ROSKILDE FESTIVAL '07 (#1)
Τα στοιχεία της φύσης (θέλησαν να γίνουν) πρωταγωνιστές
"Στην Ινδία, όταν βρέχει πιστεύουν ότι οι θεοί ευλόγησαν τη γη. Αν είναι έτσι, τότε οι θεοί της βόρειας Ευρώπης έχουν μάλλον παράξενη αίσθηση του χιούμορ." Με τα λόγια αυτά προσπάθησε ο Pete Townshend το βράδυ του Σαββάτου (τρίτη ημέρα του festival) να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για τις καιρικές συνθήκες μέχρι εκείνο το απόγευμα. Νωρίτερα, ο Wayne Coyne είχε υποδεχθεί την πρώτη εδώ και μέρες εμφάνιση του ήλιου δηλώνοντας απ' την -κεντρική- σκηνή της Orange: "όταν παίζουν οι Flaming Lips ποτέ δεν βρέχει".
Ήταν η χρονιά που το Roskilde Festival, ανάμεσα στα δύο-τρία μεγαλύτερα ευρωπαϊκά και -μάλλον- το καλύτερο, θα δικαίωνε την παρομοίωση του "σύγχρονου Woodstock" που χρησιμοποιεί συχνά ο ευρωπαϊκός τύπος για να περιγράψει την εναλλακτική κοινότητα που ζωντανεύει για οκτώ ημέρες κάθε χρόνο στις παρυφές του Roskilde, της ιστορικής πρωτεύουσας των Vikings της Δανίας. Όπως και τότε, οι 110,000 περίπου επισκέπτες, στην πλειοψηφία κατασκηνωτές στην έκταση των περίπου 1,500 στρεμμάτων που μετατρέπεται σε αχανές αλλά άψογα οργανωμένο camping, θα καλούνταν να στήσουν τη δική τους γιορτή μουσικής και ελευθεριότητας, αψηφώντας τις καταρρακτώδεις βροχές και τη λάσπη που, στις καλύτερες περιπτώσεις, είχε βάθος μερικών εκατοστών.
Οι συνεχόμενες βροχές των προηγούμενων εβδομάδων είχαν ήδη φέρει σε κατάσταση κορεσμού τα καταπράσινα λιβάδια όπου φιλοξενείται κάθε καλοκαίρι ο μεγάλος αυτός σκανδιναβικός θεσμός, προνοώντας για την υποδοχή των δεκάδων χιλιάδων ανυπόμονων campers που, καταφτάνοντας το πρωί της Κυριακής για την 4ήμερη "προθέρμανση" που προηγείται του festival, αντίκρισαν τον απέραντο λασπότοπο όπου θα περνούσαν τις επόμενες 8 ημέρες. Οι συνθήκες ήταν γνώριμες βέβαια για την αποστολή του MiC καθώς τις είχαμε συναντήσει και το '04, επιδεινώθηκαν ραγδαία όμως από την καταιγίδα της Τετάρτης που κράτησε 30 (!) ώρες κι έπνιξε κυριολεκτικά τον χώρο του festival και, χειρότερα ακόμη, το camping, δημιουργώντας αβίωτες συνθήκες για τις 70,000 περίπου κατασκηνωτών και απειλώντας άμεσα τη συνέχιση του festival.
Πολύ μακριά από την ινδική ευλογία του Pete λοιπόν, η κατάσταση έμοιαζε περισσότερο με ενορχηστρωμένη διαστροφή των στοιχείων της φύσης που προσελκύστηκαν όπως φαίνεται απ' το (κατά γενική ομολογία του ευρωπαϊκού τύπου) κορυφαίο line-up των φετινών καλοκαιρινών festivals και συνέρευσαν στη γραφική αυτή πόλη της Δανίας για να στήσουν το δικό τους party. Οι ακραία εχθρικές αυτές συνθήκες έδειξαν την Πέμπτη (πρώτη ημέρα) να επικρατούν κατά κράτος, σπρώχνοντας πολλούς campers να συνωστισθούν απελπισμένα στο σταθμό για το τραίνο της επιστροφής ανάμεσα σε φήμες για τη διακοπή του festival.
Οι περισσότεροι όμως (ανάμεσά τους και μερικοί γενναίοι συμπατριώτες) επέλεξαν να παραμείνουν και, ενισχυμένοι οπωσδήποτε από την πρωτοφανή αυταπάρνηση των χιλιάδων εθελοντών αλλά και τα έκτακτα αλλά μεγάλης κλίμακας αποστραγγιστικά μέτρα της διοργάνωσης, γέμισαν ασφυκτικά τις έξι σκηνές του festival για να απονείμουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο εκεί όπου δικαιωματικά ανήκε, στη μουσική δηλαδή. Ίσως ήταν αυτή η δύναμη που ανάγκασε τελικά τα καιρικά φαινόμενα να υποχωρήσουν αργά το βράδυ της Πέμπτης, αφήνοντας πίσω τους απερίγραπτο βούρκο μέσα στον οποίο κόσμος και festival ανασυντάχθηκαν ώστε, από τη δεύτερη μέρα ήδη, να μπαίνουν ένα προς ένα στη θέση τους όλα εκείνα που συνθέτουν μια πραγματικά μεγάλη γιορτή και, δίκαια οπωσδήποτε, το party που στήθηκε μπροστά στην Orange το βράδυ της Κυριακής με τους ήχους των Basement Jaxx και τα πυροτεχνήματα είχε τον χαρακτήρα επινίκιου πανηγυρισμού.
