Tauron Nowa Muzyka Festiwal 2015
Ανταπόκριση του Άρη Μπούρα από το φεστιβάλ στο οποίο εμφανίστηκαν οι Apparat, Kate Tempest, Nils Frahm, Autechre, Ghostpoet, Jamie Woon, The Juan Maclean, Kiasmos, Jeff Mills & NOSPR κ.α.
Opening Concert - 1st Day
(Apparat, Kate Tempest, Vessels, Fatima, Nils Frahm, Autechre, Sherwood & Pinch...)
Ελλάδα. Αύγουστος 2015. Επιστροφή από φεστιβάλ του εξωτερικού και συναυλίες περιστοιχισμένες από διαφορετικές εικόνες, γλώσσες, μυρωδιές, μπίρες κι εδέσματα. Εδώ και 5-6 χρόνια μαζεύω οβολό τον οβολό για να αποκοπώ, έστω για λίγο, από την δυσφορία που ενυπάρχει από το 2009 στη χώρα, μα κάθε φορά η επιστροφή με βρίσκει μ' ακόμη πιο τραγελαφικές καταστάσεις. Αυτή τη φορά έχουμε εκλογές, πάλι. Αδιαφορώ. Μαζεύω ότι memorabilia έχει ξεμείνει στη βαλίτσα, πετώ τ' άπλυτα στο πλυντήριο, βάζω ένα σφινάκι wotka με γεύση βατόμουρο. Τοποθετώ τους δίσκους και τα cd από καλλιτέχνες και παραγωγούς που μάζεψα από την πάλαι ποτέ κομμουνιστική χώρα. Οι Kixnare και Noon παίζουν ωραία ηλεκτρονική μουσική. Τσεκάρετέ τους.
Πολωνία. Αύγουστος 2015. Μια χώρα που παντρεύει εξαίσια το σοσιαλιστικό της παρελθόν με το νέο. Ορισμένες φορές άκομψα, αλλά και πάλι με ενδιαφέρον. Είναι όμορφη, οι πόλεις της έχουν ζωντάνια και ηρεμία ταυτόχρονα, γωνιές με εξαιρετικά όμορφες εικόνες, πράσινο, καθαριότητα και κομψότητα. Απάτητη ακόμη από τον πολύ τουρισμό (αν εξαιρέσεις την Κρακοβία), αρκετά φτηνή καθότι χρησιμοποιεί το δικό της τοπικό νόμισμα (ζλότι), παρότι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Κατοβίτσε (οι φίλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης θα το θυμούνται καλά από τη χρονιά του '94) φιλοξενεί δυο μουσικά φεστιβάλ τον Αύγουστο. Το Off Festival, στις αρχές του μήνα, το οποίο είναι outdoor και εστιάζει στην indie και rock μουσική κομματάκι παραπάνω, και το Nowa Muzyka, που λαμβάνει χώρα στα τέλη του μήνα, και είναι κατά βάση indoor και προσανατολισμένο περισσότερο στον ηλεκτρονικό ήχο και τις νέες μουσικές τάσεις. Έχει βραβευτεί μάλιστα κατά το παρελθόν ως το καλύτερο μικρό φεστιβάλ της Ευρώπης.
Ο χώρος όπου πραγματοποιείται το φεστιβάλ βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, η πρόσβαση είναι εύκολη. H ευρύτερη περιοχή είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, ανάμεσα σε αυτοκινητόδρομους, γέφυρες, πύργους, ουρανοξύστες, την αρένα Spodek που μοιάζει με τεράστιο UFO που μόλις προσγειώθηκε στο έδαφος, την μεγαλοπρεπή σάλα της συμφωνικής ορχήστρας της Πολωνίας, αλλά και το νέο μουσείο Slaskie, με τα υπέροχα γυάλινα κτίριά του να είναι διασκορπισμένα ανάμεσα στα πάλαι ποτέ ανθρακωρυχεία και τις αποθήκες της περιοχής. Το Κατοβίτσε άλλωστε είναι μια βιομηχανική πόλη, που φημίζεται για την ευημερία της χάρη στα μεγάλα αποθέματα ορυκτών που κείτονταν στο υπέδαφος των κοντινών βουνών.
