Don't Stop Taking Us Over
Πληροφορήθηκα πως στην Αθήνα κυκλοφορεί μια φήμη ότι ο Brett Anderson το 1995 στο Αίθριο του Μύλου κάτι είπε για τον Παναθηναϊκό κ.λ.π. και γιουχαρίστηκε από τους Θεσσαλονικείς, αλλά εγώ το μόνο που θυμάμαι είναι αποθέωση και κραυγές υστερίας. Ποιος κυκλοφορεί κάτι τέτοιες φήμες, απορώ... ( ή μήπως θυμάμαι λάθος;). Το 1999 τους είχα πετύχει στη Ρώμη σε έναν επιεικώς μισοάδειο χώρο, να συνειδητοποιούν σιγά- σιγά ότι το έχουν χάσει το παιχνίδι, να δίνουν μετριότητα και να εισπράττουν μετριοπάθεια σε αντιδράσεις. Το 2003 είχαμε περάσει καλά... αλλά η αδυναμία του γκρουπ να πάρει έστω και μία θετική αντίδραση για κάποιο καινούργιο τραγούδι ήταν πλέον τελεσίδικη για το μέλλον τους. Το ραντεβού με τους Suede δείχνει πλέον τυπικό κάθε οχτώ χρόνια και στην αγωνία του επόμενου reunion που θα ξεσηκώσει τα πλήθη ο Brett Anderson αποφάσισε πριν κανένα χρόνο περίπου ότι δεν χρειάζεται να περιμένει τη σειρά του στην επετηρίδα.
Οι Suede κατά την απόλυτα προσωπική μου γνώμη είναι το καλύτερο συγκρότημα της brit pop των 90s, όπως και να το δεις. Είχαν το πιο ισχυρό και αλλοπρόσαλλο hype, πριν ακόμη κυκλοφορήσουν οτιδήποτε. Μετά από φρενήρεις live εμφανίσεις κυκλοφόρησαν κάποια πρώτα single για τα οποία ο όρος bigger than life έλαβε εκ νέου νόημα. Ο Brett Anderson ήταν από τη πρώτη στιγμή ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε ένα οποιοδήποτε συγκρότημα μετά τον Morrissey και ο Bernard Butler ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη σε ένα κιθαριστικό συγκρότημα μετά τον Johnny Marr. Για παραπάνω από κλάσματα του δευτερολέπτου οι Suede ήταν κάτι περισσότερο από ότι οι νέοι Smiths, υπήρξαν το κάτι παραπάνω. Η αποχώρηση του Butler οδήγησε στην ηχογράφηση του πιο εμπορικού άλμπουμ της καριέρας τους, αλλά έπαυσε άμεσα κάθε υποψία περί του ότι μπορούν όντως να γίνουν σημαντικότεροι από τους Smiths. Λίγο παρακάτω τους περίμενε η εποχή των Radiohead και η ηδυπάθεια του Brett Anderson ξαφνικά έμοιαζε υπερβολικά παρωχημένη. Οι solo δουλειές του και το πείραμα επανασύνδεσης με τον Butler στους Tears διεκδικούν Νόμπελ Αποτυχίας και το κατακτούν με άνεση.
