Roskilde 2005 # 1
Η ατμόσφαιρα
Ο "Σκανδιναβικός Θεσμός" όπως αποκαλείται το Roskilde Festival στην βόρεια Ευρώπη ελάχιστες μόνο συστάσεις χρειάζεται βέβαια καθώς η φήμη του έχει απλωθεί μέχρι τα μέρη μας, σταθερός πόλος έλξης για εκατό περίπου χιλιάδες επισκέπτες που συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στην μικρή αυτή πόλη της Δανίας για να συναντήσουν, στις τέσσερις ημέρες που διαρκεί (οκτώ συνολικά με τα προ-φεστιβαλικά δρώμενα) και τις έξι σκηνές του (όπου δεσπόζει βέβαια η κεντρική Orange, έμβλημα του festival) τους σημαντικότερους και πλέον επίκαιρους εκπροσώπους απ' όλες τις σκηνές και τα ιδιώματα.
Οι ζοφερές όμως αναμνήσεις από τα περυσινά λασπόλουτρα κληροδότησαν στο Roskilde '05 υπολογίσιμο βάρος καθώς κι ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί, κάτι που φάνηκε αρχικά με το εντυπωσιακό φετινό roster και τα ονόματα-κράχτες που έκλεισαν από νωρίς, επίσης όμως αργότερα με τις επανειλημμένες ανακοινώσεις των αισιόδοξων μετεωρολογικών προβλέψεων για τις ημέρες του festival που προσπαθούσαν να τονώσουν τις -κατώτερες από το αναμενόμενο- πωλήσεις εισιτηρίων, οι οποίες παρέμειναν τελικά λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα των προηγούμενων χρόνων μετά και την πανωλεθρία του Glastonbury ελάχιστες ημέρες νωρίτερα.
Όλα αυτά είχαν ήδη ξεχαστεί βέβαια το ηλιόλουστο μεσημέρι της Πέμπτης μερικές ώρες πριν την επίσημη έναρξη (η ανεπίσημη είχε προηγηθεί την Κυριακή), καθώς όλοι οι δρόμοι της περιοχής ήταν συνωστισμένοι από τροχοφόρα και πεζούς που συνέρρεαν στο festival. Πολύχρωμη ατμόσφαιρα, ενισχυμένη από την απροσδόκητη για τα μέρη αυτά καλοκαιρία, με το θερμόμετρο ν' ανεβαίνει συνεχώς καθώς πλησίαζε η ώρα που 90.000 περίπου ανυπόμονοι φεστιβαλιστές, με την πορτοκαλί-μαύρη κορδέλα στο χέρι, θα ξεχύνονταν γι' άλλη μια φορά στις ενθουσιώδεις αγκαλιές των πολύχρωμων "αγημάτων" υποδοχής που είχαν παραταχθεί σε κάθε είσοδο και η μεγάλη γιορτή θα ξεκινούσε και πάλι, αυτή την φορά με τις καλύτερες προϋποθέσεις, καθώς οι κρύες μπύρες και τα λοιπά δροσερά παρασκευάσματα ήταν πλέον το μοναδικό συμπλήρωμα που θα χρειαζόμασταν τις επόμενες ημέρες.
Το festival
Την αυλαία ανέλαβαν να σηκώσουν οι τέσσερις βρετανοί των Athlete στην Odeon με την ευδιάθετη και μελωδική pop τους που άφησε όμως ουδέτερες γεύσεις, με μοναδικό μάλλον αξιόλογο σημείο το κρεσέντο του οπωσδήποτε θεαματικού theremin. Χλιαρό ξεκίνημα, αίσθηση που αντιστράφηκε βέβαια πολύ γρήγορα καθώς φρόντισαν γι' αυτό οι Flogging Molly. Οι επτά αμερικανο-ιρλανδοί παρέσυραν από την αρχή τους περισσότερους από δέκα χιλιάδες τυχερούς στην Arena με ισόποσες δόσεις κελτικού punk και παραδοσιακής ιρλανδικής μουσικής, τις ηλεκτρικές κιθάρες να παιανίζουν σε πλήρη ένταση δίπλα στο ακορντεόν, το μπάντζο, το βιολί και τις Guinness (φυσικά), ενώ ο αεικίνητος παρά την ηλικία του Dave King όργωνε την σκηνή βρίσκοντας διαρκώς ευκαιρίες να λοιδωρήσει τους αμερικανούς ("νομίζουν ότι πρέπει να φορέσουν κράνος για να παίξουν ποδόσφαιρο") ή τον Bush και να πυροδοτεί το ιρλανδικό γλέντι με τραγούδια όπως τα 'Drunken Lullabies', 'Rebels Of The Sacred Heart' αλλά και αρκετά νεότερα.
