Ten Years of All Tomorrow's Parties - Day 3
Του Στέφανου Μοναστηρίδη
Η τρίτη και τελευταία μέρα του φεστιβάλ, άρχισε με το μουσικό όχημα του μεγαλοφυούς Steve Albini, τους Shellac. Τίποτα δεν βγάζει νόημα με αυτή την μπάντα. Ο καλύτερος χαρακτηρισμός που μπορεί να υπάρξει για την μουσική τους είναι νομίζω το "αυτιστικό rock". Στίχοι που δεν βγάζουν νόημα, δηλώσεις και συνεντεύξεις που δεν βγάζουν νόημα... Πέρα από το επικοινωνιακό κομμάτι, ενώ είναι ένα κλασσικό σχήμα μπάσο - κιθάρας - ντραμς, με τον Albini πιο πολύ να απαγγέλλει παρά να τραγουδά, έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό ήχο που εύκολα σε "κολλάει". Θαμώνες των ATP, ίσως και με εμφανίσεις μόνο σε διοργανώσεις του φεστιβάλ, αποτελούν εγγύηση εναλλακτικού εναλλακτικού rock. Στιγμιότυπο το κωμικό φινάλε, όταν το κάθε μέλος αποχώρησε, αφήνοντας τον drummer μόνο του επί σκηνής, ενώ στη συνέχεια επέστρεψαν για αποσυναρμολογήσουν το kit του και να το μαζέψουν, όσο ακόμη αυτός έπαιζε, παίρνοντας στο τέλος, σηκωτό και τον ίδιο.
Μετά την ασυναρτησία των Shellac, επίσκεψη στην κεντρική σκηνή για τους Magic Band, το αρχαιότερο όνομα του φετινού line-up, με σπάνιες εμφανίσεις πλέον. Η συνοδευτική μπάντα του Captain Beefheart, συνάντησε θερμή υποδοχή από ένα κοινό, στην πλειοψηφία του αγέννητο, όταν αυτοί ξεκίνησαν. Διεστραμμένα blues και παραμορφωμένο southern, το set τους αποτελούταν από κομμάτια του Beefheart, αλλά και μεταγενέστερα. Χωρίς να έχω ιδιαίτερη σχέση με αυτό το κομμάτι της rock ιστορίας, απόλαυσα την εμφάνισή τους και έδωσε έναυσμα να "σκάψω" στο παρελθόν τους και ειδικότερα την beefheart περίοδο τους.
Πίσω στο παρόν για το νταντα-ιστικό rock των Deerhoof. Άλλη οπτική της ασυναρτησίας από αυτή των Shellac, εκεί που νομίζεις ότι είναι τελείως χαζοί, σου αλλάζουν γνώμη με το τεχνικά άρτιο παίξιμο τους, λίγο πριν επιστρέψουν στην παιχνιδιάρικη ανοησία. Μου άφησαν την αίσθηση ότι πρόκειται για πεντάχρονα που διασκεδάζουν, παγιδευμένα στα σώματα επαγγελματιών μουσικών. Την εντύπωση αυτή ενισχύει και η μικροσκοπική υπέρ - κινητική Satomi στην κιθάρα και φωνή.
Συνέχεια με ένα ακόμη παράδειγμα Αμερικανικής "μαγκιάς", τους Mudhoney. Η μόνη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό όσο τους παρακολουθούσα, αλλά και τώρα που γράφω, είναι "rock and roll!". Μπορεί αυτό που κάνουν να θεωρηθεί ξεπερασμένο, μπορεί να κάνουν το ίδιο πράγμα πολλά χρόνια, αλλά το κάνουν πολύ καλά ώστε να τους αγνοήσεις. Κινούσαν και πώρωναν κόσμο 20 χρόνια πριν, μπορούν και το κάνουν ακόμη εξίσου καλά, με έναν τρόπο που σου βγάζει απόλυτη ειλικρίνεια. Ίσως θα έπρεπε να αποτελούν παράδειγμα για όλες αυτές τις νέο - grunge, vέο - garage, νέο - αλλά - τίποτα - το σπουδαίο, μπάντες που μας γανιάζουν το κεφάλι μία δεκαετία τώρα.
Μετά από τους Mudhoney, έφτασε η στιγμή για την μοναδική απογοήτευση του φεστιβάλ: τους Μars Volta. Οι δισκογραφικές τους δουλειές πάντα μου άρεσαν, είχα ακούσει για live τους και είχα δει στιγμιότυπα, ο ενθουσιασμός που θα τους έβλεπα αυτοπροσώπως, μεγάλος. Δυστυχώς, απείχαν πολύ από αυτό που περίμενα. Εμφανίστηκαν με νέο drummer, κατώτερο τεχνικά από όλους τους προκάτοχους της θέσης του που έχουν περάσει από το συγκρότημα. Μην μπορώντας να αντεπεξέλθει στα περίτεχνα γυρίσματα και περίπλοκα ρυθμικά μοτίβα στα οποία μας έχουν καλομάθει οι Mars Volta με τις δισκογραφικές του δουλειές, περιορίστηκε σε επίδειξη δύναμης πάνω στο κιτ του, η οποία με άφησε ασυγκίνητο. Πέρα από τον drummer, ο Omar Rodriguez Lopez απλώς... δεν είχε όρεξη. Ακίνητος για το μεγαλύτερο μέρος της δίωρης εμφάνισης τους δεν στάθηκε άξιος της φήμης του. Όλο το σκηνικό έδινε την εντύπωση μπάντας υπό διάλυση, με μόνο τον τραγουδιστή Cedirc Bixler- Zavala να προσπαθεί να σώσει κάπως την κατάσταση, αλλά ούτε τα δικά του συνήθη ζογκλερικά κόλπα και η κίνηση του επί σκηνής στάθηκαν αρκετά. Ούτε και το set list βοήθησε, το οποίο θα μπορούσε να είναι το μόνο λειτουργικό στοιχείο της εμφάνισης, αν επέλεγαν να δώσουν έμφαση στα ξεσπάσματα των κομματιών και όχι στα μελωδικά/ ψυχεδελικά περάσματα. Το αποτέλεσμα; Ένα σετ με τεράστιες κοιλιές, που κράτησε το ενδιαφέρον μου ζωντανό μόνο για το πρώτο μισάωρο. Έφυγα από την κεντρική σκηνή με ένα μεγάλο "γιατί;" να μου χαλάει την κατά τα άλλα υπέροχη γεύση του φεστιβάλ και πήγα να στανιάρω με τις ψυχεδέλειες των Sleepy Sun.
