Εν Λευκώ Φεστιβάλ
Greatest hits tour, άρα Waterfront, Someone Somewhere, New Gold Dream κλπ. Μόνο θαύμα δεν μας υποσχέθηκαν. Του Άρη Καραμπεάζη
ΟΚ. Είδα και τους Hooverphonic. Ή τουλάχιστον το τελευταίο ημίωρο της εμφάνισης τους. Δεν ήταν κακοί, δεν ήταν καλοί, δεν ήταν ενδιαφέροντες, δεν ήταν αδιάφοροι. Δεν ήταν και δεν είναι ανεύθυνοι για το ότι λίγα έως ελάχιστα έως καθόλου πράγματα έχει αφήσει πίσω της, η μουσική άποψη που κόμισαν στις μέρες της δόξας τους. Οι οποίες ημέρες δεν θυμόμαστε πλέον καλά καλά πότε και αν πράγματι υπήρξαν. Τα τραγούδια τους βέβαια υπήρξαν ευπρόσδεκτα σε κάποιες πραγματικά ευχάριστες εποχές, οι οποίες σήκωναν ανάλαφρη μελαγχολία στον αντίποδα της τότε επικρατούσας πλουμιστής αισιοδοξίας. Με έγχορδες μελωδίες, ναζιάρικα γυναικεία φωνητικά και ένα μόνιμο happy end σε κάθε επόμενο τραγούδι, ακόμη και όταν ο έρωτας έμενε ανεκπλήρωτος. Νομίζω ότι για μια στιγμή στο παρελθόν είχαμε πιστέψει ότι πήραν τη σκυτάλη από τους Style Council για να την παραδώσουν στους επόμενους, αλλά τελικά μάλλον τους έμεινε στα χέρια... Κάπως έτσι εν έτη 2014 η εμφάνιση τους ξέπεσε στα επίπεδα του βοηθήματος για τις socializing ανάγκες του κοινού μέχρι το κυρίως πιάτο.
Το οποίο κυρίως πιάτο θα μπορούσαν ίσως και να είναι οι Baby Guru. Ακόμη και στην κεντρική σκηνή. Ακόμη και μετά από τους Simple Minds, αν οι κανόνες της Τεχνόπολης επέτρεπαν τέτοιου είδους ωράρια. Κάθε επόμενη ζωντανή εμφάνιση τους, από τότε που μας τους σύστησαν με άκομψο τρόπο εν μέσω free press υπερβολής, επιβεβαιώνει ότι οι στουντιακές στάσεις τους αποτελούν ελάχιστη απόδειξη του τι μπορούν να κάνουν και κυρίως του ότι δεν επαναπαύονται ποτέ σε αυτό που μπορούν να κάνουν. Προσωπικά οι Baby Guru δεν με "έχουν πιάσει" ακόμη ως ακροατή σε κάποιο δίσκο τους, και αυτό έχει να κάνει κυρίως με το ότι όλη αυτή η υπερπροσπάθεια -θεωρώ ότι- δεν έχει ισοσκελιστεί μέχρι σήμερα από μία πραγματικά σπουδαία στιγμή έμπνευσης σε επίπεδο σύνθεσης. Αυτό το μικρό "ελάττωμα" όμως παύει να υπάρχει όταν βρεθούν on stage, με τον ίδιο τρόπο ας πούμε που ισχύει ο εν λόγω κανόνας για τους Αμερικάνους !!! (Chk!Chk!Chk!). Πάντως ενώ η δισκογραφία των τελευταίων φθίνει, αυτή των εγχώριων είναι πλέον μάλλον σίγουρο ότι θα καταλήξει εκεί που πρέπει. Η βροχή και η αναστάτωση που επέφερε στην εξέλιξη της βραδιάς, δεν κατέστη ασφαλώς δυνατό να ανακόψει την ορμή των Baby Guru το βράδυ της Παρασκευής, όπως μου μεταφέρθηκε ακόμη και από εκλεκτούς συνάδερφους τους, που μεταξύ άλλων συμμετείχαν με πίστη στο κοινό και τις αντιδράσεις του.
Η βροχή κόπασε λίγα λεπτά πριν ανέβουν στη σκηνή οι Simple Minds (για να επανέλθει εξαιρετικά πιο δυνατή, λίγα λεπτά αφότου θα κατέβαιναν - μάλλον πρόωρα σε σχέση με τα setlist της υπόλοιπης περιοδείας). Σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης τους τα πράγματα ήταν αρκούντως ενήλικα, ιδανικά προβλέψιμα, εξαιρετικά ογκώδη σε επίπεδο ήχου και παραγωγής, αλλά σε καμία περίπτωση βαρετά και πολυκαιρισμένα. Κανείς δεν θέλει να δει τους Simple Minds πλέον (λέμε τώρα...), αλλά δύσκολα κάποιος θα φύγει απογοητευμένος αν έστω και κατά τύχη (λέμε πάλι...) πέσει πάνω τους. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο εντυπωσιακοί όσο προ ετών στο Principal στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτό πιστεύω έχει να κάνει κύρια με το ότι εκείνη την περίοδο έπρεπε για μία ακόμη φορά να αποδείξουν αρκετά πράγματα, ενώ πλέον ήρθαν έχοντας αποδείξει και πάλι τα περισσότερα. Ξανά χορτασμένοι και ίσως και λίγο κουρασμένοι.
