Συναυλιακός τουρισμός 2023. Πάρτ του.
Warpaint, Editors, Florence, Kim Gordon στο δεύτερο μέρος του... ηχοπορικού της Μαριάννας Βασιλείου
Το δεύτερο μέρος της καθόδου μου στην Αθήνα αφορά τέσσερα συγκροτήματα και τέσσερα λάιβ, με τέσσερις φωτογραφίες στο σύνολο και τέσσερις παραγράφους για το καθένα. Όσο μειώνονται τα ονόματα, μειώνεται και η ανάγκη για πολλές πληροφορίες – ας μείνουμε στη μουσική καλύτερα.
Warpaint - Πλατεία Νερού (Ejekt Festival) - 2 Ιουλίου 2023
Πρώτη φορά στην Ελλάδα οι Warpaint, και είχαν την ατυχία να παίξουν μέσα στη γκαΐλα του ελληνικού καλοκαιριού – με το που βγήκαν, να σου και μια λιποθυμία από τη ζέστη, με τα κορίτσια να μην ξεκινούν το σετ τους και να είναι έτοιμα να προσφέρουν κρύο νερό όπου χρειαζόταν. Το indie dream psychedelic pop ιδίωμά τους και οι στίχοι κομματιών όπως το “Love Is To Die” και το “New Song” θέλουν σκοτάδι. Έχασαν πολύ από αυτή τη συνθήκη οι Warpaint, χωρίς αυτό επ’ ουδενί λόγω να σημαίνει ότι το λάιβ τους ήταν κακό. Το ακριβώς αντίθετο, θα έλεγα.
Αν για κάτι αγαπώ τις Warpaint, αυτό είναι ο τρόπος που συνδυάζουν αρμονικά τις φωνές τους και τις δυο κιθάρες τους – το σήμα κατατεθέν τους, αν το καλοσκεφτείς. Πιο ναζιάρα, ψυχεδελική και γρεζάτη η Emily Kokal, πιο μπάσα, ροκ και αισθησιακή η Theresa Wayman. Μια Stella Mozgawa να σαρώνει στα ντραμς στο βάθος και μια Jenny Lee Lindberg να συμπληρώνει ενίοτε με το δυναμισμό του μπάσου και της φωνής της τις αρμονίες.
Η εμφάνισή τους ξεκινάει ήσυχα. Όχι υποτονικά, σε καμιά περίπτωση, αλλά ήσυχα. Εξελίσσεται και δυναμώνει σταδιακά, και καταλήγει να είναι κάτι πιο γρήγορο, πιο δυναμικό, πιο ολοκληρωμένο. Το οριακά disco “New Song”, ό, τι κοντινότερο έχουν βγάλει σε χιτ, που μιλάει και για έναν νέο έρωτα και για το γράψιμο ενός νέου τραγουδιού (μήπως τελικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα;) κάνει τη δουλειά του και βάζει όλο το κοινό να κουνηθεί - αν όχι και να χορέψει.
Πολύπλευρα ακούσματα, φινέτσα, συναίσθημα και σέξινες, επαγγελματισμός και διασκέδαση. Είθε με το καλό το χειμώνα να τις δούμε και σε κλειστό χώρο. Θα τους ταιριάζει και με το παραπάνω.
Editors - Πλατεία Νερού (Ejekt Festival) - 2 Ιουλίου 2023
Οι Editors έχουν γίνει οι Madrugada του ελληνικού κοινού – όλοι και όλες ντεμέκ τους σνομπάρουν, πλην όμως κατά βάθος γουστάρουν το “An End Has A Start” και χορεύουν το “Papillon” μέχρι λιποθυμίας. Κάτι σαν αυτό που κόντεψε να πάθει ο Tom Smith από τη ζέστη με τον άπειρο ιδρώτα με τον οποίο ίδρωσε - και με το παραπάνω! – τη φανέλα (το πουκάμισο έστω, εν προκειμένω). Το ίδιο μπορώ να πω και τους λοιπούς των Editors: σφιχτοί, δεμένοι, στιβαροί, αποδοτικοί, δυνατοί.