Το φεστιβάλ αποτελείται ουσιαστικά από δυο ημέρες (21-22/08), με μια έξτρα εναρκτήρια συναυλία στις 20 Αυγούστου, αλλά και μια ακόμη στις 23 Αυγούστου, για το κλείσιμο του φεστιβάλ, στην συναυλιακή σάλα της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας. Ο Apparat από την γειτονική Γερμανία κάνει το εναρκτήριο λάκτισμα, με 35΄ καθυστέρηση (δεν είναι τελικά αποκλειστικά μόνον "ελληνικό προνόμιο") και μια μπάντα προσαρμοσμένη στο χώρο της αν μη τι άλλο εντυπωσιακής αίθουσας. Έξι άτομα επί σκηνής, με λίγα έγχορδα, κρουστά, πλήκτρα, αλλά και όλα τα σύγχρονα γκάντζετ γύρω από τα macbook. Η ατμόσφαιρα είναι όμορφη, κατανυκτική, αλλά αισθάνομαι πως κάτι λείπει. Νομίζω πως πριν από καμιά δεκαριά χρόνια στο Reworks Festival τον είχα απολαύσει περισσότερο, σε εκείνη τη θεοσκότεινη κι ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του Μύλου Θεσσαλονίκης, όπου εμφανίστηκε μόνος με τα μηχανήματά του. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι φορές όπου το πάθος υπερτερεί της επαγγελματικής τελειότητας.
Παρασκευή, 21 Αυγούστου. Η βρετανίδα Kate Tempest είναι το πρώτο όνομα που επιθυμώ θερμά να δω live, καθώς και το πρώτο που ανοίγει την κεντρική σκηνή. Και τι σκηνή! Μια τεράστια αίθουσα, ηχομονωτικά αποκομμένη από τον έξω κόσμο, σ' ένα υπερσύγχρονο κτίριο. Το μόνο αρνητικό στοιχείο, ότι είναι κάπως μακριά από τον υπόλοιπο χώρο του φεστιβάλ, πράγμα που σημαίνει αρκετό περπάτημα και χαμένα λεπτά μέχρι το επόμενο επιθυμητό gig. Η νεαρή ράπερ, που προσφάτως ενσωματώθηκε στην οικογένεια της Ninja Tune, εισέρχεται στη σκηνή λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, συνοδεία μιας μουσικού στα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά, καθώς κι ενός ντράμερ. Ελαφρώς γεματούλα κι απλοϊκά ντυμένη, απέχει παρασάγγης από την τυπική έννοια μιας σταρ επί σκηνής, αλλά ποσώς μας απασχολεί. Η ροή του λόγου της είναι απολαυστική, η μουσική της παρουσία εξαιρετική, με τα τραγούδια της να έχουν κάτι να πουν. Ο κόσμος φαίνεται να ακολουθεί αυθόρμητα το ρυθμό της.
Η συνέχεια μας βρίσκει στο επόμενο stage (το οποίο καλύπτεται από μια μεγάλη λευκή τέντα), το δεύτερο ουσιαστικά από άποψη δυναμικής, και πιο συγκεκριμένα αυτό όπου φιλοξενεί τον μεγαλύτερο ίσως όγκο ονομάτων βαρύνουσας - ας πούμε - σημασίας. Οι φερέλπιδες Vessels από το Leeds της Αγγλίας (χώρα η οποία μαζί με Γερμανία και Πολωνία μονοπωλούν το φεστιβάλ) έρχονται να παρουσιάσουν το νέο τρίτο τους άλμπουμ, ένα μείγμα post-rock και ηλεκτρονικής μουσικής που στιγμές μου θύμισε τον Caribou και στιγμές τους Mogwai. Synthesizers, ντραμς, κιθάρες, με πέντε άτομα επί σκηνής να παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον σετ, αλλά τίποτα εξωπραγματικό ή πρωτοποριακό.
Στον πηγαιμό από το ένα stage στο άλλο υπάρχει ένα μικρό υπέροχο αμφιθεατράκι που φιλοξενεί τοπικές μπάντες, οπότε θαρρώ πως αξίζει, με αφορμή και μόνο τον χώρο, να παρευρεθεί κανείς εκεί έστω για λίγο. Το συγκρότημα Cosovel από την Βαρσοβία αποτελείται από πέντε σχετικά πιτσιρικάδες, με την τραγουδίστρια να φέρνει λίγο σε πρώιμη Bjork και λίγο στην Karin Andersson των The Knife. Λίγο post punk, λίγο gothic rock, λίγο κάτι τσιρίδες, αλλά ως εκεί. Τίποτα ιδιαίτερο μουσικά, με την Πολωνική γλώσσα να δυσκολεύει εξίσου την αφοσίωσή σου.