Το πρόβλημα για τους Simple Minds κάπου στα μέσα των 00s, πέραν του ότι τους είχε εγκαταλείψει το (πολύ) μεγάλο κοινό, που είχαν προσεγγίσει στο παρελθόν, ήταν και το ότι είχε (σχεδόν) ξεχαστεί το πόσο ρηξικέλευθοι και ανανεωτικοί υπήρξαν κάποτε. Η προωθητική ενέργεια της επανακυκλοφορίας των πέντε πρώτων (ισάξια σπουδαίων, θεωρώ) άλμπουμ τους, αλλά και η περιοδεία που ακολούθησε, με τον εμφατικό τίτλο 5Χ5, επανέφερε για τα καλά την έννοια του critically acclaimed στις συζητήσεις γύρω από το συγκρότημα. Σε σχεδόν παράλληλο χρόνο αρκετά συγκροτήματα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού (με πρώτους και καλύτερους -?- τους Horrors από την από εδώ πλευρά) αναζήτησαν διέξοδο στον Μεγάλο Ροκ Ήχο των Simple Minds, καθότι έδειχναν μάλλον να εγκλωβίζονται στα κλισέ ενός ιδιόμορφα στυλιζαρισμένου underground, που έδειχνε τελικά να μην τους πηγαίνει καθόλου.
Και αφού έγιναν όλα αυτά, όλως φυσιολογικά έφτασε η ώρα και για την τελική πράξη στην πορεία τους. Η οποία τελική πράξη μπορεί να λήξει σε μερικούς μήνες, μπορεί και να διαρκέσει ως τέτοια για αρκετά χρόνια, ανάλογα με τις αντοχές και με τις ανάγκες της αγοράς. Αυτό δεν έχει και τόσο σημασία. Διότι όταν βγαίνεις στο δρόμο με μία ορθά- κοφτά τιτλοφορημένη Greatest Hits Tour, πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις την ολοκληρωτική απουσία της επόμενης ημέρας, καθότι εσύ την προκάλεσες. Εν ολίγοις... ήταν που ήταν μηδαμινό το ενδιαφέρον για τους νέους δίσκους των Simple Minds εδώ και... δεκαετίες, δεν μπορώ να φανταστώ πλέον τι είδους και τι αναπάντεχης ποιότητας δίσκους πρέπει να κυκλοφορήσουν στο μέλλον για να ασχοληθούν σοβαρά μαζί τους ακόμη και οι πλέον φανατικοί τους. Όταν παραδέχεσαι ότι έχει έρθει η ώρα των Greatest Hits, τα πράγματα είναι μάλλον προδιαγεγραμμένα.
Μπήκαν όσο δυνατά και εντυπωσιακά θα μπορούσαν να μπουν, με ένα Waterfront, που ακούστηκε για εκατομμυριοστή -φαντάζομαι- φορά, σαν να ηχογραφήθηκε το πρωί της ίδιας μέρας και σαν να προδιαγράφει τον ροκ ήχο των επόμενων δεκαετιών. Κορυφαίο σε σύλληψη τραγούδι, εσωτερικό και μαζικό ταυτόχρονα, συνδυάζει σε λίγα λεπτά κάθε επικρατούσα αισθητική και ηχητική άποψη της δεκαετίας του '80 και έλκει την καταγωγή του στις πιο πονηρές από τις ιδέες του Bowie, που είχαν προλάβει να τον καταστήσουν αιώνια πρωτοπόρο. Τίποτε δεν θα μπορούσε να πάει λάθος στη συνέχεια και τίποτε δεν πήγε. Σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Τεχνόπολης, ακόμη και εκεί που υπήρχε κόσμος που συνειδητά δεν είχε άμεση επαφή με τη σκηνή, στήθηκε το πάρτι που έμελλε εξ αρχής να στηθεί, ο ήχος ήταν διαρκώς έντονος, διαυγής και επιβλητικός, και όσο περνούσε η ώρα "άνοιγε" ακόμη περισσότερο. Ο Jim Kerr δεν έδειχνε να ενοχλείται από τα χρόνια που τον βαραίνουν και ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες υπήρξαν "υπόγειες" στιγμές, όπως η βαρύνουσα ηλεκτρονικότητα του I Travel, που ικανοποίησαν ακόμη και τους απαιτητικούς, που ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμη να γκρινιάξουν για την κυριαρχία του ρετρό και της νοσταλγίας.