Με τον ήλιο να πέφτει λίγο επιτέλους – και με λιγότερο φως, πιο ταιριαστό με το dark indie τους – βγήκαν επί σκηνής σε πολύ μεγάλη φόρμα και με άπειρη όρεξη, έπαιξαν ένα δυνατό σετ που πέρασε από όλη τη δισκογραφία τους και υπενθύμισε γιατί ο Tom Smith είναι ένας από τους πλέον δυνατούς και εκφραστικούς ερμηνευτές της post punk αναβίωσης που αγαπήσαμε την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Πάντα μου έκαναν εντύπωση οι στίχοι των Editors: είναι σαν μικρά αποφθέγματα, που θα μπορούσαν να είναι χιλιοειπωμένα κλισέ. Αλλά δεν είναι, λόγω της εκφοράς του Smith και της δυναμικής των Editors. To “People are fragile things, you should know by now - be careful what you put them through” από το “Munich” και το “In the end all you can hope for, is the love you felt to equal the pain you've gone through” από το “Blood” είναι κανόνες ζωής – και τους ακούσαμε και τους δυο εκείνο το βράδυ.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, οι Editors ήταν η μοναδική αρσενική παρουσία που πρόλαβα να δω εκείνο το βράδυ, ανάμεσα στο ανεπιτήδευτο coolness των Warpaint και στον εξώκοσμο αέρα της Florence Welch. Κι έφεραν την αντρική ευαισθησία στο προσκήνιο, με εκείνον τον ντεμέκ δυναμισμό να προσπαθεί την κρύψει – και εν τέλει, αντί αυτού, να την αποκαλύπτει, γυμνή και απέριττη, μπροστά μας.
Εν τέλει και με δεδομένη την αγάπη μου στο post punk/dark indie, αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στους Interpol της 23ης Ιουνίου και στους Editors της 2ης Ιουλίου, σαφώς και θα διάλεγα τους δεύτερους. Κι ας μην έπαιξαν το “Smokers Outside The Hospital Doors”, με τον στίχο που αποτύπωσε τη ζωή μου για μεγάλο χρονικό διάστημα (“The saddest thing that I'd ever seen, were smokers outside the hospital doors”). Μου αρκεί το φρενήρες φινάλε με το “Papillon”: “Well that's quite enough for me, dear, we'll find our own way home somehow”. Μέχρι την άλλη φορά.
Florence + The Machine - Πλατεία Νερού (Ejekt Festival) - 2 Ιουλίου 2023
Φεβρουάριος του 2009, έναν αιώνα πριν, στη Shockwaves NME Awards Tour στo Λονδίνο. Στη σκηνή βρίσκονται οι White Lies και ο Harry McVeigh μας ανακοινώνει ότι στο “Unfinished Business” θα τους συνοδέψει η “Florence Welch, the greatest singer on this tour”. Στη σκηνή εμφανίζεται μια κοκκινομάλλα ζαλισμένη από το ποτό, με ένα βρακί κι ένα (λαμέ νομίζω) σακάκι μόνο, που ερμηνεύει το τραγούδι με έναν απίστευτο αέρα και στο τέλος κάνει stage diving, εντελώς χαλαρή και ακομπλεξάριστη. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούνιο του 2009 στην Τεχνόπολη, η Florence εμφανίζεται στην Τεχνόπολη στην Αθήνα, μαζί με τους The Machine. Φοράει ένα έξωμο ριχτό τσίτι και είναι λιώμα από αλκοόλ και ουσίες, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει από το να χτυπιέται και να τραγουδάει σαν να μην υπάρχει αύριο και να σκαρφαλώνει στις σκαλωσιές της σκηνής, με εμάς να τρέμουμε μην πέσει και γκρεμοτσακιστεί.