Η μουσική
Οι LCD Soundsystem, ο James Murphy δηλαδή κι η πενταμελής παρέα του, ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν το απόγευμα της Πέμπτης για να ξεχαστεί η απουσία στεγνών ρούχων σε απόσταση χιλιομέτρων, απαραίτητη εκτόνωση μετά την υπερβατική εμπειρία των Arcade Fire που είχαν μόλις τελειώσει (θα επανέλθουμε σ' αυτούς αργότερα). Βρεθήκαμε στην Odeon αναζητώντας κάλυμμα απ' τη βροχή και κολλήσαμε απ' την έντονη παρουσία του Murphy που, μαζί με το υπόλοιπο group, προσέθεσαν βρώμικο rock ηλεκτρισμό και μαζί νέες και πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις στα τραγούδια απ' την πρόσφατη κυρίως δουλειά, συνοψίζοντας το post-punk απ' τους Public Image μέχρι τους Talking Heads σε μια εμφάνιση που οπωσδήποτε ξεχώρισε. Το ίδιο κόλπο, το καταφύγιο δηλαδή απ' τις άθλιες εξωτερικές συνθήκες, δεν λειτούργησε όμως για τους Matmos (Astoria) αργότερα το ίδιο απόγευμα αλλά ούτε και για τους νορβηγούς 120 Days (Odeon) το επόμενο βράδυ, με την εμμονή των πρώτων στην αναζήτηση των συχνοτήτων με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια απ' τα μηχανήματά τους και την προσκόλληση των δεύτερων στην ανιαρή techno-disco. Και στις δύο περιπτώσεις, προτιμήσαμε να επιστρέψουμε το συντομότερο στην -υγρή- αγκάλη του υπαίθριου περιβάλλοντος.
Μέτριες εντυπώσεις άφησαν κι οι Beastie Boys το απόγευμα της Παρασκευής στην Orange, όταν η υποχώρηση του καιρού φαινόταν πλέον οριστική. Ξεκίνησαν δυνατά, ανατρέχοντας στις punk ρίζες τους με τους MCA (Adam Yauch) και Ad-Rock (Adam Horowitz) σε μεγάλα κέφια, γρήγορα όμως εγκατέλειψαν τις κιθάρες κι έπιασαν τα μικρόφωνα για να ραπάρουν μπροστά απ' τα πλατό του Mix Master Mike σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του live, γεγονός που μείωσε αισθητά -και γρήγορα- το δικό μας τουλάχιστον ενδιαφέρον. Τα κλασικά hits 'Sure Shot', 'Watcha Want', 'Intergalactic' κ.λπ. πυροδότησαν βέβαια το party μέσα στα λασπόνερα, διακόπτονταν όμως κάθε φορά από τις χλιαρές chill-out παρεμβολές των instrumentals απ' την πρόσφατη κυκλοφορία τους, γι' αυτό και τελικά κρατήσαμε μόνον τη γραφική αλλά πιστή "blues brother" ενσάρκωση του Ad-Rock.
Τις παλιές μας φίλες Electrelane τις συναντήσαμε στην Pavilion το μεσημέρι της Κυριακής, όταν η αισθητή πλέον βελτίωση του καιρού είχε ανεβάσει τη διάθεσή μας αλλά, όπως διαπιστώσαμε, και τη δική τους καθώς τις είδαμε να προσθέτουν στα χαμηλότονα μικρά έπη της τελευταίας κυρίως δουλειάς τους αρκετό sonic youth-ικό θόρυβο, επάνω στον οποίο επέπλεαν όπως συνήθως τα αιθέρια φωνητικά της Verity Susman. Τις συγχωρήσαμε λοιπόν που επέμειναν στο υλικό των πιο πρόσφατων δίσκων τους και, σε αντάλλαγμα, εισπράξαμε μια πιο λιτή αλλά απολαυστική εκτέλεση του 'Eight Steps'. Στην ίδια σκηνή δύο ημέρες νωρίτερα οι εξαμελείς σκωτσέζοι Camera Obscura είχαν φωτίσει για λίγο την γκρίζα ημέρα με την κομψή και γλυκόπικρη pop τους, οδηγημένη απ' την ευαίσθητη παρουσία της Tracyanne Campbell.
