονόματα του line-up που ανακοινώθηκε, μοιρασμένα σε τέσσερις ημέρες και έξι σκηνές (Orange - το έμβλημα του festival, Arena, Odeon, Pavilion, Metropol και Ballroom) προεξοφλούσαν την επιτυχία του festival, τα 75,000 εισιτήρια του οποίου όμως εξαντλήθηκαν μόλις την προηγούμενη μέρα, ίσως γιατί από νωρίς φάνηκε ότι είχε δοθεί μεγαλύτερο βάρος από προηγούμενες χρονιές στο hip-hop και την electronica. Η ακύρωση της εμφάνισης του David Bowie για λόγους υγείας δύο μέρες νωρίτερα και η αντικατάστασή του την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή από τους Slipknot προκάλεσε επίσης ανάμικτα συναισθήματα, ο μεγάλος φετινός πρωταγωνιστής όμως έμελλε να είναι ο καιρός που από αρκετές ημέρες έδειχνε το χειρότερο πρόσωπό του, δημιουργώντας άθλιες συνθήκες για τους χιλιάδες κατασκηνωτές που κατέκλυσαν το camping του festival από την Κυριακή.
Όλα αυτά άρχισαν να παραμερίζονται νωρίς το απόγευμα της Πέμπτης όταν φορέσαμε την κορδέλα-ταυτότητα και ξεχάστηκαν εντελώς όταν ολοκληρώθηκε η αντίστροφη μέτρηση (που έτρεχε όλο τον χρόνο στο επίσημο site του festival), οι πύλες άνοιξαν και βρεθήκαμε -κυριολεκτικά- στις αγκάλες των πολύχρωμα μασκαρεμένων ομάδων υποδοχής που οργανώνει κάθε φορά η τοπική θεατρική ομάδα. Αμέσως μετά βέβαια φανερώθηκε το σκηνικό που επρόκειτο να κυριαρχήσει για τις επόμενες τέσσερις ημέρες και που δημιούργησε τις δυσκολότερες ίσως συνθήκες στην ιστορία του festival, σύμφωνα με τους διοργανωτές: ο απέραντος λασπόλακκος (με υπολογίσιμο βάθος) στον οποίο είχαν μετατραπεί τα 300 στρέμματα του festival, στον οποίο οι περίπου 100,000 επισκέπτες ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται ή να διασχίζουν διαρκώς, συνήθως υπό βροχή, μερικές φορές καταρρακτώδη.
Η επικής κλίμακας επιμονή, υπομονή και αντοχή του κοινού στις ακραίες αυτές συνθήκες (γνωστές άλλωστε στους πλην ελαχίστων και θλιβερών εξαιρέσεων βορειοευρωπαίους επισκέπτες) αποτέλεσαν το ανεπίσημο φετινό θέμα του festival και ουσιαστικά το διέσωσαν. Όλοι μας άλλωστε βρεθήκαμε εκεί για ένα και μοναδικό λόγο, την μουσική, η οποία υπήρχε σε εξαιρετικά γενναιόδωρες ποσότητες και έκανε να ξεχαστούν όλα τα υπόλοιπα, όπως θα φανεί και παρακάτω, στα highlights των σημαντικότερων από τα live που μπορέσαμε -λόγω χρόνου ή συνθηκών- να παρακολουθήσουμε.
Η μουσική
Οι Blonde Redhead άνοιξαν ουσιαστικά το festival στην κατάμεστη Odeon και, παρότι φάνηκε ότι είχαν πολλούς fans, είναι αλήθεια ότι εκείνη την ώρα χρειαζόταν κάτι περισσότερο τονωτικό. Η στυλιζαρισμένη cool παρουσία της Kazu συγκέντρωνε μοιραία την προσοχή όλων καθώς οι δίδυμοι Pace (ο Simone στα drums με γένια για να ξεχωρίζει από τον Amedeo στην κιθάρα) παρέμειναν αρκετά χαμηλότονοι και απορροφημένοι κυρίως στην μουσική τους. Επικεντρώθηκαν κυρίως στην τελευταία δουλειά τους, περισσότερο ατμοσφαιρική και κατώτερη από τις προηγούμενες, προκαλώντας ενθουσιασμό μόνο στους fans αλλά μη καταφέρνοντας να παρασύρουν τους λιγότερο "μυημένους" στο ιδιοσυγκρασιακό art-punk τους, παρά μόνο με τις λιγοστές επισκέψεις στις παλαιότερες δουλειές (περισσότερο την προηγούμενη) όπου και φιλοδώρησαν το κοινό με αρκετό κιθαριστικό θόρυβο, ενώ και η Kazu αφέθηκε λίγο παραπάνω. Άρεσαν, άφησαν όμως κι ένα μικρό αίσθημα ανικανοποίητου.
Οι Βοστωνέζοι Dropkick Murphys έκαναν ακριβώς το αντίθετο, κρατώντας σε διαρκή κίνηση την Arena με το ορμητικό punk τους, έντονα χρωματισμένο με κέλτικο χρώμα όπου οι κιθάρες συνδυάστηκαν μοναδικά με τις ιρλανδικές γκάιντες. Δυνατοί και ενθουσιώδεις, περισσότερο από τους δίσκους, δημιούργησαν μοναδική ατμόσφαιρα ιρλανδικού γλεντιού ζητώντας από τον πρόθυμο κόσμο να χορέψουν πιασμένοι από τους ώμους και εισέπραξαν τον ενθουσιασμό που δημιούργησαν.
