Tania Giannouli Trio
H τζαζ (ανεξαρτήτως) τεχνοτροπίας ζει και αναπνέει στην σκηνή. Μια συναυλία που ήταν (χαμένη) ευκαιρία για το αθηναϊκό κοινό να δει και να ακούσει σε αυτή το δισκογραφικά επιτυχημένο αυτό σχήμα. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Το μουσικό σύνολο της βραδιάς (Τάνια Γιαννούλη στο πιάνο, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος στην τρομπέτα και Κυριάκος Ταπάκης στο ούτι) ανέβηκε στη σκηνή του Παρνασσού στις 9 και 17 λεπτά, συνεπής στο ραντεβού των 9 μ.μ. που είχε αναγγείλει η αφίσα της συναυλίας.
Η τριάδα αυτή έχει δοκιμαστεί πια και σε δίσκο, δεν είναι μόνο συναυλιακή η συνύπαρξη τους, το «In Fading Light» του 2020 στη νεοζηλανδική (και πάντα ανήσυχη) Rattle έχει πιστοποιήσει πολλαπλώς τον επιτυχημένο συγκερασμό ήχων που θα γευτεί κάποιος που θα παραστεί σε συναυλία τους. Η πρώτη εντός των συνόρων μετά από τρία χρόνια συναυλία της Τάνιας Γιαννούλη είχε τρανές αποδείξεις αυτής της αυτοπεποίθησης που έχει χτίσει η μεταξύ τους μουσική σχέση. Ο αυτοσχεδιασμός που διαμείβεται επί σκηνής μεταξύ τους δεν έχει κενά σημεία μήτε αμηχανίες. Την ίδια στιγμή υπάρχουν φάροι και σημαδούρες με φράσεις (ειδικότερα από τη Γιαννούλη και τον Πολυζωγόπουλο) που κλείνουν ή ανοίγουν πεδία θεματικών με φράσεις κλειδιά, ευδιάκριτες στο προσεχτικό αυτί, ακόμα και αν δεν είναι εξοικειωμένο με την δισκογραφία τους. Η Τάνια Γιαννούλη πρέπει να σημειωθεί ότι έχει θαυμάσιες δυναμικές στο παίξιμο της. Αρνείται, πεισματικά τολμώ να πω, να ταυτίσει τον αυτοσχεδιασμό (ακόμα και όταν προχωρεί επί σκηνής σε πείραγμα των χορδών με διάφορους τρόπου) με το μονότονα δυνατό παίξιμο. Αντίθετα, η τεχνική αλλά και η οπτική της επιτρέπουν στην Γιαννούλη να κινείται πολυσήμαντα πάνω στο κλαβιέ. Ο Πολυζωγόπουλος (χρήστης αρκετές φορές και της σουρντίνας μέσα στις συνθέσεις) πιστώνεται μία πλήρη έλλειψη βερμπαλισμού και μαξιμαλισμού στον τρόπο που κινείται μέσα και έξω από τις νότες που οι υπόλοιποι δύο του σχήματος ποιούν, ενώ σωστό είναι να σημειωθεί ότι είχε μία εξαιρετική έμπνευση στο να εγχαράξει κάποια στιγμή ένα πέρασμα από προπολεμική jazz χροιά στην τρομπέτα του κάτι που έδωσε έναν αρκούντως παιχνιδιάρικο αέρα στη μουσική του σχήματος. Ο Κυριάκος Ταπάκης όπως απέδειξε και στο live δεν πέφτει στην εύκολη λύση (και παγίδα) ενός χειριστή παραδοσιακού οργάνου (ανά)μεσα σε jazz περιβάλλοντα, τουτέστιν να προσθέτει πινελιές μίας λαθεμένης ανάγνωσης της παραδοσιακής μουσικής σε σύμπραξη με τις 6ες και 7ες μίας jazz ενορχήστρωσης. Υπήρχαν φορές που εξέπεμπε τον ήχο του εγχόρδου χωρίς τη χροιά που μεταφέρει η Ανατολή που βρίσκεται πίσω από ούτι, κινούμενος αποκλειστικά προς την εξυπηρέτηση του εκάστοτε κλίματος.
Συνολικά λοιπόν όπως γίνεται αντιληπτό ήταν μία συναυλία απόλυτα δημιουργικής και διόλου δυσλειτουργικής αυτοσχεδιαστικής μουσικής με τη βάση της να μη βρίσκεται μόνο στην jazz (με βαρύνουσα την κεντροευρωπαϊκή αν όχι σκανδιναβική σχολή) αλλά και με ηχοχρώματα ελληνικής (ναι, ελληνικής), ανατολίτικης όσο και neoclassical και με κάποια υποδόρια ψήγματα contemporary να μπλέκονται με ικανό τρόπο και από τους τρεις πρωταγωνιστές.
Είναι απορίας άξιο το πώς και γιατί δεν τίμησαν τη βραδιά πολύ Αθηναίοι από εκείνους κόπτονται και ράβονται για την jazz και τον αυτοσχεδιασμό καθημερινώς στο facebook και όταν τρεις καταξιωμένοι (ΚΑΙ στο εξωτερικό) Έλληνες μουσικοί παρουσιάζουν με εμβρίθεια την τέχνη τους σε έναν απόλυτα ταιριαστό χώρο, με σωστό σε επίπεδο τιμής εισιτήριο και μία λίαν «εμπορική» ημέρα. Στην αίθουσα του Παρνασσού δυστυχώς δεν ήμασταν πάνω από 100-110 άτομα.
Φωτογραφίες: Savvas Lazaridis