Τα θυμάμαι όλα αυτά στην Πλατεία Νερού, όσο συνοδεύω μετά από δεκατέσσερα χρόνια στις πρώτες σειρές της τρία τρελαμένα εικοσιτριάχρονα που αδημονούν να δουν τη Florence + The Machine, ωσάν την κουλ θεία που φέρνει τα ανίψια της σε συναυλίες και τις απολαμβάνει και η ίδια εξίσου. Τόνοι νερού έχουν κυλήσει από τότε στο αυλάκι. Η Florence είναι πλέον εννιά χρόνια καθαρή από αλκοόλ, κοντεύει τα 37 πλέον (αν και πάντα μεγαλοέδειχνε), στη σκηνή αντί για second hand ρούχα φοράει custom made αέρινα φορέματα των οίκων Gucci και The Vampire’s Wife και αντί να χτυπιέται ποζάρει, γνωρίζοντας ότι θα φωτογραφηθεί από άπειρα κινητά και θα ανεβεί σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η κοπέλα που επί σκηνής ήταν έρμαιο των συναισθημάτων της πλέον έχει μετατραπεί σε μια επαγγελματία show woman του υψίστου επιπέδου που θα μπορούσε να είναι πίνακας των προραφαηλιτών, αλλά κατάφερε να γίνει μια μάγισσα απευθύνεται σε ένα τεράστιο fan base που τη λατρεύει – κι αυτό μόνο για κακό δεν το λέω. Παίζει με 20.000 άτομα σαν μαριονέτες: κατεβαίνει ξυπόλητη δίπλα στο κοινό για τρία ολόκληρα κομμάτια μοιράζοντας αγκαλιές και φιλιά σαν αερικό, τη μια το διατάσσει να αφήσει τα κινητά στην άκρη και την άλλη να ανάψει τους φακούς των κινητών (και ούτε ένα άτομο δεν την παρακούει), την άλλη του ζητάει να γονατίσει (και εκείνο το κάνει πρόθυμα), το παρακαλεί να ανοίξει διάδρομο για να περάσει από αυτόν άτομο που έχει λιποθυμήσει από τη ζέστη και το ευχαριστεί “for taking care of each other”, ευχαριστεί δημόσια την Ελληνίδα μάνατζέρ της Χάννα Γιαννούλη, τρέχει πάνω κάτω στη σκηνή σε ένα αναγεννησιακό σκηνικό με κεριά και αράχνες που μου θυμίζει το δωμάτιο της Μις Χάβισαμ στις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς, δεν χάνει ούτε νότα, ζητάει ανθρωποθυσίες από το ακροατήριο (να ανεβάσουν κόσμο στους ώμους τους), χορεύει, χοροπηδάει, λέει ιστορίες (η τελευταία pro-covid συναυλία της ήταν στην Ελλάδα, όταν και χτύπησε τατουάζ με τη φράση “No Quiet”. Πού να ξέραμε τι θα ακολουθούσε σε μερικούς μήνες…), μας ζητάει να αγκαλιαστούμε μεταξύ μας μιας και το στερηθήκαμε τόσα χρόνια. Και τίποτα από αυτά δεν φαίνεται ψεύτικο ή στημένο, ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τουναντίον, το πλατύ και γλυκό μεν, ντροπαλό και τρυφερό δε, χαμόγελό της καταδεικνύει το ακριβώς αντίθετο.
Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία των υπερβολών περί παραλογισμού όσων δεν εκτιμούν ή δεν παραδέχονται τη Florence Welch ή να μπω σε άτοπες συγκρίσεις με ονόματα όπως η Kate Bush ή η Björk ή η Fiona Apple. Θα πω όμως ότι είναι πολύ της μοδός (και πολύ ελιτίστικο) να υποτιμούμε μουσικούς αξιόλογους και αξιόλογες, μόνο και μόνο γιατί έχουν πετύχει να διεισδύσουν στο mainstream και να ακούγονται και από ένα κοινό ετερόκλητο και ευρύ. Όποια άποψη και να έχει κάποιος ή κάποια για την ποιότητα, την εξέλιξη ή τις επιλογές της Florence, δεν μπορεί κανείς να μην της αναγνωρίσει τον επαγγελματισμό της, τον αέρα της επί σκηνής, τη σκηνική της παρουσία, την υπέροχη φωνή της και κυρίως το γεγονός ότι έχει δημιουργήσει και ερμηνεύσει σπουδαία κομμάτια (ιδίως το “Lungs” και το “Ceremonials” βρίθουν τέτοιων, και κρίμα που δεν ακούσαμε ζωντανά το “Blinding” ή το “Spectrum”).
Εν κατακλείδι, μια καλλιτέχνιδα που μπορεί (χωρίς ίχνος αλαζονείας, είναι πολύ σημαντικό) να συντονίσει και να μαγέψει 20.000 κυριολεκτικά άτομα είναι σπουδαία – κι αν βρίσκετε το γκλίτερ και τα λουλούδια στα μαλλιά γραφικά, θυμηθείτε ότι τέτοιες συναυλίες σαρωτικής ενέργειας δεν μπορούν να δώσουν πολλοί άλλοι και πολλές άλλες. Για αυτό, και την επόμενη φορά που θα έρθει, θα πάω πάλι να τη δω στην πρώτη σειρά (με ή χωρίς τρελαμένα εικοσιτριάχρονα πλάι μου).
Kim Gordon – Τεχνόπολη, 4 Ιουλίου 2023
Το μεγαλύτερο συναυλιακό μου απωθημένο δεν είναι άλλο από τους Sonic Youth. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, πρόκειται για το πλέον καθοριστικό ίσως σχήμα στην ιστορία. Όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν πολλούς και πολλές που ήρθαν μετά από αυτούς και για το γεγονός ότι έβγαλαν στο mainstream προσκήνιο όλο το underground: no wave, free jazz, noise, αυτοσχεδιασμός, avant garde, post punk, τα πάντα. Κυρίως όμως γιατί η Kim Gordon άνοιξε το δρόμο για όλες τις γυναίκες-μέλη συγκροτημάτων. Πριν από την Kim, οι γυναίκες στη μουσική ήταν κατά κύριο λόγο είτε σόλο καλλιτέχνιδες είτε μπροστάρισσες σε συγκροτήματα που τις συνόδευαν. Μετά την Kim, έγιναν ισότιμα και αυτοτελή μέλη ενός συνόλου, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Και πέραν αυτού, ανέδινε μια σεξουαλικότητα απολύτως αυτόνομη και ανεξάρτητη. Η Kim Gordon ήταν σέξι και ελκυστική με τους δικούς της όρους. Δεν υπήρχε προς τέρψιν του ανδρικού βλέμματος, υπήρχε για τη δική της προσωπική τέρψη – και όποιος ήθελε οπίσω της ελθείν, ελθέτω. Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος (δε θα κουραστώ ποτέ να λέω ότι αφού χώρισαν και η Kim με τον Thurston, όλες οι υπόλοιπες και όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουμε πια καμιά ελπίδα) είχα δει ζωντανά όλα τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος πλην της Kim Gordon. Πλέον είχε έρθει κι εμένα η ώρα μου να πάω και σε δική της συναυλία.