Η Fatima με την μπάντα της είναι η επόμενη στάση. Από τα ελπιδοφόρα ονόματα στη βρετανική soul και τη nu-jazz, συνεργάτιδα του Floating Points, κυκλοφόρησε ένα ευάρεστο άλμπουμ το 2014. Η φωνή της είναι όμορφη, η μπάντα ακολουθεί στρωτά, αλλά δεν προκαλεί ιδιαίτερες δονήσεις στο χώρο, που είναι μισογεμάτος. Είναι ικανοποιητική στο να συνοδεύσει την Πολωνική σου μπίρα για μερικά λεπτά, όμως ο Αμερικανός Eskmo ετοιμάζεται να βγει στην άλλη πλευρά, κι έχουμε ποδαρόδρομο.
Ο Eskmo δε μου κέντρισε εξίσου το ενδιαφέρον. Αρκετά φλύαρος, με πολύ κόσμο μπροστά του, πότε χτυπούσε κάτι κλαπατσίμπαλα λουπάροντάς τα, πότε πατούσε τα πλήκτρα ποζάτος, τα οποία βλέπανε προς τη μεριά του κοινού. Ο ήχος του, ένα μείγμα electronica, techno και dubstep, έχει τις καλές στιγμές του, είναι αρκετά σκοτεινός, αλλά μεταξύ μας δεν έχει και πολλή ουσία.
Το επόμενο όνομα, η ανακοίνωση του οποίου ουσιαστικά κλείδωσε την παρουσία μου στο φεστιβάλ, είναι αυτό του Nils Frahm. Παραγωγικότατος, εξαιρετικά ταλαντούχος και με ένα αριστουργηματικό άλμπουμ το 2013, παντρεύει θεσπέσια την κλασική μουσική με την ηλεκτρονική. Και προφανώς live προκαλεί ακόμη πιο έντονα συναισθήματα. Σεμνός και χαμογελαστός, σε ένα σχεδόν κατάμεστο main stage, εισέρχεται και κάθεται ανάμεσα στα υπερ-μηχανήματά του, το πιάνο, την κονσόλα και τα synthesizer του, ξεδιπλώνοντας αβίαστα την ευφυή προσωπικότητα και το πηγαίο του ταλέντο. Ακούραστος και υπερ-δραστήριος, άλλοτε με παύσεις κι άλλοτε με περισσότερο ρυθμό απ' ότι περίμενα, χρησιμοποιεί συνεχώς και τα δυο του χέρια, παρουσιάζοντας ένα σετ κομματιών που στηρίζεται κατά βάση στο "Spaces". Κι εκεί κάπου προς το τέλος, στο άκουσμα του "Says", τα ρίγη έρχονται απανωτά, ο κόσμος επευφημεί μαγεμένος έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς του αιώνα που διανύουμε.
Μεθυσμένοι περισσότερο από την ατμόσφαιρα του Nils Frahm και λιγότερο από τις "λαθραίες" βότκες, οδηγούμαστε προς τη σκηνή όπου το φαινόμενο Doppler βρίσκεται ήδη σε διαρκή κίνηση. Το μυστηριώδες ντουέτο των Doppleleffekt από το Detroit βρίσκεται επί σκηνής στα μισά περίπου του σετ του, με καλυμμένα τα πρόσωπα κι ένα κατάμεστο stage να απλώνεται μπροστά τους. Ο ήχος είναι τραχύς και συνάμα θερμός, πρώιμη electro και πειραγμένη techno δονούν το χώρο. Λίγο όμως το γουργουρητό στο στομάχι, λίγο τα τεχνικά προβλήματα που φέρνανε σε αμηχανία το σχήμα, μας οδήγησαν αγκαλιά με τους Πολωνικούς μεζέδες και τα φημισμένα pierogi.