Σε κάποια φάση σκεφτόμουν ότι όσο σπουδαίος κιθαρίστας και αν είναι ο Charlie Burchill, αν είχα να διαλέξω έναν ακόμη μουσικό για να συνοδεύει σε ένα απροσδιόριστο μέλλον τον (ομολογημένα αναντικατάστατο) Jim Kerr σε μία ακόμη πιο λειψή έκδοση των Simple Minds, από αυτή στην οποία είχαν ατυχήσει στο παρελθόν, θα διάλεγα μάλλον τον Mel Gaynor, που καθοδηγεί τη ρυθμική υπόσταση του συγκροτήματος, στα επίπεδα αυτά που κάθε φορά μας αναγκάζουν να φεύγουμε "χαζεμένοι" από τα live τους και από την ηχητική απόδοση που πετυχαίνουν σε αυτά. Συνολικά ο Gaynor έχει απουσιάσει για περίπου δέκα χρόνια από το 1982 που βρέθηκε για πρώτη φορά με το συγκρότημα (ίσα που πρόλαβε ως εξωτερικός την Αγία Πεντάδα που λέγαμε), και χωρίς πολύ ψάξιμο αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται για τα πιο "άχαρα" χρόνια τους, που ακόμη και σήμερα τα πληρώνουν σε ίχνη ανυποληψίας από μεγάλη μερίδα μουσικόφιλων. Αν ο Brian Mc Gee ήταν (και είναι) ένας ανοιχτά ιδιοφυής ροκ ντράμερ, που παίζει με τα όρια της μουσικής, ο Gaynor είναι σίγουρα αυτός που καταφέρνει και εξαργυρώνει την ευφυΐα με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για το συγκρότημα. Μεγάλη συζήτηση...
Σε όλο αυτό το κλίμα προβλεπόμενης ευφορίας, κατά την αποχώρηση μας μετά το πέρας της εμφάνισης των Σκωτσέζων (και δεδομένου ότι δεν θα συνεχίζαμε στις dance σκηνές, λόγω ισχυρής οικογενειακής παρουσίας) είχαμε σχεδόν ξεχάσει ότι τα παραπάνω έλαβαν χώρα στα πλαίσια ενός φεστιβάλ. Και μάλιστα στα πλαίσια του φεστιβάλ που για δεύτερη χρονιά οργάνωσε ο μοναδικός ίσως ραδιοφωνικός σταθμός της μπάντας των (αθηναϊκών) FM, που επιτρέπει στον εαυτό του να έχει μία κάποια ουσιαστική σχέση με τη μουσική, έστω και αν ορισμένες φορές αυτοπροσδιορίζεται με περιορισμούς, που μάλλον εκθέτουν αυτή την προσπάθεια, παρά την υπογραμμίζουν. Παρακάτω υπήρχαν DJ Set με προεξέχον αυτό του Mike Simonetti από την Italians Do It Better, ο Nick Waterhouse είχε προλάβει να ακυρώσει για το Σάββατο και κάπως έτσι η επόμενη ημέρα είχε ακόμη ένα πιο ανερυθρίαστα ρετρονοσταλγικό στοίχημα, αυτό του Boy George. Η οργάνωση ήταν όντως άψογη και πλήρως ανταποκρινόμενη στο κλίμα της Τεχνόπολης, που είναι εδώ και αρκετά χρόνια ο καλύτερος χώρος θερινών συναυλιών στην πόλη. Το εισιτήριο -ειδικά όπως διαμορφώνονταν στην τελική στο ταμείο τιμή- σηκώνει πολύ συζήτηση, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και με τέτοιο εισιτήριο είναι μάλλον απίθανο να βγήκε οικονομικά το φεστιβάλ. Ιδανικό αδιέξοδο δηλαδή.
Ο προσανατολισμός και η τελική στόχευση ενός μουσικού φεστιβάλ, θέλει ασφαλώς λίγο περισσότερο παίδεμα, ώστε να κατοχυρωθεί και στη συνείδηση του κοινού ως τέτοιο, και όχι απλά ως "το event που εμφανίζονται και οι τάδε, που θέλουμε να ακούσουμε και οι δείνα που μας είναι εντελώς αδιάφοροι, χωρίς όμως να εμφανίζεται ο Χ που δεν τον ξέρουμε, αλλά μπορεί και να μας αρέσει". Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι μερικές ημέρες πριν, το Pliskeen Festival "απέτυχε" και αυτό να απευθυνθεί στο μεγάλο κοινό, έστω και αν βάδισε ήδη στα χνάρια των μεγάλων φεστιβάλ της Ευρώπης, που έχουν καταστήσει το εναλλακτικό του χθες, mainstream του σήμερα, επενδύοντας σε ονόματα σημαντικής επικαιρότητας κυρίως. Συνεπώς, εκ του αντιστρόφου, και βλέποντας τι γίνεται τριγύρω σε μεμονωμένα live εγχώριων και ξένων σχημάτων του είδους, καταλήγω στο ότι ένα stoner/ psych ροκ φεστιβάλ είναι τελικά αυτό που θα έθετε τις βάσεις για ένα μαζικό ροκ φεστιβάλ εντός συνόρων σήμερα, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι θέλω να συμβεί κάτι τέτοιο.