Τα πρώτα νέα από την περιοδεία επανασύνδεσης (χωρίς τον Butler ασφαλώς...) κατέληγαν όλα στο ίδιο συμπέρασμα (το οποίο και επαληθεύτηκε και ενώπιον μας): ο Brett Anderson βγαίνει στη σκηνή αφηνιασμένος, γεμάτος μανία και ιδρώτα, με όλα τα κουνήματα του παρελθόντος και με το μάτι του να γυαλίζει. Ήρθε να πάρει πίσω ότι σημαντικότερο είχε ποτέ και αυτό είναι σίγουρα η λατρεία του κοινού προς το πρόσωπο του, αλλά και η εμμονή με τα μεγάλα τραγούδια των Suede. Χωρίς νέο υλικό, χωρίς υποχρεώσεις για προμοτάρισμα κλπ, χωρίς ενδοιασμούς για το αν πρέπει να παίξει για εκατομμυριοστή φορά το ίδιο τραγούδι για να πάρει το πλήθος μαζί του. Σε αυτή τη φάση τα ρηθέντα επαληθεύονται, the public gets what the public wants, this is what you want/ this is what you get και άλλα τέτοια σοφά. Ο Brett Anderson του 2011 βγαίνει στη σκηνή με τον αέρα του ανθρώπου που έχασε τον κόσμο που είχε κάποτε στα χέρια του, αλλά ξέρει τον τρόπο να τον επανακτήσει έστω και για μιάμιση ώρα. Αν σε όλα αυτά παίζουν επιπρόσθετα κάποια καλά φράγκα, κάποιες ενέσεις ματαιοδοξίας ή κάποιες ανεξόφλητες επιταγές προς τη μουσική βιομηχανία, δεν ξέρω τελικά κατά πόσο πρέπει να μας απασχολεί ή όχι, όσους τουλάχιστον έχουμε τη διάθεση να ξαναδώσουμε στον Brett Anderson, έστω και για μιάμιση ώρα, τον κόσμο που έχασε μέσα από τα χέρια του.
Ο φίλος Μάνος Μπούρας κάπου παραδίπλα τον χαρακτηρίζει "τυφώνα" και έχει απόλυτο δίκιο. Ο Brett του 2011 ξέρει καλά ότι μόνο ως τυφώνας μπορεί να περάσει μέσα από όλες τις ενστάσεις και τις δεύτερες σκέψεις ακόμη και αυτών που τον λάτρεψαν κάποτε και φροντίζει να μην ξεπέσει ποτέ στο επίπεδο ενός απλού δυνατού ανέμου. Ξεκίνησε όπως ακριβώς έπρεπε με το The Drowners και είχε τοποθετήσει τα πιο δυνατά του χαρτιά σε καίρια σημεία της συναυλίας. Στο We Are The Pigs κάθε ανάμνηση "μεγάλης πίστας" έσβησε οριστικά από τον χώρο και με λίγη φαντασία ήσουν ήδη στο Astoria του Λονδίνου στις πρώτες συνταρακτικές ημέρες του συγκροτήματος.
Αυτό που ειρωνικά αποκαλούμε μεταξύ μας "ένα σκυλάδικο στην Ιερά Οδό, που το νοικιάζουν φθηνά για συναυλίες" συμβαίνει τελικά να είναι ένας καθ' όλα αξιοπρεπής συναυλιακός χώρος, με καλό σχετικά ήχο (εκτός από κάποια συγκεκριμένα σημεία, όπου άκουγες μόνο "μπότα"), άνεση χώρου και κινήσεων ομοίως άνετα μπαρ, κλιματισμό κ.λ.π. ανέσεις, που ενίοτε απουσιάζουν από παραδοσιακούς συναυλιακούς χώρους. Στα συν και η απόλυτα πανοραμική θέα του πάνω ορόφου, από όπου πολύ άνετα μπορείς να παρακολουθήσεις τη συναυλία με εντελώς διαφορετική προοπτική από ότι έχεις συνηθίσει, έχοντας όχι μόνο πλήρη εικόνα των πεπραγμένων στη σκηνή, αλλά κυρίως εξίσου καλό (ίσως και καλύτερο) ήχο, από ότι στο επί γης επίπεδο. Κατά πώς μαθαίνω βέβαια στους Interpol ο ήχος ήταν ακόμη καλύτερος.