Την Ala Wala ομολογώ πως δεν την είχα συμπεριλάβει στο προσωπικό μου πρόγραμμα. Λίγο όμως η ενδιαφέρουσα σκηνική της παρουσία, λίγο τα εδέσματα που περιφέρονταν κοντά στο stage όπου εμφανιζόταν, σε έναν από τους όμορφα διαμορφωμένους χώρους ώστε να καλύπτονται οι γαστρονομικές ανάγκες των επισκεπτών, με κράτησαν σχεδόν σε ολόκληρο το σετ της. Φανταστείτε έναν αχταρμά που περιλαμβάνει Nelly Furtado, Diplo, MIA, αλλά και τους Πορτογάλους Buraka Som Sistema, με τους οποίους άλλωστε συνεργάζεται κιόλας. Gansta rap, electro, funk, dubstep και τροπικές πινελιές από την Ινδία, σ' ένα διασκεδαστικό πακέτο κομματιών όπου ο κόσμος φαίνεται να περνάει καλά. Αναλογιζόμενος δε και το μέτριο live του Tyler The Creator, όπως μου μετέφεραν τα καρντάσια που συναντήσαμε από τη Θεσσαλονίκη, τότε δεν έχω κανένα λόγο να δυσανασχετώ για την επιλογή μου.
Τους Autechre δεν έτυχε ποτέ να τους δω live στη ζωή μου. Μυθικές μορφές κι ένα από τα σημαντικότερα ονόματα στο χώρο της πειραματικής - κι όχι μόνο - ηλεκτρονικής μουσικής. Τη φοβόμουνα λίγο τη ζωντανή εμφάνισή τους για να είμαι ειλικρινής. Πόσο άραγε θα αντέξουμε, πώς θα αποτυπωθεί η μουσική τους επάνω στη σκηνή; Η είσοδος στο χώρο, που είναι σχεδόν κατάμεστος από κόσμο, τους βρίσκει μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Οι βόμβοι, τα πειραγμένα synth και τα υπόκωφα beat γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Ο ήχος είναι κρυστάλλινος, δυνατός, η μυσταγωγία ξεκινά και δεν υπάρχει γυρισμός. Ο ρυθμός εναλλάσσεται διαρκώς, κάποια προσπαθούν μάταια ν' ακολουθήσουν μια σταθερή παλινδρομική κίνηση. Οι δονήσεις και οι εντάσεις σε αφήνουν επίγευση μια ιδιαίτερα ξεχωριστή εμπειρία.
Η συνέχεια ομολογώ πως άρχισε να δυσκολεύει, με το επόμενο live να φέρνει μια θρυλική προσωπικότητα της βρετανικής dub και του Τζαμαϊκανού ήχου, δίπλα σ' ένα από τα ιδιαίτερα ονόματα της νεο-dubstep σκηνής στην Αγγλία. Οι Adrian Sherwood & Pinch μεταφέρουν την πρόσφατή τους συνεργασία επί σκηνής, ο ήχος τους είναι ιδιαίτερος, παντρεύοντας δημιουργικά δυο διαφορετικές σχολές (με αρκετά όμως κοινά στοιχεία). Τα πόδια όμως βαραίνουν, τα πρώτα σημάδια κούρασης δείχνουν σιγά σιγά το δρόμο προς την έξοδο. Τα απανωτά, καταιγιστικά beat του νεαρού Objekt στο βάθος της άλλης σκηνής, δε στέκουν αρκετά ώστε να μας κρατήσουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες που θα εμφανιζόταν η Ellen Allien.
2nd Day - Closing Concert
(Rhye, Ghostpoet, Jamie Woon, The Juan Maclean, Kiasmos, Jeff Mills & NOSPR...)
Σάββατο, 22 Αυγούστου. Η επόμενη μέρα μας βρίσκει λίγο μετά τις εφτά το απόγευμα απέναντι από ένα τοπικό συγκρότημα, που ζεσταίνει όμορφα το χώρο με τις μελωδίες του, φέρνοντας στο νου τη σκοτεινή πλευρά των 80's και συγκροτήματα όπως οι Cocteau Twins. Τριμελές συγκρότημα οι Krόl, τραγουδάνε στα Πολωνικά και εμφανίζονται στη σκηνή με κιθάρες, μπάσο, ντραμς, καθώς και κάποια ηλεκτρονικά στοιχεία. Η επικείμενη όμως εμφάνιση των Rhye στην κεντρική σκηνή, των οποίων συμπάθησα αρκετά το "Woman" που κυκλοφόρησαν το 2013, μας έστειλε γρήγορα στο χώρο του merchandise, ώστε να βρεθούμε μετέπειτα εγκαίρως μπροστά από το συγκρότημα που εδρεύει στο Λος Άντζελες.
