Sugar For The Pill στη Θεσσαλονίκη
Συναντήσεις σε shoegaze δρόμους και μελωδίες. Του Ηρακλή Κοκοζίδη
Πριν ενάμιση χρόνο περίπου, όταν κυκλοφόρησε το «Wanderlust», ο πρώτος δίσκος των Sugar For The Pill, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος προσέγγισης του shoegaze ήχου με παράλληλες επεκτάσεις σε dream/ethereal και indie rock κατευθύνσεις. Οι ίδιοι έχουν δηλώσει στο παρελθόν ότι οι επιρροές τους είναι οι My Bloody Valentine, Slowdive, Cocteau Twins, Lush, Ride, The Cure, Joy Division, The Chameleons, Interpol και Editors. Οι επιρροές αυτές στα δικά μου αυτιά πέτυχαν δέκα στα δέκα και κατόπιν απανωτών ακροάσεων, έσπευσα να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τους συνοδοιπόρους μου στη μουσική και εκκολάπτοντας τη λαχτάρα σε όλους για κάποια μελλοντική ζωντανή εμφάνιση.
Αυτή η στιγμή, αν και άργησε λίγο, έλαβε χώρα στις 25 Οκτωβρίου στο Rover Bar, επαληθεύοντας στο έπακρο τις προσδοκίες μας. Ο πληθυντικός αριθμός είναι για τους τρεις συντάκτες που δώσαμε το παρών, αλλά και τους υπόλοιπους δύο που απουσίαζαν δικαιολογημένα, ο ένας με πρόβλημα υγείας και ο άλλος σε προγραμματισμένες διακοπές. Η αργία της επόμενης ημέρας για τους περισσότερους κατοίκους της πόλης και ο καλός καιρός των τελευταίων ημερών του Οκτώβρη, έκαναν πολύ κόσμο να σπεύσει στο μαγαζί της Σαλαμίνος 6 για να παρακολουθήσει ζωντανά τα δύο συγκροτήματα.
Τους συμπολίτες Bahia Connection δεν καταφέραμε να τους δούμε, γιατί η πρώτη γνωριμία μας με όλα τα μέλη των Sugar For The Pill και η εκτενής συζήτηση που ακολούθησε με τον μπασίστα τους τον Στέφανο (κυριολεκτικά τον είχαμε μονότερμα τον άνθρωπο), μας απορρόφησε τόσο που ξεχάσαμε σχεδόν για πιο λόγο ήμασταν εκεί. Επιφυλάσσομαι για κάποια μελλοντική εμφάνιση και ζητώ συγνώμη.
Λίγο πριν τα μεσάνυκτα έφτασε η ώρα των Sugar For The Pill. Η αρχή έγινε με το «Shiver», που ξεκινά πάνω σε μια μελωδική γραμμή με επαναλαμβανόμενο ήρεμο ρεφρέν, αλλά εξελίσσεται απρόσμενα σε post punk δυναμίτη με οργισμένα φωνητικά. Η επιρροή των Ride είναι φανερή στο «I Wish I Was The Fire», τόσο στο ρυθμό, όσο και στα φωνητικά με το πανέμορφο ομοιοκατάληκτο ρεφρέν (Fire/Desire). Το «Quicksand» παραπέμπει άμεσα στους Slowdive της πρώτης εποχής, το οποίο όταν άκουσα για πρώτη φορά με κέρδισε αμέσως, πράγμα που επαναλήφθηκε και στη ζωντανή εκτέλεσή του. Το «More Than A Lover», μπορεί να χαρακτηριστεί η πιο mainstream στιγμή τους, αλλά εξωτερικεύει μελωδίες που γνωρίσαμε από Lush και Pale Saints, αμφότερες και οι δύο μπάντες στο ρόστερ της θρυλικής 4AD. Το «Stardust», επαναλαμβάνει το Slowdive μοτίβο με τον αργόσυρτο ρυθμό του, αλλά χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά κάθε ανθρώπου που κρύβει ευαισθησίες. Το «Moan Of The Thunder», αν και λίγο αδύναμο, κερδίζει τους χαμένους πόντους με το ονειρικό του κιθαριστικό θέμα σε συνδυασμό με τα αιθέρια φωνητικά. Στο «Falling Back To You» έγινε το δικαιολογημένο ξέσπασμα του κόσμου που χόρευε με φρενήρεις ρυθμούς. Ο ίδιος πανικός επικράτησε και στο επίσης ξέφρενο «Diamonds», λίγο πιο