Roskilde Festival '06 [one]
Η προθέρμανση
Πλησιάζει πέντε το απόγευμα της Πέμπτης, κι οι δεκάδες χιλιάδες που συνωστίζονται γύρω από τις πύλες μετρούν ανυπόμονα τα τελευταία δευτερόλεπτα της αντίστροφης μέτρησης που έτρεχε όλο τον χρόνο, συνεπείς γι' άλλη μια φορά στο μεγάλο καλοκαιρινό ραντεβού της βόρειας Ευρώπης. Όλα είναι έτοιμα για την μεγάλη γιορτή που πρόκειται να ξεκινήσει, καθώς έχουν ολοκληρωθεί μόλις πριν λίγο οι πυρετώδεις ετοιμασίες που είχαμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά νωρίτερα κι η προσμονή είναι μεγάλη φυσικά, με αδιάψευστο μάρτυρα την εξάντληση των 80,000 περίπου εισιτηρίων είκοσι ημέρες νωρίτερα. Ο μαγνήτης είναι φυσικά το εντυπωσιακό και πάλι line-up των σχεδόν 170 ονομάτων που για τέσσερις ημέρες θα παρελάσουν από τις έξι σκηνές (Orange, Arena, Odeon, Ballroom, Metropol, Pavillion) του festival που έκανε γνωστό σ' όλη την Ευρώπη το Roskilde, την μικρή αλλά γραφική αυτή πόλη της Δανίας που υποδέχεται πρόθυμα κάθε χρόνο τα χαρούμενα κύματα των πολιορκητών της.
Οι περισσότεροι βέβαια βρίσκονται εδώ από την Κυριακή, προσωρινοί πολίτες για οκτώ συνολικά ημέρες της μοναδικής κι εύθυμης αυτής κοινότητας που συγκεντρώνεται κάθε χρόνο στο απέραντο αλλά άψογα οργανωμένο camping, έχοντας ήδη γευτεί την προ-φεστιβαλική εμπειρία που συνήθως ξενίζει όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την φιλελεύθερη φιλικότητα των σκανδιναβών. Νατουραλισμός με προβλέψεις όμως για την επαναφόρτιση των κινητών τηλεφώνων (όπως παρατήρησε εύστοχα κάποιος δημοσιογράφος), απεριόριστη κατανάλωση μπύρας, θαυμάσιος -ευτυχώς- καιρός, ευφάνταστα happenings, η Pavillion Junior Stage με πολλά ενδιαφέροντα τοπικά group, έχουν όλα προετοιμάσει την ατμόσφαιρα για το κυρίως festival που ξεκινά ακριβώς στην ώρα του για 36η φορά.
Τα highlights
Οι Editors σήκωσαν την αυλαία το απόγευμα της Πέμπτης στην Odeon, αποδίδοντας τα τραγούδια της περισυνής δουλειάς τους δυναμικά και με ενθουσιασμό που γρήγορα μεταδόθηκε και κάτω από την σκηνή, ακόμη και στις πιο ατμοσφαιρικές στιγμές, για ν' αποκορυφωθεί φυσικά στα 'Munich', 'All Sparks', 'Blood'. Απέφυγαν (σχεδόν) τον κομπασμό που μαστίζει τους "εκλεκτότερους" του βρετανικού hype, όχι όμως και την -προφανή- σύγκριση με το πρότυπό τους, τους Joy Division δηλαδή, σύγκριση που ήταν εντονώτερη ζωντανά, ακόμη και στις κινήσεις του συμπαθέστατου frontman Tom Smith.
Το ίδιο βράδυ οι Clap Your Hands Say Yeah δημιούργησαν αδιαχώρητο στην Odeon, συνδυάζοντας την δύναμη με την απλότητα και την uptempo ειλικρίνεια και κατορθώνοντας έτσι να περάσουν την ιδιοσυγκρασιακή art-pop τους ακόμη και στους -λίγους- δύσπιστους. Ζωντανά φάνηκε να ευσταθεί λιγότερο η σύγκριση με τους Talking Heads παρά το διαπεραστικό (και μερικές φορές ενοχλητικό) φαλσέτο του frontman, καθώς αναδείχτηκαν περισσότερο οι folk αποχρώσεις τους, ενώ προς το τέλος εκτράπηκαν σε πιο θορυβώδες garage αλλά κι ένα ενδιαφέρον τζαμάρισμα πειραγμένης disco για να κλείσουν το encore διασκευάζοντας το 'Helpless' του Neil Young.