Ανεβαίνει στη σκηνή της Τεχνόπολης κάπου κατά τις 21.30, χωρίς support να ζεστάνει τον κόσμο των 600-700 ατόμων. Στο βάθος προβάλλονται σκηνές και πλάνα από road trips στην αμερικάνικη suburbia. Σαν να μην υπάρχουν, εδώ που τα λέμε, θα μπορούσαν και να λείπουν. Άλλωστε οι γυναίκες στην σκηνή τραβάνε τα βλέμματα και όχι οι προβολές. Η μπάντα της αποτελείται μόνο από γυναίκες - τη Sarah Register στην κιθάρα, την Camilla Charlesworth στο μπάσο και τη Madi Vog στα ντραμς. Η σοδειά του riot grrl κινήματος έχει πιάσει για τα καλά. Και η Kim, πάντα η ίδια παγωμένη χιτσκοκική ξανθιά, πλην όμως με λευκό φσνελάκι και μποτάκια αντί για στενά ταγιέρ. Κόβω το κεφάλι μου ότι το λαμέ ασημένιο σορτσάκι της είναι ακριβώς το ίδιο που φορούσε στο βίντεο κλιπ του “Kool Thing”. Το μόνο που δείχνει τα 33 χρόνια που πέρασαν από τότε είναι το δέρμα και οι φλέβες στους πήχεις της.
Η συναυλία κρατάει μια ώρα και κάτι ψιλά. Περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά κομμάτια από τον πρώτο σόλο δίσκο της, το “No Home Record”. Και εννοείται ότι δεν παίζει κανένα από τα κομμάτια των Sonic Youth. Δεν το περίμενα άλλωστε, δεν πιστεύω ότι την ενδιαφέρει πια. Άλλοτε με το μικρόφωνο μόνο, άλλοτε με τη συνοδεία της κιθάρας της (την οποία στο φινάλε την ταλαντεύει και τη φέρνει σε επαφή με τους ενισχυτές δημιουργώντας το απαραίτητο και αναγκαίο distortion), ερμηνεύει με την μπάσα, αποστασιοποιημένη φωνή της (αν και είναι συχνά θαμμένη κάτω από τη μουσική της συναυλίας), διασκευάζει το “Blonde Red Head” των DNA, δεν φλυαρεί και δεν κάνει κοιλιά πουθενά, παίζει ένα καινούριο κομμάτι (στη setlist που κατάφερα να αρπάξω υπάρχει μια χειρόγραφη προσθήκη με τίτλο “Improv Song”), κλείνει με το “Grass Jeans” (γραμμένο για τη δημοκρατία και για τις επιθέσεις στην τεχνητή διακοπή της κύησης στην Αμερική), παίρνει το ρίσκο να μην επαναπαυθεί στην εύκολη αποδοχή των Sonic Youth (και μόνο το ριφ του “Little Trouble Girl” ή του “My Friend Goo” να έπαιζε, θα είχε καεί όλη η Τεχνόπολη) και να πει στο κοινό ότι «εγώ αυτό κάνω πλέον μουσικά, take it or leave it». Ένας ακόμα λόγος για το πόσο γενναία (εκτός από σπουδαία) είναι αυτή η γυναίκα.
Φεύγοντας, σκέφτομαι πόσο θαύμαζα αυτή τη γυναίκα όσο ήμουν έφηβη. Συνεχίζω να τη θαυμάζω, απλά και για άλλους λόγους. Επιβλητική, λιγνή, αυστηρή, γοητευτική, κυρίαρχος της σκηνής, απροσποίητη, ίνδαλμα, icon, Θεά(ρα), ντίβα. Όπως και να την πεις, μέσα θα πέσεις. Είναι 70 χρονών και βάζει κάτω ένα σωρό καλλιτέχνιδες με τα μισά της χρόνια (ή και λιγότερα ακόμα) με χαρακτηριστική άνεση και χωρίς να προσπαθήσει καν. Δεν είναι “a girl in a band”, είναι μια καθ’ όλα ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα, που μεταξύ άλλων, παίζει και μουσική. Τη δική της πια μουσική. Δεν είναι απλώς “kool thing”, είναι “the koolest of the kool things”. And she did liberate us girls from the male white corporate oppression – στη μουσική τουλάχιστον. Κι αυτό είναι υπέρ το δέον αρκετό.
(Οι φωτογραφίες από το Ejekt είναι του Τάσου Βαφειάδη και από τη συναυλία της Kim Gordon της γράφουσας).