Η γενιά των 90s έδωσε το παρόν μαζικά και με ενθουσιασμό. Υποδέχτηκε πράγματι τον Brett ως Μεσσία, ίδρωσε σε κάθε επόμενο μεγάλο τραγούδι, δεν είχε σχεδόν κανένα παράπονο από ένα almost greatest hits σετ, τραγούδησε, ενίοτε ούρλιαξε, σε γενικές γραμμές ξεσάλωσε όσο είχε ξεσαλώσει και δεκαέξι χρόνια πριν (και σίγουρα περισσότερο από ότι οχτώ χρόνια πριν). Πέραν του Brett Anderson οι υπόλοιποι Suede απέδειξαν και πάλι ότι είναι μία καλοκουρδισμένη rock 'n' roll μπάντα, αρκετά πάνω από τον μ.ο. που μας έχουν συνηθίσει οι συμπατριώτες τους, που μαθαίνουν δυο ακόρντα, βγαίνουν στο δρόμο και στην πορεία ξεχνάνε να μάθουν και ένα τρίτο. Το πρόβλημα είναι ότι μετά από δεκαέξι χρόνια οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακόμη πρόβλημα στο να θυμηθούμε το όνομα του "νέου κιθαρίστα των Suede" χωρίς να το google-άρουμε, αλλά αυτό είναι μάλλον δικό μας πρόβλημα. Μεγάλωσε αισθητά και ο "νέος" πάντως (σε αντίθεση με τον Brett που εμφανισιακά τουλάχιστον παραμένει λίγο πάνω από τα είκοσι χρόνια) και πλέον με τον Brett είναι ένα οπτικά αταίριαστο ζευγάρι.
Οι Suede στις καλύτερες συνθετικές τους στιγμές γράψανε τραγούδια που εξυμνούν την νεότητα, τη νέα γενιά που έρχεται, την νέα χαμένη γενιά, τα νιάτα, την ομορφιά, το περιθώριο προς οτιδήποτε παλιό κλπ. Τα τραγούδια τους φυσιολογικά θα έπρεπε να τους εκδικηθούν τώρα και να τους κάνουν να αισθάνονται άβολα, δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο, τουλάχιστον την ώρα που είναι πάνω στη σκηνή. Ο ιδρωμένος, αλλά όχι εξαντλημένος, Brett Anderson είναι ικανός ακόμη να σε πείσει ότι παραμένει so young and so gone. Το πνεύμα των μεγάλων τραγουδιών των Suede παραμένει επίκαιρο στο βαθμό που μεταθέτει την τραγουδιστική ανησυχία στην καθημερινότητα και σε υποκειμενικά δευτερεύοντα ζητήματα, όπως ακριβώς συνέβη και με τους Smiths. Τα τραγούδια που σου μιλάνε για τη ζωή σου έχουν πάντοτε μεγαλύτερη σημασία από τα υπόλοιπα, ακόμη και αν η ίδια η ζωή σου είναι κατά βάθος ασήμαντη. Και αυτό τύποι σαν τον Brett Anderson και τον Morrissey το γνωρίζουν πολύ καλά, όταν αποφασίζουν να προτάξουν την "ασήμαντη" ζωή τους πάνω από οτιδήποτε άλλο.
Αν σώνει και καλά θέλετε κάποιες συγκρίσεις με τους Pulp, δεν έχω παρά να ομολογήσω ότι από κανένα live δεν αποχώρησα ενθουσιασμένος, ίσως γιατί δεν υπήρχαν περιθώρια ενθουσιασμού για πράγματα με τα οποία ενθουσιάστηκα εκατοντάδες ώρες στο παρελθόν. Από τους Pulp όμως αποχώρησα σχεδόν κουρασμένος, ενώ από τους Suede απόλυτα ικανοποιημένος και έχοντας κατά νου, ότι ένα επόμενο ραντεβού εκεί γύρω στο 2019 δεν είναι και τόσο κακή ιδέα. Και κυρίως γνωρίζοντας πλέον ότι το 2019 δεν είναι όσο μακριά ήταν κάποτε το 1995 από το 2003 και το 2003 από το 2011.