Στην κεντρική Orange αυτή την φορά ο Morrissey, παρουσιάστηκε αισθητά βελτιωμένος απότι πριν δύο χρόνια. Λιγότερη ηδυπάθεια (και αλλαγές πουκάμισων), περισσότερη μουσική από την τελευταία κυρίως δουλειά του αλλά κι η τιμητική θέση στους Smiths (ξεκίνησε το set με το 'Panic') ήταν αυτά που χαρακτήρισαν την καλύτερη απ' τα αναμενόμενα εμφάνισή του. Αντίθετα, οι "ladies and gentlemen of Placebo" (όπως συστήθηκαν) στην Arena έμειναν στα προβλεπόμενα, διεκπεραιώνοντας με επαγγελματική ακρίβεια το set που περιελάμβανε όλες τις γνωστές επιτυχίες κι απ' το οποίο ξεχωρίσαμε μόνο την διασκευή στο 'Running Up That Hill' της Kate Bush. Χωρίς το βάρος του "rock σωτήρα" πλέον, οι Strokes εμφανίστηκαν συγκεντρωμένοι και δυνατοί όπως επισκέφτηκαν ολόκληρο το ρεπερτόριό τους για ν' αποδείξουν ζωντανά όπως και στην τελευταία δουλειά πως, πίσω απ' όλο το hype, υπήρχε ένα εξαιρετικό (παρότι κοινότοπο) r'n'r group με την ικανότητα να γράφει εθιστικά τραγούδια που τραγουδούσε ολόκληρη η Orange.
Επιβλητική η εμφάνιση των Sigur Ros που, με τον εντυπωσιακό φωτισμό και τις προβολές να συμπληρώνουν και να ενισχύουν τις ατμόσφαιρες και τα κρεσέντα τους και πλαισιωμένοι από πολυάριθμη ομάδα εγχόρδων και πνευστών, παρέσυραν μαγικά το κοινό που ξεχείλισε την Arena αργά το βράδυ της Πέμπτης, σε αντίθεση με την παλαιότερη "υπνήλια" εμφάνισή τους στον ίδιο χώρο.
Πολυσυζητημένοι πρόσφατα οι αυστραλοί Wolfmother, άφησαν καλές εντυπώσεις στην Odeon το μεσημέρι της Κυριακής, κυρίως όμως με την ορμή και την ενέργειά τους και λιγότερο με το αναχρονιστικό οπωσδήποτε μίγμα Zeppelin και Sabbath που παρουσίασαν, καθώς φάνηκαν να χρειάζονται ακόμη χρόνο για να το κάνουν δικό τους. Αργότερα στην ίδια σκηνή, οι Raconteurs παρουσιάστηκαν αντίθετα πολύ περισσότερο δυναμικοί και ομοιογενείς από την πρόσφατη κυκλοφορία τους, με τον Jack White ιδιαίτερα κεφάτο κι
ευχαριστημένο που μοιραζόταν την σκηνή (συχνά και το ίδιο μικρόφωνο) με τον Brendan Benson, να δίνει την εντύπωση πως απαλλάχτηκε από κάποιο βάρος. Εξάντλησαν φυσικά το κοινό τους ρεπερτόριο που, με την εμπειρία όλων τους ακούστηκε πολύ καλύτερα ζωντανά και το οποίο εμπλούτισαν με μερικές απρόσμενες διασκευές, ανάμεσά τους και το 'Bang Bang (My Baby Shot Me Down)' των Sonny & Cher που έκανε αίσθηση με τον τρόπο που ο Jack το οικειοποιήθηκε.
Οι Deftones έχουν ίσως αφήσει πίσω την καλύτερη εποχή τους, έδειξαν όμως το αντίθετο το απόγευμα του Σαββάτου στην Orange, εναλλάσσοντας έμπειρα τον σκληρό ήχο με πιο ατμοσφαιρικές στιγμές σε μια συνοπτική ανακεφαλαίωση της δισκογραφίας τους (όπου χώρεσε και μια διασκευή Cure) και ανανεώνοντας οπωσδήποτε την εμπιστοσύνη των πολυάριθμων fans.
Γοητευτικοί με την απλότητα και την κομψή μελαγχολία τους οι γερμανοί Ms. John Soda στην Pavillion, περιόρισαν αρκετά τα synths και, με πιο καθαρόαιμο παρότι χαμηλότονο rock σχηματισμό που ταίριαζε εξαιρετικά στην 80's dream-pop τους αποτέλεσαν το ιδανικό αντίδοτο τα μεσάνυχτα του Σαββάτου στην ένταση των Tool που είχε προηγηθεί. Οι Silver Jews αντίθετα, είχαν οπωσδήποτε καλές στιγμές το ίδιο απόγευμα στην Odeon, τελικά όμως το χαλαρό παρότι σφιχτοδεμένο lo-fi country-rock τους κέρδισε μόνο την συμπάθεια των παρευρισκόμενων. Ευχάριστη ανακάλυψη οι νορβηγοί My Midnight Creeps που αποτελούνται από μέλη των γνωστότερων συμπατριωτών Madrugada και Ricochets, συνδύασαν με ομοιογένεια και ένταση την Cave-ική δραματική των πρώτων και την garage-pop των δεύτερων με αρκετή '70's ψυχεδέλεια και κέρδισαν αβίαστα τις εντυπώσεις μας.
Οι απογοητεύσεις
Headliners της πρώτης βραδιάς οι Guns N' Roses, άφησαν με απαράδεκτο τρόπο την γεμάτη Orange να τους περιμένει μία σχεδόν ώρα κι όταν εμφανίστηκαν, ο Axl Rose παρουσιάστηκε καρικατούρα του εαυτού του καθώς υπήρξαν πολλές στιγμές που αποσυρόταν αδυνατώντας να τραγουδήσει, αφήνοντας το υπόλοιπο group να καλύψει τα κενά όπως μπορούσε. Τελικά βέβαια όσοι τους παρακολούθησαν πήραν αυτό ακριβώς που περίμεναν, οι ενθουσιαστικοί fans δηλαδή όλη την σειρά των hits κι οι υπόλοιποι τίποτε απολύτως.