Το ντουέτο των Milosh και Robin Hannibal μπορεί να βρίσκεται στην Καλιφόρνια, ενέχει όμως αρκετά στοιχεία που ταιριάζουν στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα κι ατμόσφαιρα (άλλωστε έχουνε ζήσει αμφότεροι για αρκετά χρόνια σε ευρωπαϊκά εδάφη). Λεπτεπίλεπτες μελωδίες, όμορφα φωνητικά, ποπ ευαισθησία. Οι Rhye ανέρχονται με πλήρη μπάντα (έγχορδα, μπάσο, τρομπόνι, τύμπανα, πλήκτρα) κι ομολογώ πως είναι απολαυστικοί, παρότι φοβόμουν αρκετά το γλυκόπικρο των συνθέσεών τους και πώς αυτές θα μεταφερθούν στη σκηνή. Φλερτάρουν με την jazz και την r&b, τα όργανα τζαμάρουν με την αψεγάδιαστη φωνή του Milosh, ο κόσμος φαίνεται να αγαπάει τα τραγούδια τους.
Τον Kwabs τον έμαθα λίγες ημέρες πριν από το ταξίδι στην Πολωνία. Λονδρέζος με ρίζες στην Γκάνα, μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, συνδυάζοντας την soul και τη jazz με διακριτικά ηλεκτρονικά στοιχεία, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι αρκετά pop για τα γούστα μου. Και φυσικά αυτό βγαίνει παραέξω και στο live. Είναι φανερό πως πηγαίνουμε για μεγάλα πράγματα, στάδια κι άλλα παρεμφερή. Πλήρης μπάντα, με έξτρα φωνητικά, σκηνική παρουσία και attitude που έφερε στο μυαλό μου την γλυκανάλατη φορές ποπ των 80's, όχι τόσο μουσικά, όσο γηπεδικά. Λυπάμαι αλλά η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι γλυκερή.
Η συναυλία της ημέρας είναι δίχως δεύτερη σκέψη αυτή του Ghostpoet. Μ' ένα εξαιρετικό νέο άλμπουμ, το "Shedding Skin", άλλα και δυο εξίσου συναρπαστικά στο κοντινό παρελθόν, εμφανίζεται στη σκηνή συνοδεία τεσσάρων ακόμη μαυροφορεμένων μουσικών. Συγκλονιστική περσόνα, με βαθιά φωνή που σε αρπάζει μονομιάς, επιδίδεται σε ένα ανελέητο ξέσπασμα συναισθημάτων που φέρνει στο μυαλό τις καλύτερες στιγμές του Tricky. Αστικά blues, hip hop, post punk και electronica σε ένα δυναμικό σετ τραγουδιών που κράτησε τον κόσμο αποσβολωμένο για μια ολόκληρη ώρα, σε έναν ασφυκτικά γεμάτο χώρο.
Εάν ο Ghostpoet ήταν η αποκάλυψη της ημέρας, τότε σίγουρα ο Jamie Woon ήταν η απογοήτευση. Παρότι διαθέτει και τη φωνή, αλλά και τα τραγούδια για ένα εξαιρετικό show, καταφέρνει να αδειάσει το χώρο στα μισά σχεδόν της εμφάνισής του. Έλλειψη αυτοπεποίθησης, μέτρια στιγμές χρήση της φωνής του, άνευρες εκτελέσεις, εκλιπαρώ μέσα μου να σώσει τη βραδιά έστω και την τελευταία στιγμή αλλά μάταια. Φεύγουμε τρέχοντας μ' ένα μεγάλο κρίμα να αιωρείται πλάι στις μακρινές μελωδίες του "Lady Luck", για να προλάβουμε την έξοδο των Juan MacLean!
Οι Juan MacLean, σχήμα ουσιαστικά του John MacLean κι ένα από τα σπουδαιότερα ονόματα της νεοϋορκέζικης DFA, βγαίνουν στη σκηνή τετράδα, με τη φωνή της Nancy Whang να σαρώνει στο πέρασμα. Σύγχρονη ιέρεια της nu-disco, φαντάζει ως άλλη Yoko Ono των ημερών, ξεσηκώνοντας το πολυπληθές κοινό, το οποίο ακολουθεί εξ αρχής το ρυθμό του σχήματος. Οι Juan MacLean διαθέτουν τις οικίες μελωδίες, τις καλές συνθέσεις, αλλά και την ρυθμική ακολουθία που θα ξεπατώσουν τον κόσμο στο χορό. Κλείνουν το σετ τους με το "Happy House", σ' ένα χαοτικό καταιγισμό χρωμάτων και ήχων.