Μαθήματα hardcore και punk ορθοδοξίας παρέδωσαν στην Odeon οι Hatebreed. "Let's get fucking crazy" ήταν το σύνθημα-προτροπή του Jamey Jasta στον κόσμο, κάνοντας με την παρέα του την σκηνή παρανάλωμα με τις απέριττες, ουσιαστικές όσο και έντονες εκρήξεις hard και metal core και αποδεικνύοντας ότι δίκαια θεωρείται από τις επιδραστικότερες μορφές στον χώρο. Οργώνοντας ασταμάτητα την σκηνή, μετέτρεψε την Odeon σε πεδίο ιδιότυπων "γυμναστικών επιδείξεων", κατευθύνοντας τον κόσμο σε διάφορους σχηματισμούς και παρατάξεις που μετακινούσε με τα παραγγέλματά του, κατά την συνήθεια του ιδιώματος. Πολύ καλή εμφάνιση, ακόμη και για τους λιγότερο φίλους.
Τα μέχρι τώρα αντιφατικά δισκογραφικά δείγματα των TV On The Radio δεν μας προετοίμασαν γι' αυτό που συναντήσαμε στο Pavilion. Η αρχική δυάδα των Tunde Adebimpe και David Sitek που επεκτάθηκε με την
προσθήκη του Kyp Malone, παρουσιάστηκε σαν πενταμελές σχήμα με την προσθήκη μπασίστα κι ενός εκπληκτικού drummer. Χωρίς ίχνος ηλεκτρονικής υποβοήθησης γύρισαν τα τραγούδια τους κυριολεκτικά ανάποδα βγάζοντας στην επιφάνεια όλο τον κιθαριστικό θόρυβο που καραδοκεί στο υπόβαθρο των δίσκων τους και ανέδειξαν την ένταση που υπάρχει εκεί, επισκιασμένη από τα ατμοσφαιρικά. Ξεκινώντας με το 'Young Liars' σε πολύ έντονη εκτέλεση -όπως και το 'Staring At The Sun'- έπαιξαν σχεδόν όλα τα τραγούδια τους με τρόπο ώστε τα αναγνωρίσαμε μόνο από τους στίχους. Ο βρώμικος ήχος που κατάφερνε να συνδυάσει το "παχύ" post-rock κιθαριστικό χαλί του Sitek με το garage και την έξοχη soul ερμηνεία του Tunde που φάνηκε χαρισματικός και σαν performer ηλέκτρισε κυριολεκτικά το Pavilion. Ήταν οπωσδήποτε το καλύτερο live της πρώτης ημέρας κι ένα από τα αξιολογότερα του festival. Συμπτωματικά, είχαμε την τύχη να τους δούμε για δεύτερη φορά μετά από ελάχιστες μέρες σε διαφορετικό, κλειστό αυτή τη φορά χώρο και οι εντυπώσεις μας ενισχύθηκαν.
Οι Korn ήταν headliners της πρώτης ημέρας στην Orange και η προσέλευση ήταν μεγάλη καθώς εμφανίζονταν στο Roskilde για πρώτη φορά. Πολλή ενέργεια και κινητικότητα από τον Jonathan Davies με όλα τα προβλεπόμενα -και προβλέψιμα- κλισέ (η quilt φούστα, η γκάιντα, το μικρόφωνο-τοτέμ), έδωσαν παρόλα αυτά στον κόσμο αυτό που ζητούσε παίζοντας και αρκετά παλιά τραγούδια και διασκευάζοντας το 'One' των Metallica αλλά και το 'Another Brick In The Wall'(!). Απέδειξαν ότι τους ανήκει η πρωτοκαθεδρία σ' ότι απέμεινε απ' το nu-metal, θέση για την οποία μάλλον δεν απέμεινε διεκδικητής άλλωστε. Ενθουσίασαν τον κόσμο, τον οποίο ευχαρίστησαν στο τέλος προσκυνώντας, ενώ δεν παρέλειψαν να προσθέσουν τα ονόματά τους στον Τοίχο.
Το πολύχρωμο party της δυάδας των Audio Bullys στην αναμορφωμένη Metropol, με τους εντυπωσιακούς φωτισμούς και τις προβολές σε τρείς οθόνες, τα beats και το κεφάτο συνοθύλευμα ήχων ήταν η αφορμή για χορό από πολλούς, απηχώντας για εμάς αυτό που ξέραμε ότι συνέβαινε στην Ελλάδα εκείνη την ώρα με την πρόκριση της Εθνικής στον τελικό.
Το gothic metal των Ολλανδών Within Temptation, αρκετά δημοφιλών στην κεντρική Ευρώπη, δεν μας προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση το μεσημέρι της δεύτερης μέρας παρότι είναι μάλλον καλύτεροι από άλλους ομοϊδεάτες (Lacuna Coil, Gathering, κλπ) και θα συναντούσαν πρόθυμο κοινό στην Ελλάδα, σταθήκαμε όμως στην εντυπωσιακή φωνή -και παρουσία- της τραγουδίστριας Sharon Den Adel αλλά και στο πολύ φιλόδοξο και επιβλητικό σκηνικό-show που έστησαν στην Arena με κίονες, αγάλματα, προβολές, πίδακες φωτιάς και άλλα διάφορα.
Ο Graham Coxon με το συγκρότημά του στην Odeon επιβεβαίωσε τις προσδοκίες μας (που ήταν αρκετά χαμηλές), καθώς φάνηκε να θεωρεί αυτονόητη την αποδοχή του από το κοινό λόγω της προϊστορίας του στους Blur. Έπαιξαν δεμένα και οπωσδήποτε πιο δυνατά από τους προαναφερόμενους, παρέμειναν όμως στα χαμηλά επίπεδα της τελευταίας δουλειάς τους, στην οποία στηρίχτηκαν στο μεγαλύτερο μέρος.