Η προσμονή γρήγορα μετατράπηκε σε απορία και στη συνέχεια ανία όταν ο Bob Dylan εμφανίστηκε στην Orange επικεφαλής της δεύτερης ημέρας. Βαρύς κι απόμακρος (απαγόρεψε να τον πλησιάσουν ακόμη κι οι κάμερες που τροφοδοτούν τις γιγαντοοθόνες), σχεδόν αμετακίνητος από το πιάνο του και χωρίς να κοιτάξει έστω τον κόσμο, ισοπέδωσε με ομοιόμορφο και χαλαρό country-blues και τα κατάλοιπα της φωνής του τραγούδια κλασικά και μη, αδικώντας οπωσδήποτε τα 'Like A Rolling Stone', 'All Alone The Watchtower' ή 'The Times They Are A-Changing'. Υπήρξαν βέβαια αρκετοί που αρκέστηκαν στο δέος απέναντι στην ζωντανή ιστορία που είχαν μπροστά τους κι ίσως είναι υπερβολικές οι απαιτήσεις μας από τον υπερ-εξηντάχρονο Dylan, νομίζουμε όμως ότι όπως δεν χρειάζεται ν' αποδείξει πλέον τίποτε, άλλο τόσο περιττές είναι εμφανίσεις όπως αυτή για την υστεροφημία του.
Μετριότατοι οι Arctic Monkeys στην κατάμεστη Arena μας άφησαν πολύ γρήγορα την αίσθηση της ματαιότητας, καθώς παρακολουθήσαμε ένα ακόμη προϊόν του ΝΜΕ ν' αγωνίζεται (χωρίς να το κατορθώνει) να δικαιολογήσει ζωντανά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε για λογαριασμό του.
Οι εκπλήξεις
Πολύ βελτιωμένοι από την προ δυετίας εμφάνισή τους οι Franz Ferdinand έδειξαν να ξεπερνούν τα συμπτώματα της αρχής τους, ωριμότεροι και στηριγμένοι περισσότερο στον δυναμικό garage ήχο αντί την μεγαλόσχημη στάση, δικαιολόγησαν απόλυτα τον προβιβασμό τους στην κεντρική σκηνή το απόγευμα της Κυριακής, ανταμείβοντας όσους τους προτίμησαν απ' τους Kaiser Chiefs που ξεκινούσαν λίγο αργότερα στην Arena.
Η σκανδιναβική τριάδα των The Thing, δημιούργημα του σαξοφωνίστα Mats Gustafsson (γνωστού από την συνεργασία με τους Sonic Youth) πλαισιωμένου εδώ από ακουστικό μπάσο και υπερκινητικά drums, επιδόθηκε στην Pavillion σε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οργανικές διαδρομές με έντονη jazz απόχρωση και αυτοσχεδιαστική διάθεση, προωθημένες όμως από γνήσια garage ενέργεια. Κοντά στον ήχο των Morphine, παρουσίασαν μεταξύ άλλων και μια ευφάνταστη διασκευή του 'Iron Man'.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον το δίδυμο (κιθάρα - drums) των Two Gallants απ' το San Francisco με το ιδιοσυγκρασιακό blues και country-folk ηλεκτρικό υβρίδιό τους, κέρδισαν την Pavillion με την τραχειά αλλά ευαίσθητη φωνή του frontman Adam Stephens, τον ορμητικό αλλά ακριβή Tyson Vogel απλωμένο κυριολεκτικά επάνω στο drum kit του και βέβαια τον ωμό και ακατέργαστο ήχο τους που μεταπηδούσε ευέλικτα απ' τις θορυβώδεις murder ballads στα αιχμηρά jam, παρουσία πληθωρική που έκανε πολύ γρήγορα να ξεχαστεί πως στην σκηνή βρίσκονταν δύο μόνο άτομα.
Γοήτευσε το μεσημέρι της Παρασκευής η ιδιαίτερη μορφή του Babar Luck. Βρετανός με πακιστανική καταγωγή κι εμφάνιση ιμάμη που πολύ γρήγορα αναίρεσε με τις αθλητικές του κινήσεις, το καυστικό χιούμορ και τις πνευματώδεις πολιτικές ατάκες, επιδόθηκε με την ακουστική κιθάρα του σ' ένα ιδιαίτερο μίγμα hip-hop, reggae, folk αλλά και punk με την διακριτική συνοδεία δύο κυριών στα φωνητικά και τα κρουστά και, πολύ σύντομα, κέρδισε την ενθουσιώδη συμμετοχή σύσσωμης της Ballroom (οι περισσότεροι βρέθηκαν εκεί από περιέργεια) που κράτησε αμείωτη μέχρι το τέλος.
Για τη συνέχεια κάντε κλικ εδώ