Η ώρα έχει πάει δυο τη νύχτα, η πείνα έχει χτυπήσει κόκκινο, κι όσο κι αν κοπανιέται ο κόσμος στο stage της Red Bull Music Academy από τις μουσικές του Robag Wruhme (που ομολογώ πως έχει μια όμορφη διακύμανση στο dj set του), η επιλογή είναι μια, Zapiekanka! Ακούγεται ως συγκρότημα αλλά δεν είναι. Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη γαστρονομική επιλογή των νέων στη χώρα (βλέπε και french-bread pizzas) κι αναγνωρίζω πως είναι εξίσου απολαυστική με τους Juan MacLean (ίσως και περισσότερο). Στο βάθος στέκεται όμορφα μια ακόμη μικρή σκηνή, μπροστά από τα εγκαταλειμμένα κτίρια των ανθρακωρυχείων, η οποία φιλοξενεί κυρίως νέους παραγωγούς και djs από Πολωνία, Τσεχία και Ουγγαρία.
Ένα ακόμη όνομα που επιθυμούσα διακαώς να ακούσω στο φεστιβάλ ήταν αυτό των Kiasmos από την Ισλανδία. Με το ντουέτο να έχει κυκλοφορήσει ένα υπέροχο μελωδικό άλμπουμ το 2014, έχοντας - ανέλπιστα ίσως - τεράστια επιτυχία σε κοινό και κριτικούς. Ο κόσμος είναι πολύς παρά το προχωρημένο της ώρας, οι νεαροί Olafur Arnalds και Janus Rasmussen δείχνουν να μην πιστεύουν το μεγάλο πλήθος που απλώνεται μπροστά τους, αναπηδώντας συνεχώς με ευδιάκριτη χαρά και ειλικρίνεια, τις στιγμές όπου απομακρύνονται από τα κουμπάκια και τα laptop τους. Περισσότερο επιθετικοί και λιγότερο εγκεφαλικοί, επιδίδονται σε ένα καταιγιστικό σύνολο κομματιών, κλείνοντας τη βραδιά τους με τη ανατριχιαστική βιαιότητα του "Bent". Η επόμενη επιλογή που ακούει στο όνομα DJ Koze ακούγεται αρκετά υποσχόμενη, αλλά εξίσου υποσχόμενο φαντάζει και το απαλό στρώμα του ξενοδοχείο.
Κυριακή, 23 Αυγούστου. Η σύμπραξη του Jeff Mills με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα στο Κατοβίτσε, στάθηκε δελεαστική από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης των ονομάτων του φεστιβάλ. Δεν συναντάς παρόμοιες συνεργασίες συχνά, πόσο μάλλον στην Ελλάδα. Και πώς μπορεί άραγε να συνυπάρξει μια μυθική μορφή της χορευτικής μουσικής κι ένα από τα κορυφαία ονόματα της techno σκηνής που ξεπήδησε από το Ντιτρόιτ, με μια συμφωνική ορχήστρα, σε έναν χώρο μάλιστα που απέχει κατά πολύ από τα νυχτερινά club που λίγο πολύ όλοι τον έχουμε συνδέσει; Η διακριτική σύντομη ομιλία του Jeff Mills λίγο πριν από το κονσέρτο, έδινε γλαφυρά τους λόγους που τον οδήγησαν σε ένα τέτοιο εγχείρημα, και το τελικό αποτέλεσμα θεωρώ πως μάλλον τον δικαιώνει, παρουσιάζοντας ένα απολύτως ενδιαφέρον πάντρεμα δυο διαφορετικών σχολών. Η διακριτική του συμμετοχή στις πρώτες συνθέσεις, πλάι σε μια εξαίρετη ορχήστρα μουσικών, η οποία ξεδιπλώνει εμπνευσμένα και γρήγορα τα κομμάτια, έρχεται ίσως διστακτική, πράγμα που δε με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Όσο περισσότερο ακούγεται το beat και τα ηλεκτρονικά στοιχεία με το πέρας της συναυλίας, τόσο πιο εντυπωσιακά στέκει το τελικό αποτέλεσμα, με τον κόσμο να ξεσπά σε συνεχή χειροκροτήματα. Τα κύματα μουσικής δείχνουν να έχουν καταλυτική επίδραση στο χώρο, η ενθύμηση της μουσικής σπουδαιότητας ανεξάρτητα από το είδος της, χρωματίζει τα εσώψυχα όλων, χαρίζοντας χαμόγελα κατά την έξοδό μας από το κτίριο.