Live στο Death Disco
Βρήκαμε, στον επιθυμητό βαθμό, τα στοιχεία που επιζητούμε πηγαίνοντας στα live. Του Άρη Καραμπεάζη
Ένα από τα καλύτερα live ελληνικού σχήματος, που έχει τύχει να παρακολουθήσω ποτέ. Σίγουρα το πιο ψυχωμένο και αυτό με τη μεγαλύτερη ένταση και πίστη σε αυτό που κάνουν, από τα μέλη του σχήματος, στον αιώνα που μας διατρέχει. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η προηγούμενη φορά που είδα και άκουσα εγχώριο γκρουπ να έχει επί σκηνής και σε τέτοιο βαθμό όλα τα παραπάνω στοιχεία. Πιθανότατα κάποιο από τα live των Τρύπες, για μία τριετία-τετραετία από το 1993 και μετά, όταν είχαν πάρει για τα καλά τα πάνω τους και ίδρωναν και αγωνιούσαν περισσότερο και από το κοινό τους. Από εκεί και πέρα πολλά και καλά ελληνικά γκρουπ -είναι γνωστό σε όλους- ότι είτε δεν μπορούν, είτε βαριούνται, είτε ακόμη και αρνούνται κάποιες φορές να αποδώσουν με την απαιτούμενη ορμή το υλικό τους, που καταλήγει στο πέρασμα των χρόνων να στέκεται πάνω από τους δημιουργούς του και ακόμη και να τους εκθέτει τελικά. Ο καθένας όπως μπορεί ασφαλώς.
Το φετινό live των Selofan στο Death Disco ήρθε σε συνέχεια της περσινής sold out εμφάνισης τους στον ίδιο χώρο, στην οποία έχοντας φτάσει καθυστερημένος κατάφερα και μπήκα μόνο με την πολύτιμη βοήθεια του Αντώνη Κλειδουχάκη, και των προαιώνιων συνδέσμων του στο χώρο της υπόγειας σκέψης εν γένει. Φέτος έχω την αίσθηση ότι δεν υπήρξε κόσμος που έμεινε από έξω, αλλά ειδικά στη διάρκεια της εμφάνισης του main act ο χώρος ήταν γεμάτος και εκτός από την πίστη των Selofan σε αυτό που κάνουν, επιβεβαιώθηκε και αυτή του κοινού τους στους ίδιους. Το βινύλιο του πρόσφατου άλμπουμ άλλωστε ήταν ήδη από καιρό σε κατάσταση πραγματικού sold out, μιας και οι κόπιες είχαν εξαφανιστεί όχι μόνο από το site της Fabrika, αλλά και από τα ράφια των δισκοπωλείων.
Οι Selofan καταφέρνουν και ξεπερνάνε χωρίς πολλά-πολλά τη συνήθη άκαμπτη προβληματική των ροκ ακροατηρίων για την παρουσία προηχογραφημένης μουσικής, τα πολλά μηχανήματα, που κάνουν όλη τη δουλειά, και την απουσία περισσότερων "πραγματικών" (χα, χα) οργάνων. Με μετρημένα σκηνογραφημένη σκηνική παρουσία, με επιμέλεια στις λεπτομέρειες της εξωτερικής εμφάνισης, όπως σχεδόν προστάζει το είδος στο οποίο κατατάσσονται, ανεβάζοντας χορευτές και μη, σε μία σκηνή απαραίτητα φωτισμένη με τρόπο που αναδεικνύει και δεν υπονομεύει τον υπόγειο χαρακτήρα των ήχων, και με αισθητική αυστηρά, αλλά όχι άχαρα και αυτιστικά, οριοθετημένη στα γκροτέτσκο άκρα συναισθημάτων ισχυρών, που πετυχαίνουν να κυριαρχήσουν των υποκειμένων τους.
