The Saints + Gallon Drunk + Dread Astaire
Αν και ο αρχικός προγραμματισμός που περιλάμβανε τους Beasts Of Bourbon στα δικά μου μάτια (και αυτιά) φάνταζε πιο γοητευτικός, το να δω ζωντανά τους αυστραλούς πάλαι ποτέ πανκ-ρόκερς δεν μου κακόπεφτε, για να σημάνω και επίσημα την έναρξη της φετινής, συναυλιακής σεζόν. Άσε που το πακέτο συμπεριλάμβανε τους πάντα ενδιαφέροντες Dread Astaire και τους Gallon Drunk που όλο μου ξέφευγαν, αφήνοντάς με έπειτα να ακούω ενθουσιώδεις αφηγήσεις για τις εμφανίσεις τους και μάλιστα από διαφορετικές πηγές.
Πριν περάσω στα καθαρά μουσικά δρώμενα, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σ' εκείνο το επτάιντσο που ακόμη περιμένουμε από το "We're having a baby festival" που διοργάνωσαν οι θεσσαλονικείς πέρσι το Μάρτη. Τουλάχιστον τώρα δεν γίνεται να κατηγορηθώ γιατί εξέφρασα τότε κάποιες αμφιβολίες. Και το τονίζω για άλλη μια φορά, πως αυτές δεν είχαν και δεν έχουν να κάνουν με τις προθέσεις της μπάντας. Αλλού είναι το πρόβλημα προφανώς και θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το μάθουμε κι εμείς. Εκτός κι αν ο τίτλος της βραδιάς ήταν προφητικός-αλληγορικός και πρέπει να περιμένουμε ως το Δεκέμβρη που θα έχουν περάσει 9 μήνες και θα έχουμε γεννητούρια. Χριστούγεννα θα 'ναι κιόλας, μια χαρά...
Το τρίο λοιπόν ανέβηκε στη σκηνή και ξεκίνησε να κάνει αυτό που καλά ξέρει, με περισσότερη έμφαση στα αυτοσχεδιαστικά ξεσπάσματα και λιγότερη στις πιασάρικες μελωδίες. Ένα θαυμάσιο τρισάγιο προς τιμήν των Spacemen 3, των Fall και των Sonic Youth έλαβε χώρα, ο κόσμος σαφώς πιο ευγενικός από την προηγούμενη εμφάνιση στο συγκεκριμένο χώρο, έδειξε το ανάλογο ενδιαφέρον και εγώ ειλικρινά ανυπομονώ να τους πετύχω σε συνθήκες τέτοιες που πραγματικά θα μου τινάξουν τα μυαλά στον αέρα, μιας και απολαμβάνω σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο το γούστο τους όσο και τις συνθέσεις τους. Κλείνω με την πρόταση να δοκιμάσουν το "Αν" κάποια στιγμή και με μία απορία: Προς τι η χρήση μόνο της αγγλικής γλώσσας όταν απευθύνονται στο κοινό, είναι inside joke ή ελπίδα διεθνούς καριέρας;
Κι έφτασε η ώρα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι γιατί οι Gallon Drunk είναι τόσο ξεχωριστοί όταν παίζουν ζωντανά. Τέσσερις καλοντυμένοι κύριοι εμφανίστηκαν με εξέχοντα τον ηγέτη και πολυοργανίστα James Johnston και το γλέντι άρχισε. Το garage rock συναντούσε τους free αυτοσχεδιασμούς που ξεπηδούσαν από το σαξόφωνο του πραγματικά περιζήτητου Terry Edwards, η rhythm section γέμιζε ολότελα τον ήχο (και το χώρο), ο Johnston χτυπιόταν σα χταπόδι τρέχοντας στην κυριολεξία από τα πλήκτρα στην κιθάρα κι από εκεί στη φυσαρμόνικα, μη ξεχνώντας παράλληλα ότι έχει αναλάβει και να τραγουδήσει. Εντυπωσιακό επίσης είναι το γεγονός πως παρόλο ότι στηρίζεται κυρίως σε συστατικά παλαιάς κοπής, ο ήχος των Gallon Drunk δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρωχημένος ή παλιομοδίτικος. Κάτι θα ήξερε ο John Peel που είπε πως δεν μοιάζουν με κανέναν άλλο.
Μοναδική αρνητική επισήμανση η απουσία χαρακτηριστικών κομματιών εν γένει (δεν αναφέρομαι μόνο στο live, που ακούσαμε κυρίως το τελευταίο τους άλμπουμ). Δύσκολα θα σου σκαλώσει κάποιο κομμάτι τους στο μυαλό. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα γινόταν αν η μπάντα είχε και τρία-τέσσερα κομμάτια κράχτες να δημιουργούν τις ανάλογες προσδοκίες. Φωτιά και λαύρα θα έπαιρνε το Gagarin.
Μ' αυτά και μ' αυτά, έφτασε και η ώρα των "Αγίων" αλλά καλύτερα να μην έφτανε. Όπως διαπιστώνετε, μπαίνω κατευθείαν στο ζουμί μιας και η εμφάνισή τους δεν μου αφήνει περιθώρια για αερολογίες. Κρίμα, κυρίως για τον συμπαθέστατο κατά τ' άλλα Chris Bailey, κρίμα και για όλους αυτούς που λαχταρούσαν να τους δουν. Δεν κατάφεραν δυστυχώς να στηρίξουν ούτε τις προ εικοσαετίας καλές τους στιγμές, παίζοντας δυο ταχύτητες πιο κάτω, π.χ. στο κλασσικό (I'm) Stranded, αλλά και οι μετέπειτα συνθέσεις φάνταζαν ανούσια δομημένες. Το ένα ακόρντο μετά βίας συνδεόταν με το επόμενο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται υπερβολική προσπάθεια για να διατηρήσεις κάποιου είδους ενθουσιασμό και ο χώρος σιγά σιγά άδειαζε. Όσοι έμειναν για να χειροκροτήσουν, μάλλον απέδιδαν τα εύσημα στα νιάτα τους, στην προαποφασισμένη αγάπη τους για την μπάντα, στο αλκοόλ που κυλούσε στο αίμα ή δεν ξέρω κι εγώ σε τι άλλο, παρά στους τρεις μουσικούς που βρίσκονταν επάνω στη σκηνή. Ποιος είπε όμως ότι είναι πάντα κακό να κοροϊδεύεις και λίγο τον εαυτό σου;
Στο encore κατά το οποίο ο Chris Bailey ερμήνευσε μόνος του (ξεκούρδιστα και φαλτσαριστά) δύο κομμάτια, -το ένα το Ring Of Fire του Johnny Cash- η κατάσταση δεν βελτιώθηκε και έτσι δεν έμενε κάτι άλλο από το να περιμένουμε το τέλος. Μάλιστα υπήρξαν στιγμές που νόμιζα ότι άκουγα χείριστης ποιότητας ραδιοφωνικού ροκ και άμα το συνδυάσουμε με την clean-cut φιγούρα του κιθαρίστα και τον υπέρτατα σουρουκλεμέ ντράμερ που θα έκανε μεγάλη καριέρα στους Huey Lewis And The News, καταλαβαίνουμε γιατί έκοψε το αυγολέμονο...
Συνεπώς, ανανεώνουμε σίγουρα το ραντεβού με τον κύριο Johnston, τους Dread Astaire θα τους συναντήσουμε ξανά και τους Saints ας τους θυμόμαστε μέσα από κάμποσα κομμάτια του παρελθόντος. Δεν μπήκε με το δεξί η σεζόν, αλλά δεν ήταν κι άσχημη η βραδιά.