τεχνικό εκτελεστικά και ερμηνευτικά, ενώ η προσωπική δικαίωση ήρθε με το «Soul Can Wait», εξίσου υψηλών ταχυτήτων, ανάλογων με τους πρώτους δίσκους των Interpol και Editors, αλλά με μία αύρα Chameleons. Δείξτε ιδιαίτερη προσοχή στο σημείο μετά τα 2:50 λεπτά και θ’ ανακαλύψετε μουσικούς που κατέχουν και αγαπούν την τέχνη τους. Αν και είμαι άνθρωπος που δύσκολα πλέον χορεύει ή εξωτερικεύει τα συναισθήματά του, στο άκουσμά του χόρευα και έκλαιγα ταυτόχρονα, έχοντας τους λόγους μου. Με το «Colours» ήρθε η στιγμή να πάρουμε μία πρώτη γεύση από τον επερχόμενο δεύτερο δίσκο, εμφανίζοντας λίγο διαφορετικό πρόσωπο, πιο παιχνιδιάρικο και πρόσχαρο, αλλά με όμορφες ρυθμικές κιθάρες και ονειρικά φωνητικά. Η μοναδική διασκευή που εκτέλεσαν και απέδωσαν με σεβασμό στο πρωτότυπο, ήταν το «When The Sun Hits» των Slowdive, στο οποίο παρατήρησα θερμές αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα του κοινού. Ίσως η διασκευή του ίδιου τραγουδιού από τους Ολλανδούς Gathering με την εξαιρετική φωνή της γλυκιάς Anneke van Giersbergen, να μετέφερε το πνεύμα των λατρεμένων Slowdive σε ευρύτερα ακροατήρια. Τελευταίο κομμάτι από το ντεμπούτο ήταν το «Drink Conium», με την My Bloody Valentine αισθητική στις κιθάρες και τα ιδιόρρυθμα φωνητικά στο στυλ των Lush, το οποίο εκτελέστηκε με περισσότερη ένταση σε σχέση με την στουντιακή ηχογράφηση. Ο επίλογος της βραδιάς γράφτηκε με το «Gold», πιθανόν κι αυτό από το δεύτερο δίσκο του συγκροτήματος, το οποίο αποχώρησε ικανοποιημένο από τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού και υποσχόμενο ότι θα επανέλθει πολύ σύντομα.
Οι εντυπώσεις μου από την εμφάνιση ενός νέου σχετικά σχήματος είναι άκρως θετικές. Το στήσιμό τους επάνω στη σκηνή δεν έδειχνε κάποια αμηχανία, είχαν καταπληκτικό δέσιμο και καθένας ήταν αφοσιωμένος στο ρόλο του, δουλεύοντας ταυτόχρονα όλοι μαζί για το σύνολο. Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω στην παρουσία της Βάνας, η οποία με εξέπληξε με το έντονο πάθος στην ερμηνεία της, την καθαρή άρθρωση, τη σωστή απόδοση της αγγλικής γλώσσας, τη θεατρική κινητικότητα και το επικοινωνιακό της χάρισμα. Όλοι τους, εκτός από εξαιρετικοί μουσικοί εκτελεστές είναι και καταρτισμένοι γνώστες της μουσικής, αφού δέχθηκαν να συζητήσουν μαζί μας για τα πάντα, ξεδιπλώνοντας πολύ όμορφες ιστορίες και εμπειρίες. Μάθαμε για τα αισιόδοξα μελλοντικά τους σχέδια, τα οποία προς το παρόν κρατάμε μυστικά, αφού δεν είναι ακόμα τίποτα σίγουρο, ενώ το ευχάριστο είναι ότι το ντεμπούτο θα επανακυκλοφορήσει, γιατί εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα και πολύς κόσμος δεν μπόρεσε να το αποκτήσει.
Αν δεν είχαμε και οι τρεις κάποιες υποχρεώσεις την επόμενη μέρα και αν ήταν παρόντες οι υπόλοιποι δύο φίλοι, το σίγουρο είναι ότι το ξημέρωμα θα μας έβρισκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και όχι στα σπίτια μας. Αυτό που αποκόμισα τη συγκεκριμένη βραδιά, είναι ότι η δύναμη της φιλίας και η ομορφιά της μουσικής, μας κάνει όλους να ξεχνιόμαστε από τις καθημερινές δυσκολίες και τα προσωπικά προβλήματα.