Μοιράζοντας επιδεικτικά το set τους σε δύο διακριτά μέρη, με το κλείσιμο και το εκ νέου άνοιγμα της επί σκηνής κουρτίνας να υπογραμμίζει την "αντιπαράθεση" ανάμεσα στα τραγούδια από τα δύο πρώτα και το τελευταίο τους άλμπουμ αντίστοιχα, το ντουέτο εντός της πρώτης μισής ώρας βρέθηκε σε ήδη δαιμονιώδη φόρμα και από εκεί και πέρα δε μειώθηκαν στο ελάχιστο η ένταση και το πάθος. Θεατρικότητα και προσεταιρισμός του κοινού και των συνηθειών του από την Ιωάννα, προσήλωση στην αγαπημένη μεταπάνκ σπουδή της λιτότητας από τον Δημήτρη, με το υποβλητικά παράδοξο της εκφοράς του λόγου του ακόμη και να κερδίζει στα σημεία τον θεμιτό συναγωνισμό αντρικών/ γυναικείων φωνητικών. Η Ιωάννα παρουσιάστηκε φέτος ως μία απολύτως ολοκληρωμένη, όσο και ολοκληρωτική, περφόρμερ, που εμπεριέχει στην παρουσία της, χωρίς να εγκλωβίζεται σε αυτή, όλη τη βεβαιωμένη ιστορία των "προγόνων" της, από τη Siouxsee μέχρι την Gitane Demone, σίγουρη ακόμη και για την πιο ανισόπεδη κραυγή της, και χορεύοντας διαρκώς, φανερά ευτυχισμένη, με τρόπο που εκθέτει το ενίοτε στατικό κοινό της, το οποίο πάντως περισσότερο προκαλείται, παρά δέχεται επίθεση, καθώς στον κόσμο των Selofan το εκβιαστικό 'Γιατί Δεν Χορεύετε Ρε;' μετουσιώνεται σε ένα υποσχόμενο 'Χορεύουμε;'.
Από εκεί και πέρα όλα κύλησαν και τερμάτισαν με τον ιδανικότερο τρόπο, επιβεβαιώνοντας όσους ισχυριζόμαστε ότι οι Selofan αυτές τις ημέρες είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό στην εγχώρια σκηνή, κυρίως εξαιτίας της εμμονής με την οποία οι ίδιοι αντιμετωπίζουν το προϊόν της έμπνευσης και της δημιουργίας τους. Σε μία χώρα με ευρεία, αλλά και ουσιαστική, παράδοση στον σκοτεινό ήχο, οι Selofan όχι μόνο με τους αψεγάδιαστους δίσκους τους, αλλά και με τέτοιες bigger than every day life εμφανίσεις, βρίσκονται ήδη στο επίπεδο των θρύλων του παρελθόντος (btw αργότερα μέσα στον Μάϊο θα βρούμε στον ίδιο χώρο τη διάδοχη κατάσταση των South Of No North στα τραγούδια των τελευταίων). Το κοινό τους, όπως σωστά υπογράμμισε μία φίλη στη διάρκεια του live, συγκεντρώνει κάθε θεμιτά "γραφική" αρετή και αισθητική της Rebound, ανάμεσα τους ενδιαφέροντες μουσικόφιλοι και συλλέκτες εξεζητημένων μουσικών τάσεων, με τους οποίους είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και δια ζώσης, και εν γένει όλα στημένα με μέθοδο ικανοποιητικά "παλαιακή", για όσους από εμάς ανησυχούμε εσχάτως σε σχέση με το αν η ενασχόληση με τη μουσική έχει λάβει διαστάσεις ρουτίνας ή είναι ακόμη ικανή να προσφέρει σημαίνουσες συγκινήσεις, ακόμη και σε αυτούς που τυχόν δεν τις αναζητούν μετά της παλαιάς μανίας.
Πριν από τους Selofan και για περίπου μία ώρα, βρέθηκαν στη σκηνή του Death Disco, με σχετικό δισταγμό στην αρχή, με γοητευτική ψυχρή λογική στην όλη συνέχεια, οι Γερμανίδες Monowelt. Όχι τόσο σίγουρες για το ότι θέλουν να βρεθούν on stage, υπήρξαν πάντως όσο στατικές και συμπαθείς υπογραμμίζει η εσώκλειστη ευαισθησία της μουσικής τους, με τις στιγμές εκείνες κατά τις οποίες αναφέρονται στα κατορθώματα των Malaria, αφήνοντας πρόσκαιρα στην άκρη την ψυχαναγκαστική υποτονικότητα των προθέσεων τους, να εξιστορούν με πιο πειστικό τρόπο την ανάγκη της ύπαρξης τους. Η εμφάνιση τους αν μη τι άλλο, με έπεισε να ακούσω με περισσότερη επιμέλεια το πρόσφατο άλμπουμ τους στην Geheimnis, και αν δεν είναι αυτό το ζητούμενο μιας -έστω και όχι και τόσο ένθερμης- ζωντανής εμφάνισης, τότε ποιο τυχόν είναι;