Το supergroup των Velvet Revolver άνοιξε ουσιαστικά τον χορό των μεγάλων ονομάτων στην Orange, με προεξάρχουσα μορφή τον Scott Weiland και τους Slash και Duff McKagan από κοντά να δίνουν αυτό ακριβώς που υποσχόταν το τεράστιο backdrop. Rock 'n' Fuckin' Roll λοιπόν απ' το "τσίρκο" των VR (συμπληρωμένο με τους Matt Sorum στα τύμπανα και Dave Kushner στην δεύτερη κιθάρα) που, εκτός από τα γνωστά πλέον τραγούδια ('Sucker Train Blues', 'Fall To Pieces', κλπ) τίμησαν και το παρελθόν τους με τραγούδια των Guns 'N' Roses ('It's So Easy', 'Mr Brownstone') αλλά και των Stone Temple Pilots ('Sex Type Thing'). Χαρακτηριστική ήταν η στιγμή που ο Weiland βρέθηκε στην πλάτη ενός roadie καταμεσής στο κοινό αλλά και το encore όπου κάποιο blues που ξεκίνησε ο Slash στην διπλή του κιθάρα μεταλλάχθηκε τελικά στο 'Wish You Were Here' που τραγούδησε ολόκληρη η λαοθάλασσα.
Πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα στην Arena, ασφυκτική και σχεδόν θρησκευτική, για τους Sonic Youth που ξεκίνησαν μοιράζοντας γενναιόδωρα λευκό θόρυβο πριν η Kim σαγηνεύσει τους περίπου 15.000 παρευρισκόμενους με το 'I Love You Golden Blue'. Ανάλογη κι η συνέχεια, βασισμένη κυρίως στις δύο τελευταίες δουλειές τους ('Empty Page', 'Stones', 'Unmade Bed', 'Pattern Recognition') σε επιμηκυμένες, υπνωτικές συνήθως εκτελέσεις και τον Thurston σε περίεργη διάθεση να παράγει θόρυβο ή να ασελγεί ερωτικά στην εκάστοτε κιθάρα του την ώρα που ο Jim O'Rourke έχωνε κουζινομάχαιρα στις χορδές της δικιάς του, οι Sonic Youth σε πλήρη ανάπτυξη δηλαδή και χρειάστηκε να φτάσει σχεδόν το τέλος για να θυμηθούν και τα παλαιότερα με τον Ranaldo στο 'Cinderella's Big Score', προτού βέβαια πάρει η Kim τα ηνία για το θριαμβευτικό φινάλε του 'Teen Age Riot'.
Λίγο αργότερα, οι Le Tigre στην Odeon επιδόθηκαν ουσιαστικά σε ασκήσεις αεροβικής με πρωτοστάτη την Kathleen Hanna υπό την συνοδεία των προκατασκευασμένων ρυθμών τους δημιουργώντας αρκετό κέφι, αποτυγχάνοντας όμως να μας παρασύρουν μετά απ' ότι είχε προηγηθεί. Παρακάμπτοντας την σκανδιναβική pop των headliners Kent που είχαν την αναμενόμενη ογκώδη προσέλευση, την πρώτη βραδιά ανέλαβαν να κλείσουν οι αμερικανοί Mastodon, από τα καλύτερα σχετικά νέα ονόματα του σύγχρονου metal που, χωρίς ν' ανήκουμε στην ευγενή τάξη των μεταλλουργών, κατάφεραν να μας κερδίσουν με την ενέργεια και τον σφικτό τους ήχο αλλά και την ασυνήθιστη σοβαρότητά τους. Έκλεισαν το απλό αλλά ουσιαστικό live τους διασκευάζοντας Melvins αλλά και Thin Lizzy ('Emerald'), eπιβεβαιώνοντας ότι δίκαια θεωρούνται από τις μεγάλες ελπίδες του μεταλλικού ήχου.