Ο "νυσταγμένος ήλιος" είναι μια παρέα που έχει δώσει όρκο αίματος να μην ξεκολλήσει ποτέ από τις δεκαετίες των 60s, 70s και της τότε ψυχεδέλειας. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους τους αναχρονιστές, το δικό τους ταξίδι στον χρόνο πέτυχε, το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ με διαμάντια όπως το White Dove. Η αμαρτία μου είναι ότι ήθελα να τους δω μόνο και μόνο για να ακούσω αυτό το κομμάτι, καιρό είχε να μου "κολλήσει" rock κομμάτι τόσο πολύ. Οι αμαρτίες ως γνωστό τιμωρούνται, το κομμάτι δεν το άκουσα. Το σετ όμως το απόλαυσα μία χαρά. Για το καλό της σύγχρονης rock ελπίζω η μπάντα να έχει ακόμη πολλά να δώσει. Ένα μόνο σημείο με μπέρδεψε λίγο. Κατά διαστήματα ο ήχος της κιθάρας έκανε ένα panning από ηχείο σε ηχείο (ακουγόταν μία αριστερά, μία δεξιά). Αν αυτό ήταν τεχνικό λάθος ήταν πολύ κρίμα, αν ήταν εφέ στο πλαίσιο της ψυχεδέλειας, δεν λειτούργησε πολύ σωστά.
Δύο μπάντες πριν το τέλος, οι Apse. Ξεκίνησαν ως ορχηστικό/ post rock σχήμα, συνέχισαν προσθέτοντας φωνητικά, στην αρχή λιγοστά, χαμένα ανάμεσα στα υπόλοιπα όργανα, στη συνέχεια και στο τρίτο πλέον άλμπουμ τους (αν μετράω σωστά) πιο διακριτά. Η αλήθεια είναι ότι τους προτιμούσα με τα φωνητικά σε δεύτερο ρόλο αλλά και με την νέα σύνθεση παραμένουν ένα ενδιαφέρον post rock με φωνητικά, σχήμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δυνάμεις να τους ακούσω διεξοδικά. Νομίζω ότι μου άρεσαν.
Φινάλε του φεστιβάλ, η εκρηκτική εμφάνιση των Lightning Bolt. Για όσους δεν τους γνωρίζουν να πούμε ότι είναι ένα ντουέτο ντραμς - μπάσου. Παίζουν κάτι σαν πρωτόγονο ουσιώδες punk με ρίζες στον αυτοσχεδιασμό. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Αυτό που βίωσα παρακολουθώντας τους live μόνο rave μπορεί να χαρακτηριστεί. Καταιγιστικοί "σπασμένοι" ρυθμοί στα drums, ιδιοφυές παίξιμο στο μπάσο που τσάκιζε κόκαλα και το κοινό σε κατάσταση αμόκ. Δυσκολεύομαι να βρω και εδώ λέξεις, είναι κάτι που πρέπει να κάποιος να ζήσει για να καταλάβει την δύναμή του. Το μόνο ανάλογο που μπορώ να σκεφτώ στη μουσική, απέχει αρκετά από τη rock και είναι το breakcore καλλιτεχνών όπως Venetian Snares ή Doormouse με την διαφορά φυσικά ότι οι Lightning Bolt τα παίζουν με τα χεράκια τους χωρίς υπολογιστική υποστήριξη. Σίγουρα από τα highlights του φεστιβάλ, στο τέλος ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις Afrirampo, οι οποίες πέρασαν την ώρα τους βουτώντας στο κοινό και ουρλιάζοντας στα μικρόφωνα.
Τέλος ενός εκπληκτικού τριημέρου σε ένα καλοκαιρινό θέρετρο μέσα στο καταχείμωνο κάπου στην Αγγλία. Φεύγοντας από τον χώρο του φεστιβάλ, με τους απόηχους όλων των παραπάνω ακόμη στα αυτιά μου, μόνο ένα πράγμα μπορώ να σκεφτώ: "Πρέπει να ξανάρθω".
Λυπάμαι που έχασα για διάφορους λόγους: Την εμφάνιση των Battles με υλικό από το άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει μετά την άνοιξη, το DJset του Edan.
Δεν λυπάμαι που έχασα: Την εμφάνιση του Devendra Banhart, το DJset των Belle&Sebastian.
Κείμενα και φωτογραφίες, Στέφανος Μοναστηρίδης aka The Plughead