Pains of being black at heart
Eπεφύλαξαν μια δοξαριά για κάθε, στενάχωρη ή μη, καρδιά. Μέχρι την επόμενη φορά (που κάτι μου λέει ότι δεν θ' αργήσει). Του Άρη Καραμπεάζη
Βούτυρο στο ψωμί (τι έκφραση και αυτή) το τελευταίο βράδυ Παρασκευής (και γενικά) του φετινού Μάρτη, ειδικά για όσους (όχι άδικα μερικές φορές) επιμένουν έως και να χλευάζουν την εμμονή του ελληνικού κοινού να «πονάει» με και από τα ακούσματα του. Έχω ακούσει να λέγεται ότι στις περιπτώσεις τύπου Cave, Tindersticks, Madrugada κλπ απλώς μεταθέτουμε το γονίδιο τύπου Καζαντζίδη, που μας κληροδότησαν οι παππούδες μας. Και έτσι να είναι πάντως, αν θέλει να «πονέσει» ο άλλος θα πονέσει, ας τον αφήσουμε ήσυχο τον άνθρωπο που έχει και τον πόνο του. Συνεπώς πάμε παρακάτω.
Διπλό χτύπημα λοιπόν την εν λόγω ημέρα καθώς οι πιστοί του πόνου είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στον μεταξύ των μυθικών μας ηρώων Mick Harvey και σε αυτούς τους Καλιφορνέζους «μαυραγορίτες» για τους οποίους εκτενώς τα είπαμε και προ ημερών. Με τον Θεοδόση Μίχο να μου κολλάει έγκαιρα στο μυαλό ότι η περίπτωση Harvey-Gainsbourg δεν είναι τελικά κάτι περισσότερο από cover band, ειδικά όταν μεταφέρεται επί σκηνής, (καλώς ή κακώς πρέπει να απλοποιούμε τα πράγματα κάθε τόσο), αλλά και την περίεργη ενθύμηση περί του ότι ποτέ δεν είχα καταφέρει να πάω σε κάποια συναυλία των Black Heart εντός και εκτός συνόρων, δεν υπήρχαν περιθώρια επιλογών. Εκβίασα τον Αντώνη Ξαγά να πάει αυτός προς το Gagarin, υποσχόμενος ότι θα συμμετάσχω στο επόμενο «Κάτι Καλό Να Ακούσω» και βρεθήκαμε με την γνωστή έγκαιρη καθυστέρηση στο Fuzz λίγα ακριβώς δευτερόλεπτα πριν πέσει η πρώτη δοξαριά.
Αρκετές δοξαριές αργότερα, οι επιλογές μας επιβραβεύτηκαν (όπως το πάρει κανείς δηλαδή, δεδομένου ότι και πάλι μαύρισε η ψυχή μας μετά τον Gira, μάλλον δεν τα πολύ-αντέχουμε τα εκχειλισμένα συναισθήματα πλέον) και οι προφητείες εκπληρώθηκαν στο μέγιστο βαθμό. Τα τραγούδια του «1» ήρθαν καταπάνω μας το ένα μετά το άλλο, συγκρουστήκαμε και τα αποφύγαμε ταυτόχρονα στο μέτρο του εφικτού και σε ουκ ολίγες στιγμές μείναμε έκπληκτοι με το πως ένα τόσο στατικό επί σκηνής συγκρότημα μεταδίδει όχι απλώς ένταση, αλλά και μία αδιάλειπτη κίνηση στον τρόπο που χειρίζεται και το υλικό και το κοινό του.
Οι Black Heart Procession on stage είναι πράγματι τόσο στιβαροί και ουσιαστικοί, ώστε μηδαμινά περιθώρια αφήνουν σε εμάς τους από κάτω για κουβεντούλες, αστειάκια και λοιπές συνήθειες (όχι απαραίτητα κακές, ας μην είμαστε τόσο σοβαροφανείς), που συνήθως δεν βοηθάνε κάτι τέτοια live να προχωρήσουν προς τα εκεί που πρέπει. Δεν χρειάστηκε καν να φτάσουμε στο περιβόητο Blue Water-Black Heart (το μοναδικό ίσως «χιτ» αυτής της βραδιάς) για να γίνει κατανοητό ότι το κοινό τους είναι απόλυτα μαζί τους.
Το Fuzz άλλωστε είχε γεμίσει υπό μία έννοια παρότι όχι ασφυκτικά, σίγουρα με τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια να μιλάμε για μία ακόμη μοναχική συναυλία ενός σπουδαίου σχήματος. Και για να προλάβω τις όποιες ενστάσεις, δεν υπήρχαν -έχω την υποψία- ούτε ελάχιστα δείγματα τηλεοπτικού κοινού, που είδε σκοτάδι και μπήκε ελέω των γνωστών κύκλων αίματος, για τους οποίος πλείστα όσα χωρατά γίνονται όποτε αναφερόμαστε πλέον στο συγκρότημα. Ας μη διαχωρίζουμε το κοινό σε καλό και κακό, σχετικό και μη, λένε αρκετοί. Θα διαφωνήσω σφόδρα, παρότι δεν είμαι και τυπικά Χατζιδακικός θα έλεγα. Και η ποιότητα του κοινού έχει τη σημασία της.
Στη μία ώρα που διαρκεί το «1» δεν είχαν όλα τελειώσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι το δεύτερο μέρος της συναυλίας, που επί της ουσίας ήταν ένα κανονικής διάρκειας encore, δεν ήταν ακριβώς αυτό που περιμέναμε, καθώς οι περισσότεροι είχαμε την αίσθηση ότι θα ακολουθήσει μία σχεδόν δεύτερη συναυλία με πολλά ακόμη και διάφορα. Δεν θεωρώ τελικά ότι ήταν απαραίτητο κάτι τέτοιο. Έφυγα απολύτως ικανοποιημένος έχοντας ακούσει έναν σπουδαίο δίσκο (έστω και υποκειμενικά σπουδαίο, μην τα ξαναλέμε από την αρχή) όχι μόνον από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά και με εκείνο το ιδιαίτερο νεύρο από την πλευρά των μουσικών- εκτελεστών, που έχει κάποιος όταν αγωνιά να παρουσιάσει και να καταστήσει κατανοητή στο κοινό του μια καινούργια δισκογραφική δουλειά, και όχι να το παγιδεύσει νοσταλγικά στην οικειότητα μιας εικοσαετίας. Οι συζητήσεις γύρω, που συνήθως είναι ένα καλό πρώτο κριτήριο, έδειξαν ότι την ίδια αίσθηση είχαν και οι περισσότεροι.
Κατέστη σαφές ότι οι Black Heart Procession «πιστεύουν» σε κάθε τραγούδι τους ξεχωριστά. Τα χρόνια περνάνε ως γνωστόν και αύριο μεθαύριο θα έχουμε και τα 20χρονα από το The Spell. Καλά να είμαστε να «μαυρίσουμε» λίγο περισσότερο και εκείνη τη νύχτα και έχω την αίσθηση ότι 1-2 άνθρωποι από εδώ μέσα αξίζει τον κόπο να βγουν στη σκηνή να πουν 1-2 λόγια τότε. Αν μη τι άλλο θα είναι μια πρωτότυπη κίνηση.
Θερμές ευχαριστίες στην Ειρήνη Ρησάκη για τις φωτογραφίες.