Ξημερώματα Σαββάτου στην Odeon, κι ο Anton Newcombe στο τιμόνι των Brian Jonestown Massacre έδειξε ότι ενδιαφερόταν περισσότερο να διεκδικήσει τα σκήπτρα του πιο δύστροπου και απρόβλεπτου frontman παρά για τη μουσική, καθώς επιδόθηκε σε μακροσκελείς και ελάχιστα συνεκτικούς φιλιππικούς κατά παντός, διανθισμένους από συχνούς -και λιγότερο από κομψούς- διαπληκτισμούς με το κοινό. Στα διαλείμματα, θυμήθηκε με το επταμελές group του (που τον περίμενε υπομονετικά) μερικά απ' τα καλύτερα στιγμιότυπα της μακράς δισκογραφίας του (ξεχωρίσαμε τα 'When Jokers Attack' και 'Servo'), εξαιρετικές στιγμές ψυχεδελικής pop που, λίγες και αραιές μεταξύ τους όπως ήταν, δεν κατάφεραν να διασκεδάσουν τον συνολικό τραγέλαφο. Λίγο νωρίτερα στην ίδια σκηνή οι τρεις σουηδοί Peter Bjorn And John θυμήθηκαν το παλιότερο πρόσωπό τους και "βρώμισαν" την καλογυαλισμένη και λαμπερή pop τους με κιθαριστικό ηλεκτρισμό, σε μια εμφάνιση που κράτησε το ενδιαφέρον μας και αποκορυφώθηκε όταν οι φίλοι τους απ' τους Klaxons ανέβηκαν στη σκηνή για να τραγουδήσουν όλοι μαζί το 'Young Folks'.
Η εναλλακτική americana των Wilco συγκέντρωσε πολλούς πιστούς, κι είναι αλήθεια πως ο τίτλος της τελευταίας τους δουλειάς ('Sky Blue Sky') ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα έξω απ' την Arena το μεσημέρι της Κυριακής. Έμπειρο και ιδιαίτερα ευέλικτο το πολυμελές σχήμα του Jeff Tweedy μπορούσε να εναλλάσσεται με άνεση ανάμεσα στον κιθαριστικό θόρυβο και τις λεπτές ατμόσφαιρες, συνολικά όμως βρέθηκε επικίνδυνα κοντά στο mainstream country-rock άλλων εποχών. Την προηγούμενη ημέρα, η σκοτεινή και επιβλητική παρουσία του Mark Lanegan στο μικρόφωνο των βρετανών Soulsavers ήταν αρκετή για να εξουσιάσει την Arena και να την ταξιδέψει μέσα απ' την έρημο στο blues και τη soul, μεταμορφώνοντας τη -χλιαρή- δισκογραφική τους συνεργασία. Ατυχώς, αποχώρησε πρόωρα επικαλούμενος κάποια ασθένεια αφήνοντας το group να προσπαθεί να γεμίσει την -άδεια πλέον- σκηνή με την gospel εκδοχή του 'Some Velvet Morning'. Την Παρασκευή, οι σουηδοί Sounds θέλησαν να μεταφέρουν την Arena είκοσι χρόνια πίσω με την ενεργητική '80's synth-pop τους και το κοινό δεν είχε αντίρρηση, εμείς όμως κρατήσαμε μόνο την εξαιρετικά φωτογενική -κι όχι μόνο- παρουσία της Maja Ivarsson.
Μας εντυπωσίασαν με τη συνέπειά τους οι Mastodon, καθώς σε κάθε συνάντησή μας τους βρίσκουμε βελτιωμένους και πιο δυνατούς. Το ίδιο συνέβη κι αυτήν την Πέμπτη στην Arena όπου ο Troy Sanders κι η παρέα του, προσηλωμένοι όπως πάντα στη μουσική τους, πρόσφεραν ελκυστική εναλλακτική πρόταση στη βροχή απέξω με το καταιγιστικό prog-metal τους, που αποδεχθήκαμε ευχάριστα παρότι το τελευταίο δεν περιλαμβάνεται στην καθημερινή δίαιτά μας. Ορμητικοί και δυνατοί οι Pelican στην Odeon, σπατάλησαν όμως γρήγορα το ενδιαφέρον μας με τις συμπαγείς αλλά μακροσκελείς art-metal διαδρομές τους και την απουσία φωνητικών. Ακραίο όσο και αναχρονιστικό το hardcore και metal των δανών Psyke Project στην ίδια σκηνή, κράτησε όμως περισσότερο την προσοχή μας καθώς ο ακατάσχετος θόρυβος δεν μπορούσε να καλύψει την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό τους. Πολύχρωμοι και κεφάτοι οι Hayseed Dixie, πέρασαν απ' τον bluegrass και country μύλο τους όσο κλασικό hard rock πρόλαβαν μέσα σε μία ώρα ('Dirty Deeds', 'Ace Of Spades', 'War Pigs' ήταν μερικά μόνο) προσφέροντας γνήσιο hillbilly fun αλλά και γέλιο στην Odeon παρά τις redneck αποκλίσεις τους.
GO TO : Part 2