Κάτι διαολισμένοι πενηντάρηδες
Ήρθαν είδαν, έκαψαν... Του Γιώργου Τσαντίκου
Όταν ξεκινάς καριέρα ακροατή στο μέταλ, όλα φαίνονται τόσο ματσό και δαιμονικά πλασμένα, που λίγο να εξελιχθείς μουσικά, επέρχεται το σύνδρομο ωριμότητας, λίγης σοβαροφάνειας και κρυψίματος παλιών φωτογραφιών.
Κάπως έτσι, όταν πας σε ένα live των Slayer, με κοινωνικό αποτύπωμα τους έφηβους με ραφτά (is it still a thing? - yes it is…) μέχρι τους καραφλοχαιταίους επίμονους σιδηρουργούς, εκτυλίσσεται το Stranger Things της μουσικής γειτονιάς, μπροστά σου. Λίγο η αλλόκοτη τοποθεσία, λίγο το βίντατζ και η απειλή της επιστροφής της επιθετικής νοσταλγίας που νισάφι πια, λίγο τα ερωτήματα «και πού πάμε ρε παιδιά μουσικά δηλαδή;», δεν θέλει και πολύ να στραβώσει ο ακροατής και να μπει στον αγωνιστικό χώρο με χαμηλή ψυχολογία.
Όχι όλα αυτά στους Slayer, όμως, φίλοι και φίλες. Όχι.
Επίτηδες το κομμάτι δεν αναφέρεται στις μπάντες που άνοιξαν το live, είτε γιατί δεν τις πρόλαβα, είτε γιατί οι υπεραγαπητοί Rotting Christ παραμένουν συνεπέστατοι, αλλά τα έχουμε ξαναπεί όλα αυτά. Στις 21.30 στο κάπως «τζούφιο» από ήχο σε αρκετά σημεία ΟΑΚΑ, πέσανε οι μπερντέδες, βγήκανε οι ανάποδοι σταυροί, ανάψανε οι πεντάλφες και οι εικαστικές διασκευές σε έργα Ιερώνυμου Μπος και ξεκίνησε το φαινόμενο «pit-πανηγύρι»: δίνες κλωτσοπατινάδας που εκτείνονταν σε όλο τον αγωνιστικό χώρο και τροφοδοτούνταν αενάως από την πηγή ενέργειας που εξέπεμπε η σκηνή, με ποσότητες που θα έφταναν για να αποτρέψουν ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Οι τύποι ήταν ανελέητοι. Τα 55+ τους φάνηκαν μόνο στις δύο-τρεις φορές που σταμάτησαν με τον Αράγια να ασθμαίνει λίγη αλληλεπίδραση με το κοινό και στο τέλος, που με αναμμένα φώτα και για ένα τέταρτο περίπου, χαιρέτησαν για τελευταία φορά.
Το «ντου» ήταν σαφές από την αρχή, καθώς στο ‘Repentless’ κόλλησε το ‘Evil has no boundaries’ και το ‘World painted blood’, με «σεβαστική» λίστα που την τίμησε το κοινό, λίγο περισσότερο στα ‘War Ensemble’, ‘Payback’ και ‘Chemical Warfare’. Κατά τις 10.30 όμως και εκεί που όλα έδειχναν ότι εντάξει, το ζήσαμε και αυτό, και ενώ οι φωτιές από τη σκηνή ζέσταιναν μέχρι το πίσω μπαρ, ξεκίνησε το πραγματικό νόημα της βραδιάς. Για τριανταπέντε λεπτά, σε ένα «όχι encore», οι Slayer συνθέσανε από την αρχή όλο το μύθο τους και εξηγήσανε γιατί υπάρχει κόσμος που ακούει αυτή τη «σκληρή μουσική» και όχι εκείνη που περιγράφει π.χ. ο Μαχαιρίτσας σε έναν στίχο του. Από το ‘Seasons in the Abyss’, την αξιότερη όλων των εποχών λεηλασία των Sabbath, μέχρι τα ξεφωνητά «on and on south of heaven» και το ριφ του ‘Raining blood’, μέχρι τα ‘Black Magic-Dead Skin Mask’ και το ‘Angel of Death’, όλα γύρω ήταν ένα pit και απλά, συμμετείχες σε όποιο σε «έπαιρνε» ηλικιακά…
Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που την κρίση τους και τα συναυλιακά ένσημα εμπιστεύομαι, έχουν υπάρξει και καλύτεροι Slayer επί σκηνής, όπως και χειρότεροι, σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τους εμφανίσεις. Οι ίδιοι άνθρωποι όμως ήταν κατηγορηματικοί: Οι Slayer είναι Slayer και δεν αστειεύονται ποτέ…